Μερόνυχτα στο “Όρος οι αναμνήσεις μου ” Έτος 1958 «προς το Βατοπαίδι» Νίκος Φωτάκης.
24 Μαΐου 2013
Προς το Βατοπαίδι
Είμαι χωμένος στα μελαγχολικά δάση της καστανιάς και του έλατου. Αξύριστος και ακούρευτος σαν αγρίμι. Το μουλάρι σκιάζεται, κι’ ο αγωγιάτης μου με προσοχή το τραβάει μπροστά από το χαλινάρι του. Είναι Αρβανίτης, και τα ελληνικά του με διασκεδάζουν. Οι Αρβανίτες εδώ έχουν κάνει παροικία. Για όλες τις καλογερικές εργασίες προτιμούνται οι Αρβανίτες.
Με αραδιάζει ένα σωρό ιστορίες. Κάποιος ξένος πεζοπόρος με γυμνά πόδια φορτωμένος ένα γυλιό, σταματά τον αγωγιάτη μου και με νοήματα του ζητάει σπίρτα. Τον έδωσε. Ό ξένος ανάβει ένα ξηρό χόρτο πού κρατούσε και μυρίστηκε τη κάπνα του. Αυτό ήταν όλο.
Ό αγωγιάτης μου μετά μού εκμυστηρεύτηκε πώς τον φοβήθηκε, γιατί τον πέρασε για τρελό.
— Έδώ στο Όρος. μού λέει, ξέρεις πόσοι τρελοί γυρίζουν στα ούρμάνια;
Βρισκόμαστε στην άλλη πλευρά της χερσονήσου. Βλέπω τη Θάσο, τα βουνά της Καβάλας και την Ίμβρο. Ή θάλασσα περιορίζει το γαλανό πλάτος της με μια κορδέλα από αμμουδιά.
Οι στέγες του πολύχρωμου όγκου του Βατοπεδίου παιχνιδίζουν με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που σιγά σιγά σβήνει πίσω από ένα μενεξεδένιο βουνό. Ή παλιά Άθωνιάδα Σχολή πάνω στο λόφο, ανασηκώνει το σάπιο σκελετό της κι’ επιδεικνύει φιλάρεσκα τις καμπάνες της, δίνοντας στο τοπίο θεωρία μελοδραματικής σκηνογραφίας, καθώς οι καμπάνες ακούονται από το Μοναστήρι και τα πουλιά ερωτοτροπούν με τα γλυκά τους πρελούντια στα σκιόφωτα των κλαδιών.
Το σούρουπο είναι πολύ απαλό, σαν όλα τα άλλα. Ό ήλιος θα βουτήξει σε λίγο στη θάλασσα, με μεγάλη ηδυπάθεια. Ή γαλήνη έρχεται με την ίδια στοχαστική διάθεση, όπως σε κάθε ελληνικό βουνό, και διεγείρει κάποιο λυρισμό. Το σκηνικό είναι πραγματική μαγεία και τα χρώματα με θέλγουν. Ή ζωή αρχίζει να μαζεύεται στο καβούκι της.
Σκέπτομαι τη νύχτα που δεν θάχη την απαλότητα του θαυμάσιου δειλινού.
Πεζεύω σε μια πλατεία με δενδροστοιχίες και με κιόσκια πού έχουν πολύχρωμες γοτθικές στέγες. Διάφορες παρέες μοναχών εδώ κι’ εκεί. Άλλοι καπνίζουν και άλλοι με τα κομπολόγια συζητούν μεγαλόφωνα. Στην πόρτα είναι ένα μεγάλο παντοπωλείο, πού έχει από καρπούζια μέχρι οδοντογλυφίδες, ότι ζητήστε. Τα ηλεκτρικά πλημμυρίζουν την αυλή, και τα διαμερίσματα των μοναχών με τις ανοιγμένες μπαλκονόπορτες και τούς μεγάλους γλόμπους έχουν την αλέγρα πνοή μιας πυκνοκατοικημένης λουτρόπολης.
Αρχίζω να αλλάζω γνώμη για το βράδυ. Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά.
Ανεβαίνω τη πετρόσκαλα. Ό απέραντος διάδρομος, πού βρίσκομαι, δείχνει ένα περιβάλλον και μια ζωή καθώς πρέπει. Ό άγιος άρχοντάρης κομψότατος, με μαύρο περιποιημένο γένι και με πέδιλα της μόδας, καπνίζει απελπιστικά. Το σαλόνι είναι αρκετά μεγάλο. Καθόμαστε άνετα τρεις ξεχωριστές παρέες. Έδώ δεν γνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους οι ξένοι, πάντα είναι πολλοί, και ή τάξη της ζωής έχει κάποια ετικέτα. Στο τραπέζι, πού καθόμαστε καμιά τριανταριά διακρίνω τον «τρελό» τού αγωγιάτη μου, πιο ατημέλητο και πιο κουρελιασμένο από μένα. Είναι κάποιος Γερμανός Βοτανολόγος. Δυο Έλληνες φοιτητές της Φιλολογίας με φιξαρισμένα μαλλιά και άψογο εξωτερικό, μιλούν για Καβάφη. Δεν ξέρω τί πληροφορίες είχε ό Καβάφης για το Όρος, μα είμαι σίγουρος πώς το Όρος τον αγνοεί τελείως. Γιατί, αν τον γνώριζε ασφαλώς θα απαγόρευαν τη συζήτηση των φοιτητών.
