Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (Φιλοθεΐτης)
24 Αυγούστου 2014
Α Γ Ι Ο Σ Κ Ο Σ Μ Α Σ Ο Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ
Διδαχὲς-θαύματα-προφητεῖες
(ἀφηγηματικὴ σύνθεση)
π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Ἡ μικρὴ συνοδεία βάδιζε μὲ κόπο στὸν κακοτράχαλο ἀνήφορο γιὰ τὸ μικρὸ χωριό, ποὺ φώλιαζε σὰν ἀετοφωλιὰ στὴν ἀπόμερη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Ὁ λιγνὸς καλόγερος ποὺ πήγαινε μπροστά, ἅπλωνε τὸ βλέμμα του στὶς γνώριμες ψηλὲς κορφές, στὰ κοφτερὰ φαράγγια, στὰ καταπράσινα ἔλατα, κι ἀναθυμόταν περασμένα χρόνια καὶ καιρούς. Τότε ποὺ νεαρὸς ἀκόμη, γεμάτος ὄνειρα καὶ φλόγα, περιδιάβαινε τὰ μέρη αὐτὰ καὶ μάζευε τὰ Ἑλληνόπουλα, μὰ καὶ τοὺς μεγάλους, νὰ τοὺς διδάξει τὰ πρῶτα γράμματα. Νὰ τοὺς μάθει τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν καταγωγή τους. Νὰ ξέρουν τὴ ρίζα τους, ὅτι κρατάει ἀπὸ τὸν Λεωνίδα καὶ τὸν Μεγαλέξανδρο. Νὰ ξαναθυμηθοῦν τὸν μαρμαρωμένο βασιλιά τους. Ποὺ περιμένει νὰ ξυπνήσει καί, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, νὰ ξαναμπεῖ στὴν Πόλη θριαμβευτής.
Καὶ νὰ ποὺ τώρα, μὲ ἄσπρα τὰ μαλλιὰ κι ὡριμασμένη πιὰ ψυχή, ξαναγυρνοῦσε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του.
Ἦταν ὁ γεννημένος στὸ Μεγάλο Δένδρο τῆς Αἰτωλίας ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀναγνωρισμένος ἅγιος στὴ συνείδηση ὅλων πολὺ πρὶν πεθάνει μαρτυρικὰ στὴ Βόρειο Ἤπειρο, τὸ 1779.
Στὸ μικρὸ χωριὸ εἶχαν μαζευτεῖ ὅλοι καὶ τὸν περίμεναν. Ὁ ἅγιος ἔφτασε κοντανασαίνοντας κι ὅλοι ἔτρεξαν νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, φιλώντας τ’ ἁγιασμένο του χέρι. Διψασμένος ἀπ’ τὴν πεζοπορία ζήτησε λίγο νερὸ νὰ δροσιστεῖ. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα ξεροπήγαδο.
– Εἶναι στεγνό, ἅγιε! τοῦ εἶπαν.
Μὰ ὡστόσο μερικοὶ κάνοντας ὑπακοὴ ἔτρεξαν, ἔβγαλαν ἀπ’ τὸν πάτο του λίγο νερὸ γεμάτο λάσπη καὶ χῶμα καὶ τοῦ τὸ πρόσφεραν. Ὁ ἅγιος δοκίμασε λίγο καὶ σηκώνοντας τὸ κουρασμένο του χέρι εὐλόγησε τὸ ξεροπήγαδο γιὰ τὴν ἐλάχιστη ἐκείνη δροσιὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε. Ἀμέσως ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ ἄφθονο. Καὶ ἀπὸ τότε, χειμώνα-καλοκαίρι, τὸ πηγάδι ἦταν πάντοτε γεμάτο.
Ὁ ἅγιος ἔμπηξε ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρὸ στὸ χῶμα, ἀνέβηκε σ’ ἕνα σκαμνὶ κι εὐλόγησε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει.
– Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ποὺ ἀξιώθηκα ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ κι ἐστάθηκα σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, ἐξέτασα πρῶτα γιὰ σᾶς καὶ ἔμαθα, πὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, εἶστε εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνο δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς εἶναι τιμιώτερος ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο. Κι ἐγώ, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπὸ ὅλους.
Εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ὁ Χριστός μου μὲ καταδέχεται ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του. Τὸν Χριστό μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστό μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ χύσω κι ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ τὴν ἀγάπη του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὴν ἀγάπη μου.
