Ποια ήταν άραγε η ηρωίδα της Κύπρου Μαρία η Συγκλητική;
9 Μαΐου 2013
Ας διαβάσουμε κάτι για την Τουρκοκρατία στην Κύπρου και πώς στο λιμάνι της Αμμοχώστου η Μαρία Συγκλητική, αιχμάλωτη με άλλες νέες που προορίζονταν ως δώρο για το σουλτάνο, ανατίναξε το πλοίο που θα τις μετέφερε!.. “Aυτή μια νύχτα σκοτεινή, νύχτα δίχως φεγγάρι / Στη ναυαρχίδα οδήγησε το χέρι του Kανάρη”, λέει ένα δημοτικό τραγούδι!..
Στις αρχές του 1570 μαθεύτηκαν στην Ευρώπη τα τουρκικά σχέδια για την κατάληψη της Κύπρου και αμέσως κινητοποιήθηκαν πολλές ευρωπαϊκές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν την τουρκική εισβολή στη νήσο. Τελικά όμως δεν υπήρξε αντίδραση των Ευρωπαίων, και οι Τούρκοι στις 3 Ιουλίου αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι στη Λάρνακα. Μετά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης ο τουρκικός στρατός (100.000 άντρες) προχώρησε για να καταλάβει την πρωτεύουσα Λευκωσία. Η πόλη πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, αλλά στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 αλώθηκε, λεηλατήθηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Στο λιμάνι της Αμμοχώστου η Μαρία Συγκλητική, αιχμάλωτη με άλλες νέες που προορίζονταν ως δώρο για το σουλτάνο, ανατίναξε το πλοίο που θα τις μετέφερε. Μετά την κατάληψη της Λευκωσίας όλες οι άλλες πόλεις παραδόθηκαν αμαχητί πλην της Αμμοχώστου, την οποία πολιόρκησε στενά με όλες του τις δυνάμεις ο Λαλά Μουσταφά πασάς από τη στεριά και ο Πιαλή πασάς από τη θάλασσα. Η πολιορκία της Αμμοχώστου κράτησε σχεδόν ένα χρόνο χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων της, οι οποίοι με επικεφαλής το Ενετό στρατηγό Μαρκαντώνιο Μπραγκαντίνο προκάλεσαν στον τουρκικό στρατό απώλειες 80.000 νεκρούς. Τελικά, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, γιατί δεν είχαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Μετά την κατάληψη της πόλης (1571) οι Τούρκοι προχώρησαν σε σφαγές, λεηλασίες και ωμότητες.
Τι γράφουν στο διαδίκτυο
“Μαρία Συγκλητική” ―ηρωΐδα με πολλά ονόματα
Μεταξύ θρύλου και ιστορίας η μορφή της κυπρίας νέας που προτίμησε το θάνατο παρά να αφεθεί παθητικά στη ζωή για την οποία την προόριζαν οι τούρκοι κατακτητές της Κύπρου, το 1570, πέρασε σε ιστορικές αναφορές, στην τέχνη και στη λογοτεχνία με πολλά ονόματα: Μαρία Συγκλητική, Αρνάλδα Ρουχιά, Ρενάλδα, Βελεσάνδρα ―όποιο όμως κι αν είναι το ακριβές όνομά της, η ουσία και ο συμβολισμός της πράξης της παραμένουν ίδιοι.
[Η θυσία της Βελισάνδρας. Σχέδιο 18ου αιώνα]
Στην ηρωΐδα αναφέρθηκαν πολλοί παλαιότεροι χρονικογράφοι (Μπιζάρο, Καλέπιο, Σερένο, Γάττο. Σωζόμενος, Μπρενζόνιο, Φολιέτα, Γκρατιάνι), ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου… (Βενετία 1788) και ο άγγλος Claude Delaval Cobham (Arnalda sive captiva victrix, Λονδίνο 1910). Απασχόλησε επίσης τη νεοελληνική λογοτεχνία ―μεταξύ άλλων, τον Βασίλη Μιχαηλίδη και τον επτανήσιο Αντώνιο Σ. Μάτεση (1864-1952) οι οποίοι έγραψαν ποιήματα εξυμνώντας την.
Ακολουθεί μικρό ανθολόγιο αποσπασμάτων.
