Αποτίμησις του έργου του μακαριστού Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτη ( Μέρος Δ΄- τελευταίο)
20 Μαΐου 2013
Πριν να κάνη κανείς μία γενική αξιολόγησι του έργου του π. Αυγουστίνου θα πρέπη να επισημάνη σε αδρές γραμμές τα κυριώτερα σημεία της προσφοράς του.
1. Εκκλησιαστικοί αγώνες
Από την αρχή της εκλογής του, ο π. Αυγουστίνος είχε δηλώσει, ότι θα μείνη ανυποχώρητος στις αρχές του για μία Εκκλησία ελευθέρα και ζώσα. Έτσι, πρώτος διεμαρτυρήθη εντόνως όταν επί μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου διεγράφησαν από το Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος οι ι. κανόνες «περί το ήθος και την διοίκησι της Εκκλησίας», καθώς επίσης και για την επιχειρούμενη τότε κάθαρσι της Εκκλησίας χωρίς την τήρησι των προβλεπομένων απαραιτήτως από τους ι. κανόνας διατάξεων.
Επεσήμανε ακόμη τις αρνητικές επιπτώσεις από την προσπάθεια εισαγωγής «μοντέρνων» συνηθειών στην Εκκλησία (κατάργησις του ράσου κ.ά.), την δυνατότητα που έδινε στην Πολιτεία εκείνος ο καταστατικός χάρτης να έχη ηυξημένες αρμοδιότητες στα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ περιώριζε τα δικαιώματα των επισκόπων υπέρ της αρχιεπισκοπικής εξουσίας και χάριν διαφόρων επιτροπών κ.λπ..
Η σύγκρουσις αυτή κορυφώθηκε με την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκ μέρους του π. Αυγουστίνου και του μακαριστού Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου κατά της συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου όχι κατά τα πρεσβεία (όπως προέβλεπε ο Πατριαρχικός Τόμος του 1851) αλλά αριστίνδην, και την δικαίωσι των προσφυγόντων.
Αλλά και μετά την κατάλυσι της τότε κυβερνήσεως από τον δικτάτορα Ιωαννίδη, την οριστική παραίτησι του Ιερωνύμου (ο οποίος είχε διαμαρτυρηθή μυστικώς αλλά εντόνως για τα βασανιστήρια που ο δικτάτωρ ενεργούσε στην Ε.Σ.Α.) και την άνοδο του νέου αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ, ο οποίος ανήλθε με την υπόσχεσι της παλινορθώσεως των ι. κανόνων, ο π. Αυγουστίνος δεν έπαυσε να ελέγχη τις παρεκκλίσεις από το ορθό. Συγκεκριμένως, επέκρινε εντονώτατα την αντικανονική εισπήδησι του πρώτου στην αρχιεπισκοπή Αθηνών, την αντικανονική εκθρόνισι δώδεκα (12) τιμίων ιεραρχών διά της εφαρμογής των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7/1974 της δικτατορίας Ιωαννίδη, και τον διχασμό του σώματος της Ιεραρχίας. Στο θέμα της αποκαταστάσεως των ιεραρχών αυτών θα επανέλθη πολλές φορές χωρίς να υπολογίζη τις απειλές και για δική του εκθρόνισι. Το 1988 το ξαναφέρνει στην Ιεραρχία με την ευκαιρία της προσφυγής —και εν συνεχεία δικαιώσεως— των εναπομεινάντων εξ αυτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας και της χηρεύσεως της ι. μητροπόλεως Λαρίσης, και διαρκώς αγωνίζεται για την αποκατάστασί των, που πιστεύει ότι αποτελεί και τον μόνο τρόπο ειρηνεύσεως της Εκκλησίας. Εξ αιτίας των θέσεών του τού απαγορεύεται το κήρυγμα, η ιερουργία και η δράσις «καθ’ οιονδήποτε τρόπον» μέσα στα όρια της αρχιεπισκοπής Αθηνών. Υπερασπίσθηκε ακόμη το έργο των ιεραποστολικών αδελφοτήτων, ήλεγξε την δίωξι ευσεβών —λαϊκών και κληρικών— ιεροκηρύκων, την υποχωρητικότητα —παρά τις αρχικές συμφωνίες της Ιεραρχίας— απέναντι στις εκάστοτε Κυβερνήσεις για την εισαγωγή νέου οικογενειακού δικαίου (αυτόματο και συναινετικό διαζύγιο κ.ά.), τον παραμερισμό της Ιεραρχίας στην λήψι αποφάσεων ζωτικής σημασίας, την μείωσι της σημασίας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κ.ά..
