«Φιλούμενον,το νεόδρεπτον της Εκκλησίας κρίνον,οι πιστοί αξιοχρέως μακαρίσωμεν»
16 Νοεμβρίου 2013
Πρωτοπρ. Μιχαήλ Βοσκού Θεολόγου
Η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω στο αίμα των αγίων Μαρτύρων. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες των διωγμών, η Θεία Λειτουργία ετελείτο πάνω στους τάφους των αγίων Μαρτύρων, ώστε εμπράκτως να φανερώνεται αυτή η αλήθεια.
Για τον ίδιο λόγο καθιερώθηκε αργότερα σ’ ολόκληρη την Ορθοδοξία, κατά την τελετή των εγκαινίων ενός ναού να τοποθετούνται στην Αγία Τράπεζα λείψανα αγίων Μαρτύρων ή άλλων Αγίων, μια πρακτική που ακολουθείται μέχρι τις μέρες μας.
Μάρτυρες της Εκκλησίας, βεβαίως, δεν έχουμε μόνο κατά τους τρείς πρώτους χριστιανικούς αιώνες των διωγμών.
Είχαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας της Εκκλησίας και εχουμε και στη σύγχρονη εποχή.
Μάλιστα, είχαμε ιστορικές περιόδους μετά τον 4ο αιώνα, κατά τις οποίες μαρτύρησαν, όπως και κατά τους τρείς πρώτους χριστιανικούς αιώνες, χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί (επί παραδείγματι κατά τις αραβικές και περσικές επιδρομές τον 7ο αιώνα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με το νέφος των Νεομαρτύρων, αλλά και κατά τον 20ο αιώνα στα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα).
Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μίλησε για την ανάγκη, όσοι θέλουν να Τον ακολουθήσουν να γίνουν μάρτυρές Του, τόσο με την έννοια της μαρτυρίας «περί της εν υμίν ελπίδος» (Λ’ Πέτρ. γ’, 15) όσο και με την έννοια του μαρτυρίου, της θυσίας της ιδίας της ζωής τους, εάν και όταν αυτό απαιτηθεί.
«Ος γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν», είπε στους μαθητές του. «Ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’, 25). Όποιος, δηλαδή, θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του, θα την βρει.
Άγιοι Μάρτυρες κοσμούν και τη χορεία των Κυπρίων Αγίων από την αρχαία εποχή των διωγμών μέχρι σήμερα. Ένας από τους τελευταίους αγίους Μάρτυρες στο νοητό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, καταγόμενος από την ιδιαίτερή μας πατρίδα Κύπρο, τη νήσο της Παναγίας και τη νήσο των Αγίων, υπήρξε ο νέος Ιερομάρτυρας Φιλούμενος, που μαρτύρησε στο Φρέαρ του Ιακώβ στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης την 29η Νοεμβρίου του 1979, μέρα που τιμάται και η μνήμη του.
Ο Άγιος Φιλούμενος καταγόταν από το χωριό Ορούντα της Κύπρου. Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1913 και το κοσμικό του όνομα ήταν Σοφοκλής Ορουντιώτης. Γονείς του ήταν οι ευλαβέστατοι Γεώργιος και Μαγδαληνή, οι οποίοι απέκτησαν δεκατρία συνολικά παιδιά. Ο Άγιος Φιλούμενος είχε και δίδυμο αδελφό, τον Αλέξανδρο, τον μετέπειτα π. Ελπίδιο, που επίσης διακρίθηκε για την αρετή του και για την αγιότητα του βίου του. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εντάχθηκε ο Άγιος Φιλούμενος ως δόκιμος μοναχός μαζί με τον δίδυμο αδελφό του στη μοναστική αδελφότητα της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, που αποτελούσε ανέκαθεν πνευματικό φυτώριο της εν Κύπρω Εκκλησίας.
Σε ηλικία είκοσι ετών, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του και πάλιν, ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, για τους τόπους τους οποίους αγίασε με την επίγεια ζωή Του ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Εκεί φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή της Σιών. Το 1937 εκάρη μοναχός από τον Πατριάρχη Τιμόθεο (Θέμελη) και ενετάχθη στην Αγιοταφική Αδελφότητα. Την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε διάκονος, ενώ έξι χρόνια αργότερα, το 1943, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ως μοναχός «εζήλου τους τρόπους των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι ακρίβειαν εν ταίς καθ’ ημέραν κατ’ ιδίαν προσευχαίς και εν τη Εκκλησία ακολουθίαις, άκραν εγκράτειαν, νηστείαν και λιτότητα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατατάξεώς του στο Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Υπηρέτησε με ένθεο ζήλο και με φόβο Θεού το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από διάφορες θέσεις και διακονήματα που του ανετέθησαν. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων στην Τιβεριάδα, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Ιόππη, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αρχαγγέλων στα Ιεροσόλυμα, Διευθυντής του οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής της Σιών, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Προφήτου Ηλιού, Τυπικάρης στον μοναστηριακό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Ιεροσόλυμα, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Ραμάλλα και τέλος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ στη Νεάπολη (Nablus) της Σαμαρείας.