Ἂν ἴσως καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, νὰ φωνάξω μιὰ φωνὴ μεγάλη, νὰ κηρύξω σὲ ὅλον τὸν κόσμο πὼς μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, θὰ τὸ ἔκαμνα. Μὰ ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμνω τοῦτο τὸ μικρό, καὶ περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμη, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὡς ἀδελφός. Διδάσκαλος μόνο ὁ Χριστός μας εἶναι.
Ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενήντα ἐτῶν, ἐπερπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χῶρες καὶ χωριὰ καὶ μάλιστα στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ περισσότερο ἐκάθησα στὸ Ἅγιον Ὅρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιγα διὰ τὶς ἁμαρτίες μου.
Μελετώντας τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο βρῆκα μέσα πολλὰ νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, πλοῦτος, ζωὴ αἰώνια. Σιμὰ στὰ ἄλλα βρῆκα καὶ τοῦτον τὸν λόγο ὅπου λέγει ὁ Χριστός μας: πὼς δὲν πρέπει κανένας Χριστιανὸς νὰ φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο πῶς νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούοντας κι ἐγὼ τοῦτον τὸν γλυκύτατο λόγο, νὰ φροντίζουμε καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ’ ἔτρωγε ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα στὴν καρδιὰ τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὅπου τρώγει τὸ ξύλο, τί νὰ κάνω κι ἐγὼ στοχαζόμενος στὴν ἀμάθειά μου.
Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρες, ἀρχιερεῖς, πατριάρχες, τοὺς φανέρωσα τὸν λογισμό μου, ἀνίσως καὶ εἶναι θεάρεστο τέτοιο ἔργο, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω. Καὶ μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατο κύριο Σωφρόνιο, τὸν Πατριάρχη – νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του – ἄφησα τὴ δική μου προκοπή, τὸ δικό μου καλό, κι ἐβγήκα νὰ περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου.
Δὲν μπορεῖ ὁ καλόγερος νὰ σωθεῖ, παρὰ μακριὰ ἂν φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο. Μὰ ἐπειδὴ τὸ γένος μας ἔπεσε σὲ ἀμάθεια, εἶπα: ἂς χάσει ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατο, καὶ ἂς κερδίσει τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή σας σώσει καὶ μένα.
Μιλοῦσε ζεστά, ἁπλά, ταπεινά. Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι τὸν ἄκουγαν συνεπαρμένοι. Ἀνάμεσά τους βλέπει κάποια στιγμὴ ὁ ἅγιος νὰ στέκουν δυὸ ἁρματωμένοι. Ἦταν παλληκάρια τῆς κλεφτουριᾶς, μὰ εἶχαν σπείρει φόβο καὶ τρόμο στοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὰ ἐγκλήματά τους.
– Ἔ, σεῖς! τοὺς φωνάζει. Θ’ ἀνοίξετε παράδεισο, νομίζετε, μ’ αὐτά σας τὰ χάλια;
– Ναί, μὲ τ’ ἀσημοχάντζαρά μας! εἶπαν αὐτοί, ἂν μὲ τὸ καλὸ δὲν μᾶς ἀνοίξουν. Μὲ τὸ ἔτσι θέλω θὰ μποῦμε! Τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάμουν;
– Πιάστε τ’ ἀσημόπλεχτα κουμπιὰ τῶν γελεκιῶν σας καὶ σφίχτε τα! τοὺς λέει.
Ἀπὸ περιέργεια ἔπιασαν οἱ κλέφτες τὰ κουμπιά τους καὶ τά ’σφιξαν ἀνάμεσα στὰ δάχτυλά τους. Καὶ μὲ μιᾶς, ἔτρεξε αἷμα ποὺ πήγαινε τσαμπούνα! Τοὺς καταλέρωσε τὸ αἷμα τοὺς κλέφτες.
– Ἔ, καὶ θαρρεῖτε πὼς τὰ αἵματα αὐτὰ τῶν Χριστιανῶν ποὺ σφάξατε, θὰ σᾶς ἀφήσουν νὰ μπεῖτε στὸν παράδεισο; Δὲν τὸ πολυπιστεύω!