Όταν το 1987 έγινε προσπάθεια από την τότε Κυβέρνησι με το νόμο Τρίτση να επέμβη στα της Εκκλησίας —προς κομματικήν εκμετάλλευσιν—, αγωνίσθηκε σθεναρά παίρνοντας μέρος στα συλλαλητήρια που διωργάνωσε τότε η Ιεραρχία και απευθύνοντας πυρίνους λόγους· απεδείχθη έτσι εκ των πραγμάτων, πόσο είχαν παρεξηγηθή οι θέσεις του, τις οποίες προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν οι τότε κρατούντες. Αντέδρασε δε όταν ο αρχιεπίσκοπος υπαναχωρών προχώρησε σε συμφωνία με τον τότε πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου, διά της παραχωρήσεως της μοναστηριακής περιουσίας. Εθεωρήθη μάλιστα γι’ αυτό και υποκινητής της διαμαρτυρίας των μοναστηριών.
Όλες αυτές οι προσπάθειες αποτυπώνονται γλαφυρά σε διάφορα βιβλία του και περιοδικά (ιδίως στην «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑ»).
Κινείται επίσης δραστηρίως στον τομέα της καταπολεμήσεως των αιρέσεων τόσο στην επαρχία του όσο και πανελλαδικώς και πανορθοδόξως. Αγωνίζεται σθεναρά έργω και λόγω, προφορικώς και γραπτώς, εκτός και εντός της Ιεράς Συνόδου, εναντίον του παπισμού, του χιλιασμού (παρ’ όλες τις προσπάθειες των χιλιαστών ελάχιστοι από αυτούς υπάρχουν στην Φλώρινα, οι πρώτοι δε από αυτούς ήρθαν από άλλες περιοχές), της μασονίας και των παραφυάδων της (ρόταρυ κ.λπ.), κακοδοξιών τύπου Χ.Ο.Ε., της μαγείας, και προπάντων εναντίον της συγκρητιστικής παναιρέσεως του οικουμενισμού ακόμη και όταν εκδηλώνεται μέσα στην Εκκλησία με φορείς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Γι’ αυτό μαζί με άλλους δύο μητροπολίτας των «νέων χωρών» της Βορείου Ελλάδος (τους μακαριστούς Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Παραμυθίας Παύλο) έπαυσε το μνημόσυνο του οικουμενικού πατριάρχου Αθηναγόρα το 1970 λόγω φιλοπαπικών και αντορθοδόξων δηλώσεών του, ενώ αργότερα (1989) θα μηνύση τον αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας στην εκκλησιαστική του αρχή για κακόδοξες δηλώσεις και ενέργειες. Ακόμη αντιδρά εντόνως στις προσπάθειες ενώσεως με τους μονοφυσίτας χωρίς την αποκήρυξι προηγουμένως εκ μέρους τους των αιρετικών διδασκαλιών τους, και ζητεί την παύσι όλων των σχετικών διαλόγων με αιρετικούς ως άκαρπων και ανωφελών. Προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους που μπορεί να προέλθουν από μία πανορθόδοξο σύνοδο χωρίς τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Αντιθέτως, έντονη ήτο η προσπάθεια του για γεφύρωσι του χάσματος και απόσβεσι του σχίσματος με τους παλαιοημερολογίτας —φθάνοντας να προτείνη στην Ιερά Σύνοδο την επαναφορά του παλαιού εορτολογίου στην Εκκλησία— , χωρίς παραλλήλως να διστάζη να υποδείξη και σ’ εκείνους τα σφάλματα των.
Εφιστά στην Πολιτεία την προσοχή για δικές της ευθύνες, ιδίως όσον αφορά σκανδαλώδεις ευνοϊκές διατάξεις —όπως της μη στρατεύσεως των χιλιαστών— καθώς και για την σύναψι κογκορδάτου με το Βατικανό. Διαμαρτυρήθηκε επίσης για την ελεύθερη κυκλοφορία και προβολή διαφόρων κινηματογραφικών και θεατρικών έργων που προσπαθούσαν να βεβηλώσουν τα άγια της πίστεώς μας ή να προσβάλουν τον ιερό κλήρο («Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο», «Ο τελευταίος πειρασμός» κ.ά.). Απεχώρησε από επίσημη εκδήλωσι στις Πρέσπες, όταν ομιλητής βουλευτής εξεφράσθη μειωτικώς για τον χριστιανισμό.
2. Κοινωνική εργασία
Επειδή όμως αποτελεί πεποίθησί του, ότι η πίστις φαίνεται εμπράκτως στο ήθος, ει δ’ άλλως δεν υπάρχει, αγωνίσθηκε για την εξάλειψι αντιχριστιανικών συνηθειών.