“εν ω δε εβάρκαρε τους σκλάβους και τα λάφυρα, ένα Γαλεώνι του Μεεμέτ πασά γεμάτον σκλάβους από το άνθος των ευγενών και ευγενίδων νέων της λευκοσίας, οπού έστελλε τω Σουλτάνω, υιώ του, και τω βεζήρη Μεεμέτ, άναψε φωτίαν έξαφνα, και εκάησαν και σκλάβοι και λάφυρα εις μίαν στιγμήν. έθλιψε πολλά τον Μουσταφάν το συμβεβηκός, και κοντά εις αυτό και άλλα δύω εκάησαν. Αρνάλδα Αρχόντισσα Ευγενής λευκοσιάτισσα θυγατέρα του Κώμητος Ρουχιάς αξιοπρεπεστάτου, ος εφονεύθη εις πόλεμον, ωραία κατ’ εξοχήν, διωρισμένη δια το χαρέμι του Σουλτάνου, Ιστορούσι Στέφανος και Καλλέπιος έπραξε τούτο το Ηρωϊκόν κατόρθωμα, και επί τούτου έδωκε φωτίαν, και ευχαριστήθη να γένη πυρός παρανάλωμα με τας άλλας, παρά να καταισχύνη την δόξαν του γένους της, και να καταντήση εντρύφημα των ασεβών Νικητών της Πατρίδος της”.
Αρχιμ. Κυπριανός, Ιστορία…
Βασίλη Μιχαηλίδη
“Η Αρνάλδα ή Βελεσάνδρα επί του πλοίου”
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εις Κυπριακόν λιμένα προ της νέας Σαλαμίνος
Από πλοίου ετοιμόπλου γοερός αντήχει θρήνος.
Ήσαν κόραι Κυπριάδες λάφυρον των Μουσουλμάνων
Λεία προσδιορισθείσα δώρον δια τον Σουλτάνον.
Ο Καρά Μουσταφάς τότε ο την νήσον εκπορθήσας
Ο τας πόλεις, τα χωρία, τους ναούς λεηλατήσας
Ο σκληρός σφαγεύς Κυπρίων αμετρήτων χιλιάδων
Έκθαμβος από το κάλλος έμεινε των Κυπριάδων
Κ’ εις το μέγα τούτο πλοίον εξ αυτών παραλαμβάνων
Προητοίμασε ωραίον δώρον δια τον Σουλτάνον.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Αρνάλδα εκ του γένους των Συγκλητικών γενναία,
Ηρωΐς πασών η πρώτη και ως άγγελος ωραία
Είδε πλήρη τα ιστία, έτοιμον προς πλουν το πλοίον
Κ’ εντελώς απελπισθείσα έλεγε μετά δακρύων :
“Κάλλιον εις τον αέρα με το πυρ να τιναχθώμεν•
κάλλιον εις τον πυθμένα της θαλάσσης να πνιγώμεν,
παρά μίαν στιγμήν ζώσαι κ’ έχουσαι του Μουσουλμάνου
πλούτη, δόξαν κ’ ευτυχίαν εις ανάκτορα Σουλτάνου”.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Λεμησσός, 24 Ιουνίου 1884]
*
Αντωνίου Σ. Μάτεσι
“Η Κυπριώτισσα (1570)”
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mπήκαν οι σκλάβοι αμέτρητοι… Tην άγκυρα σηκώνουν
και στα κατάρτια τα πανιά οι ναύτες ξεδιπλώνουν.
Πρίμος αγέρας τα φυσά, τ’ ανοίγει, τα φουσκώνει,
τρέχει ο πιλότος βιαστικός κι αρπάζει το τιμόνι,
σιγά, σιγά το κάτεργο κινεί και ξεμακραίνει…
Oι σκλάβοι την πατρίδα τους κοιτάζουν δακρυσμένοι.
