“Το μοιρολόι της Παναγιάς”
3 Μαΐου 2013
Από κείμενο στο πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής με τίτλο “Σταυροδρόμια”.
Το “Μοιρολόι της Παναγιάς”, το μακρύ αυτό αφηγηματικό τραγούδι που διηγείται τα Πάθη του Χριστού έτσι όπως τα έζησαν η Παναγία και οι Μυροφόρες, το συναντάμε σε όλες τις περιοχές του ελληνισμού, από την Κύπρο και τον Πόντο ως την Κάτω Ιταλία, σ’ ένα πλήθος παραλλαγών. Διακόσιες πενήντα έξι (!) παραλλαγές παρουσιάσει ο Ελβετός ελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Bertrand Bouvier στο βιβλίο του Le Mirologue de la Vierge (Γενεύη 1976), καρπό εισοσιπεντάχρονης έρευνας.
Με πηγή έμπνευσης τα επίσημα και απόκρυφα Ευαγγέλια και τα θεατρικά λειτουργικά δράματα του Μεσαίωνα (σε Ανατολή και Δύση), η λαϊκή μούσα και η προφορική παράδοση με το “Μοιρολόι της Παναγίας” διέσωσαν στους αιώνες ένα από τα συγκλονιστικότερα δείγματα της ελληνικής μουσικοποιητικής τέχνης:
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται …
Σε μελωδίες που χρησιμοποιούνται και για τα πραγματικά μοιρολόγια (όπως απέδειξε η μελέτη του Samuel Baud-Bovy), οι γυναίκες με το τραγούδι αυτό συμμερίζονται τον πόνο της Παναγίας, καθώς αναδεικνύεται σε παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο όλων των μανάδων που έχουν παραστεί στο μαρτύριο των παιδιών τους, βιώνοντας τον παραλογισμό αλλά και τη νομοτέλεια του θανάτου:
Άλλοι την εκλοτσούσανε κι άλλοι την εσκουντούσαν
και άλλοι την εφτούσανε κι άλλοι τη δεκατούσαν …
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Κείμενο της Μιράντας Τερζοπούλου στο τεύχος που συνοδεύει τα δύο CD με τίτλο “Τα Πασχαλιάτικα” της Δόμνας Σαμίου).
Το ευρύτατα διαδεδομένο σ’ όλο τον ελληνικό χώρο Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό Του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας. Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον “τάφο” του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς. Ωστόσο ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου.
Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο. Η συνέχεια της αφηγηματικής ροής, όπως προκύπτει μέσα από την αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης που αποτολμήσαμε, το κάνει εμφανές.
ΚΥΠΡΟΣ
…
Άρκοντες αφικράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον
πώς κλαίει τον μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτο σκοτεινόν και μέρα λυπημένη
που ήρτε σήμερον σ’ εμέ, την πολοπικραμένη.
Πού πιάσαν τον Υιούλην μου κι έμεινα ορφανεμένη
κι ο κόσμος κλαίει ουρανέ κι η γη σκοτεινιασμένη.
Ο ήλιος εσκοτίστηκεν κι όλον το φως εχάθη
και το φεγγάριν τ’ ουρανού κατά πολλά επικράνθη.
Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραϊστείτε
και ποταμοί στραγγίσετε και δένδρα μαραθείτε.
…
…
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.
…
ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
…
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε όσο να ‘ρθεί ο νους της
κι απάνω που συνέφερε, τούτον τον λόγο λέγει.
…
ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ
…
-Ας έρθ’ η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και ο στρατίς τους έβγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
-Ώρα καλή σ’ ατσίγγανε κι ίντα που μαστορεύεις;
-Οβραίοι μου παραγγείλανε καρφιά για να τους φιάξω,
μου παραγγείλαν τέσσερα, μα’ γώ τους φτιάχνω πέντε.
-Σύ Φαραέ που τά ‘φτιαξες, εσύ θα μου διδάξεις.
-Τα δυο θα μπουν στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό θα μπει μες στην καρδιά του.
…
ΦΟΥΡΝΟΙ ΙΚΑΡΙΑΣ
…
-Άντε μωρέ ατσίγγανε, στάχτη να μη ποτάξεις
μηδέ διπλό πουκάμισο στη ράχη σου μη βάλεις.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει,
τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον άι-Γιάννη.
…
ΡΕΪΖΝΤΕΡΕ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
…
Άι-άι μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,
που εί- που είναι ‘με ο γιούκας μου και ‘σε ο δάσκαλός σου.
-Δεν έ- έχω στόμα να στα πω, γλώσσα να στα μιλήσω
κι ούτ η- κι ούτ’ η καρδιά μου τα βαστά να σου τα μολοήσω.
…
ΠΟΝΤΟΣ
…
Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και ‘με ο διδάσκαλός μου.
