Ο θυμός η οργή και η θεραπεία τους (Mεγάλου Βασιλείου)
16 Φεβρουαρίου 2015
Ο Θυμός η Οργή και η Θεραπεία τους
(Ομιλία Βασιλείου του Μεγάλου
«Κατά οργιζομένων», σε νεοελληνική απόδοση)
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου
Κείμενα και ερμηνευτική απόδοση Αδελφότης Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα.
Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», ΣΕΙΡΑ «ΣΕΛΑΣΦΟΡΑ» 2004, σελ. 46
Προλογικά
Κατά κοινή ὁμολογία, τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ ἐπιθετικότητα, ἡ βία, ἡ βάναυση συμπεριφορά, ἡ καταστροφικότατα, εἶναι φαινόμενα πού πλεονάζουν στήν κοινωνία μας, καί πού ἀπασχολοῦν καί τούς πνευματικούς ἠγέτες καί ποιμένες μας, ἀλλά καί γενικότερα τόν ἐπιστημονικό κόσμο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τή βαθιά πείρα τους καί τή γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, θεωροῦν ὅτι ἡ βία, ἡ καταστροφικότατα, ἡ ἀχαλίνωτη συμπεριφορά, συχνά, εἶναι ἀπότοκα τῆς ὑπερηφάνειας καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς: «Θυμοῦ εἰσι πάθη· ὀργή, πικρία, κραυγή, ὀξυχολία, θράσος, τύφος, ἀλαζονεία, καί εἴ τι ἕτερον», μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης[1]. Δηλαδή: Ἡ ὀργή, ἡ πικρία, οἱ φωνές, τό εὐέξαπτον, τό θράσος, ὁ τύφος,ἡ ἀλαζονεία, καί πολλά ἄλλα, εἶναι πάθη πού προέρχονται ἀπό τό θυμό».
Στήν Κλίμακα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης χαρακτηρίζει τόν θυμώδη ἄνθρωπο καί τόν ὀνομάζει «ἐπιληπτικόν ἑκούσιον»[2]. Καί ὁ μέγας Βασίλειος στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ θεωρεῖ τό θυμό «ὡς στιγμιαία τρέλλα». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθεῖ ἀπό τό θυμό καί τήν ὀργή, ἐκτρέπεται στό «παρά φύσιν», σέ ὕπαρξη κτηνώδη, θηριώδη, δαιμονική, μᾶς ἀναπτύσσει ὁ Ἅγιος μέ πολλή σαφήνεια καί ἐνάργεια.
Πράγματι, τό δηλητήριο τῆς ὀργῆς εἶναι θανατηφόρο, διότι ἐπιτρέπει στόν πονηρό δαίμονα νά κατοικήσει στήν καρδιά μας, ὁ ὁποῖος μας σκοτίζει τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς τόσο, ὥστε νά μή μποροῦμε νά διακρίνουμε τό καλό ἀπό τό κακό. «Ἡ ὀργή καταστρέφει ἀκόμη καί τούς φρόνιμους», μᾶς λένε οἱΠαροιμίες[3]. Ὅποιος λοιπόν θέλει νά ἀγωνισθεῖ καί νά φθάσει στήν τελειότητα, πρέπει νά κρατήσει τόν ἑαυτό του μακριά ἀπό τήν ὀργή καί τό θυμό, καθώς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παραγγέλλει: «Κάθε ἔχθρα καί ὀργή καί θυμός καί κραυγή καί βλασφημία, ἄς εἶναι μακριά ἀπό σας, μαζί μέ κάθε κακία» [4]. Διότι «ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του, εἶναι ἀνθρωποκτόνος» [5].
Γιατί, στ’ ἀλήθεια, πώς θά φθάσει κάποιος στήν τελείωση, πώς θά μπορέσει νά προσευχηθεῖ, ὅταν καλλιεργεῖ μέσα στήν καρδιά του τό μίσος, τή μνησικακία, πού κι αὐτά τά γεννάει στήν ψυχή ὁ θυμός καί ἡ ὀργή;
Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος μας δηλώνει ξεκάθαρα καί μᾶς λέει πώς ὅποιος θέλει νά φθάσει στήν τελείωση καί ἐπιθυμεῖ νά ἀγωνίζεται τόν πνευματικό ἀγῶνα «ἀπό παντός ἐλαττώματος ὀργῆς τέ καί θυμοί) ἀλλότριος ἔσται». Γιατί, ἄν ὁ νοῦς ἀμαυρωθεῖ μέ τό σκότος τῆς μνησικακίας, θά χάσει τό φῶς τῆςγνώσεως καί θά στερηθεῖ «καί τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[6].
