Η κληρονομική μακροζωία ίσως προλαμβάνει τη νόσο Αλτσχάιμερ
23 Μαρτίου 2014
Νέα Υόρκη
Οι γιοι και οι κόρες των ανθρώπων που ζουν πολλά χρόνια τείνουν να εκδηλώνουν αργότερα τα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ, συγκριτικά με άλλα άτομα, αν και δεν τυγχάνουν ανοσίας από τη νόσο, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο JAMA Neurology.
Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη συνέκριναν άτομα άνω των 90 ετών, τους συντρόφους τους, τα αδέρφια, τα παιδιά και τους συντρόφους των παιδιών τους και διαπίστωσαν ότι οι απόγονοι των ανθρώπων με μακροβιότητα έχουν 40% μικρότερη πιθανότητα από τους συνομηλίκους τους να παρουσιάσουν γνωστική εξασθένηση μεταξύ 65 και 79 ετών.
«Δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι τα άτομα αυτά δεν θα εμφανίσουν γνωστική εξασθένηση, αλλά παρουσιάζουν με αρκετή καθυστέρηση την όποια πνευματική φθορά», εξηγεί η Δρ Στέφανι Κοσεντίνο.
Πάντως, το δείγμα των γηραιότερων ατόμων του δείγματος, μετά την ηλικία των 90 ετών αντιμετώπιζαν υψηλό κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης. Αυτό κάνει τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι οι απόγονοι των αιωνόβιων θα αντιμετωπίσουν επίσης κάποια στιγμή τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ, αν φυσικά καταφέρουν να ζήσουν εξίσου πολλά χρόνια.
Η μελέτη Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για τη γνωστική εξασθένηση 1.870 ατόμων που είχαν μετάσχει στην Long Life Family Study, η οποία περιλάμβανε εθελοντές από τη Νέα Υόρκη, τη Μασαχουσέτη, την Πενσυλβάνια και τη Δανία. Στις ΗΠΑ το δείγμα απαρτιζόταν και από τους συγγενείς των εθελοντών για λόγους σύγκρισης.
Στο δείγμα περιλαμβάνονταν τελικά 1.510 άτομα με οικογενειακό ιστορικό μακροβιότητας, δηλαδή ήταν 89 ετών και άνω.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια σειρά εξετάσεις ως προς τη μνήμη, τη σκέψη, τη γλώσσα και την ικανότητα ανάκλησης πληροφοριών.
Οι ερευνητές παρατήρησαν τελικά ότι το 6% των παιδιών των υπέργηρων εθελοντών είχε συμπτώματα γνωστικής εξασθένησης μεταξύ 65 και 79 ετών, συγκριτικά με το 13% των συγγενών των συντρόφων τους και το 11% των εξαδέλφων τους.
Η μελέτη βέβαια δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μακροβιότητα των γονέων λειτουργεί προστατευτικά για τις επόμενες γενιές ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ, αλλά σαφώς ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο.
Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη συνέκριναν άτομα άνω των 90 ετών, τους συντρόφους τους, τα αδέρφια, τα παιδιά και τους συντρόφους των παιδιών τους και διαπίστωσαν ότι οι απόγονοι των ανθρώπων με μακροβιότητα έχουν 40% μικρότερη πιθανότητα από τους συνομηλίκους τους να παρουσιάσουν γνωστική εξασθένηση μεταξύ 65 και 79 ετών.
«Δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι τα άτομα αυτά δεν θα εμφανίσουν γνωστική εξασθένηση, αλλά παρουσιάζουν με αρκετή καθυστέρηση την όποια πνευματική φθορά», εξηγεί η Δρ Στέφανι Κοσεντίνο.
Πάντως, το δείγμα των γηραιότερων ατόμων του δείγματος, μετά την ηλικία των 90 ετών αντιμετώπιζαν υψηλό κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης. Αυτό κάνει τους επιστήμονες να πιστεύουν ότι οι απόγονοι των αιωνόβιων θα αντιμετωπίσουν επίσης κάποια στιγμή τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ, αν φυσικά καταφέρουν να ζήσουν εξίσου πολλά χρόνια.
Η μελέτη Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για τη γνωστική εξασθένηση 1.870 ατόμων που είχαν μετάσχει στην Long Life Family Study, η οποία περιλάμβανε εθελοντές από τη Νέα Υόρκη, τη Μασαχουσέτη, την Πενσυλβάνια και τη Δανία. Στις ΗΠΑ το δείγμα απαρτιζόταν και από τους συγγενείς των εθελοντών για λόγους σύγκρισης.
Στο δείγμα περιλαμβάνονταν τελικά 1.510 άτομα με οικογενειακό ιστορικό μακροβιότητας, δηλαδή ήταν 89 ετών και άνω.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια σειρά εξετάσεις ως προς τη μνήμη, τη σκέψη, τη γλώσσα και την ικανότητα ανάκλησης πληροφοριών.
Οι ερευνητές παρατήρησαν τελικά ότι το 6% των παιδιών των υπέργηρων εθελοντών είχε συμπτώματα γνωστικής εξασθένησης μεταξύ 65 και 79 ετών, συγκριτικά με το 13% των συγγενών των συντρόφων τους και το 11% των εξαδέλφων τους.
Η μελέτη βέβαια δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μακροβιότητα των γονέων λειτουργεί προστατευτικά για τις επόμενες γενιές ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ, αλλά σαφώς ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο.
Πηγή: health.in.gr