Αυτομεμψία και Καύχηση στα κείμενα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.( Μητρ. Χαλεπίου Παύλου Yazigi)
9 Μαΐου 2013
(Απόσπασμα ομιλίας στο Β’ Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ – ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
που διοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού και η Ι. Μ. Μονή Βατοπαιδίου στο Ξενοδοχείο Miramare Λεμεσός, 21-23 Οκτωβρίου 2005)
ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ ΚΑΙ ΚΑΥΧΗΣΗ
Αρχίζει η πορεία πρακτικά από την Αυτομεμψία! Δεν ήταν η «οίησις» η αρχή της αντίστροφης οδού, της απομακρύνσεως από την Θεία Χάρη, και η αιτία της πτώσεως του ανθρώπου και της εξόδου του από τον Παράδεισο;
Τον βοήθησε πολύ η ανατροφή του σε μία απλή και πιστή οικογένεια, και ύστερα η δουλειά του. Το παράδειγμα των μεγάλων ασκητών και η ‘Καλοκαιρινή’ άσκησαν μεγάλη επίδραση στην ψυχή του, και από νωρίς αναζητούσε να εξασκηθεί στις αρετές τους, και αυτό ακολουθώντας τον σωστό τρόπο, δηλαδή την υποταγή σ’έναν σοφό ασκητή γέροντα. Δεχόταν κιόλας από την αρχή θείες αποκαλύψεις και θεωρίες της Παναγίας και των αγίων. Αλλά τούτο δεν τον έριξε σε έπαρση, αλλά τον οδήγησε στο να μέμφεται τον εαυτόν του ως ανάξιος τόσες Χάριτας.
Επαναλαμβάνει ο Γέρων Ιωσήφ το ευαγγελικό ρητό για την επίμονη αυταπάρνηση« ός δ’ άν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν ». Είναι εντολή Κυρίου « να αρνείται κανείς τον εαυτόν του » και « να μισεί την εαυτού ψυχήν », ώστε να αποβάλλει τον « παλαιόν άνθρωπον » .
Αυτομεμψία είναι η «ζωοποιός νέκρωσις», η πνευματική μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος « ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν Χριστού ευρήσει αυτήν» .
Αυτή η προσπάθεια δεν σημαίνει κάποιες εξωτερικές και φαρισαϊκές εκδηλώσεις·«Να έχης μεγάλην ταπείνωσιν· όχι να περιφέρης λόγια αργά ταπεινολογίας, αλλά να γίνης σκουπίδι να σε πατάνε όλοι» , έλεγε ο Γέροντας.
Αυτομεμψία προϋποθέτει μία καινούργια έννοια των προσωπικών δικαιωμάτων· «όστις θελήσει να ζητήσει το δίκαιον, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό· να βαστάζει το βάρος του αδελφού, του πλησίον του, μέχρις εσχάτης πνοής» , «ει δε και ζητήσεις άλλως να εύρεις το δίκαιον, θα είσαι πάντοτε άδικος» , γράφει ο Γέροντας σε μία επιστολή του.
Η Αυτομεμψία δεν μπορεί να ευρίσκει κανένα άλλο άδικο ή να τον κατηγορήσει εκτός από τα προσωπικά πάθη . «Ευλόγησον» είναι η μοναδική λέξη στο πνευματικό λεξιλόγιο του Γέροντος· «να λέγης στον καθένα· ευλόγησον! και εις όλα παντού να υβρίζεις τον εαυτόν σου, και μη ζητείς ποτέ το δικαίωμα και το θέλημά σου» .