Σὰν εἶδαν τὸ θάμα οἱ κλέφτες τά ’χασαν. Ἡ σκληρὴ καρδιά τους μαλάκωσε. Μετάνιωσαν, φόρεσαν γυναικεῖα σεγκούνια, δεῖγμα τῆς μετάνοιας τους, κι ἀκολούθησαν τὸν ἅγιο καταπόδι.
– Ἀνίσως καὶ θέλουμε νὰ περάσουμε κι ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνουμε καὶ στὸν παράδεισο, συνέχισε ὁ ἅγιος, πρέπει νὰ ἔχουμε δύο ἀγάπες: ἀγάπη στὸν Θεό μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβε στὴν καρδιά του αὐτὲς τὶς δύο ἀγάπες.
Τὸ βλέμμα του ἀγκάλιαζε ἕναν-ἕναν τους φτωχοὺς ἀνθρώπους ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη του. Μιὰ βαθειὰ ἀγάπη ἀνάβλυζε ἀπ’ τὴν καρδιά του γιὰ ὅλα τὰ πρόβατα τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τέχνη τοὺς αἰχμαλώτιζε καὶ ξεκλείδωνε τὶς πόρτες τῆς καρδιᾶς τους.
– Ἐσεῖς, Χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε ἐδῶ; Ἔχετε ἀγάπη ἀνάμεσά σας; Εἶναι ἐδῶ κανένας ποὺ νά ’χει αὐτὴ τὴν ἀγάπη στοὺς ἀδελφούς του; Ἂς σηκωθεῖ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ πεῖ, νὰ τὸν εὐχηθῶ κι ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ λάβει μία συγχώρηση, ποὺ νά ’δινε χιλιάδες φλουριὰ δὲν θὰ τὴν εὕρισκε.
– Ἐγώ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μου.
– Καλά, παιδί μου, ἔχε τὴν εὐχή μου. Πῶς σὲ λένε στ’ ὄνομά σου;
– Κώστα.
– Τί τέχνη κάνεις;
– Πρόβατα φυλάγω.
– Τὸ τυρί, ὅταν τὸ πωλεῖς, τὸ ζυγιάζεις;
– Τὸ ζυγιάζω.
– Ἐσύ, παιδί μου, ἔμαθες νὰ ζυγιάζεις τὸ τυρὶ κι ἐγὼ νὰ ζυγιάζω τὴν ἀγάπη. Τώρα νὰ ζυγιάσω κι ἐγὼ τὴν ἀγάπη σου κι ἂν εἶναι σωστή, τότε νὰ σὲ εὐχηθῶ κι ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους νὰ σὲ συγχωρήσουν. Πῶς νὰ σὲ καταλάβω, παιδί μου, ἂν ἀγαπᾶς τοὺς ἀδελφούς σου; Τὸ ἀγαπᾶς ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ παιδί;
– Τὸ ἀγαπῶ.
– Ἂν τὸ ἀγαποῦσες, θὰ τοῦ ἔπαιρνες ἕνα πουκάμισο ποὺ εἶναι γυμνό, νὰ παρακαλεῖ καὶ κεῖνο γιὰ τὴν ψυχή σου. Τότε θά ‘ναι ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη, ἐνῷ τώρα εἶναι ψεύτικη. Τώρα σὰν θέλεις νὰ κάμεις τὴν ἀγάπη μάλαμα, πάρε καὶ ἔνδυσε τὰ φτωχὰ παιδιὰ καὶ τότε νὰ βάλω νὰ σὲ συγχωρήσουν. Τὸ κάμνεις τοῦτο;
– Τὸ κάμνω.
– Χριστιανοί μου, ὁ Κώστας κατάλαβε πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε ὣς τώρα ἦταν ψεύτικη καὶ θέλει νὰ τὴν κάμει μάλαμα, νὰ ἐνδύσει τὰ φτωχὰ παιδιά. Ἐπειδὴ καὶ τὸν παιδέψαμε, σᾶς παρακαλῶ νὰ πεῖτε γιὰ τὸν κὺρ-Κώστα τρεῖς φορές: ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει.
