Συναξαριακές Μορφές

Του Σωτήρος τρώμε ψάρι

6 Αυγούστου 2013

Του Σωτήρος τρώμε ψάρι

“Τι μαρτύριο Χριστέ μου στη γιορτή σου κάθε χρόνο μ΄αυτά τα παλιόπαιδα που δεν τρώνε ψάρι” ξεφώνιζε η γιαγιά μου η Κασσιανή και δώστου μας μπούκωνε με ψάρι που το είχε κάνει νιανιά μια ειδική μέρα που ήτανε λέει του Σωτήρος και δεν μας άφηνε να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα γιατί μας έσουρνε στην εκκλησία από πρωί πρωί. 
Ο αδελφός μου κι εγώ δεν ξέραμε ποιός ήτανε αυτός ο Σωτήρος αλλά μετά μας είπανε ότι το Χριστούλη τον λέγανε και “Σωτήρ” αλλά πάλι δεν καταλαβαίναμε ποιός ήταν ο Σωτήρος. Εμείς μόνο το θείο Σωτήρη ξέραμε που άμα γιόρταζε το καλοκαίρι κουβαλιόμαστε οικογενειακώς στην Αίγινα που παραθέριζε αυτός και καθόμαστε μια βδομάδα και μας πηγαίνανε στον Αγιο Νεκτάριο για να γίνουμε καλά παιδιά αλλά δε γινόμαστε με τίποτα. 
Εκείνη τη χρονιά ήτανε πάλι του Σωτήρος και είχαμε κουβαληθεί στο σπίτι του θείου Σωτήρη η γιαγιά μου η Κασσιανή, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, τα ποδήλατα και εγώ μαζί με τρεις βαλίτσες και όλα μας τα παιχνίδια. Είχαμε αρχίσει τη γκρίνια από το ξημέρωμα που μας σηκώσανε να πάμε στην εκκλησία νωρίς νωρίς να πιάσουμε καμμιά θέση και επειδή δεν θα κάναμε μπάνιο στη θάλασσα και επειδή είχαμε μάθει ξυπόλυτοι μας στενεύανε τα πέδιλα και μας φταίγανε όλα. Είχαμε βγάλει την κακιά αφρίτα που έλεγε η μάνα μου αλλά ποτέ δεν μάθαμε ποια ήταν αυτή.  
Στο τέλος μέσα στην εκκλησία που είχε πάρα πολύ κόσμο σα να γινότανε γάμος βρήκαμε το σβέρκο  της μπροστινής μας γριάς και πετάγαμε στραγάλια που είχαμε στις τσέπες μας αλλά η γιαγιά μου η Κασσιανή μας αγριοκοίταξε και μας κόπηκε η όρεξη και μετά κλωτσιόμαστε μεταξύ μας να περάσει η ώρα και μετά νυστάξαμε με το λιβάνι και κοιμηθήκαμε στις καρέκλες.
Οταν γυρίσαμε στο σπίτι κουτουλάγαμε σα βλαμμένα από τη βαρεμάρα και κάτσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι να φάμε μπακαλιάρο σκορδαλιά που δεν μας άρεσε καθόλου αλλά έτσι ήτανε το έθιμο να βρωμάνε σκόρδα και να τσουγκρίζουνε οι μεγάλοι τα ποτήρια στην υγειά του θείου Σωτήρη. 
Ο αδελφός μου κι εγώ λιώναμε το ψάρι με το πηρούνι και δεν το τρώγαμε καθόλου γιατί ήτανε μια σιχαμάρα μέχρι που συγχίστηκε η γιαγιά μου η Κασσιανή και μας είπε “θα το φάτε γιατί θα σας το κάνω μπλάστρι” και μας πήρε τον ένα δεξιά και τον άλλο αριστερά της να μας ταϊζει με το ζόρι το ψάρι με το χέρι της γιατί άμα μέναμε νηστικοί η γιαγιά μου η Κασσιανή έπαιρνε χαπάκι για την πίεση γιατί φοβότανε ότι κάτι θα πάθουμε αμέσως.
Εκείνη τη φορά όμως επειδή οι μεγάλοι φάγανε πολύ μετά ξαπλώσανε σε κάτι πολυθρόνες κάτω από τη μουριά στην αυλή και ροχαλίσανε όλοι μαζί από τη σκορδαλιά και μετά ο αδελφός μου κι εγώ περάσαμε πάρα πολύ ωραία και κάναμε ότι μας άρεσε και πολύ χαρήκαμε.
Αλλά πιο πολύ χαρήκαμε που φτύσαμε στις πιο μακρυνές γλάστρες όλο το ψάρι που είχαμε στουμπώσει με το ζόρι στο στόμα μας τόση ώρα και μετά καταβρεχτήκαμε με το λάστιχο του ποτίσματος.
.
 
Και τώρα 40 χρόνια μετά ακόμα άμα έρχεται του Σωτήρος αρχίζει το μαρτύριο να ταϊσουμε τα εγγόνια μας με το ζόρι ψάρι που δεν το τρώνε τα παλιόπαιδα με τίποτα !!!