Πολέμησε την ανηθικότητα αλλά και εκείνα που οδηγούν σ’ αυτήν τις διασκεδάσεις (νυκτερινά κέντρα κ.λπ.) και τα θεάματα (κινηματογράφο, τηλεόρασι, βίντεο) που εκτρέπονται από τον καθαυτό σκοπό τους, την ψυχαγωγία. Ειδικά ως προς την τηλεόρασι, το «κουτί» που κατά την προφητεία νεωτέρου αγίου «θα τρελλάνη την ανθρωπότητα», επισήμανε εγκαίρως στα κηρύγματά του τη διαφθορά της και ζήτησε την κάθαρσί της, έρριξε το σύνθημα «Κλείστε τις τηλεοράσεις» —το οποίο πολλοί ειρωνεύθηκαν αλλά υπήρξαν και πιστοί ακόμη και στο εξωτερικό που το ασπάσθηκαν και μερίδα του τύπου το υιοθέτησε—, διενήργησε τον καιρό της δικτατορίας δημοψήφισμα στην Μητρόπολί του, χωρίς άδεια των αρχών, κατά το οποίο 21.853 άτομα αβίαστα υπέγραψαν σχετική διαμαρτυρία, ζήτησε άδεια λειτουργίας τηλεοράσεως για την Μητρόπολί του, κατήγγειλε το μονοπώλιο της πληροφορήσεως που επικρατεί, ζήτησε την δραστηριοποίησι της Εκκλησίας για την αναχαίτισι του κακού (με τον έλεγχο του κακού θεάματος και με παραγωγή δικών της κινηματογραφικών έργων) κ.λπ.
Προσπάθησε να σταματήση τις παράνομες συμβιώσεις, τις συνοικήσεις των μνηστευμένων πριν το γάμο, την αποφυγή της τεκνογονίας, τις εκτρώσεις (για τις οποίες ήλεγξε και τις κυβερνήσεις και τους προέδρους δημοκρατίας που τις νομιμοποίησαν, διωργάνωσε ειδικό συλλαλητήριο στην Φλώρινα, αρνήθηκε να δεχθή στην εκκλησία τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη, συμπαραστάθηκε σε ιατρό της Φλωρίνης που μηνύθηκε για την άρνησί του να συνεργήση σε έκτρωσι και αθωώθηκε κ.ά.), τα καρναβάλια (αντιτάσσοντας σ’ αυτά λιτανείες που γίνονταν την ίδια ώρα), τα καλλιστεία (που κατόπιν έντονων διαμαρτυριών δεν κατώρθωσαν να πραγματοποιηθούν στην περιφέρεια του παρά τις προσπάθειες ωρισμένων επιχειρηματιών), τη χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, τη βλασφημία, τον όρκο κ.λπ.. Διαμαρτυρήθηκε έντονα σε κυβερνητικές απόπειρες πλήρους καταργήσεως της αργίας της Κυριακής και αμνηστεύσεως της βλασφημίας. Κατεδίκασε ως ορθόδοξος ιεράρχης την καύσι των νεκρών. Στάθηκε σταθερά αντιμέτωπος, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια, στις προσπάθειες της Κυβερνήσεως να στήση καζίνο στην Φλώρινα, και κατώρθωσε να αφυπνίση και τους άλλους τοπικούς παράγοντας για τις ολέθριες συνέπειές του. Χαρακτηριστικές είνε ακόμη οι προσπάθειές του για την συμφιλίωσι κλονιζόμενων ζευγών, ενώ πάντοτε ερχόταν σε προσωπική επαφή με όλους τους μελλονύμφους δίδοντάς τους μαζί με την άδεια γάμου και τις πατρικές του συμβουλές. Παρ’ όλη την πολεμική των μέσων ενημερώσεως, παρέμεινε σταθερός στην αρχή του ότι όσοι τέλεσαν πολιτικό «γάμο», εάν δεν μετανοήσουν, δεν μπορούν να μετέχουν εκκλησιαστικών μυστηρίων και ακολουθιών (λ.χ. να παραστούν ως ανάδοχοι ή και να κηδευθούν).
Δεν αδιαφόρησε ούτε για την οικονομική ανάπτυξι του τόπου, στηριζομένη όμως επάνω στον σεβασμό προς τα ήθη και την κτίσι – περιβάλλον. Γι’ αυτό εξαίρει την προσφορά των γεωργών, ενώ στηλιτεύει τους κερδοσκόπους μεσάζοντας. Καταβάλλει προσπάθειες, τιθέμενος επικεφαλής τοπικών φορέων, για την ίδρυσι εργοστασίου της Δ.Ε.Η. μετά την Πτολεμαΐδα και στην Φλώρινα, την ίδρυσι νοσοκομείου στην Πτολεμαΐδα (πραγματοποιήθηκαν και τα δύο), την σύνταξι και υποβολή στον τότε (1993) πρωθυπουργό της χώρας ειδικού υπομνήματος για το νομό Φλωρίνης που προέβλεπε απορρόφησι κοινοτικών κονδυλίων προς όφελος της περιφερείας, την διάνοιξι δρόμων και τη βελτίωσι της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, την δημιουργία έδρας μεραρχίας (επετεύχθη) κ.ά.. Αντιδρά στην δημιουργία τεραστίου υπερκαταστήματος στα σύνορα («καρχαρίας εν όψει») που θα απορροφούσε όλη την εμπορική κίνησι της περιοχής, στην μετακίνησι της Παιδαγωγικής Ακαδημίας από την Φλώρινα (απεφεύχθησαν και τα δύο), στην εγκατάστασι πλαζ γυμνιστών στις Πρέσπες. Παραλλήλως προσπαθεί ν’ αποτρέψη τοπικές συρράξεις ή συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ στηρίζει ενεργώς τα αιτήματα χωριών να μην απαλλοτριωθούν – μετακινηθούν από τις θέσεις τους επειδή η Δ.Ε.Η. ήθελε να εκμεταλλευθή το υπέδαφός των. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την καταπολέμησι της ανεργίας και για την στήριξι των τοπικών επιχειρήσεων. Συμπαρίσταται επίσης με παρεμβάσεις του προς την Κυβέρνησι για απολυόμενους εργάτες της Α.Ε.Β.Α.Λ., συμβασιούχους της Δ.Ε.Η. κ.λπ..