Ὁλόκληρο τὸ χωριὸ μαζεμένο στὴν πλατεία ἄκουγε τὸν ἅγιο νὰ μιλάει ἀδιάκοπα. Τὰ παιδιὰ ξυπόλητα καὶ μισόγυμνα ἔπαιζαν παραπέρα, σκορπισμένα στὸ φυσικὸ πλάτωμα τῆς πλαγιᾶς. Ὁ ἅγιος σταμάτησε γιὰ λίγο κι ἔμεινε νὰ τὰ κοιτάζει στοχαστικός. Ξαναγυρνώντας στοὺς ἀκροατές του βάλθηκε νὰ τοὺς μιλάει γι’ αὐτά.
– Ὅταν βαπτίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ βγάνετε στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχουνε νόημα. Μαρία θὰ πεῖ κυρία, γιατὶ ἡ Θεοτόκος ἔμελλε νὰ γίνει βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Νικόλαος λέγεται ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τοὺς λαοὺς, τοὺς δαίμονες, τὰ πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένο φυτό, στολισμένο μὲ καρπούς, μὲ ἀρετὲς χριστιανικές. Παρασκευὴ λέγεται ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὸν Χριστό.
Νὰ κάμεις μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχεις καὶ τὸν ἅγιο τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδὶ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ σοῦ γυρεύει ψωμί, μὴν τοῦ δίνεις, μόνο νὰ πάρεις τὸ ψωμί, νὰ τὸ βάλεις ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ πεῖς: «Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί. Ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου, νὰ παρακαλέσουμε τὸν ἅγιό σου νὰ παρακαλέσει τὸν Χριστὸ νὰ σοῦ τὸ δώσει. Καὶ ἔτσι τὸ παιδὶ παρακινεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ψωμιοῦ καὶ εὐθὺς ὅταν ξυπνᾶ, τὸν ἅγιό του βλέπει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, γιὰ νὰ συνηθίζουν στὸν καλὸ δρόμο.
Ὁ ἅγιος κοντοστάθηκε, ἔκοψε τὴν κουβέντα κι ἔριξε τὸ βλέμμα του ξανὰ μακριά, στὰ παιδιὰ ποὺ ἔτρεχαν καὶ ξεφώνιζαν στὴν πλαγιά. Ρώτησε:
– Ἔχετε σχολεῖο ἐδῶ στὸ χωριό σας νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά;
– Δὲν ἔχουμε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ.
– Νὰ μαζευτεῖτε ὅλοι νὰ κάμετε ἕνα σχολεῖο καλό, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλο νὰ μαθαίνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ φτωχά. Γιατὶ ἀπὸ τὸ σχολεῖο μαθαίνουμε τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλαση, ἀρετή, κακία. Τί εἶναι ψυχή, σῶμα κ. λ. π. Γιατὶ χωρὶς τὸ σχολεῖο περπατοῦμε στὸ σκότος.
Νὰ σπουδάζετε καὶ σεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μαθαίνετε γράμματα ὅσοι μπορεῖτε. Κι ἂν δὲν μάθατε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μαθαίνουν τὰ ἑλληνικά, γιατὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι στὴν ἑλληνική. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχετε ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴ χώρα σου, παρὰ νὰ ἔχεις βρύσες καὶ ποτάμια. Καὶ σὰν μάθεις τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὶς ἐκκλησίες. Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὰ μοναστήρια.
Γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζονται οἱ ἄνθρωποι. Διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικά, τὰ ηὗρα πὼς λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὰ μαθαίνουμε. Ἡ πίστη μας δὲν στερεώθηκε ἀπὸ ἀμαθεῖς ἁγίους, ἀλλὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ πεπαιδευμένους. Λοιπόν, τέκνα μου, πρὸς διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας, φροντίσατε νὰ συστήσετε ἀνυπερθέτως σχολεῖο ἑλληνικό, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὰ τέκνα σας ὅσα ἐσεῖς ἀγνοεῖτε.
Ἔπειτα στράφηκε στὶς γυναῖκες καὶ τὶς παρακίνησε νὰ δώσουν τὰ χρυσαφικά τους καὶ ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου. Σαγηνευμένες ἐκεῖνες ἀπὸ τὴν ἤρεμη ἀκτινοβολία τοῦ ἁγίου πρόσφεραν πρόθυμα ὅ,τι εἶχαν.
Ὁ ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ αρκετὴ ὥρα ἀκόμα. Τὸ χωριὸ εἶχε χρόνια νὰ δεῖ παπᾶ καὶ νὰ λειτουργηθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν σὲ βαθειὰ ἄγνοια. Τὰ παιδιὰ εἶχαν μεγαλώσει ἀβάπτιστα. Τοὺς δίδαξε γιὰ τὴν μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὸ βάπτισμα.