Είναι φυσικός να σφάλει ο άνθρωπος, και επόμενο είναι να συγχωρήσει ο Θεός, όμως μεσολαβεί η Αυτομεμψία. Όχι ως περιττά λόγια ή ταπεινολογία, αλλά ως αρχή διαρκούς διά βίου μετανοίας. Έτσι φωνάζει ο προφήτης Δαβίδ, όταν τον έλεγξε ο Νάθαν: « ημάρτηκα τω Κυρίω » . «Όθεν, γράφει ο Γέροντας, βάζε μετάνοιαν συνεχώς, όταν σφάλης, και μη χάνης καιρόν. Καθότι, όσον αργείς να ζητήσεις συγχώρησιν, τόσον δίδεις άδειαν εις τον πονηρόν να απλώνει μέσα σου ρίζες. Μην τον αφήνεις να κάμει νεύρα εις βάρος σου. Λοιπόν μη απελπίζεσαι πίπτων, αλ’ εγειρόμενος πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγων· συγχώρησόν με, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι και ασθενής» . Αυτομεμψία, σημειώνει ο Γέροντας, είναι «να ποτίζεις την ψυχή σου όχι με τιμές και επαίνους, αλλά με ονειδισμούς και κατηγορίες, ών ανεύθυνος» , «χωρίς να σφάλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Εν επιγνώσει ψυχής· όχι απ’ έξω, δι’ έπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να κατακρίνεις»
Η μέθοδος του Κυρίου δεν προβάλλει στον άνθρωπο τις νίκες για να μην υπεραίρεται, τα δε πεσίματα τα φέρνει προ οφθαλμών του, να τα βλέπει, να πάσχει, να ταπεινώνεται . Αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος για εκπαίδευση. Γι’ αυτό λοιπόν, στην προσευχή, το κύριο μέλημα είναι να ζητήσουμε το έλεος του Θεού , και το κύριο όνομά μας είναι ‘δούλος’ Κυρίου .
Αυτομεμψία είναι η πηγή των δακρύων στην προσευχή . Διάβασε τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο, είναι η συμβουλή του Γέροντος. Αυτομεμψία είναι απολύτρωσις από τις «προφάσεις εν αμαρτίαις » . Έτσι, κάθε προσπάθεια επάρσεως είναι ένα είδος ψεύδους, και μία διαβολική μεθοδεία. Ενώ η Αυτομεμψία είναι οδός αυτογνωσίας και αληθείας .
Όταν αναλογίζεται κανείς την ευτέλεια της φύσεώς μας, τότε λοιπόν, πώς και σε τι μπορεί να καυχιέται ; Έτσι υπογραμμίζει ο Γέροντας αυτήν την αλήθεια σε μία επιστολή του: «Πάντες γαρ άνθρωποι είμεθα εκ του χοός γεγενημένοι και πάντες ημάρτομεν. Πηλός είμεθα, άγνοιαν έχομεν» , και αλλού γράφει: «Τι έχεις λοιπόν, υπερήφανε άνθρωπε, όπερ ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη δήθεν λαβών; Γνώθι, ψυχή ταπεινή, τον σον ευργέτην και πρόσχες μη σφετερισθής τα ξένα – τα του Θεού, ως ίδια κατορθώματα» .
Αν όμως αναλογίζεται κανείς το μέγεθος της δωρεάς της Θείας Χάριτος, και της θείας φιλανθρωπίας, καταλαβαίνει αμέσως ότι η τιμή του προέρχεται από το θείο εμφύσημα. Καλόν είναι να ενθυμούμαστε πάντα τα λόγια του Ιώβ: « ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν !» . Άλλωστε, οι δοκιμασίες του βίου δίνουν στον άνθρωπο την πείρα της μηδαμινότητας και ευτέλειας .
Η ματαιότητα του βίου βεβαιώνει ότι η μόνη αξία είναι η γλυκύτητα της Χάριτος, εκτός της οποίας είναι «Ματαιότης ματαιοτήτων και πάντα ματαιότης» .
Γι’ αυτό στενάζει ο Γέροντας λέγοντας: «Ω μάταιε κόσμε! Πόσον ήσουν δυστυχής, είσαι και θα είσαι μέχρι τέλους; Και πόσον μακαρία τοις μάκαρσιν η αιώνιος και άληκτος εκείνη τρυφή!» .
Εύκολα μέμφεται κανείς τον εαυτόν του όταν γνωρίζει ότι « οι πάντες ημάρτομεν και υστερούμεθα της δόξης του Θεού » . Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά σε εξορία και η ζωή του ασθενής, πώς λοιπόν να καυχιέται; Aντιθέτως, απ’ όλα τα προλεχθέντα, αναρωτιέται ο Γέροντας: «πώς να τα βγάλει πέρα;» . Και όταν λάβει κάτι, αντί να καυχηθεί, ανάγει αμέσως τα πάντα στον Θεό και όχι στις μηδαμινές ανθρώπινες προσπάθειές του , και όχι στην ευτέλεια της φύσεώς μας .
«Περί μέντοι αυτομεμψίας, φησίν ο Μέγας Αντώνιος· αύτη εστί η μεγάλη εργασία του ανθρώπου, ίνα το σφάλμα εαυτού βάλλη ενώπιον του Θεού» .