Μέσα στον αγώνα του να κρατηθή καθαρό το περιβάλλον προς όφελος του ανθρώπου, αγωνίζεται να τοποθετηθούν ειδικοί καπνοσυλλέκτες στα ιδιαιτέρως ρυπογόνα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια της Πτολεμαΐδος, συμμετέχει σε σχετικό συλλαλητήριο. Ενδιαφέρεται για την προστασία των σπανίων λιμνών της περιφερείας, των δασών από τις πυρκαϊές, και παροτρύνει για έμπρακτη συμμετοχή του κλήρου και του λαού στην κατάσβεσί τους κ.ά.. Απέναντι στο μεγάλο καύσωνα και τη λειψυδρία του 1990 αντιπαρατάσσει τα εκκλησιαστικά όπλα· καλεί σε μετάνοια και πάνδημη λιτανεία, ο Θεός ευλογεί και «ο ουρανός έδωκε βροχήν». Ενδιαφέρεται για τη συντήρησι των χριστιανικών αρχαιολογικών μνημείων (ιδίως των Πρεσπών) επειδή αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες πίστεως, ενώ αντιτίθεται στη μεταφορά εικόνων σε μουσεία.
3. Εθνική προσφορά
«Ο π. Αυγουστίνος υπήρξε όχι μόνο εκκλησιαστικός άνδρας αλλά και εθνικός. Χριστός και Ελλάς ήταν οι δύο πόλοι του κηρύγματός του. Συνέχισε σ’ αυτό τη μακραίωνα παράδοσι των Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι αρκετές φορές “εκένωσαν” την εκκλησιαστική τους διακονία, για να στηρίξουν το έθνος μας». Γι’ αυτό το σκοπό συνέταξε άρθρα, εγκυκλίους, εξέδωκε βιβλία, ωμίλησε επ’ εκκλησίας, σε στρατόπεδα, σε συλλαλητήρια, προχώρησε ακόμη και σε αφορισμό. Όταν οι πολλοί έρεγχαν, εκείνος ήδη μιλούσε για τους κινδύνους που απειλούν τη Μακεδονία και για την καταπίεσι των Βορειοηπειρωτών, όπως και απεδείχθησαν. Επεσήμανε από την αρχή τον κίνδυνο αφελληνισμού της Β. Ηπείρου με τη φυγή των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα, ενώ παραλλήλως υπέδειξε την ευκαιρία επανδρώσεως της ερημωμένης υπαίθρου από τους νέους έλληνες πρόσφυγες από τις άλλες χώρες. Εξαίρει την παρουσία των Μικρασιατών προσφύγων και την ευλάβεια τους — ιδίως των Ποντίων— , κτίζει ναό προς τιμήν των νεομαρτύρων της μικρασιατικής καταστροφής, μνημονεύει διαρκώς τους πεσόντας κατά τους αγώνας του έθνους μετά δακρύων έχοντας προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις. Κατά την ενθρόνισί του παίρνει μαζί του και οδηγεί όλες τις αρχές και το λαό να μεταβούν εν σώματι στο στρατιωτικό κοιμητήριο της πόλεως για την τέλεσι τρισάγιου. Έκανε δύο συλλαλητήρια για τη Β. Ήπειρο (1981 και 1987· τη δεύτερη φορά για να μη πραγματοποιηθή εκδήλωσι αλβανικού μουσικοχορευτικού συγκροτήματος). Συμμετείχε σε άλλα συλλαλητήρια για τη Β. Ήπειρο (στην Αθήνα) και τη Μακεδονία (στην Φλώρινα και την Πτολεμαΐδα), για την οποία και διαρκώς κηρύττει ότι «ήταν, είνε και θα είνε Ελληνική», τονώνοντας έτσι το ψυχικό απόθεμα των εγκαταλελειμμένων από την Πολιτεία ακριτών. Θρήνησε για την έκπτωσι της ελληνικής γλώσσης, που διενεργήθηκε εις βάρος του έθνους και της Εκκλησίας, και με το λόγο του έδωσε δείγματα ορθής εκφράσεως χωρίς γλωσσικές ακρότητες. Επεσήμανε εκ των πρώτων τις τραγικές επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος —αποτέλεσμα της αθετήσεως του νόμου του Θεού—, που οδηγεί σταδιακά στην εξαφάνισι της Ελλάδος, ενώ χάρις στις προτροπές του πολλά παιδιά γεννήθηκαν και νέες πολύτεκνες οικογένειες δημιουργήθηκαν. Αλλά και η στάσι του απέναντι σε κινηματογραφική ταινία του Θ. Αγγελοπούλου είχε άμεση σχέσι με την διαφήμισι, μέσω του σεναρίου, της «καταργήσεως των συνόρων» και της προβολής της Ελλάδος ως φυλακής για τους πολίτες της και κακοποιού για τους πρόσφυγες.
