Γέρων Σωφρόνιος Γρηγοριάτης ( †1907 – 1977) Μέρος Ε’
18 Ιουλίου 2013
Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου
-Ποίους Αγίους, Γεροντα, έχετε σε ιδιαίτερη ευλάβεια;
Τον Αγιον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Γιατί;
Διότι είναι εγγυητής των αμαρτωλών. Ο Αγιος Βασίλειος είναι αυστηρός, ενώ ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι μαλακός και επιεικής. Καποιος αμαρτωλός, επήγε στον Αγιο Χρυσόστομο και του εζήτησε την Θείαν Μετάληψι.
Ο Αγιος του είπε: «Εγώ θα σε κοινωνήσω, αν πρώτα μου υποσχεθής, ότι δεν θα αμαρτήσης πάλι». Και πράγματι την άλλη ημέρα τον εκοινώνησε. Ομως, όλους τούς Αγίους τούς έχω σε ευλάβεια και τραβώ κομποσχοίνι σε όσους ενθυμούμαι. Στούς Προστάτας της Μονής κάνω οπωσδήποτε κάθε ημέρα δύο κομποσχοίνια.
– Εχετε δοκιμάσει φανερούς πειρασμούς από τον διάβολο, πάτερ Σωφρόνιε;
-Ναι, πολλούς. Οταν είχα έλθει ως Δοκιμος στην Μονή, μερικά βράδυα, όταν εξάπλωνα, έβλεπα μπροστά μου ολοζώντανη την μορφη της Μαννας μου. Με κυττούσε αμίλητη και με σοβαρότητα. Το είπα στον Γεροντα μου, και μου είπε: «Το βράδυ, αν ξαναέλθη, να μου το ειπής». Πράγματι ήλθε. Το είπα στον Γεροντα. Μου εδιάβασε εκείνος τούς εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου, και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε.
Μια άλλη φορά, ήμουν παραμάγειρας, και μου είπε ο διακονητής μου Γερο Αυξέντιος, να κατέβω μια Κυριακή πρωί στο μαγειρείο να μαγειρέψω ρεβύθια. Την νύκτα, πριν αρχίσει η ακολουθία, κατέβαινα για το μαγερείο. Ακουσα να κτυπούν τα τάλαντα, είδα μέσα στην εκκλησία αναμμένες λαμπάδες, πολύ φωτοχυσία μέσα. Σκέφθηκα ότι οι Πατέρες διαβάζουν την ακολουθία του Ορθρου. Επήγα στο μαγειρείο, άναψα την φωτιά, έβαλα τα ρεβύθια επάνω και τραβούσα το κομποσχοίνι μου. Οταν τελείωσα το μαγείρευμα, ακούω τον Μοναχό Βασίλειο να κτυπά το τάλαντο. Τον φωνάζω «Τι συμβαίνει, του λέγω, βρε πάτερ Βασίλειε; Γιατί κτυπάς πάλι το τάλαντο; Δεν το κτύπησες πριν δύο ώρες πάλι;». Εκείνος με εθεώρησε πλανεμένο και δεν μου έδωσε σημασία. Ηλθε ο διακονητής μου π. Αυξέντιος. Του εξήγησα το περιστατικό. Η υπόθεσις επήγε κατ εὐθείαν στον Ηγούμενο. Απεδείχθη ότι ήταν διαβολική πλεκτάνη. Ο Ηγούμενος έκτοτε μου απηγόρευσε να κατεβαίνω μόνος μου στο μαγειρείο, παρά μόνο με τον υπεύθυνο αδελφό.
Μια άλλη φορά επήγαινα με τα πόδια από την Μονή Ιβήρων στην Μεγίστη Λαύρα. Εστάθμευσα για λίγο να ξεκουρασθώ στο Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, όπου πλησίον υπάρχει το Ρουμάνικο κελλί των Αγίων 40 Μαρτύρων.
Εκεί είδα ένα Μοναχό. Του μίλησα: «Παρίντε, παρίντε (πάτερ) τι κάνεις; Ευλογείτε. Επήγα κοντα, τον έπιασα από τα γένεια. Και τι λες έπιασα; Μια τούφα από πράσινα χόρτα. Ηταν ο διάβολος με την μορφη Μοναχού που ήθελε να με πειράξη.
Αλλοτε πάλι, ένα πρωί κατέβαινα για την εκκλησία. Στην ημικυκλική πετρόσκαλα της εσωτερικής αυλής, συνήντησα μπροστά μου ένα Μοναχό. Μου είπε τα εξής: «Εγώ είμαι ο Μοναχός Αυξέντιος που πνίγηκα με άλλους δύο στο πέλαγος της Σιθωνίας, όταν πηγαίναμε προ ετών, κατ ἐντολή των Γεροντάδων στο Μετόχι μας, στο χωριό Νεος Μαρμαράς Χαλκιδικής.
Να ειπής σ αὐτούς τούς Γεροντάδες, που μας έστειλαν ότι εμείς δεν πνιγήκαμε, γιατί μας έσωσε η υπακοή”. Αλλοτε πάλι ο ίδιος Μοναχός Αυξέντιος, παρουσιάσθηκε μία νύκτα στον επίτροπο της Μονής παπά Φωτιο, του κτύπησε την πόρτα του κελλιού του. Ο παπά Φωτιος του αποκρίθηκε.
-Εμπρός, ποιός είναι;
-Είμαι ο Αυξέντιος.
-Μα, αυτός πνίγηκε προχθές στην θάλασσα.
-Αυτοί που τελειώνονται στην υπακοή δεν πνίγονται. Και εξαφανίσθηκε.
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005