Ο πραγματικός κίνδυνος από την καύχηση ή την έπαρση είναι η φυγή και απομάκρυνση της Χάριτος, διό η Αυτομεμψία είναι καλύτερη από τον έπαινο, που βλάπτει και τους τελείους, πόσο μάλλον και τους αρχαρίους; Αυτό ακριβώς θέλει ο παμπόνηρος διάβολος, να μην αγωνιζόμαστε, και αν κάνουμε αγώνα να χάσουμε τον καρπό του, και γίνεται μάταιος. Γι’ αυτό, ας αποφεύγουμε τους από δεξιά κινδύνους κατά τα λόγια του ψαλμωδού: «αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι· εύγε εύγε » .
Η «οίησις» είναι ένας «ληστής» . Θέλει πολλή προσοχή να μην μας παγιδεύει ο διάβολος, και να πιστεύουμε ότι είμεθα «σκουλήκι της γης» . Όσοι φαντάζονται αξιώματα αρχών και εξουσιών, εύκολα παγιδεύονται . Αντιθέτως, ο Γέροντας Ιωσήφ, από την πείρα και την διδασκαλία του, διδάσκει να κρύπτεται ο άνθρωπος, να μένει άγνωστος , και να αποφύγει την προβολή . Γιατί ο πνευματικός αγώνας απαιτεί να μέμφεται κανείς τον εαυτό του αντί να καυχιέται για δήθεν αρετές δικές του .
Η Αυτομεμψία δεν εμπιστεύεται «τον εαυτόν» έστω και την ώρα που επισκέπτεται η Χάρις τον αγωνιστή. Η Αυτομεμψία έχει πάντοτε φόβο ανάμικτον εφ’ όρου ζωής . Αλλιώς, θα βρει ο διάβολος εύκολα τον δρόμο του να τον πλανήσει με ψεύτικες οράσεις και αποκαλύψεις .
Τρεις είναι οι περιεκτικοί τρόποι του εχθρού στο πόλεμο: η αγνωσία, η πλάνη και η κενοδοξία. Η Αυτομεμψία φυλάει τον αγωνιστή από την αυτοπεποίθηση, δηλαδή την κενοδοξία, γιατί ο Κύριος « υπερηφάνοις αντιτάσσεται» .
– «Παύσε δαίμον», έτσι πρέπει να αντιλέγουμε, μαζί με τον Γέροντα, στον κακό λογισμό που υπονομεύει ότι είμεθα ανώτεροι των άλλων . Αν έχεις κάποιες πνευματικές εμπειρίες ή θεία χαρίσματα, «αυτό προκαλεί μάλλον ευθύνη και όχι οίηση» , υπαινίσσεται ο Γέροντας. Πρέπει να μέμφεται κανείς τον εαυτό του όταν του έρχονται οι μάταιοι λογισμοί οιήσεως και υποτιμήσεως του πλησίον, και να ενθυμηθεί το μυστήριο της θείας οικονομίας κατά το οποίο «μερίζει ο Κύριος την βοήθειά Του με την Χάρη στον κάθε χαρακτήρα, περιστασιακά, τοπικά, χρονικά, … στον καθένα διαφορετικά κατά τη παραβολή των ταλάντων» . Αντιθέτως, όσο ξέρεις και αγωνίζεσαι, τόσο περισσότερο να γίνεις μωρός διά τον Χριστόν .
Πώς δύναται κανείς να καυχιέται όταν δια της Αυτομεμψίας, συνειδητοποιεί ότι:
1) Όσα έχει είναι δώρα Θεού· «Τι έχεις, αχάριστε, άνθρωπε όπερ ουκ έλαβες;
2) Ει δε και έλαβες, τι έλαβες, τι καθ’ εκάστην καυχάσαι ως μη δήθεν λαβών;» .
2) «Αν στέκεις, ψυχή μου, στέκεις διότι σε βαστάζει η χάρις» .
3) «Αν πέφτει ο αδελφός, πέφτει διότι δεν είναι η χάρις» .
4) «Το δίκαιον, ας ηξεύρει ότι είναι αυτό: να βαστάζει το βάρος του αδελφού μέχρις εσχάτης πνοής» .
Ο ίδιος ο Γέροντας, όταν έφθασε, για πρώτη φορά, στο Άγιον Όρος, με ιδεώδεις αντιλήψεις, και δεν βρήκε ό,τι περίμενε, δεν κατέκρινε κανέναν, αλλά έκλαψε ημέρες και νύχτες πονώντας τον εαυτό του .