Στηλίτευσε την προσπάθεια φακελλώματος με τις νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες, την πιθανή αναγραφή του «δυσωνύμου» αριθμού (χξς’=666) σ’ αυτές χωρίς καμμία διάθεσι αριθμοφοβίας, και την κατάργησι της αναγραφής του θρησκεύματος σ’ αυτές. Προμήνυσε την προσπάθεια ισοπεδώσεως των πάντων μέσω της παγκοσμιοποιήσεως. Ακόμη και σήμερα, με την ανακίνησι του θέματος της υποχρεωτικής μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, στρατεύθηκε στον αγώνα της Εκκλησίας για την διατήρησι της ορθοδόξου και ελληνικής παραδόσεως του γένους μας αποστέλλοντας θερμό ηχογραφημένο μήνυμα για την συγκέντρωσι της Θεσσαλονίκης (14-6-2000), το οποίο και μετεδόθη επανειλημμένως ενισχύοντας τον αγώνα των πιστών.
• Αποτελέσματα
«…Το συντελεσθέν υλικόν έργον είνε ορατόν τοις πάσι και αναμφισβήτητον. Αλλά το πνευματικόν έργον εν πολλοίς είνε αόρατον, συντελούμενον μυστικώς εις τα βάθη του εσωτερικού των ανθρώπων, των οποίων τας καρδίας γνωρίζει μόνον ο καρδιογνώστης Κύριος. Το πνευματικόν έργον θα φανερωθή εν ημέρα κρίσεως, ότε το πυρ θα δοκιμάση τι είδος πνευματικόν υλικόν έκαστος των εργατών του ευαγγελίου προσέφερε. Αλλά και δι’ αυτό εξ ωρισμένων εκδηλώσεων δύνανται να συναχθούν συμπεράσματα από αμερόληπτους βεβαίως κριτάς… Ενώ προηγουμένως ουδείς λόγος εγίνετο περί Εκκλησίας, ύστερον από τα κηρύγματα εις προαύλια ναών, εις καφενεία, εις κέντρα, εις οδούς, εις πλατείας πόλεων και χωρίων, αλλά και πέρα των ορίων της ιεράς Μητροπόλεως, μέχρις Αθηνών, ήρχισαν ζωηραί συζητήσεις. Και οι πλέον αδιάφοροι ελάμβανον μέρος εις αυτάς». Επήλθε ένας άγιος διχασμός (πρβλ. Ιωάν. 7,43), που μπορεί να φέρη την αληθινή ειρήνη. «Η Εκκλησία εγένετο πλέον αισθητή εις την περιφέρειαν, ως σπουδαίος αναγεννητικός, κοινωνικός και εθνικός παράγων».
Άλλες φανερές αποδείξεις των αποτελεσμάτων είνε οι εξής.
«•Η πύκνωσις του εκκλησιάσματος, το οποίον από 2% έφθασε 10, 20, 30% και βαίνει διαρκώς αυξανόμενον.
•… Ενώ η περιφορά δίσκων εντός των ι. ναών κατά τας εορτάς και πανηγύρεις κατηργήθη ολοτελώς, τα έσοδα των ι. ναών εδιπλασιάσθησαν και ετριπλασιάσθησαν [σ.τ.σ.·κατάλογος εσόδων και εξόδων όλων των ενοριών δημοσιεύεται σε κάθε τετραετή απολογισμό, ενώ έλεγχος του Υπουργείου Οικονομικών το 1988 διεπίστωσε, ότι «οι διαχειρίσεις… ήταν κανονικές και διακρίνονταν για την επικρατούσα λογιστική τάξη και συνέπεια», ως και αι δωρεαί υπέρ των ι. ναών και των ευαγών ιδρυμάτων.
•…Η αύξησις των εξομολογουμένων.
