Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστη

Ο μακαριστός π. Μάρκος Κάλτσιου (12/09/1910 – 26/02/1999)

23 Μαΐου 2013

Ο μακαριστός π. Μάρκος Κάλτσιου (12/09/1910 – 26/02/1999)

roumanoi neomartyres

Ένας ρουμάνος ομολογητής όσιος, ο π. Μάρκος Κάλτσιου· ο άγγελος του Θεού

(12 Σεπτεμβρίου 1910, Χατιρκάου, Πράχοβα – †26 Φεβρουαρίου 1999, Ιερά Μονή Σιχαστρία).

Στο κοιμητήριο Αγίων της Ιεράς Μονής Σιχαστρία στην Μολδαβία αναπαύεται ταπεινός, όπως και εν ζωή ήταν άγνωστος για τους ανθρώπους, ένας απ΄ εκείνους για τους οποίους ο κόσμος δεν ήταν άξιος, ο μοναχός Μάρκος, που έχει υποφέρει πολύ στην ζωή του. Κάπου, λίγο πίσω από τα μνήματα των μεγάλων ηγουμένων της Σιχαστρίας, του πατρός Ιοανικίου Μορόι και του πατρός Κλεόπα Ηλίε, βρίσκεται ένας μικρός τάφος κι ένας απλός ξύλινος σταυρός, πάνω στο οποίο είναι γραμμένο για την αιωνιότητα το όνομα του. Εδώ υπάρχει κι ένα ακοίμητο κανδήλι, σημείο της αγάπης όσων γνωρίζουν την δύναμη των προσευχών της αγίας του ψυχής. Για να μιλήσουμε, όμως, για έναν άνθρωπο της προσευχής, όπως ήταν ο π. Μάρκος, χρειάζεται πολλή προσευχή, για να πλησιάσουμε έναν ανίκητο ομολογητή, χρειαζόμαστε την ελευθερία από τα βαριά πάθη μας … Αλλά συγχώρησέ μας, πάτερ Μάρκε, επειδή θα μιλήσουμε σαν κάποιοι φτωχοί και αδύναμοι, αλλά με αγάπη και ευλάβεια προς Εκείνον εν τω Οποίω έχεις αγωνιστεί και έχεις νικήσει !

Ο π. Μάρκος, (Κωνσταντίνος Ντουμιτρέσκου ως λαϊκός, 1910-1999), έχει υποφέρει σχεδόν 20 ολόκληρα χρόνια στις κομουνιστικές φυλακές. Οι ανακριτές του τον έχουν αποκαλέσει «ο Φακίρης», επειδή έχει αντέξει ως ένας άσαρκος –αδιαλείπτως προσευχόμενος– όλα τα βάσανα τα οποία τα είχαν επινοήσει τα νοσηρά τους μυαλά. Ήταν μέλος της ομάδας των μυστικών, μαζί με τον Βαλέριο Γκαφένκου, Βιργίλιο Μαξίμ, Ιωάννη Ιανολίδε, πατέρα Αρσένιο Παπατσιόκ κ.α., οι οποίοι ήταν άνθρωποι που έχουν μεταποιήσει διά της προσευχής τους, τα κρατητήρια της φυλακής σε ησυχαστικά κελιά.

Μετά την δεύτερη αποφυλάκισή του –ήταν φυλακισμένος από το 1941 μέχρι το 1954– μπήκε στην μοναχική ζωή στην Ιερά Μονή Σινάια, όπου είχε πνευματικό και αδελφό στην ασκητική ζωή τον πατέρα Αρσένιο Παπατσιόκ. Από δω σταληκε και πάλι στην φυλακή του Αϊούντ, μαζί με τον πνευματικό του, όπου έμεινε μέχρι το 1964, διάστημα στο οποίο έχει ενθαρρύνει με την ακράδαντη του πνευματική ανδρεία τους εν τω σκότει και τη σκιά θανάτου. Ύστερα από την αποφυλάκιση έγινε μέλος της αδελφότητας της Ιεράς Μονής Σιχαστρία, στα βουνά του Νεάμτς, η οποία ήταν τότε η πιο δυναμική μοναστική αδελφότητα από την Μολδαβία. Στην Σιχαστρία, ο πατήρ ζούσε με μεγάλες μοναστικές ασκήσεις μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του, σε απομόνωση, προσευχή και υπακοή, σκορπίζοντας γύρω του την ευωδία της θεϊκής χάριτος.