Εμπειρίες, τις παρέχει η Χάρις, όταν εγκαταλείπει τον αγωνιστή μόνο, διδάσκοντάς τον να μην καυχιέται ποτέ . Έτσι, «για τίποτα δεν θα κατακρίνετε και δεν θα κατηγορείτε» , υπογραμμίζει ο Γέροντας. Αυτομεμψία σημαίνει να βλέπει κανείς τα ελαττώματά του παρά μόνον τα χαρίσματα, και αντιστρόφως, να βλέπει τα χαρίσματα των άλλων, όχι τα ελαττώματα τους , όπου ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτόν του διά μέσον του θείου βλέμματος και όχι του ιδίου οφθαλμού, βλέπει δηλαδή πώς θα το ήθελε ο Θεός!
Η Αυτομεμψία εξασκεί τον άνθρωπο να απαρνηθεί τον εαυτό του και να «διψά κανείς την σωτηρίαν του αδελφού του» . Ακόμη και στις προσευχές του, θα μνημονεύει όλους και τους μη ζητούντας . Η Αυτομεμψία κατεβάζει εις υψηλόν, «η αυταπάρνησιν ανεβαίνει εις θεωρίαν» . Η Αυτομεμψία οδηγεί στην εκτίμηση του πλησίον περισσότερα από τον εαυτό. Ο Γέροντας έδινε στους άλλους ελεημοσύνες μέχρι το σημείο να στερηθεί ο ίδιος , εφόσον αυτή η πνευματική τέχνη διδάσκει την έμπρακτη αγάπη και απελευθερώνει από τον εγωισμό.
«Είναι σκληρός ο αγώνας εναντίον της φιλαυτίας, όλα όμως τα κάνει η Χάρις του Θεού» . Όλα αυτά είναι το «αναίμακτο μαρτύριο» . Ναι, μέμφεται κανείς τον εαυτό του και τον μισεί, και αυτό γίνεται για την αγάπη του Κυρίου: «δι’ αγάπην Σου ξεψυχώ εις το στάδιον, γλυκεία πνοή μου, ο Χριστός, η ζωή μου» , λέγει χαρακτηριστικά ο Γέροντας.
Ο πρώτος καρπός από την Αυτομεμψία και τον αγώνα κατά του εγωκεντρισμού είναι το ταπεινό φρόνημα, και η φιλοπονία, « εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος ». Ο ταπεινόφρων αντιλαμβάνεται καλά την ανθρώπινη του αδυναμία και κατανοεί τον λόγο του Κυρίου: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν ».
Η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο βασική αρετή ή και η προϋπόθεση των αρετώνν. Δεν κατορθώνεται η ταπεινοφροσύνη με τις ίδιες δυνάμεις και αγώνες μόνο.
«Η προσπάθεια να αποκτήσει κάποιος την ταπεινοφροσύνη χωρίς την σύμπραξη της Θείας Χάριτος είναι σαν την προσπάθεια να αποκτήσει την εικόνα κάποιου πράγματος, όχι όμως το ίδιο το πράγμα» . Αυτομεμψία λοιπόν, είναι αγώνας κατά της οιήσεως, σκοπεύει στο να αποβάλλει ό,τι εμποδίζει την Θεία Χάρη, δηλαδή αγώνας κατά των διαφόρων παθών. Γράφει ο Γέροντας σε μία επιστολή του: «Τα πάθη είναι ύλη σκληρά. Ουράλια όρη! Χιλιόμετρα ύψος! Η χάρις είναι ήλιος. Ανατέλλει ο ήλιος, αλλ’ η σκιά των ορέων δεν τον αφήνει να περιθάλψη τον νοητόκτιστον άνθρωπον» . Έτσι ο άνθρωπος, επιβεβαρημένος και κουρασμένος από την ταραχή των παθών και το βάρος τους, επιθυμεί και αναζητεί την ελευθερία του Πνεύματος και την Χάρη του Θεού. Όλος ο αγώνας αποσκοπεί στην απόκτηση της Χάριτος. «Ο Γέροντας μιλά για την πρακτική θεωρία ως εισαγωγή στην λεγόμενη ‘φυσική θεωρία των όντων’, κατά την οποία μπορεί ο αγωνιστής να στρέφει τον νου του γυμνάζοντάς τον στην εσωστρέφεια και τον αυτοέλεγχο, ώσπου η θεία Χάρις πλησιάσει στο έργο του», γράφει ο βιογράφος του βίου του.
Αγώνας σκληρός λοιπόν χρειάζεται για να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος τον πόθο του. Αυτός είναι ο σκοπός της Χριστιανικής ζωής, η απόκτηση της Θείας Χάριτος. Δηλαδή να φθάσει ο άνθρωπος στην αληθινή προσευχή ή την θεωρία .