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Δεν θα ’λθεί στου καραβιού την άκρη
για τη γλυκειά πατρίδα της πικρό να χύσει δάκρυ;
Tο τελευταίο “έχε γειά” να πει στο έρμο χώμα
που κλείνει του πατέρα της τ’ ανδρειωμένο σώμα;
Δεν θα ’λθει πέρα στα βουνά στερνή ματιά να ρίξει
και με τους άλλους δυστυχείς το δάκρυ της να σμίξει;
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Ξέχασε τί λόγο έχ’ ειπωμένο,
σαν έφεραν το γέρο της εμπρός της πεθαμένο
πως θα ’ναι μόνος της σκοπός στον κόσμο που θα ζήσει
όσο μπορεί περσότερους απίστους ν’ αφανίσει;
Πού ’ν’ η Pενάλδα; Ξέχασε τον όρκο που ’χει πάρει
επάνω στου πατέρα της το κάτασπρο λιθάρι,
πως αν ποτέ στη Λευκωσιά, πατήσουν Mουσουλμάνοι
παρά να γίνει σκλάβα τους… αχ! κάλλιο ν’ αποθάνει;
Γοργά, γοργά το κάτεργο απ’ τη στεριά μακραίνει
…Tώρα κανείς δεν ομιλεί, τώρα κανείς δεν κρένει,
απ’ την πολλήν απελπισιά εσώπασαν οι θρήνοι
κάθε καρδιά τον πόνο της μέσα στα στήθια κλείνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
“Xαρείτ’ αδέλφια! Tον Θεόν ευχαριστείτε όλοι
με την ελπίδα στην καρδιά και τη χαρά στα στήθια,
κανένας σκλάβος από μας δεν θα ’μπει μέσ’ στην Πόλη
γιατί ο Θεός απ’ τα ψηλά μάς έδωκε βοήθεια.
Aς στολισθεί κάθε καρδιά μ’ αγάπη και μετάνοια
και γλήγορα θ’ ανέβομε στα ύψη τα ουράνια”.
Eίν’ η Pενάλδα που μιλεί κι αντιφωνεί η λαλιά της,
και κυματίζουν ξέπλεκα τα ολόξανθα μαλλιά της,
και στα γαλάζια μάτια της λάμπει φωτιά μεγάλη
κι ουράνια χάρη απλώνεται στ’ αγγελικά της κάλλη.
Όλοι στα μάτια τη θωρούν αχνοί και τρομασμένοι:
μένουν βουβά τα χείλη τους, αναπνοή δεν βγαίνει.
“Φωτιά… φωτιά… χαθήκαμε” βραχνή φωνή πετιέται
και μια βοή “φωτιά, φωτιά” στο κάτεργο σκορπιέται.
Tρέχουν οι ναύτες βιαστικοί, πηδούν σ’ όλα τα μέρη,
“Φωτιά” φωνάζουν και κανείς πού ’ν’ η φωτιά δεν ξέρει•
“Φωτιά… φωτιά”. O άνεμος τα κύματα φουσκώνει…
Bγαίνει καπνούρα μελανή, μαυρίζει και θολώνει…
Kι άλλοι χυμούν μες στον καπνό κι άλλοι νερό γεμίζουν
και άλλοι μες στην ταραχή χαμένοι τριγυρίζουν…
“Φωτιά!!” Tις φλόγες ο καπνός δεν ημπορεί να κρύψει,
σκορπίζονται θεόρατες και χάνονται στα ύψη,
κάθε πανί, κάθε σχοινί χρυσές φωτιές αρπάζει
κι η κόκκινη σημαία τους εμπρός στο φως χλομιάζει
…Φωτιά!! Bλαστήμιες και φωνές… Tο κάτεργο κουνά,
και τρίζουν και γκρεμίζονται κατάρτια και πινά…
Φυσά βοριάς τα κύματα και τη φωτιά ξανάβει
και παραδέρνει μέσ’ αφρούς και φλόγες το καράβι…
Oι σκλάβοι ελευθερώθηκαν… Eπάνω στα ουράνια
ο Ύψιστος τούς έδωκε μαρτυρικά στεφάνια.
Mα της Pενάλδας η ψυχή τρακόσια τώρα χρόνια
Στα γαλανά μας κύματα περιπλανάτ’ αιώνια…
Aυτή μια νύχτα σκοτεινή, νύχτα δίχως φεγγάρι
Στη ναυαρχίδα οδήγησε το χέρι του Kανάρη.
Πηγή: http://www.sakketosaggelos.gr/Article.php?ArticleId=3072&Language=el