Τότε μόνο ἔχουμε τό δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά χρησιμοποιήσουμε τό θυμό, ὅταν τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας καί τῶν φιλήδονων λογισμῶν μας. Γι’ αὐτό λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ «νά ὀργίζεσθε καί νά μήν ἁμαρτάνετε». Δηλαδή, νά ὀργίζεσθε ἐναντίον τῶν παθῶν σας καί τῶν πονηρῶν λογισμῶν σας, ἀλλά νά μήν ἐκτελεῖτε αὐτά πού σας ὑπαγορεύουν.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μας παροτρύνει καί μας συμβουλεύει, σχετικά μέ τήν ὀργή, κάτι πολύ χρήσιμο καί πρακτικό γιά τήν καθημερινή μας ζωή. «Ὁ ἥλιος», λέει, «νά μή βασιλεύει, ἀφήνοντάς σας θυμωμένους, οὔτε νά δίνετε τόπο στόν διάβολο»[7]. Τί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς γιά ὅλα αὐτά, ὅταν πολλές φορές ἡ ὀργή δέν κυριεύει τήν ψυχή μας μόνο μέχρι τή δύση τόν ἥλιου, ἀλλά παραμένει μέσα μας ζωντανή γιά πολλές ἡμέρες καί μάλιστα μερικές φορές καί γιά χρόνια;
Τό πάθος ὅμως αὐτό τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, «κραταιώνεται καί γίνεται ἀκατάλυτο», γιατί ἔχει βάση τήν ὑπερηφάνεια, ὑποστηρίξει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής.
Καί ὁ Κύριος μας, Ἰησοῦς Χριστός, δέν θέλει νά τρέφουμε μίσος ἡ λύπη ἡ ὀργή ἡ μνησικακία γιά ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἀλλά θέλει νά τρέφουμε ἀγάπη, νά τόν θεωροῦμε ὡς εἰκόνα δική Του, «ὡς Χριστόν ἐν ἑτέρᾳ μορφή», διότι αὐτό μας ὁδηγεῖ στό «κατά φύσιν» καί μας κάνει θεούς «κατά Χάριν».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ὁμιλία τόν «Κατά ὀργιξομένων», πού ἀκολουθεῖ σέ νεοελληνική μετάφραση, μέ τόν τίτλο «Ὁ θυμός, ἡ ὀργή καί ἡ θεραπεία τους», καταγράφει μέ ἀπαράμιλλη ρητορική δεινότητα τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει κυριευθεῖ ἀπό τό θυμό καί τήν ὀργή. Εἶναι ἕνα ψυχογράφημα. Ἀλλά ὁ Ἅγιος δέν παραμένει μόνο στήν περιγραφή καί στήν ἀνάλυση τοῦ πάθους. Μᾶς ἀναφέρει καί τούς τρόπους τῆς ἀντιμετωπίσεως καί τῆς θεραπείας τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς, μέ πλῆθος χωρίων καί γεγονότων ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ λόγος του εἶναι ζωντανός, ἀριστοτεχνικός, καί μέ τήν ἐπιδεξιότητα πού τόν διακρίνει, μᾶς ὁδηγεῖ στή συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς, στή γνήσια μετάνοια, στήν ἀοργησία καί ἐν τέλει στήν ἀπάθεια, μέ βάση πρῶτα – πρῶτα τή λογική, καί ἔπειτα τήν ταπεινόφρονη συμπεριφορά, κατά μίμηση τόν Κυρίον μας Ἰησοῦ Χρίστου, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐχ ἠπείλει» (Α’ Πέτρ. 2, 23).
Η ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΜΟΝΗ
1. «Γρηγορίου τοῦ Σινάΐτου). Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος πάνυ ὠφέλιμα», Ρ.G. 150.126 Α. οθ’.
2. Κλίμαξ Η’, 150. ιγ. Ἐκδ. Ἱεράς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς.
3. Παροιμ. 15, 1
4. Ἐφεσ. 4. 31
5. Α’ Ἰωάν. 3. 15
6. Κασσιανοῦ Ρωμαίου: Πρός Κάστορα ἐπίσκοπον, Φιλοκαλία Α’. σέλ. 70-73. Ἐκδ. «Ἀστήρ».
7. Ἐφεσ. 26-27