«Τώρα βιάζου να κάνεις κτήμα σου αυτήν την Χάρη και να μη σου την κλέψει η αμέλεια», συνιστά ο Γέροντας.
Και όμως, μετά από την απόκτηση της Χάριτος μένει η φύλαξή της. Επιγραμματικά λέει ο Γέροντας: «Πρόσχες λοιπόν, ταπεινέ, εις την ουράνιον ταύτην δόξαν σου που εστολίσθης επί της γης ως άλλος Θεός!…» .
Οι αλλοιώσεις στην πνευματική ζωή είναι μία γνωστή πραγματικότητα. Η δυναμικότητα του αγώνα γνωρίζει συνάμα την παρουσία και την απουσία της Χάριτος. Οι αλλοιώσεις έχουν φυσικές αιτίες χωρίς καμία ενοχή. Προέρχονται οι αλλοιώσεις και από προσωπικές αμαρτίες. Τότε παραχωρεί ο Θεός και η Χάρις εγκαταλείπει τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν ο άνθρωπος κατακρίνει άλλους αντί τον εαυτόν του. Μας αφήνει ο Κύριος να έρθουμε σε ταπείνωση και να δούμε τα δικά μας σφάλματα. «Αν η χάρις πηγαίνη και έρχεται, εσύ μη λυπάσαι· επειδή έτσι γυμνάζει τον άνθρωπον, να φρονή ταπεινά και να μην υπεραίρεται», συμβουλεύει ο Γέροντας. Πρέπει να μάθουμε να θεωρούμε την Αυτομεμψία ως το βασικότερο μέσο της προκοπής και να ατενίζουμε κατ’ ευθείαν στην αφετηρία του σφάλματος, γιατί όπως λέει ο αββάς Μάρκος: «πάν ακούσιον εκ των εκουσίων έχει την αιτίαν και ουδείς ούτως εχθρός ανθρώπου, ως αυτός εαυτού τυγχάνει» . Η κίνηση των παθών γενικά απομακρύνει την Χάρη, όμως η αμέλεια και η κενοδοξία αποκλείουν τελείως την παρουσία Της. Φάρμακο δε γι’ αυτήν την κατάσταση είναι η Αυτομεμψία .
Άλλος σκληρός πόλεμος είναι λοιπόν όταν συστείλει η Χάρις την παρουσία Της. Είναι πολύ λεπτές η επέμβαση και η ενέργεια της Χάριτος. «Το θέμα της Χάριτος πρέπει να μας απασχολεί, γιατί χωρίς Αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε». «Η παρουσία της Χάριτος στην ψυχή απαιτεί από τον άνθρωπο χριστοειδή συμπεριφορά» .
Η Αυτομεμψία ανακαλεί την Χάρη. «Προ του με ταπεινωθείναι εγώ επλημμέλησα · διά τούτο το λόγιόν σου εφύλαξα ». «Προς ανεύρεση της Χάριτος, διδάχθηκε ο Γέροντας αρκετά από Αυτήν την αξία Της. Βίωσε δε το πολύπονο και δυσχερέστατο της ανακτήσεώς Της σε περίπτωση συστολής Της» , γράφει ο βιογράφος του. «Όταν κατά την διάρκεια των πειρασμών κρύψει η Χάρις την αισθητή παρουσία Της, τότε αυξάνει η αγωνία και ο άνθρωπος με περισσότερο δέος παρακαλεί» . Η Θεία Χάρις απαιτεί να βαδίζουμε την «στενή και τεθλιμμένη οδό » των εντολών με προϋπόθεση την ταπείνωση, το αυτοέλεγχο και την ειλικρινή μετάνοια. Όταν αμαρτάνει ο άνθρωπος, αν «επισημάνει έγκαιρα την ήττα και ταπεινωθεί, η θεία Χάρις αμέσως τον πλησιάζει μυστικά» , γι’ αυτό λέγει ο ψαλμωδός: « ει μη εγώ εταπεινούμην, σύ εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου » . Έτσι, προσπαθώντας ο αγωνιστής να ελκύει την Χάρη, τον οδηγεί Εκείνη στην Αυτομεμψία και την ταπείνωση. «Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η χάρις» , καθώς λέει ο Γέροντας στους πατέρες της συνοδείας του.