– Τέσσερα εἶναι τὰ γιατρικά σου γιὰ νὰ σωθεῖς. Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ συγχωρήσεις τοὺς ἐχθρούς σου. Τὸ δεύτερο νὰ ἐξομολογεῖσαι καθαρά. Τὸ τρίτο νὰ κατηγορεῖτε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας τὸν ἑαυτό σας καὶ ὄχι ἄλλον. Τὸ τέταρτο νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴν ἁμαρτήσετε πλέον. Καί, ἂν μπορεῖτε, νὰ ἐξομολογεῖσθε κάθε μέρα. Κι ἂν ὄχι, ἂς εἶναι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα ἢ μιὰ φορὰ τὸν μήνα ἢ τὸ λιγότερο τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο.
Καὶ νὰ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ στὸν καλὸ δρόμο, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄν-θρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθεῖ. Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νὰ θανατώσεις ἑκατὸ ἀνθρώπους βαπτισμένους, παρὰ νὰ ἀφήσεις ἕνα παιδὶ ἀβάπτιστο νὰ πεθάνει. Κι ἂν τύχει ἀνάγκη καὶ μέλλει νὰ πεθάνει τὸ παιδὶ καὶ δὲν ἐπρόφθασε ὁ παπᾶς νὰ τὸ βαπτίσει, ἂς τὸ βαπτίσει ὅποιος τύχει, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀδελφός, γείτονας, μαμή. Βάλε ἀρκετὸ νερὸ καὶ λάδι, σταύρωσέ το καὶ βάπτισέ το. Πές: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμήν». Κι ἂν ζήσει, τελειώνει τὰ ὑπόλοιπα ὁ παπᾶς. Μὰ ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νερό; Βάπτισέ το στὸν ἀέρα καὶ πὲς τὰ ἴδια λόγια.
Ὁμοίως, ἂν τυχὸν μέλλει νὰ πεθάνει ἕνας ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπρόφθασε ὁ παπᾶς νὰ τὸν ἐξομολογήσει, ἂς ἐξομολογηθεῖ σὲ ὅποιον τύχει. Ἔχει ἐλπίδα νὰ σωθεῖ. Ἂν ὅμως μεταλάβει ἀνεξομολόγητος, δὲν ὠφελεῖ τίποτε.
Στὴ συνέχεια ἡ κουβέντα του γύρισε στὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία.
– Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει νὰ νηστεύουμε πάντοτε, μὰ περισσότερο τὴν Τετάρτη, γιατὶ πουλήθηκε ὁ Κύριος καὶ τὴν Παρασκευή, γιατὶ σταυρώθηκε. Ὁμοίως καὶ τὶς Τεσσαρακοστές, καθὼς ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες νὰ νηστεύουμε, γιὰ νὰ νεκρώνουμε τὰ πάθη καὶ νὰ ταπεινώνουμε τὸ σῶμα. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Φυλάγετε τὶς Τεσσαρακοστές, Χριστιανοί μου; Ἂν εἶστε Χριστιανοί, πρέπει νὰ τὶς φυλάγετε.
Ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σὰν τὴ μάνα. Ὅταν σφάλλει ὁ γιός της, τὸν μαλώνει καὶ πάλι τὸν ἀγαπᾶ.
Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλεύετε καθόλου. Μήτε νὰ πουλήσετε, μήτε νὰ ἀγοράσετε. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴ εἶναι αφορισμένο καὶ καταραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα στὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογία. Καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴ γυναίκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶο σου ψοφᾶ. Κι ἂν τύχει ἀνάγκη καὶ πουλήσεις πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακή, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴν τὸ σμίγεις στὴ σακούλα σου, γιατὶ τὴ μαγαρίζει, ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνη. Οὔτε χωράφι, οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε τὴν Κυριακή, οὔτε νὰ καθαρίζετε τὰ ἀχούρια σας. Μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸ καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, γιατὶ ὅλοι θὰ πεθάνουμε, καθὼς βλέπουμε κάθε μέρα.
