Αποδημία του Αγίου προς Κύριον. Η μεγάλη θλίψις των κατοίκων της νήσου και των Πνευματικών του τέκνων
26 Οκτωβρίου 2013
Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος
Φιλοθέου Ζερβάκου αρχιμανδρίτου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ´
Αποδημία του Αγίου προς Κύριον. Η μεγάλη θλίψις των κατοίκων της νήσου και των Πνευματικών του τέκνων.
«Τις εστίν άνθρωπος ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον». (Ψαλμ. 40).
«Δικαίων ψυχαί εν χειρί Κυρίου και ου μη άψηται αυτών βάσανος». (Παροιμ.).
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπεν εις τους Μαθητάς αυτού ότε απέστειλεν αυτούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον εις την οικουμένη: «Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθητε εις την ζωήν… και εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16: 33). Αι δε ενοχλήσεις τας οποίας εδοκίμαζε ο Άγιος από τους ασάρκους δαίμονας, τους οποίους επολέμει διο, της προσευχής και των αγρυπνιών, μόνον ο Θεός γινώσκει. Ενίοτε δε ήκουον και οι υποτακτικοί του τον πόλεμον ον είχε με τους πονηρούς δαίμονας. Αγωνισθείς τον αγώνα τον καλόν και τηρήσας καθαράν και ανόθευτο την Ορθόδοξο πίστιν του Χριστού, τελειώσας τον δρόμον και φθάσας εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, επειδή ήτο άνθρωπος και ως άνθρωπος υπέκειτο εις την παρά του Θεού δοθείσαν κοινήν απόφασιν του θανάτου, την δοθείσαν αρχικώς εις τους προπάτορας ημών, «γη ει και εις γην απελεύση» κατά δε τον Προφητάνακτα Δαυίδ «ουδείς εστίν ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον» και τον θεοκήρυκα Απόστολο Παύλον «πάντες αποθνήσκομεν, απόκειται γαρ τοις άνθρωποις άπαξ αποθανείν και μετά τούτο κρίσις» φθάσας εις ηλικία 77 ετών την 31ην Ιανουαρίου του έτους 1877 απεδήμησε προς ον εκ παιδικής ηλικίας επόθησε και πιστώς εδούλευσεν Θεόν.
Την τελευτήν αυτού προειδώς προ ημερών προείπεν εις τα πνευματικά του τέκνα προ ενός μηνός κατά την Λειτουργίαν την οποίαν ετέλεσεν εις την 1ην Ιανουαρίου κατά την εορτήν του Μ. Βασιλείου, ειπών αυτοίς «να ηξεύρετε τέκνα μου, ότι ολίγας ημέρας θα ευρίσκομαι μεθ ὑμῶν. Θα αναχωρήσω δια την Ουράνιον Πατρίδα. Μετά την Λειτουργίαν επήγεν εις το κελλίον του και ανεκλίθη· παρέμεινε επί κλίνης διότι ησθάνετο ότι αι δυνάμεις του αι σωματικαί, ημέρα τη ημέρα, ηλαττούντο και δεν ηδύνατο να περιπατήση και να κινηθή. Εις την εορτήν των Θεοφανείων κατήλθεν εις τον Ναόν και μετά πολλοί κόπου ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν και τον Μέγαν Αγιασμόν και απελθών εξηπλώθη ησύχως εις την κλίνην του και είπεν εις τας παρισταμένας μοναχάς: «Αύτη, τέκνα μου, ήτο η τελευταία Λειτουργία την οποίαν ετέλεσα. Ευχαριστώ τον Πανάγαθον Θεόν, ο οποίος με βοήθησε, διότι εάν δεν με εβοήθει δεν θα ηδυνάμην να τελειώσω την Λειτουργίαν και τον Αγιασμόν. Δόξα τη Παναγάθω Βουλή αυτού και τη Απείρω Αγαθότητι. Ευχαριστώ, ευχαριστώ τω Θεώ μου, τω ούτως αγαπήσαντί με και παραδόντι Εαυτόν υπέρ εμού εις τον επονείδιστον Σταυρικόν Θάνατον, ουκ έχω άξιον τι να ανταποδώσω Αυτώ υπέρ πάντων ων ανταπέδωκέ μοι. Υπερευχαριστώ και πάλιν τον Δημιουργόν και Πλάστη μου, τον Χορηγόν των απείρων δωρεών, ευλογιών και χαρίτων και αγαθών α δέδωκέ μοι. Ουδέν άλλο θέλω, ουδέν άλλο επιθυμώ, ουδέν άλλο ζητώ, ει μη συγχωρήση τας πολλάς μου αμαρτίας και να παραλάβη την ψυχήν μου».