Χαρακτηριστικό είναι «Το Ολεξητήριον Ξύλον» , το οποίο «οι δαίμονες το φοβούνται και φρίττουν, ορώτες τον άνθρωπον να τιμωρήται ως Μάρτυς διά του Χριστού την αγάπην». Και τι άλλο περισσότερο μπορεί να σημαίνει Αυτομεμψία;
Έγραψε σε μία αδελφή στην επιστολή ΜΒ’: «Να βλέπης ότι έχεις όλον εξ ολοκλήρου το δίκαιον και να πείθης τον εαυτόν σου ότι έχεις το άδικον. Αυτή, αδελφή μου, είναι η τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστήμων. Να ραβδίζης τον εαυτόν σου μέχρις ότου πεισθή να ονομάζη το φως σκότος και το σκότος φως. Να φύγη κάθε δικαίωμα. Και να σβήση τελείως η έπαρσις. Να γίνης μωρός εν πλήρει συνέσει» . Ναι, ο Γέροντας ράβδιζε τον εαυτόν του, όχι δηλαδή μόνον τους λογισμούς αλλά και το ίδιο το σώμα του. Αυτή η σκληρότητα και η άκρα Αυτομεμψία του Γέροντος είχε υπόβαθρο τα λόγια του Αποστόλου Πάυλου:
« ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς » . Το σώμα ελκύεται εύκολα προς την άνεση και προτιμά πάντοτε την αμέλεια.
Γι’ αυτό έλεγχε ο Γέροντας πάντοτε τον εαυτόν του με το ασκητικό ρητό: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» 110 , και ιδού πώς το ερμηνεύει ο ίδιος: «Είναι συνάλλαγμα και αντάλλαγμα θείον, όπου δίδομεν γην και λαμβάνομεν ουρανόν.
Ανταλλάσσομεν ύλην λαμβάνοντες Πνεύμα. Ο κάθε ιδρώτας, ο κάθε πόνος, η κάθε άσκησις διά τον Θεό μάς είναι αλλαγή συναλλάγματος. Αφαίρεσις αίματος, εισροή Πνεύματος».
Είναι αυτονόητο να μέμφεται κανείς τον εαυτόν του όταν αμαρτάνει ή όταν τον εγκαταλείπει η Χάρις. Το θαυμαστό όμως είναι πώς ο Γέροντας δακρύζει και αυτοελέγχεται σε στιγμές που τον πλημμυρίζει η Χάρις και η θεία παρηγοριά. «Ω Κύριε, ει μη κρατήσεις τα ύδατα της σης χάριτος, ο άνθρωπος ως κηρός αναλύει», συλλογιζόταν ο Γέροντας. Και σημειώνει ο βιογράφος του: «Αυτά λέγων βλέπει τον εαυτόν του χειρότερον και από τα ερπετά της γης» . Φανερός είναι ο λόγος, όπως λέγει ο Γέροντας: «εγώ ο ανάξιος τοιαύτης δωρεάς. (…) Ο Πατήρ, όπου δεν με απεστράφη, αλλά με ηλέησε ως τον άσωτον υιόν» . Οι πολλές και διάφορες θεωρίες, αποκαλύψεις και θείες σπάνιες εμπειρίες, ποτέ δεν τον οδήγησε να καυχιέται, αλλά να δοξολογεί και να ταπεινωθεί , αποδίδοντας τα πάντα στον Θεό και στην πανάγαθη αυτού πρόνοια. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος να περισσεύει η
Χάρις στον Γέροντα και να τον επισκέπτεται περισσότερο.
Γενικά, η εξάσκηση των αρετών δεν οδηγούσε τον Γέροντα σε αυτοδικαίωση αλλά σε περισσότερη Αυτομεμψία. Γνώριζε και πίστευε ότι παν αγαθόν είναι δώρο παρά Κυρίου, και εύρισκε πάντοτε τρόπους για να μέμφεται τον εαυτόν του. Ναι, έκλαψε στην προσευχή! Αλλά λέγει: «μόνον μίαν αρετήν εργάζομαι, και μου λείπουν ακόμη τα ενενήντα εννέα».
Τεκμήριο της πνευματικής προκοπής γι’ αυτόν είναι να γνωρίζει κανείς καλύτερα τα σφάλματά του 117 . Τι έννοια και αιτία έχουν τα δάκρυα εκτός από την αυτοσυνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας και την Αυτομεμψία ;
-Πάλιν κλαίτε; τον ρώτησαν οι μαθητές του προ της κοιμήσεώς του.
– Μήπως γνωρίζω αν ήταν αρεστά όσα έπραξα εις τον Θεό μου; Απάντησε ο Γέροντας.