Οι πιο ηλικιωμένοι πατέρες της μονής, οι οποίοι τον έχουν προλάβει, λένε ότι μετά την εμπειρία της φυλακής, όλες οι υπακοές και οι δουλειές στο μοναστήρι φαίνονταν στον πατέρα Μάρκο μία απόλαυση, σε σημείο που ένιωθε ότι βρίσκεται σε άδεια στη Σιχαστρία. Η μεγαλύτερή του ευτυχία ήταν όμως το βράδυ, όταν τελείωνε τις δουλείες και άρχιζε με ανανεωμένες δυνάμεις την προσευχή και τις μετάνοιες, σαν να άρχιζε μόνο εκείνη την στιγμή την ημέρα του !

Οι νεώτεροι πατέρες της μονής τον θυμούνται μέχρι σήμερα να στέκεται ενώπιων της ωραίας πύλης, για να μεταλάβει των Ιερών Μυστηρίων, με το πρόσωπο να λάμπει από το εσωτερικό του φως. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, επειδή ήταν πιο αδύνατος σωματικά και δεν μπορούσε να συμμετέχει στις ιερές ακολουθίες, ο Πατήρ έβαλε στον εαυτό κανόνα να κάνει 13 ώρες προσευχή κάθε μέρα…

 

Από το απομνημονεύματα του

Μ΄ έχουν φέρει στο Βουκουρέστι, για ανάκριση. Εδώ, μεταξύ πολλών άλλων μεθόδων βασανισμού, έχει χρησιμοποιηθεί και η εξής· με ξάπλωναν επάνω σ΄ ένα τραπέζι μακρύ και πιο πλατύ, ένας κρατούσε το κεφάλι μου, άλλοι δύο τα χέρια μου, δύο με χτυπούσαν με δύο πολύ βαριά λάστιχα σ΄ όλο το σώμα και άλλοι δύο με σιδερένιους λοστούς χτυπούσαν τα πόδια μου κάτω στις πατούσες. Αλλά ούτε αναστέναξα, ούτε γόγγυσα καθόλου, ώστε οι βασανιστές μου νόμιζαν ότι είχα πεθάνει. Και, για να συνέλθω, με έπαιρναν απ΄ τα μαλλιά και μου βουτούσαν το κεφάλι με τα μούτρα σε μία λεκάνη με νερό. Ή με κουτουλούσαν στους τοίχους, πάλι για να συνέλθω …

Αυτό το σύστημα το χρησιμοποιούσαν για δύο-τρεις μέρες [η κανονική δόση ήταν 100 χτυπήματα με τους σιδερένιους λοστους στις πατούσες. Αλλά αυτός, επειδή δεν μιλούσε, έχει βασανιστεί αναρίθμητα]. Είχα μετρήσει μέχρι 200, ύστερα έχασα την αρίθμηση. Αλλά δεν έβγαλα ούτε έναν γογγυσμό. Αλλά, διαφορετικά από τον πατερά Δημήτριο Μπεζάν, ο οποίος ήταν ιερέας και τον προστάτευε η Χάρη, μη-νιώθοντας κανέναν πόνο από τα πήγματα, εγώ τα ένιωθα όλα μέχρι το βάθος του μυαλού μου. Αλλά δεν είπα ούτε μία λέξη, και τότε, και μετά, όντας πολύ προσεκτικός να μην καταγγείλω κανέναν. Αυτό το φοβόμουν το περισσότερο· να μην μου ξεφύγει καμία λέξη περί κάποιου. Τόσο πολύ μ΄ έχουν βασανίσει ώστε παρόλο που ο κάθε ένας απ΄ αυτούς είχε πιει από ένα μπουκάλι βότκας πριν να με βασανίσουν, έχουν κουραστεί, πέφτοντας ανίσχυροι. Η χάρη του Θεού μ΄ έχει φυλάξει. Γι΄ αυτό μου δώσανε το παρατσούκλι ο Φακίρης.