Ή κάτω σιαγόνα του ξερακιανού Εγγλέζου καταντά φοβερά κωμική καθώς μασάει. Τρεις ρασοφόροι, δόκιμοι, είναι για την περιποίηση. Σερβίρουν με πιατέλες από αριστερά και αλλάζουν το σερβίτσιο από δεξιά. Ό ένας από τούς τρεις φοράει γυαλιά, κι’ ένα κόκκινο στυλό, στο τσεπάκι του ζωστικού. Μαγκοφέρνει λίγο. Ό άλλος είναι χλωμόλευκος, με κατάμαυρα εξαίσια μάτια, πού έχουν ένα νευρικό τίκ. Είναι πολύ ευγενικός. Ή σιωπή πού κρατάει γύρω από τη ζωή του δείχνει κάποιο μυστήριο πού τον κάμνει συμπαθέστερο.
Είναι πολύ περίεργο πράγμα εδώ πού συμβαίνει στον κάθε ξένο πού έρχεται από τον κόσμο, γιατί πλησιάζοντας οποιονδήποτε μοναχό σκέπτεται! Πιο άραγε να ήταν το παρελθόν του!! λες και το ράσο ότι μπαίνει μπροστά και σου απαγορεύει να το μάθεις, με τέτοιο τρόπο, πού σου κεντά περισσότερο την περιέργεια.
Ή καθαριότητα στα δωμάτια σχετική και ή απροθυμία απόλυτη. Το ύφος όλου του προσωπικού στ’ αρχονταρίκι είναι ύφος υπαλλήλου ξενοδοχείου Β’ τάξεως που οι πελάτες του δεν είναι και τόσο γενναιόδωροι.
Ξεχωρίζω τον χλωμό Καλόγηρο. Δεν του πάει καθόλου να περιποιέται. Είναι ένας από τους τόσους νέους, που συναντά κανείς εδώ, μέσα στα ράσα, κι’ αισθάνεσαι τέτοιον πόνο σαν να τους βλέπεις μέσα σε φέρετρα. Πολλοί από αυτούς, που μίλησα μαζί τους, με κάνανε να ελπίζω σε κάποια νεκρανάσταση. Είναι πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά που δεν έχουν μάθει τίποτα από τη ζωή, ή που έμαθαν εκείνα ακριβώς που συνθέτουν τη ζωή με την απογοήτευση, με το κοινωνικό μίσος, τον πεσιμισμό, στοιχεία πού ανοίγουν το δρόμο προς τον ασκητισμό. Γι` αυτούς όμως είναι καιρός ακόμα να σκεφθούν, δεν λέω να απαρνηθούν αυτό πού πιστεύουν και υπηρετούν είναι μια αποστολή και μια πίστις εννοώ να μην εγκαταλειφθούν όπως τόσοι άλλοι, και ή τιμωρία εδώ πέρα σημαίνει τιμωρία της σάρκας, σωτηρία της ψυχής, και αφιέρωση στο Θεό. Είναι στην ουσία άρνηση κάθε ανθρώπου, και της καθαριότητος ακόμα — πού είναι πολιτισμός — έχουν λοιπόν τα συμπαθητικά αυτά παιδιά τον καιρό να αποβάλουν τις αρρωστημένες αντιλήψεις περί ασκητισμού. Να αφιερωθούν στο Θεό, να μη χάσουν όμως την επαφή με τον κόσμο, και προ παντός να διατηρήσουν την ψυχική τους ευεξία και την πνευματική τους καθαριότητα.
Μοναχική ζωή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και ηθική απομόνωση. Από τα παιδιά αυτά μπορεί να δημιουργηθεί για το Όρος μια καινούργια ζωή: πιο υγιής, πιο πολιτισμένη, πιο πνευματική. Και εκείνοι ακόμα πού τώρα δίνουν την εντύπωση σαν καράβια ριγμένα σε μια ερημική στεριά, και κείνοι ακόμα μπορούν να δουν το Όρος πιο φωτεινό, πιο θείο. Καράβια ριγμένα από μια τρικυμία — και έχει τόσες τρικυμίες ή ζωή, και τόσους γαλήνιους γιαλούς και ωραίους για μια καινούργια δημιουργική ζωή.