Καὶ ὅσο βιὸς ἔχουμε, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ἀπομείνει. Μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη δώσατε, αὐτὸ θὰ ἔχετε γιὰ βοήθεια στὴν ψυχή σας. Καὶ ὅ,τι δώσατε στοὺς φτωχοὺς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ λάβετε γιὰ τὸ ἕνα ἑκατὸ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχει ἀγαθὸ τέλος.
Ὁ ἥλιος ἀνέβαινε, ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Μὰ ἐντελῶς ξαφνικά, ἀπάνω ποὺ μιλοῦσε ὁ ἅγιος, ἕνας θεόρατος βράχος ξεκόπηκε ἀπ’ τὴν ἀπότομη πλαγιὰ καὶ πῆρε νὰ κατρακυλᾶ στὴν κατηφόρα. Ὁ κόσμος ἔντρομος μὲ δυνατὲς φωνὲς σκόρπισε γιὰ νὰ γλυτώσει. Μὰ ὁ ἅγιος δὲν ταράχθηκε, οὔτε κουνήθηκε καθόλου. Σήκωσε μόνο τὸ ραβδί του καὶ σταύρωσε τὸν βράχο ποὺ ἔπεφτε. Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φοβερὸς βράχος κοκκάλωσε στὴ μέση τῆς πλαγιᾶς, λὲς καὶ τὸν ἄδραξε στιβαρὸ χέρι ἀόρατου κύκλωπα. Οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι σταυροκοπήθηκαν κατάπληκτοι. Ἕνας-ἕνας ξαναμαζεύτηκαν κοντά του.
Ὁ ἅγιος ἄφησε γιὰ λίγο τὸ βλέμμα του νὰ πλανηθεῖ στὶς κορυφὲς γύρω του. Ἀνατολικὰ καὶ νότια ἁπλώνονταν ἀτέλειωτες βουνοκορφὲς τὰ Ἄγραφα. Συμπαγὴς καὶ χιονόλευκος ὄγκος τὰ Τζουμέρκα ἀπόμακρα, ὄρθωναν μεγαλόπρεπο τὸ ἀνάστημά τους στὸν βορειο-δυτικὸ ὁρίζοντα. Αὐθόρμητα σήκωσε τὸ χέρι του καὶ τὰ εὐλόγησε.
– Εὐλογημένα βουνά! ἀναφώνησε. Πόσα γυναικόπαιδα θὰ σώσετε, πόσες ψυχές, ὅταν ἔλθουν τὰ δύσκολα χρόνια! Καλότυχοι ἐσεῖς ποὺ βρεθήκατε ἐδῶ, πάνω στὰ ψηλὰ βουνά, γιατὶ αὐτὰ θὰ σᾶς φυλάξουν ἀπὸ πολλὰ δεινά. Θὰ ἀκοῦτε καὶ δὲν θὰ βλέπετε τὸν κίνδυνο.
– Θὰ λευτερωθοῦμε ποτέ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ; ρωτοῦσαν μὲ λαχτάρα οἱ σκλάβοι.
– Αὐτὸ μιὰ μέρα θὰ γίνει ρωμαίικο καὶ καλότυχος ὅποιος ζήσει σὲ κεῖνο τὸ βασίλειο.
– Πότε θὰ γίνει αὐτό, ἅγιε;
– Τὸ ποθούμενο θὰ γίνει στὴν τρίτη γενιά. Θὰ τὸ ἰδοῦν τὰ ἐγγόνια σας. Τὰ βάσανα εἶναι πολλὰ ἀκόμη. Θυμηθεῖτε τὰ λόγια μου. Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλλω: κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβει κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσει, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσει, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλει τί ἔχει νὰ κάμει ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ κάψουν, ἂς τὸ τηγανίσουν, τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν. Μὴ σᾶς μέλλει. Δῶστε τα. Δὲν εἶναι δικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει, δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρει, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴν τὰ χάσετε.
Ἕως ὅτου κλείσει ἡ πληγὴ αὐτὴ τοῦ πλάτανου, συνέχισε δείχνοντας τὸ δέντρο ποὺ σκίαζε τὴν πλατεία, τὸ χωριό σας θά ΄ναι σκλαβωμένο καὶ δυστυχισμένο.
Ὅταν πέσουν δυὸ πασχαλιὲς μαζί, θὰ ἔρθει τὸ ποθούμενο.
Ὅταν δεῖτε τὸ χιλιάρμενο στὰ ἑλληνικὰ νερά, τότε θὰ λυθεῖ τὸ ζήτημα τῆς Πόλης.