[Το επεισόδιο που αναφέρουμε στη συνέχεια το έχουμε μάθει από τον πατέρα Αθανάσιο (Αλέξανδρο Στεφανέσκου), ο οποίος ήταν συγκρατούμενος στη φυλακή μαζί με το Κωνσταντίνο Ντουμιτρέσκου:

Την επόμενη μέρα ήρθε για εποπτεία εκείνος που ήταν υπεύθυνος για τις ανακρίσεις, ένας φοβερός και αναίσθητος άνθρωπος. Άνοιξε την πόρτα του κρατητηρίου όπου ήταν ο Κωστάκης και τον βρήκε να περπατάει σιγά-σιγά, με γυμνά και διογκωμένα τα πόδια. Είχε μία φοβερή παγωνιά. Οι φρουροί περιπολούσαν τρέμοντας από το κρύο αν και φορούσαν γούνες και αρβύλα, ενώ ο Κωστάκης περπατούσε ξυπόλυτος, χωρίς να δείξει ότι κρυώνει ή πονάει. Γιατί δεν φοράς υποδήματα; τον ρώτησε ο διευθυντής της Ασφάλειας. Ο πράος Κωστάκης –ο οποίος από τότε ήδη είχε την νοερά προσευχή και μία εκτός εξωκόσμια ειρήνη– του απάντησε μ΄ ένα ταπεινό χαμόγελο· Επειδή δεν χωράνε τα πόδια μου στα παπούτσια! Αυτή η στάση του μαλάκωσε τον διευθυντή των ανακρίσεων, ο οποίος διέταξε να κατασκευαστεί γι΄ αυτόν ένα ειδικό καλαπόδι για να έχει ο Κωστάκης τα κατάλληλα υποδήματα. Αυτό ήταν ένα αδιανόητο πράγμα στην ιστορία των φυλακών! Από τότε οι άλλοι βασανιστές τον έχουν αποκαλέσει ο Φακίρης, επειδή είχε νικήσει με το ξίφος του πνεύματος τον διευθυντή τους, ενώπιον του οποίου οι ίδιοι έτρεμαν].

Σ΄ ένα πολύ βαρύ χειμώνα, στην δεκαετία των ‛60, εγώ ήμουν άρρωστος και δεν μου επέτρεπαν να κάτσω ακουμπιστός, αλλά μόνο να περπατάω ανάμεσα στα κρεβάτια του κρατητηρίου ή να κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, χωρίς να στηριχτώ. Επειδή ήμουνα πολύ κρυωμένος, στηρίχθηκα. Και ο φύλακας το είδε αυτό από τη χαραμάδα και άνοιξε την πόρτα, φωνάζοντας: Τέρμα, τιμωρία ! Και με πήραν και με πήγαν στα ποινικά κρατητήρια. Εκεί μέσα ήταν μόνο σκότος και κρύο, ούτως ώστε πάγωνες. Και ο φύλακας ο οποίος μ΄ έφερε και άνοιξε την πόρτα είπε ο ίδιος· Εδώ είναι σαν την κόλαση !

Όντας μόνος, προσπαθούσα να κάνω εκεί τα δικά μου, τον κανόνα και τις προσευχές, έτσι όπως μπορούσα. Εκεί, θέλοντας ή όχι, έπρεπε να κινηθείς, να κάνεις μετάνοιες, αλλιώς δεν μπορούσες ν΄ αντέξεις. Σ΄ έναν διπλανό μου, από το άλλο κρατητήριο, του μούδιασαν η μύτη, τα μάγουλα και τα αυτιά. Το ποινικό κρατητήριο ήταν χωρίς κανένα όροφο, από κάτω μέχρι πάνω ήταν όλο τοίχος και τέρμα πάνω, κάτω από το ταβάνι, υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο. Και γινόταν ένα φοβερό ρεύμα μεταξύ του πάνω παράθυρου και του κάτω μέρους της πόρτας. Άντεξα μόνο επειδή έκανα συνέχεια μετάνοιες, κινούμενος εδώ κι εκεί, για τρεις μέρες και νύχτες …

Και μετά από την τρίτη μέρα δεν μπόρεσα πια ούτε να κινούμαι, ούτε να κάνω μετάνοιες και έπεσα κάτω, σχεδόν λιπόθυμος. Πόσο καιρό έμεινα σε αυτή την κατάσταση, δεν ξέρω. Αλλά μετά από ένα διάστημα ξύπνησα αναγεννημένος σωματικά και με μία ζέστη γύρω μου σαν να ήταν από μία σόμπα.