Ή δεύτερη ημέρα στο Βατοπέδι μου είναι πολύ πιο ευχάριστη. Γνωρίζομαι με τους προϊσταμένους, και τον Προηγούμενο, ό οποίος, σαν μανιώδης ψαράς έχει δύο δωμάτια γεμάτα από σύνεργα ψαρευτικά. Ή διασκέδασης του είναι το ψάρεμα και οι κότες πού βόσκουν καμιά εξηνταριά κάτω από την απλωταριά.
Ή αυλή του μοναστηριού είναι απέραντη, ανηφορική προς τα δεξιά. Ό κόκκινος όγκος της εκκλησιάς βρίσκεται στο βάθος, με τη θαυμάσια θολωτή στοά στην είσοδο. Το καμπαναριό, ύψος 35 μέτρα, κτίστηκε στα 1427. Οι τοιχογραφίες της Εκκλησίας είναι του 1312. Έχει ψηφιδωτά αρίστης τέχνης και σε πολύ καλή κατάσταση. Ή Παναγία πάνω από τη πόρτα του Νάρθηκα είναι πραγματικό αριστούργημα. Επίσης γνήσια μωσαϊκά.
Αξιοσημείωτα είναι δυο μικρά εικονίσματα, τα «Νινιά» δώρο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας του Θεοφίλου του εικονομάχου, πού τα προσκυνούσε κρυφά από τον άνδρα της.
Το ποτήρι (I α σ π ι ς) δώρο του Μανουήλ του Κομνηνού, νικάει όλα τα δηλητήρια.
Από τα πιο σπουδαία είναι και ή αγία ζώνη, πού ακριβώς σήμερα τη φέρανε από την περιοδεία της στις επαρχίες.
Οι καμπάνες χτυπούσαν και την προσκύνησαν με θυμιατά και ψαλμωδίες.
Ό Μοναχός, πού συνοδεύει τα άγια λείψανα σ’ αυτές τις περιοδείες, παίρνει δικαιωματικά τα μισά από τις εισπράξεις. Φέτος όμως, όπως μαθαίνω, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος. «Κάθε χρόνο και χειρότερα, ό κόσμος έχει ασεβήσει». Και όσα δώρα φέρουν, πεσκίρια, κεντήματα, μαξιλάρια του αργαλειού, μεταξωτά, σεντόνια, τραπεζομάντηλα τα μοιράζουν όλοι μαζί οι πατέρες.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΙ, ΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Παίρνω μια πρόσκληση για καφέ, είναι το διαμέρισμα κάποιου Γέροντα επιπλωμένο με λεπτό γούστο. Μια τζαμαρία με κίτρινες κουρτίνες κοιτάζει στο δάσος. Ό οικοδεσπότης δέχεται με πράσινο ζωστικό, τα μάτια του αστράφτουν από εξυπνάδα, και είναι πλαισιωμένα με μαύρους κόγχους, πού τα κάνουν μελαγχολικά. Φθάνω πάνω σε μια συζήτησι για τον Τολστόι. Όλοι οι συγγραφείς με τη σειρά τους βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Γέροντα, πού τον χαρακτηρίζει ακόμα και ό μποεμισμός των διανοουμένου.
Σερβίρει τριών ειδών γλυκά. Ότι θέλει ό καθένας και χωρίς ετικέτα, άπλα και ειλικρινά. Μού δάνεισε το «Πορτραίτο του (Ντόριαν Γκρέϊ)» και την «Πείνα» του Χάμσουν. Σιχαίνεται τον Ντεκομιτρα, όσο λατρεύει τον Μέτερλιγκ. Ή ζωή του είναι μελέτη και σκέψη. Είναι άνθρωπος και θέλει το μερτικό του στη ζωή. Όλα τα αγαπάει, και όλα τα θέλει. Δεν σας ζαλίζει με τη μεταφυσική- είναι ρεαλιστής.
Ακούονται χτύποι στη πόρτα και ελαφρός θόρυβος. Μπαίνουν μερικοί νεαροί Μοναχοί με τακτ κοσμικού. Αυτοσυστήνονται και αρχίζουν τη συζήτησι. Ένας πάπας όχι περισσότερο από 27 χρονών, δασύς, με μεγάλα κάστανα μάτια, γιομάτα σφρίγος. Και ο άλλος παπάς αρκετά ευτραφής, με περίεργη ορμητικότητα στις κινήσεις του και δεινός καλαμπουριστής. Ό Νεαρότερος από αυτούς είναι Διάκος. Μπάσος και λιγόλογος. Τα μάτια του σταλάζουν μελαγχολία και πόθο. Κάτω από την ανασηκωμένη μύτη του αχνίζει μια σκιά μουστακιού, πού κάνει πιο κόκκινα τα σαρκώδη χείλη του. Το ράσο του το έχει ριγμένο στους ώμους με κάποιο σκέρτσο, και από μια θηλιά του ζωστικού του κρέμεται μια χρυσή καδένα. Είναι νοσταλγικός και ονειροπόλος. Μιλάει δέ για τον Κόσμο με κατάνυξη.