Διαδοθείσης αστραπιαίως της φήμης εις όλην την νήσον, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ασθενεί και πρόκειται να αποθάνη, έτρεχον από όλα τα χωρία της νήσου, άνδρες και γυναίκες, νέοι, γέροντες, μεγάλοι και μικροί, πλούσιοι και πτωχοί και πάσης ηλικίας, τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι, κλαίοντες και θρηνούντες δια την ορφάνεια των, διότι έχαναν τον Πνευματικόν των Πατέρα, τον Πατέρα της ψυχής των, εκείνον ο οποίος τους ηγάπα και εφρόντιζε να τους αποσπά από την αμαρτίαν και τον διάβολον και να τους επιστρέψη εις την μετάνοιαν και τον Θεόν. Έτρεχον ως διψασμένα ελάφια να προφθάσουν να τον αποχαιρετήσουν και να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του. Την δε παραμονήν της τελευτής του εκάλεσε τας αδελφάς της Μονής και ανήγγειλε αυταίς το δια τον εαυτόν του ευχάριστον μήνυμα του θανάτου, αλλά δι ἐκείνας δυσάρεστον και λυπηρόν. «Να ηξεύρετε τέκνα μου ότι αύριον αναχωρώ της προσκαίρου ζωής και πατρίδος και μεταβαίνω εις την αιώνιον ζωήν και την Ουράνιον Πατρίδα διότι εδώ δεν έχομε Πατρίδα, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος είμεθα ξένοι και πάροικοι». Μόλις ήκουσαν αι μοναχαί το θλιβερόν δι αὐτὰς μήνυμα, εξέσπασαν εις λυγμούς και ήρχισαν γοερώς να θρηνούν. «Πατέρα μας, Πνευματικέ, μη μας αφήνεις ορφανάς. Συ γνωρίζεις πόσους κινδύνους διατρέχομε. Εν όσω έζης συ, ως Πατήρ συμπαθής και φιλόστοργος μας ηγάπας ως τέκνα σου, καίτοι ημείς πολλάκις σε παρωργίσαμε. Σε παρηκούσαμε και σε ελυπήσαμε αλλά ου ως συμπαθής μας υπέμεινας και μας συνεβούλευες και μας παρηγόρεις και ως Πνευματικός Ιατρός εθεράπευες τας ψυχικάς ασθενείας. Τώρα διατί μας αφήνεις; Εις ποίον θα καταφύγωμεν; Ποίος θα ενδιαφερθή δι ἡμᾶς τας αθλίας, ως συ, Πάτερ; Βλέπων αυτάς ο Άγιος ούτως θρηνούσας τας παρηγορεί. «Παύσετε τέκνα μου τον θρήνον, μη θρηνείτε ούτω, μη απελπίζεστε, διότι αμαρτάνετε. Εγώ μεν αναχωρώ αλλά σας αφήνω εις την προστασία άλλου Πατρός, όστις πολύ-πολύ ανώτερός μου και σας αγαπά περισσότερον από εμέ, ακόμη σας αγαπά περισσότερον και από ότι αγαπάτε σεις αι ίδιαι τον εαυτόν σας. Εγώ σας αφήνω εις την προστασίαν του Χριστού όστις είναι Πατήρ και ιδικός σας και πάντων ανθρώπων και αγαπά πάντας και φροντίζει περί πάντων και προνοεί και μεριμνά όχι μόνον δι ἡμᾶς τους ανθρώπους που εξαιρετικώς μας ετίμησε με το «κατ εἰκόνα αυτού και ομοίωσιν, αλλά και περί των πετεινών του ουρανού και των πτηνών και όλων των ζώων, χερσαίων και θαλασσίων.