Με πήγαν μετά σε άλλο δωμάτιο, για να με γδάρουν. Οι ανακριτές έμειναν έκπληκτοι ότι όχι μόνο δεν φοβήθηκα, αλλά και ξεθηλύκωσα μόνος που ατρόμητα. Ο ηγέτης τους καρπαζώθηκε μόνος του· Πως είναι δυνατόν να μην φοβηθεί;

(Η ομολογία ενός χριστιανού – ο π. Μάρκος από την Σιχαστρία, έκδοση συγκροτημένη

από τον μοναχό Φιλόθεο Μπαλάν)

   

Από τα απομνημονεύματα των μαθητών του από την Σιχαστρία

Για την μητέρα του, που λεγόταν Άννα, ο π. Μάρκος μας έλεγε· ζούσε μία καλογερική ζωή. Κοιμόταν δύο ώρες κάθε νύχτα. Αφού έβαζε για ύπνο όλα τα παιδιά της, πήγαινε και προσευχόταν σ΄ ένα διπλανό δωμάτιο, ήσυχα. Την επόμενη μέρα ξυπνούσε πρώτη και ετοίμαζε όλα για τον καθένα, διότι άρχιζε μία καινούρια ημέρα.

Μας έλεγε ο π. Μάρκος· Όταν ήμουν στην φυλακή, εγώ αποτραβιόμουνα σε μία άκρη του κρατητηρίου και έλεγα στους άλλους· Με συγχωρείτε, αλλά εγώ έχω τα καθήκοντα μου ως μοναχός! Και έκανα εκεί τα δικά μου.

Τον έχουν ρωτήσει οι μαθητές του· Αλλά εμείς τι θα κάνουμε, πάτερ, αν μα έρθει κάποιος διωγμός; Ο π. Μάρκος απάντησε: «Εκεί που θα είστε, για τον καθένα η δύναμη της χάριτος και η πίστη του θα νικήσει. Λένε οι Άγιοι Πατέρες ότι μόνο η χάρη του Θεού είναι εκείνη που μπορεί να σε ισχυροποιήσει. Ούτε εγώ δεν μπορούσα ν΄ αντέξω σε όλες τις δοκιμασίες που τις πέρασα τόσα χρόνια, αν δεν με βοηθούσε ο Θεός. Έλεγα μέσα μου· Κι εσύ μπορείς να πέσεις αν δεν σε στηρίξει η χάρη!»

Πάλιν έλεγε ο γέροντας: «Να προσέξουμε την χάρη του Θεού, διότι μόνο αυτή μπορεί να μας επανορθώσει, μπορεί να μας ανοίξει τα μάτια του νου για να καταλάβουμε τα πράγματα. Και εδώ θίγουμε το ζήτημα του πνευματικού οφθαλμού ή του νου. Με το νου μπορείς να πλησιάσεις βαθιά πολλά πράγματα, αλλά αν δεν αγγίξουν την καρδιά … Λοιπόν, όταν συνουσιάζονται η αίσθηση της καρδιάς με τον φωτισμό του νου, τότε νιώθεις ότι ενεργεί η χάρη του Θεού σε όλο το είναι σου. Να προσευχόμαστε πάντα στον Σωτήρα να μην μας εγκαταλείψει».

Στην φυλακή, τα νύχια και τα δόντια του πατρός Μάρκου έπεσαν. Μετά από ένα διάστημα, τα νύχια του μεγάλωσαν πάλιν. Ένας ιατρός από κει, ο οποίος τον έχει εξετάσει, του είπε· εσύ δεν είχες σαρκικό, αλλά σιδερένιο σώμα.

Ο π. Μάρκος εργαζόταν ως φυλακισμένος και στο Μπικάζ, όπου τους έβαλαν να δουλέψουν στους πιο επικινδύνους τόπους. Πολλοί φοβούνταν και να βγουν από το στρατόπεδο για να εργαστούν. Διαμαρτυρούνταν, μερικές φορές έκλαιγαν από φόβο. Αλλά ο π. Μάρκος δεν φοβόταν, αλλά είχε θάρρος … Και μερικοί από τους κρατουμένους ζητούσαν να εργάζονται στην ομάδα μ΄ αυτόν, λέγοντας· Πάω με τον Κωστάκη, διότι εκεί που είναι αυτός, εκεί είναι και ο Θεός !