• Η κατάργησις ή μείωσις ειδωλολατρικών εορτών και πανηγύρεων και άλλων πονηρών έξεων και συνηθειών, ως και η δημιουργία χριστιανικού κλίματος εις πολλάς οικογενείας. •…Η αποστροφή του λαού προς τον πολιτικόν “γάμον”, όστις εις την περιφέρειάν μας δεν υπερβαίνει το 2%…
•…Αι επιστολαί αγνώστων ως επί το πλείστον προσώπων του εσωτερικού και του εξωτερικού, αι οποίαι μαρτυρούν οποίαν επίδρασιν είχεν εις τας ψυχάς των και η από μαγνητοφώνου ακρόασις κηρύγματος. Συγκλονιστικαί επιστολαί. Ακριβώς δε δι’ αυτόν τον λόγον, επειδή μαρτυρούν την επίδρασιν του θείου λόγου εις τας ψυχάς των, πολλαι εξ αυτών δημοσιεύονται εις το περιοδικόν της ιεράς Μητροπόλεως “Σάλπιγξ Ορθοδοξίας”. Τολμώ δε να είπω και εγώ, ότι οι ακροαταί, οι αναγνώσται των βιβλίων και των περιοδικών μας εινε “η σφραγίς της εμής αποστολής” (Α’Κορ. 9, 2).
• Διωγμοί
Αλλ’ ας προσθέσωμεν και μίαν ακόμη απόδειξιν της γνησιότητος του επισκοπικού κηρύγματος. Είνε οι διωγμοί μας, οι ένεκεν αληθείας και δικαιοσύνης διωγμοί, που υπέστημεν κατά το διάστημα της εικοσαετίας. Τί πρώτον και τί δεύτερον να σημειώσω εξ όσων υπέφερα εκ μέρους των αντιτιθεμένων τω ημετέρω λόγω; Καθ’ εκάστην, δύναμαι να είπω, υπέμενον την σφοδράν αντιλογίαν! Αλλ’ εξ όλων των περιπτώσεων σημειώνομεν τεσσάρας, τας κυριωτέρας, κατά τας οποίας, με την βοήθειαν του Θεού, παρεμείναμεν συνεπείς προς δήλωσίν μας εις τον ενθρονιστήριον λόγον, ότι “δεν θα θυσιάσω τας ιδέας χάριν του θρόνου, αλλά τον θρόνον χάριν του Ευαγγελίου”.
• Η πρώτη περίπτωσις συνέβη επί δικτατορίας, όταν διά σφοδρόν έλεγχον εδιώχθην, ο δε τότε υπουργός Βορείου Ελλάδος έλεγε θριαμβολογών, ότι τρεις ημέρας ακόμη ο Καντιώτης θα είνε επίσκοπος. Μετά τρεις ημέρας ή εις μοναστήριον ή εις ψυχιατρείον… Οστις θέλει να πληροφορηθή περισσότερα διά τον διωγμόν αυτόν, με τον οποίον ησχολήθη ακόμη και ο τύπος του εξωτερικού, ας ανάγνωση το εξ 140 σελίδων βιβλίον μας “Εξέστημεν;”.
• Το δεύτερον εδιώχθην όταν, επειδή ήλεγχον την αγρίαν προπαγάνδαν των Σκοπίων κατά της ελληνικότητος της Μακεδονίας, τινές κακόβουλοι, διαστρέφοντες πλήρως το νόημα των λόγων μου, διέσπειραν, ότι υβρίζομεν τους εντοπίους.
• Το τρίτον εδιώχθην, όταν επί κυβερνήσεως Ράλλη ησκήθη ποινική δίωξις εις βάρος μου, διότι ηρνήθην να υπογράψω αυτόματον διαζύγιον και παρεπέμφθην εις δικαστήριον παρά το Ρούφ – Αθηνών, με απώτερον σκοπόν ίνα, καταδικαζόμενος, εκπέσω του θρόνου.
• Την δε τετάρτην φοράν επί της σημερινής κυβερνήσεως εγενόμην αντικείμενον αγριωτάτου μίσους εξ αφορμής ελέγχου της αντιχριστιανικής προπαγάνδας, που διενεργείται εις τα σχολεία. Τότε η Ε.Α.Μ.Ε. Φλωρίνης διήγειρε και άλλα σωματεία και έφερε και ειδικόν ομιλητήν εξ Αθηνών. Μέγας ερεθισμός πνευμάτων υποδαυλιζόμενος υπό του τότε νομάρχου. Σκοπός ήτο η βιαία εκθρόνισίς μας. Αλλά και αι τέσσαρες προσπάθειαι απέτυχον οικτρώς. Διότι ο λαός πόλεων και χωρίων, διαφωτισθείς διά προφορικών και γραπτών κηρυγμάτων, εξεδηλώθη κατά των κατηγόρων και ετάχθη υπέρ του επισκόπου, και οι διώκοντες κατησχύνθησαν. Είνε δε ευχάριστον, ότι αρκετοί εξ εκείνων, οι οποίοι κατά ποικίλους τρόπους συνετέλεσαν εις τους ανωτέρω διωγμούς, μετεμελήθησαν και ωμολόγησαν προφορικώς και γραπτώς την άδικον συμπεριφοράν των».