Στο τελευταίο του αυτό διακόνημα αφοσιώθηκε «εν πνεύματι και αληθεία» (Ίω. δ’, 24), κατά τον λόγο του ιδίου του Κυρίου προς την Αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα, που λέχθηκε στον αγιασμένο εκείνο τόπο. Οι δυσκολίες όμως και οι κίνδυνοι ηταν συνεχείς. Πολλές φορές δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του από φανατικούς Εβραίους, με σκοπό να εγκαταλείψει το ιερό προσκύνημα, το οποίο οι Εβραίοι θεωρούσαν δικό τους. Το Φρέαρ του Ιακώβ, ο τόπος όπου κατεσκήνωσε ο Πατριάρχης Αβραάμ ερχόμενος από τη Μεσοποταμία μαζί με τον ανεψιό του Λώτ, αλλά και ο τόπος όπου ο Πάγκαλος Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιός του Ιακώβ, πωλήθηκε από τα αδέλφια του στους Αιγυπτίους εμπόρους, είναι τόπος ιερός όχι μόνο για εμάς τους Χριστιανούς, αλλά και για τους Εβραίους.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της ονομαστικής του εορτής, ο Άγιος Φιλούμενος ευρισκόταν στο παρεκκλήσιο του Φρέατος του Ιακώβ και τελούσε την εσπερινή ακολουθία. Ένας άνδρας, που πολλές φορές τον είχε απειλήσει, του επετέθηκε και τον κτύπησε στο μέτωπο μ’ ενα τσεκούρι, ενώ του έκοψε και τα δάκτυλα του δεξιού χεριού. Φεύγοντας, έριξε και χειροβομβίδα, ώστε να τον αποτελειώσει. Ο Άγιος εσφάγη λοιπόν, όπως κάποτε ο Δίκαιος Ζαχαρίας, «ανά μέσον του Φρέατος του Ιακώβ και του θυσιαστηρίου». Μέχρι σήμερα είναι ορατά πάνω στους τοίχους του παρεκκλησίου του Φρέατος τα ίχνη και τα στίγματα από τις σταγόνες του αίματος του Αγίου, αλλά και τα ξύσματα από τα θραύσματα της χειροβομβίδας.
Τέσσερα χρόνια μετά την ταφή του, ανοίχθηκε ο τάφος του και το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον. Αφέθηκε στον τάφο για ακόμη λίγο χρονικό διάστημα, ώσπου τελικά το 1985 εγινε η οριστική εκταφή του κατά την οποία και πάλι βρέθηκε άφθαρτος. Για πολλά χρόνια το άγιο σκήνωμά του ευρίσκετο στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού της Αγίας Σιών, όπου οι πιστοί προσέρχονταν με ευλάβεια για να το προσκυνήσουν και να λάβουν την ευλογία του. Η επίσημη κατάταξη του Αγίου Φιλουμένου στο Αγιολόγιο τη Ορθοδόξου Εκκλησίας έγινε τριάντα χρόνια μετά τον μαρτυρικό θάνατό του, την 11η Σεπτεμβρίου του 2009, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Την ιδια χρονιά μετεφέρθη και το Τίμιο Λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στον τόπο του μαρτυρίου του, για να παραμένει εκεί στους αιώνες προς αγιασμόν των προσερχομένων πιστών.
Ο διάδοχος του Αγίου Φιλουμένου στο Φρέαρ του Ιακώβ, Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος, αξιώθηκε να ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση του περικαλλούς ναού της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος επί του Φρέατος, ο οποίος άρχισε να ανεγείρεται από το 1908 από τον Μητροπολίτη Γάζης Σωφρόνιο. Βορείως του περικαλλούς αυτού ναού υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον εκ Νεαπόλεως της Σαμαρείας καταγόμενο Άγιο Ιουστίνο τον Φιλόσοφο και Μάρτυρα, ενώ νοτίως του ναού υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο τον νέο Ιερομάρτυρα. Σ’ αυτό το παρεκκλήσιο ευρίσκεται από το 2009, που έγινε, όπως είδαμε, η ανακομιδή του, το άφθαρτο Τίμιο Λείψανό του.
Από την Ακολουθία του Αγίου Φιλουμένου του Κυπρίου, την οποία συνέγραψε ο υμνογράφος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, θα παραθέσουμε χωρίς περαιτέρω σχολιασμό το Δοξαστικόν της Λιτής του Εσπερινού, το οποίο έχει ως εξής:
«Τον εν ιερεύσι νέον αθλοφόρον, και εν μάρτυσιν ιερώτατον τροπαιούχον, Φιλούμενον, το νεόδρεπτον της Εκκλησίας κρίνον, οι πιστοί αξιοχρέως μακαρίσωμεν· ούτος γάρ παιδιόθεν πλησθείς της θείας αγάπης, πελέκει ανόμων έσπευσεν αθλητικώς τελέσαι τον αγώνα, και ιδίοις αίμασι πορφυρώσαι την στολήν της ιερωσύνης· και νύν εις το άνω δραμών θυσιαστήριον, ως ιερεύς και μάρτυς σεμνός και άριστος, πάσι τοις Ορθοδόξοις αιτείται Κυρίω, ιλασμόν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον».
Οι πιστοί οφείλουμε κατά χρέος να μακαρίσουμε τον νέο αθλοφόρο ανάμεσα στους ιερείς και τον ιερώτατο τροπαιούχο ανάμεσα στους Μάρτυρες, τον Άγιο Φιλούμενο, το νεοαποκτηθέν κρίνο της Εκκλησίας. Διότι αυτός, γεμάτος με τη θεία αγάπη από την παιδική του ηλικία, έσπευσε να ολοκληρώσει τον πνευματικό αγώνα της ζωής του με το τσεκούρι των ανόμων και με το δικό του αίμα να βάψει κόκκινη τη στολή της ιερωσύνης. Τώρα, έχοντας φθάσει στο επουράνιο θυσιαστήριο, ως σεμνός και άριστος ιερέας και μάρτυρας, ζητεί από τον Κύριο συγχώρηση των αμαρτιών και την αιώνια ζωή για όλους τους Ορθοδόξους πιστούς.
Πηγή: Ορθόδοξο πνευματικό έντυπο, Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έτος 5ο, τ.21ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, Λευκωσία-Κύπρος.Περιοδικό Εκκλησιαστική Παρέμβαση