Οἱ ἀντίχριστοι (=οἱ Τοῦρκοι) θὰ φύγουν, ἀλλὰ θά ‘ρθουν πάλι καὶ θὰ φθάσουν ὣς τὰ Ἑξαμίλια. Ἔπειτα θὰ τοὺς κυνηγήσετε ἕως τὴν Κόκκινη Μηλιά. Ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἕνα τρίτο θὰ σκοτωθεῖ, τὸ ἄλλο τρίτο θὰ βαπτισθεῖ καὶ μονάχα τὸ ἕνα τρίτο θὰ πάει στὴν Κόκκινη Μηλιά.
Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ Ρωμιοὶ θὰ τρώγονται μεταξύ τους. Ἐγὼ συστήνω ὁμόνοια καὶ ἀγάπη.
Τὰ λόγια του φωτισμένα, προφητικά, ἔριχναν στάλα-στάλα τὴν ἐλπίδα στὶς τυραγνισμένες ψυχὲς τῶν σκλάβων. Θέριευαν τὴ λαχτάρα τους, δυνάμωναν τὴν ὑπομονή τους. Ὅταν τελείωσε, φώναξε τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὸν συνόδευαν νὰ σηκωθοῦν. Σκορπίστηκαν μέσα στὸ πλῆθος γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν ὅσοι ἤθελαν. Τέλεσαν Εὐχέλαιο καὶ πέρασαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ χρισθοῦν. Βάπτισαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν ἀβάπτιστα.
Ὁ ἥλιος ἔγερνε, ὅταν τέλειωσαν ὅλα αὐτά. Ὁ ἅγιος ἦταν κατάκοπος. Τὸν πῆραν σ’ ἕνα σπίτι νὰ τὸν φιλοξενήσουν. Ἡ νοικοκυρὰ ἔφερε μιὰ καθαρὴ ἀλλαξιὰ τοῦ ἄντρα της καὶ ζήτησε διακριτικὰ ἀπ’ τὸν ἅγιο νὰ τοῦ πλύνει τὸ πουκάμισο. Τὸ ἔπλυνε εὐλαβικὰ καὶ ὕστερα ζήτησε νὰ τὸ κρατήσει. Γιὰ εὐλογία τοῦ σπιτικοῦ της καὶ ὅλου τοῦ χωριοῦ. Γιὰ ἱερὸ κειμήλιο. Ὁ ἅγιος δὲν ἀρνήθηκε.
Πρωὶ-πρωὶ τοὺς ξύπνησε ἡ καμπάνα. Οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ φαράγγια ἀντιλάλησαν. Χρόνια εἴχανε ν’ ἀκούσουν τὸ χαρμόσυνο, γλυκό της κελάδημα. Εἶχαν καταντήσει ἀλιβάνιστοι. Μιὰ μελαγχολικὴ σιγὴ σκέπαζε τὰ πάντα, ἀπὸ τότε ποὺ ἔμειναν χωρὶς παπᾶ. Οἱ Χριστιανοὶ νηστεμένοι κι ἐξομολογημένοι λειτουργήθηκαν καὶ μετάλαβαν. Τὰ νεοφώτιστα παιδιὰ κρατοῦσαν λαμπάδες ἀναμμένες. Ὁ ἅγιος εἶπε καὶ μοίρασαν σ’ ὅλους κεριά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κουβαλοῦσε ἡ συνοδεία του. Τ’ ἄναψαν ὅλα καὶ ἡ ταπεινή τους ἐκκλησιὰ ἀστραποβόλησε. Πλημμυρισμένες ἀπὸ χαρὰ οἱ καρδιές τους, ἀλάφρωσαν λίγο ἀπ’ τὸ πλάκωμα τῆς σκλαβιᾶς. Τοὺς φάνηκε σὰν νά ‘χαν Λαμπρή.
Ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν ἀκόμα, μὰ ὁ ἅγιος βιαζόταν. Εἶχε νὰ περάσει ἀμέτρητους τόπους καὶ χωριά. Παντοῦ τὸν περίμεναν. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν ξεπροβόδισαν. Ἔφεραν ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τ’ ἄγρια μονοπάτια. Εἶπαν στὸ παιδὶ ποὺ τραβοῦσε τὸ σχοινί, ἂν συμβεῖ τίποτε κάτω στὶς κακοτοπιές, νὰ τρέξει ψηλὰ στὴν ἀπέναντι ράχη καὶ νὰ φωνάξει. Ὁ ἅγιος χαμογέλασε.