Ναι μεν ο κόπος, ο αγώνας και όλη η προσπάθεια του ανθρώπου δεν δίνανται να εξαγοράσουν την Χάρη του Θεού. Αλλά αυτοί έχουν τον ρόλο να τεκμηριώσουν την ειλικρινή αναζήτηση του αγωνιστή. Η Καθολική Εκκλησία τονίζει την αυτοτελή αξία των έργων, δηλαδή την δι’ αυτών εξαγορά της σωτηρίας. Ενώ οι Προτεστάντες τονίζουν μόνον την αξία της πίστεως, μέχρι να εξαφανιστεί σ’ αυτούς κάθε ασκητική μορφή. Η Ορθόδοξη παράδοση, όπως και ο Γέροντας Ιωσήφ την έζησε, τα ζητάει αμφότερα.
Εν τούτοις, τα έργα δεν εξαγοράζουν με κανέναν τρόπο την Χάρη, αλλά την ελκύουν .
Η Αυτομεμψία δεν μπορεί να συγχωρήσει καμία αμέλεια. Όλη η ζωή του Γέροντος, όπως λέγει άλλωστε ο ίδιος «υπήρξεν ένα μαρτύριον» . Το καθημερινό του πρόγραμμα τεκμηριώνει την τέλεια αυταπάρνηση και το ταπεινό του βίο .
Αγρυπνούσε κάθε νύχτα , δεν υποχωρούσε σε κανένα συμβιβασμό, και πάντοτε περνούσε την ζωή του με πολλή βία, με πολλές νηστείες. Η εξάντληση του σώματός στον αγώνα του υπήρξε αποτέλεσμα ανελέητης βίας και Αυτομεμψίας του εαυτού του . Πάντοτε ήθελε να προσφέρει περισσότερο και είχε την αίσθηση της ανεπάρκειας των κόπων του, και επομένως, είχε Αυτομεμψία, δάκρυα, ικεσίες και ελπίδα στην βοήθεια της Θείας Χάριτος.
Η Αυτομεμψία τον οδήγησε σε απόλυτη ακρίβεια στην τήρηση του μοναχικού προγράμματος, και μάλιστα σε στιγμές αρρώστιας. Αισθανόταν σταθερό πόνο στο στήθος του, είχε αιμοπτύσεις κ.τ.λ., παρόλο ταύτα δεν χαλάρωσε καθόλου τον αγώνα του, αλλά μάλλον τον αγαπούσε και το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. « Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενή » . Ο ίδιος έκανε το σώμα του ασθενή διά της διαρκούς Αυτομεμψίας, και ποτέ δεν δικαίωσε τον εαυτόν του. Φύλαγε πάντοτε, με πνεύμα αυταπαρνήσεως και μετανοίας, «το θείον ζήλον» για φιλοπονία .
«Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος», διδάσκει η Φιλοκαλία.
Ο Θεός εκχύνει την Χάρη Του και ο άνθρωπος κατακρίνει τον εαυτόν του.
Αυτός είναι ο κανόνας συνεργασίας με τη Θεία Χάρη. Η κακή αρχή γίνεται όταν
πιστέψεις πως με την Χάρη, και πως όσοι Την στερούνται, αίτιοι είναι οι ίδιοι που δεν θέλουν να αγωνιστούν. Καταραμένη αυτοπεποίθηση, που γεννά και τρέφει τον εγωισμό και
την οίηση! Επειδή ‘ ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται ’ και μόνον ‘ ταπεινοίς δίδωσι Χάριν ’ , κατ’ ανάγκη, εγκαταλείπεται ο οιηματίας, για να μείνει μόνος του, και να μάθει εμπειρικά ότι ‘ άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη » .
Ο ίδιος είχε μία ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Τον πολέμησε ο σατανάς πολύ δια της επιθυμίας της σαρκός. Οι αφορμές αυτού του πολέμου δεν ήταν μόνον φυσικές, όπου δεν υπήρχαν τα αίτια, αλλά ιδίως ήταν η πανουργία και η λύσσα των δαιμόνων. Διέθετε ο Γέροντας μεγάλη προσπάθεια, όμως χωρίς καμία ανάπαυση. Ξαφνικά έρχεται η δωρεά του Θεού, μάλλον της Μητέρας όλων, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και όλα εξαφανίστηκαν. «Έπαψαν τελείως οι λογισμοί». Γι’ αυτό δεν καυχιέται καθόλου για το σκληρό του αγώνα, αλλά γνώριζε εν επιγνώσει ότι « ου γάρ του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού » . Και « εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων . Και ότι « πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον εστιν εκ Σού του Πατρός των Φώτων » . Ιδού η ειλικρινής του προσευχή μετά από τους πολέμους, η οποία δεν περιέχει καμία φαρισαϊκή καύχηση: «Αλλ’ ώ αγάπη γλυκεία Χριστού, τι καλόν είδες από ημάς και μάς οδήγησες εις την θείαν οδόν Σου;» .