Πιστεύσατε εις αυτόν, ελπίσατε εις αυτόν, αγαπήσατε αυτόν με όλην σας την ψυχήν και καρδίαν και ο,τι ζητήσετε από αυτόν με πίστιν και είναι προς το συμφέρον σας, θα σας το δώση. Και ιδίως να ζητήτε την Βασιλείαν Σου την Ουράνιον. Να ηξεύρετε δε και να πιστεύετε ότι όταν τον αγαπάτε και ποιήτε τας έντολάς του θα σας αγαπήσει και Αυτός και θα είσθε ηνωμέναι μαζί του και όταν έχητε τον Θεόν μαζί σας δεν έχετε ανάγκην ούτε από εμέ ούτε από άλλον τινα. «Ο Θεός είναι αγάπη και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Αυτή τεκνία μου είναι η τελευταία μου προς υμάς παραγγελία και εντολή: να ειρηνεύετε αναμεταξύ σας, να έχετε ταπείνωσιν, να ενθυμήσθε τον Χριστόν και να μιμείσθε την ταπείνωσιν αυτού την υπακοήν και προς πάντας αγάπην, άνευ της οποίας αδύνατον να σωθείτε, άνευ της οποίας όλαι αι αρεταί αι άλλαι δεν ωφελούσι. Μη λησμονείτε τον αρχικό σκοπόν δια τον οποίον ανεχωρήσατε από τον κόσμον και γίνατε Μοναχαί. Ο σκοπός σας που αφήσατε τον κόσμον, τους γονείς, αδελφούς, φίλους και συγγενείς σας και όλα του κόσμου τα αγαθά, δεν ήτο άλλος παρά να νυμφευθήτε τον Χριστόν και τα ουράνια αγαθά να κερδίσετε. Δια να αποκτήσετε τον Χριστόν πρέπει να τον μιμηθείτε κατά τον δυνατόν, πρέπει να γεμίσετε ως αι φρόνιμοι Παρθένοι τας λαμπάδας των ψυχών σας έλαιον, δηλαδή αγάπη και τότε όταν έλθη ο Νυμφίος Χριστός κατά την δευτέραν Παρουσίαν θα εισέλθετε μετ αὐτοῦ εις τον Ουράνιον νυμφώνα. Εάν όμως αμελήσετε, μεριμνήσετε και δεν γεμίσετε τας λαμπάδας των ψυχών σας έλαιον, δηλαδή αγάπην, όταν έλθη ο Νυμφίος θα υπάγετε δια να εισέλθετε και σεις εις τον νυμφώνα, αλλά θα σας κλείσει την θύραν και θα μείνετε έξω του νυμφώνος ως αι μωραί παρθένοι, θα κτυπάτε την θύραν αλλά πλέον δεν θα σας ακούει. Θα μετανοείτε τότε, θα κλαίετε, θα θρηνείτε, αλλά ματαίως. Εκλείσθη η θύρα, εκλείσθη δια πάντα. Λοιπόν αγαπητά μου τέκνα, δια να μη μείνετε έξω του Ουρανίου νυμφώνος και στερηθήτε των αιωνίων αγαθών, αγαπήσετε τον Θεόν δια να εύρητε χάριν αιώνιον. Μηδέν προτιμήσετε της αγάπης αυτού, ίνα όταν έλθη εν τη δόξη αυτού εύρητε ανάπαυσιν μετά πάντων των αγίων. Άλλα και εγώ ο ελάχιστος εάν εύρω παρρησίαν πλησίον εις τον Θεόν δεν θα παύσω να σας αγαπώ και να παρακαλώ τον Ουράνιον Θεόν και Πατέρα να σας σκέπη και διαφυλάττη από τας παγίδας του δολίου δράκοντας και να σας αξιώση των αιωνίων αγαθών και της Βασιλείας των Ουρανών, ων γένοιτο πάντας αξιωθήναι. Αμήν».
Αφ οὗ ικανώς ενουθέτησε τας αδελφάς εζήτησε και τω έκαμαν Άγιον Ευχέλαιον και την επομένην μετασχών των Άχραντων Μυστηρίων, αφ οὗ ηυχαρίστησε τον Κύριον, έκαμε δέησιν θερμοτάτην προς Θεόν υπέρ των Πνευματικών του τέκνων, υπέρ των κατοίκων της νήσου, υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ του έθνους, του Στρατού και υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και της των πάντων ενώσεως. Είτα ύψωσεν τας χείρας του και την διάνοιάν του προς τον Ουρανόν και είπε: «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το μικρόν τούτο ποίμνιον όπερ μοι ενεπιστεύθης και το πνεύμα μου όπερ μοι δέδωκας. Σος ειμί εγώ Κύριε, σώσον με, ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα».
Και ταύτα ειπών, έκλεισε τους οφθαλμούς αυτού και παρέδωκε το πνεύμα την 31ην Ιανουαρίου 1877, εις ηλικία 77 ετών.
Μόλις ηκούσθη, πρώτον εις την χώραν της νήσου, ότι ο Πατήρ Αρσένιος ετελεύτησε, διεδόθη εις όλα τα χωρία της νήσου και όλη η νήσος εβυθίσθη εις μέγα πένθος. Έκλαιον πάντες και ωδύροντο την στέρησιν τοιούτου Αγίου Πατρός. Έδραμον δε πάντες συν γυναιξί και τέκνοις να ασπασθώσι το τίμιον λείψανον αυτού και συνοδεύσωσιν άχρι του τάφου. Επειδή δε δεν ήτο δυνατόν πάντες να το ασπασθώσι δια το πλήθος και επειδή οι μακράν εν τοις χωρίοις δεν ηδυνήθησαν αυθημερόν να προσέλθωσιν, αφήκαν το λείψανόν του επί τρεις ημέρας εις την Εκκλησίαν δια να δυνηθώσι να το ασπασθώσι και τότε άπαντες αυτό μετά ύμνων και θαυμάτων και μετά πολλών δακρύων ενεταφίασαν αυτό εις τόπον τον οποίον έτι ζων υπέδειξε ο ίδιος ο Άγιος, ου ταις πρεσβείαις και ικεσίες σου θείημεν πάντες. Αμήν.
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/osios_arsenios_en_parw.htm#06