– Θά ‘ρθει καιρός, τοὺς εἶπε, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ μιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νὰ βρίσκονται σὲ πλαγινὰ δωμάτια. Δὲν θὰ ταξιδεύετε πιὰ μὲ τὰ ζῶα. Θὰ δεῖτε στὸν κάμπο ἁμάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχει γρηγορώτερα ἀπ’ τὸν λαγό. Θὰ βγοῦν πράγματα ἀπ’ τὰ σχολεῖα, ποὺ ὁ νοῦς σας δὲν τὰ φαντάζεται. Ὅμως ἀπ’ τοὺς διαβασμένους θὰ ‘ρθεῖ καὶ μεγάλο κακό. Θὰ δεῖτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο.
Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὰ προφητικά του λόγια, μὰ τὰ φύλαξαν εὐλαβικὰ στὴν καρδιά τους. Θὰ τὰ ζοῦσαν καὶ θὰ τὰ καταλάβαιναν καλὰ οἱ κατοπινὲς γενιές.
Ὁ ἅγιος τοὺς εὐλόγησε, χαιρέτησε καὶ ἔφυγε. Ὁ δρόμος του ἦταν μακρύς. Εἶχε νὰ ὀργώσει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ ξαναστυλώσει τὸ ἀφανισμένο του γένος. Γιὰ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἔτρεχε. Καὶ τὰ κατάφερε.
«Ἐκατάστησε σχολεῖα πανταχοῦ, τόσον ἑλληνικὰ (γυμνά-σια-λύκεια), ὅσον καὶ κοινὰ (δημοτικά), διὰ νὰ πηγαίνουν τὰ παιδία καὶ νὰ μαθαίνουν δωρεὰν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐκατάπεισε τοὺς πλουσίους καὶ ἠγόρασαν ὑπὲρ τὰς τέσσαρας χιλιάδας κολυμβήθρας μεγάλας χαλκωματένιας, πρὸς δώδεκα γρόσια τὴν καθεμίαν, διὰ νὰ βαπτίζωνται καθὼς πρέπει τὰ παιδία τῶν Χριστιανῶν. Βιβλία ἐμοίραζε χάρισμα εἰς ἐκείνους ὅπου ἤξευραν γράμματα.
Κομβοσχοίνια καὶ σταυρούδια ἐμοίραζεν (ὑπὲρ τὰς πεντακοσίας χιλιάδας) εἰς τὸν κοινὸν λαόν, διὰ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἀγοράζοντας. Εἶχε τεσσαράκοντα ἢ πεντήκοντα ἱερεῖς ὅπου τὸν ἠκολούθουν, καὶ ὅταν ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ μίαν χώραν εἰς ἄλλην, ἐπαράγγελλε εἰς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ νηστεύσουν καὶ νὰ κάμουν ἀγρυπνίαν.
Μοιράζοντας εἰς ὅλους κηρία δωρεάν, ἔβαλλε τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐδιάβαζαν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον καὶ ἐχρίοντο ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Ἐπειδὴ τὸν ἠκολούθει λαὸς πολύς, δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες, ἐπρόσταζεν ἀπὸ τὸ ἑσπέρας καὶ ἑτοίμαζαν σακκία πολλὰ ψωμὶ καὶ καζάνι σιτάρι βρασμένον, καὶ οὕτως ἔπαιρναν ὅλοι ἀπὸ ἐκεῖνα καὶ ἐσυγχώρουν ζῶντας καὶ τεθνεῶτας».
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πέθανε μαρτυρικά, μὲ ἀπαγχονισμό, στὶς 24 Αὐγούστου 1779, ἡμέρα Σάββατο, στὰ χώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἡ φωτισμένη του μορφὴ ἔμεινε βαθιὰ χαραγμένη στὴ μνήμη τοῦ λαοῦ μας. Ἔγινε δάσκαλος καὶ ὁδηγὸς τοῦ γένους μας. Ἂς καθοδηγεῖ καὶ ἐμᾶς στοὺς δύσκολους καιρούς μας, νὰ εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ποὺ θέλησε νὰ μᾶς χαρίσει.
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!