Κατηφορίζουμε όλοι μαζί στη παραλία. Ό καθρέφτης της θάλασσας είναι στολισμένος με το είδωλο της στεριάς. Ή ‘Άθωνιάδα σχεδιάζει στο άπειρο μια νταντέλα με γλώσσες. Το χτιστό μουράγιο έχει πολλούς Μοναχούς. Ή αριστοκρατία — να πούμε — εδώ είναι πολύ στη μόδα. Φορούνε κάλτσες με μπαγκέτα. Επίσης πανταλόνια ριγέ, Το κρεπ σατέν έδώ είναι ένδυμα περιπάτου.
Το συμπλήρωμα της συντροφιάς είναι ένας Καλόγηρος πολύ τού Κόσμου αλλά κάποιος αινιγματικός. Οι φράσεις του έχουν πολλά αποσιωπητικά.
Γενικώς έδώ μπορεί κανείς να μιλήσει δίχως το «ευλογείτε; και χωρίς να υπάρχει φόβος να διαταραχτεί ή ησυχία, γιατί όλοι είναι ανήσυχοι, και όλοι έχουν το μεταπολεμικό πνεύμα, πού ή μόδα είναι όλου τού κόσμου. Ακόμα και τη Μαρί Σουαζί τη συγχωρούν. Αν μπόρεσε και ήρθε, μπράβο της, λένε μερικοί. Έδώ τη ζωή την παίρνουν από την ωραία της όψη, τη ζωντανή και την παλμώδη. Είναι νέοι και καθόλου υποκριτές. Έχουν ανθρώπινες αδυναμίες και μιλούν ελεύθερα γι’ αυτές. Βρίσκονται στο Όρος, είναι δοσμένοι στο Θεό, όμως δεν θέλουν να ξεκόψουν τελικώς από τη ζωή, ακόμα και τα ονόματα των επιμένουν να θυμίζουν την κοσμική τους προέλευση. Γιατί ακούω να φωνάζει ό ένας τον άλλο με το μικρό του όνομα. Και είναι εύθυμοι. Τρέχουν στην παραλία, γελούν και τρέχουν χαρούμενοι, κυνηγάει ό ένας τον άλλο, και ή ζωή κυλάει με εύθυμο και ζωντανό ρυθμό.
Οι ατέλειωτες σειρές των παραθυριών τού Μοναστηριού γεμίζουν ηλεκτρικό φώς. Πανοραματική στ’ αλήθεια θέα. Έτσι παίρνουμε σιγά σιγά τον ανήφορο. Ό Διάκος είναι κοντά μου. Σε μια στιγμή τού λέω πώς οι άλλοι Αγιορείτες έχουν αποκηρύξει τούς Βατοπεδινούς, γιατί έχουν πάρει το καινούργιο ημερολόγιο και την ευρωπαϊκή ώρα. «Το Όρος έχει Δεκαεννέα μοναστήρια και όχι είκοσι», λένε. Ό Διάκος αναστενάζει. Τον κοιτώ. Εκείνος χαμογελάει ρίχνοντας φιλάρεσκα το ράσο του στις πλάτες. Έτσι φθάσαμε στο Μοναστήρι,
Το πρωί άλλαξε απότομα ή ατμόσφαιρα. Ένα κύμα από ναύτες Εγγλέζους και αξιωματικούς πλημμυρίζει τα πάντα. Γελούν όλοι και κοιτάζουν γύρω επιπόλαια, μερικοί με ζωγραφίζουν όπως είμαι σε ένα πεζούλι και ζωγραφίζω. Θα με πέρασαν και μένα για αντίκα.
Θα ήθελα να μείνω ακόμα στο Βατοπέδι, όμως σκέπτομαι πώς ή προθεσμία της διαμονής μου τελειώνει, Με τον Άρχονταρη μιλούμε για ένα σωρό πράγματα. Στο τέλος ή κουβέντα μας περιστρέφεται γύρω από τούς θησαυρούς του Αγίου Όρους. Ξαφνικά πέφτουν τα μάτια μου στα παράθυρα του Μοναστηριού, πάνω στα όποια είναι πεσμένοι οι Πατέρες, και με μεγάλη περιέργεια κυττάνε τούς Εγγλέζους ναύτες, πού έχουν κατακλύσει το Μοναστήρι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΑΚΗ, ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΌΡΟΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1959