…
ΜΠΑΪΝΤΙΡΙ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
…
Η Παναΐα τ’ άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερό σταμνιά την περεχούν, τρία γυαλιά του μόσχου,
τέσσερα το ροδόστατμο ώστε να συνεφέρει,
κι απάνω που συνέφερε τούτο το λόγο λέγει.
– Δεν έχ’ γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
– Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ’ όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος,
μάνα μ’ αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ’ όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ’ όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν’ το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις.
…
ΜΥΤΙΛΗΝΗ
…
Πηγαίνει στο σπιτάκι της και στρώνει το τραπέζι
κι έκατσε και περίμενε τον ερχομό του γιου της.
Πέρασε και η αγιά Καλή και την καλησπερίζει.
– Ποιός είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι.
– Άντε και σύ αγιά Καλή, νά ‘σαι καταραμένη,
παπάς να μη σε λειτουργά, διάκος να μη σε ψέλνει,
μόνο στην άκρη του γιαλού το κύμα να σε δέρνει.
Το λόγο δεν τελείωσε κι ανοίξαν τα ουράνια,
βλέπει το γιό της κι έρχεται σα φως και σα λαμπάδα.
Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο “Σήμερον κρεμάται” (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ – Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92), παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι’ η Παναγιά η δέσποινα
κ’ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε
μεσ’ στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.
Είναι εξαιρετικά σημαντική η πληροφορία του Samuel Baud-Bovy (Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984), ο οποίος, στηριζόμενος και σε σχετική μαρτυρία του Οκτάβιου Μερλιέ, σημειώνει ότι “τουρκόφωνοι Χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν σε τουρκική γλώσσα την Ιστορία του Αβραάμ, την Ιστορία του Ιωσήφ, το Μοιρολόγι της Παναγίας.
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Από το CD “Των Γεννών τζιαι της Λαμπρής – Θρησκευτικά τραγούδια της Κύπρου και Ύμνοι” του Μιχάλη Τερλικκά.
Ο θρήνος της Παναγίας τραγουδιόταν τη νύχτα της Μ. Παρασκευής μετά την περιφορά του Επιταφίου, μέσα ή στο προαύλιο της εκκλησίας. Τον τραγουδούσαν μέσα από χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία άτομα (συνήθως πάντα τα ίδια) ο ένας μετά τον άλλον με θρηνώδες ύφος, παρασέρνοντας σε δάκρυα τους πιστούς που συμμετείχαν με τον τρόπο αυτό στον πόνο της Μητέρας του Θεού, μα και στον ανθρώπινο πόνο της μάνας Μαρίας.
Άρκοντες αφιγκράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον
που κλαίει τον μονογενήν εις τον σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτον σκοτεινόν τζιαι μέρα λυπημένη
που ήρτεν σήμερον σε μεν την πολλοπικραμένην.
Αδέ χαράν που δκιάβασα τζι’ εγέννησα τον ήλιον
τον φόον που επέρασα στης γέννησης τον σπήλιον
για τον Ηρώδην τον πικρόν μεν χάσει το βασίλειον.
Γρυσόν δεντρόν εβλάστησεν ο εύσπλαχνος υιός μου
τζ’ έβκαλεν κλώνους δώδεκα για σιεπασμόν του κόσμου.
Τωρά οι κλώνοι κόπηκαν τα φύλλα μαραθήκαν
τζι’ η βρύση εσταμάτησεν, όλα εξερανθήκαν.
Ιούδας τον επρόδωσεν αργύρια τριάντα
τζι’ ενόμισεν ο μιαρός πως θα τα έσιει πάντα.
Τζι’ ο κωμοδρόμος άνομος απού να δκιακονήσει
μήτε ψουμίν να ‘βρει να φα, με ρούχον να φορήσει.
Είπαν του κόψε τέσσερα, τζιαι τζιείνος κόφκει πέντε
νήεν κοπούν τα γρόνια του να μείνουν μέρες πέντε.
Πέντε καρ(φ)κιά εβάλασιν επάνω στον υιόν μου
τζι’ εκάμαν Τον τζι’ εφύρτηκεν το φως των οφθαλμών μου.
Ω! Πανσεβάσμιε σταυρέ ξύλον ευλογημένον
όπου βαστάζεις τον Θεόν πάνω σου κρεμασμένον.
Σκύψε σταυρέ να δυνηθώ, να τον καταφιλήσω
τον ποιητήν μου και Θεόν να τον ποσιαιρετήσω.
Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραγιστείτε
Και ζωντανοί τες λύπες μου κλάψετε και θρηνείτε.
Κλάψετε χήρες κι ορφανά, όλοι την συντροφιά σας
κλάψετε τον διδάσκαλον και την παρηγοριάν σας.
Τζιαι που μασιέριν να σφαώ τζιαι που κρεμόν να δώσω
τζιαι που ποτάμιν σύθθολον να μπω να παραδώσω.