Μεταξύ των διωγμών είνε και οι πολλές και ποικίλες προσπάθειες σπιλώσεως. Προσπάθησε να μην αφήση αναπάντητες τις κατηγορίες και συκοφαντίες εις βάρος του, χωρίς να εκτρέπεται σε ύβρεις και προσωπικές επιθέσεις προς τους κατηγόρους, ακόμη και όταν προήρχοντο από τον χώρο των πνευματικών του τέκνων. Και όλα αυτά σηκώνοντας παραλλήλως επάνω στο γεροντικό του σαρκίο και τα στίγματα ασθενειών. Μεταξύ των άλλων υπεβλήθη σε δύο εγχειρήσεις· εγχείρησι χολής στις 3-3-1988, και καταρράκτου και στα δύο μάτια το 1995. Ο επίσκοπος όμως έχει πάντοτε κατά νουν το ποίμνιό του· γι’ αυτό και λίγες μέρες μετά την ανάρρωσι σπεύδει πάλι κοντά του. Και γενικά έμεινε κοντά στο ποίμνιο του όσο λίγοι αρχιερείς.
• Συνεργάτες
Όπως σημειώνει ο ίδιος, «το πολύπλευρον τούτο έργον δεν θα ηδυνάμην μόνος να επιτελέσω. Συνεργάται μου εστάθησαν πολλοί, τους οποίους έχω καθήκον ν’ αναφέρω». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγει τους αρχιμανδρίτες και τους αφοσιωμένους λαϊκούς που συγκατοικούσαν μαζί του στο κοινόβιο που ίδρυσε εξ αρχής στο μητροπολιτικό οίκημα (αναβιώνοντας έτσι τον πατερικό τρόπο ζωής των επισκόπων), τους έγγαμους ζηλωτάς κληρικούς, τους θεολόγους που κηρύττουν ανιδιοτελώς, τα δεκάδες ιεραποστολικά πρόσωπα που διακονούν στα έργα και τους κύκλους της μητροπόλεως, τους απλούς πιστούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό που συνεισφέρουν προαιρετικώς στο έργο της ί. Μητροπόλεως.
«Συνετελέσθη έργον!», λέει ο π. Αυγουστίνος. Αλλά δεν το θεωρεί αυτό αφορμή καυχήσεως. Αντιθέτως, συγκρίνοντας το με το έργο των μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, το θεωρεί σχεδόν μηδέν… Μαζί δε με τον προστάτη του άγιο, τον ι. Αυγουστίνο, αναφωνεί· «Ευλογητός ο Θεός!… Ό,τι κακόν διέπραξα, ω Θεέ, ιδικόν μου είνε· ει τι δε καλόν έπραξα, ιδικόν σου. Χιλίας δόξας να έχης, Κύριε! Άλλοι ας θαυμάζουν τον Θεόν διά το μεγαλείον του, που είνε εγκατεσπαρμένον μέσα εις την πλάσιν. Εγώ σε θαυμάζω, Κύριε, διά το άπειρον έλεος, που επέδειξες και επιδεικνύεις εις εμέ, τον οποίον ανέσυρες εκ του βυθού και ανύψωσες επί της αρχιερατικής καθέδρας» (έ.ά.). Και με ταπεινοφροσύνη καταλήγει·
«Συνετελέσθη έργον! Κάποια αρχή εγένετο. Κάποιο βήμα εσημειώθη. Αλλά διά να φθάσωμεν εις την κορυφήν, την τελειότητα της ευαγγελικής πολιτείας, πόσοι κόποι και μόχθοι υπολείπονται! Ας καταβάλουν τούτους οι διάδοχοί μου διά την συμπλήρωσιν και επέκτασιν του έργου» (έ.ά.).
Γι’ αυτό και όταν πλέον ένιωσε τις δυνάμεις του να μειώνωνται αισθητώς, υπέβαλε παραίτησι (την 9-12-1999, που ενεργοποιείτο από της 15-1-2000), αφήνοντας πράγματι στους διαδόχους την ολοκλήρωσι του έργου.
Αλλά και σήμερα, μετά την παραίτησί του από το θρόνο, η φωνή του δεν έπαυσε ν’ ακούεται. Εξακολουθεί να επαναλαμβάνη τα λίγα αλλά πατρικά και πατερικά λόγια του προς τους πιστούς στις εκκλησίες και σε όσους ζητούν τις συμβουλές του, ενώ συνεχίζεται η έκδοσις της «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑΣ», του κηρυκτικού φυλλαδίου «ΚΥΡΙΑΚΗ», καθώς και νέων βιβλίων του που αντλούν από τον ανεξάντλητο πλούτο των δημοσιευμάτων και των ηχογραφημένων ομιλιών του.