Όταν αποκτήσεις την επίγνωση ότι όλα εκ Θεού έρχονται, και δεν είναι εκ των ιδίων κόπων: «δεν ημπορείς ποτέ να κρίνεις κανένα, κάν να τον βλέπεις θανασίμως να αμαρτάνει· διότι λέγεις ευθύς:
– Δεν έχει, Χριστέ μου, την χάριν σου δι’ αυτό αμαρτάνει. Αν φύγεις και από εμένα θα πράξω χειρότερα. Αν στέκω, στέκω, διότι Συ με βαστάζεις» . Επομένως, ο πόλεμος φέρνει Αυτομεμψία, και η Χάρις, το ίδιο, και η πνευματική ανάπαυση το αυτό με δοξολογία, και ουδέποτε τον φέρνει σε καύχηση, ή και σε κατάκριση των άλλων.
Πόσον είναι ωραίοι οι στεναγμοί παρ’ όλην την Χάρη και τις εμπειρίες που είχε, στεναγμοί στους οποίους «εκφράζει την αίσθηση της ευτελείας του και το δέος, με το οποίο προσπίπτει ‘ προς τον δυνάμενον σώζειν ’ » , επισημαίνει ο βιογράφος του. Πιστεύει ο Γέροντας ότι είναι άξιος κολάσεως, αλλά το μόνον που θέλει ο Γέροντας και εκφράζει: «Γλυκύτατε μου Σωτήρα και Θεέ. Εγώ μεν ούδεν αγαθόν έπραξα και ευάρεστον ενώπιόν Σου, αλλά ως επιμελής εργάτης της αμαρτίας είμαι άξιος υιός κολάσεως. Λοιπόν, εάν και κολασθή, δικαίως μού πρέπει. Αρκεί μόνον εσύ να μην είσαι κατ’ εμού λυπημένος, αλλά να με κυττάζης με χαρούμενον πρόσωπον· και τότε δι’ εμέ και ο Άδης θα γίνη φωτεινός Παράδεισος!». Παρόλο τον αγώνα του, οι στεναγμοί της μετανοίας συνεχίζονται πάντοτε. Αναφωνεί: «Δι’ αγάπην Σου ξεψυχώ εις το στάδιον. (…) Οίμοι τω τάλανι! Οίμοι τω πονηρώ και αχρείω! Ακοήν ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε Σε είδον οι οφθαλμοί μου· διό και εφαύλισα εμαυτόν, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν» .
Αυτομεμψία, εν πράξει, ήταν η προτίμησή του πλησίον, πάντοτε. Ως γέροντας, παρέμεινε υπηρέτης των μαθητών του. Μεμφόταν τον εαυτόν του και εύσπλαχνε τους άλλους. Σε περίπτωση πείνας λέγει: «ας αποθάνω εγώ, μόνον να ζήσουν τα πνευματικά μου παιδιά. Και τελείως δεν έτρωγα» .
Πώς δύναται να υπακούει κανείς εάν έχει αυτοπεποίθηση ή καύχηση; Όποιος έχει τέλεια υπακοή, είναι εκείνος που μέμφεται τον εαυτόν του συνεχώς και εμπιστεύεται τον γέροντά του. Ο υπακούων πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι άρρωστος και κακός, και τον υποτάσσει ελεύθερα στην καθοδήγηση του καλού και έμπειρου γέροντα, και να υποτάσσει δι’ αυτού κάθε σκέψη « εις την υποκοήν του Χριστού ». Ο εγωιστής δεν μπορεί να κάνει υπακοή . Η υπακοή προυποθέτει δύο όρους· πρώτον, την Αυτομεμψία (του εαυτού), και δεύτερον, την εμπιστοσύνη στον γέροντα. «Κόπτε καθ’ ημέραν και ώραν το θέλημά σου και μη ζητής άλλην οδόν πλην αυτής» , συμβουλεύει ο Γέροντας. Αυτό σημαίνει να μέμφεται κανείς τον εαυτόν του συνεχώς και απαρνηθεί το θέλημά του .