Μετά την αποφυλάκισή του, ο π. Μάρκος πήγε στην Ιερά Μονή Τσερνίκα. Μία χρονιά, όντας με τις μέλισσες της μονής στο Μπαραγάν, αυτές πέθαιναν λόγω της ανομβρίας. Και τότε έκλαψε και προσευχήθηκε στον Θεό· Κύριε, ελέησε μας με λίγη βροχή, διότι πεθαίνουν οι μέλισσες ! Και την ίδια μέρα ο Θεός έδωσε βροχή, ούτως ώστε όλοι οι γύρω ευχαριστούσαν στον Θεό. Εκείνη τη χρονιά μαζεύτηκε τόσο μέλι που όλοι από το μοναστήρι θαυμάζονταν από το πλήθος του. Και οι άνθρωποι από την περίχωρα θαύμαζαν και έλεγαν· Κοίταξε, ρε, μόλις ήρθε αυτός ο καλόγερος στο Μπαραγάν και άρχισε να βρέχει !

Κάποτε ο π. Μάρκος είπε σ΄ ένα μαθητή του ότι μία φορά, στα χρόνια του διωγμού, ενώ βρισκόταν στα Βουνά Καραϊμάν, είδε σε έκσταση την Παναγία Τριάδα και το Άγιο Πνεύμα, υπό της μορφής περιστεριού, πως μπήκε στην καρδιά του.

Κάποτε ήρθε ένας δόκιμος και τον ρώτησε πώς να προσεύχεται, επειδή ο νους του απασχολείται με την υπακοή που πρέπει να την κάνει. Ο π. Μάρκος του είπε· Αδελφέ, εγώ έχω να φροντίσω τις κυψέλες και κάποτε πρέπει να τις επιθεωρήσω. Να δω πως είναι η κοίτη (η βασίλισσα), πως είναι οι μικρές μέλισσες, πόσο μέλι έχει … Δεν μπορώ τότε να προσευχηθώ με λόγια. Πρέπει να προσέξω αυτά τα πράγματα. Αλλά να μην ξεχάσουμε ότι είμαστε μέσα σ΄ ένα μοναστήρι και όλα τα κάνουμε από υπακοή. Άρα πρώτα να κάνουμε όλα σαν να είναι από τον Θεό. Μετά να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε ενώπιων Θεού και ότι κάνουμε, τα πάντα για τον Θεό. Λοιπόν· από τον Θεό, ενώπιων Θεού και για τον Θεό. Έτσι πρέπει να κάνουμε !

Είπε ο π. Μάρκος σ΄ έναν αδελφό ο οποίος είχε έρθει με βαριές αμαρτίες από τον κόσμο· Όταν ο Θεός σε εγκαταλείπει κι εσύ νιώθεις αυτήν την εγκατάλειψη εκ μέρους Του, ζεις σε μία οδυνηρή κατάσταση, ώστε δεν μπορείς να την εκφράζεις με λόγια, αλλά τότε συγχωρούνται το περισσότερο οι αμαρτίες σου.

Μας έλεγε ένας μαθητής του γέροντος ότι λίγο πριν το θάνατο του, τον βρήκε στο κελί του σκεφτόμενος στα λόγια· Όλοι η δικαιοσύνη μας είναι ενώπιων Θεού σαν ένα απόβλητο πανί μίας πόρνης. Και έλεγε ο γέροντας· Καταλαβαίνεις, αδελφέ; Σαν ένα απόβλητο πανί … Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά μίας πόρνης !

(Ρουμανικό Γεροντικό, έκδοση υπομνηματισμένη από τον Αρχιμανδρίτη  Ιωανίκιο Μπαλάν, Έκδοση της Ιεράς Επισκοπής Ρομάνου, 2001)

Επίλογος

Αν με ρωτήσει κανείς πως τον θυμάμαι τον πατέρα Μάρκο, το πρώτο πράγμα το οποίο μπορώ να το πω είναι ότι ποτέ δεν τον βρήκα αυτόν τον Άγιο – είτε μέρα, είτε νύχτα, είτε ήταν στο χαγιάτι του κελιού του, είτε ανάμεσα των κυψέλων που βρισκόταν απέναντι στο σπίτι του, είτε ήταν μέσα στο κελί του – να μην έχει δάκρια στα μάτια του, όταν διάβαζε ονόματα πιστών ή τις ακολουθίες και τις προσευχές του. (ο μοναχός Φιλόθεος Μπαλάν)

Ο πατήρ Γεώργιος Κάλτσιου, ένας άλλος ρουμάνος ομολογητής, πριν να φύγει από την επίγεια ζωή, αναγνωρίζοντας σε μία φωτογραφία τον πατέρα Μάρκο, αναφώνησε· ω, άγγελε του Θεού, πρέσβευε και υπέρ ημών!

 

 

Μετάφραση από τα Ρουμανικά: ιερ. Κυπρανός Staicu.