Επίλογος
«Από που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Για ποιους εκκλησιαστικούς αγώνες, για ποιά ποιμαντικά έργα, για ποιες πολυσέλιδες συγγραφές να ομιλήσω;» († Διονύσιος Λ. Ψαριανός μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης, εν Έν Ιωβηλαίο ν έ.ά. σελ. 226). Επειδή πράγματι ο λόγος δεν έχει τέλος, πρέπει να βάλουμε μόνοι μας κάπου τέλος.
Διαρκές μέλημα του π. Αυγουστίνου το ρηθέν υπό του Κυρίου· «ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. 18,8). Γι’ αυτό πάλεψε σ’ όλη του τη ζωή, για να αναζωπύρωση την φλόγα της πίστεως, σύμφωνα με το άλλο εκείνο ρητό που προβάλλει κάτω από τον τίτλο σε κάθε φύλλο της «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑΣ»· «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. 12,49). Πρώτα όμως ο ίδιος έζησε αυτή την πίστι, τοποθετώντας την πάνω από όλα τα άλλα, και αυτή η πίστις τον ωδήγησε σαν φάρος σε όλο του τον βίο, που τον κατεδαπάνησε «για τον Χριστό και την Ελλάδα».
Ίσως επάνω στον αγώνα να έγιναν και λάθη. Ο ίδιος δεν διεξεδίκησε ποτέ το αλάθητο· εξ άλλου, όπως είπε κάποιος, μόνο οι νεκροί δεν σφάλλουν. Όμως τα κριτήρια του πάντοτε στάθηκαν αγνά· γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τον άφησε από την σκέπη του. Αμετακίνητος γνώμων της πορείας του στάθηκε η τήρησις του θελήματος του Θεού ανεπηρέαστα από τη γνώμη των ανθρώπων. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο του δεν ευδοκίμησαν μερικές μόνο αρετές, αλλά η καθολική αρετή, η -κατά την Γραφή- «δικαιοσύνη» (η πλήρωσις του θείου θελήματος) που καθιστά τον άνθρωπο ευάρεστο ενώπιον του Θεού και πραγματικό άνθρωπο, χαριτωμένο για τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος βέβαια έχει τα δικά του χαρίσματα, γνωρίσματα, κλίσεις. Ο π. Αυγουστίνος είχε το σπάνιο για τις μέρες μας χάρισμα του ελέγχειν, αλλά κι αυτό παρέμεινε ενταγμένο μέσα στην κατενώπιον του Θεού βιωτή του. Έτσι ερμηνεύονται και αυτά που εμείς μερικές φορές θεωρούμε ως «ακρότητες».
«Πάρετε τον Ηλίαν τον Θεσβίτην. Υποχρεώσατε τον ορεσίβιον αυτόν να ζη εις τας πόλεις, αφαιρέσατε και τον έλεγχον και ιδού. Δεν θα είναι πλέον Ηλίας… Ας μη ζητώμεν λεπτότητας και μέτρον από τους ζηλωτάς ανθρώπους. Φαίνονται υπέρμετροι εις ημάς διότι αντί των πτήσεων προτιμώμεν την έρπυσιν» ή ίσως διότι -ας μας επιτραπή η κρίσις- άλλαξαν οι εποχές και η αμαρτία απονεύρωσε το ανθρώπινο γένος.
Όμως «ας μας συγχωρηθή η απόφανσις, ο π. Αυγουστίνος έχει πίστιν. Και όταν έλθη ο Κύριος επί της γης, νομίζω “ευρήσει την πίστιν” εις τον άνδρα. Και τα έργα του είναι έργα πίστεως εν μέσω γενεάς απίστου ή ολιγοπίστου» (ε.α.).
«…η Ορθοδοξία είναι πηγή και “άρτος ζωής”. Δεν είναι στυγνή μόνωση και στείρα ηθικολογία. Είναι μέθεξη αιωνίων αληθειών. Αλλαγή ζωής, “άλλη βιωτή”, αιώνια. Αυτής της “άλλης βιωτής”, χρόνια και χρόνια, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, αγωνίζεται να μας κάνει κοινωνούς… Μια ζωντανή Ομολογία Πίστης. Αυτός είναι ο Αυγουστίνος Καντιώτης, μια μορφή κι έν ανάστημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Και σε καιρούς χειμωνικούς».
[Ιανουάριος 2002]
Πηγή: Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Σύντομος βιογραφία, Ιερά Κοινοβιακή Μονή «Ζωοδόχος Πηγή» Λογγοβάρδας, Πάρος 2010, Ημερολόγια – Εκδόσεις «Κυπρής», 1η ανατύπωσις Σεπτέμβριος 2010.
Τέλος