Τζι’ η Δέσποινα που το ‘βκαλεν προφήτισσα λοάτε
τζιείνης πρέπει η δόξασις τζ’ εμέναν τ’ ως πολλά ‘τε.
Πηγές: Παλιό χειρόγραφο από το χωριό Καπούτι της Κύπρου.
Επιμέλεια : Π. Α. Α
Το Μοιρολόι της Παναγιάς-Mύκονος
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΜΥΚΟΝΟΥ
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΊ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
(Από το αρχείο του Συλλόγου μας)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα αγγέλοι αρχάγγελοι όλοι μαυροφορούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκατηραμένοι,
να πιάσουνε το Λυτρωτή να παν να Τον σταυρώσουν.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι αφού τον ετελείωσε ο Κύριος το δείπνο,
άρχισε να τον ευλογεί το χέρι Του τ’ αγίο.
– ΄Ενας από τους μαθητές είναι να με προδώσει,
στα χέρια των οβραίωνε για να Με παραδώσει.
΄Ενας τον άλλο κοίταξε, ένας τον άλλο λέει:
– Μήπως εγώ διδάσκαλε είν’ που θα Σε προδώσω;
στα χέρια των οβραίωνε για να Σε παραδώσω;
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν στο θρονί Της
την προσευχή Της έκανε για τον Μονογενή Της.
Φωνή της ήλθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
– Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και μετάνοιες,
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον χαλκιά Τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί Τον τυραννάνε.
– Χαλκιά χαλκιά φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Κι εκείνος ο παράνομος, βαρεί και φτιάνει πέντε.
-Συ φαραέ που τ’άφτιαξες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε Του δυό στα χέρια Του, και τ’ άλλα δυό στα πόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά Του,
να τρέξει γαίμα και νερό, από τα σωθικά Του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
Σταμνί νερό της ρίξανε ,τρία κανάτια μόσχο,
και τρία με ροδόσταμο, για ν’άρθει ο λογισμός Της!
Κι αφού της ήλθε ο λογισμός κι αφού της ήλθε ο νους Της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει,
ζητεί γκρεμνό να γκρεμιστεί ,για τον Μονογενή Της.
-Λάβε Κυρά μου υπομονή, λάβε Κυρά μου ανάσα.
-Και πως να λάβω υπομονή, και πως να λάβω ανάσα;
που έχω γυιό Μονογενή και Κείνο σταυρωμένο.
Η Μάρθα κ’η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδελφή, κι οι τέσσερεις αντάμα,
έπιασαν το στρατί- στρατί, στρατί το μονοπάτι,
κι μοίρα τους τους έβγαλε μπρος του ληστή την πόρτα.
-΄Ανοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ Γιάννη.
– ΄Αγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Bαπτιστή του γιού μου,
μην είδες Τον τον γυιόκα μου και σε τον δάσκαλό Σου;
– Δεν έχω γλώσσα να στο ’πώ, χείλη να στο μιλήσω.
Δεν έχω χεροπάλαμο για να σου Τονε δείξω.
Βλέπεις Εκείνο τον γυμνό και τον κατατρεγμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο γαίμα βουτηγμένο;
Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό και τον ανεμαλλιάρη
Οπού φορεί στη κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γυιόκα Σου, και με ο δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, τούτο τον λόγο λέει:
– Πούνε γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω.
Κι Παναγιά πλησίασε, γλυκά Τον ερωτούσε:
– Δεν μου μιλείς παιδάκι μου, δεν μου μιλείς παιδί μου.
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήσει.
Μόν’ ο Χριστός της μίλησε απ’ το Σταυρό επάνω.
– Αν γκρεμιστείς Εσύ Κερά, γκρεμιέται ο κόσμος όλος
Μάνα μου λάβε υπομονή μαζί κι ο κόσμος όλος.
Πήγαινε μάνα πήγαινε και διάφορο δεν έχεις.
Πάρε τον ΄Αϊ Γιάννη γιό, μαζί Σου να τον έχεις.
– Ποιός έχει γιό Μονογενή και παίρνει ξένη γέννα;
– Πήγαινε μάνα πήγαινε και διάφορο δεν έχεις.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις.
Μόν’να λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες,
σημάνει ο Θιός, σημάνει η γης, σημάνουν τα ουράνια,
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα μοναστήρι,
με χρυσαφένια σήμαντρα και τις χρυσές καμπάνες.
Τότε και Συ μανούλα μου κάνε χαρές μεγάλες.
΄Οποιος τ’ ακούσει σώζεται, κι όποιος το λέει αγιάζει,
κι όποιος το καλαφουγκραστεί, Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο από τον ΄Αγιο Τάφο.
—————————————————————————-
παραλλαγή ΚυδιάνταςΧίου,
Τώρα είναι Αγιά Σαρακοστή, τώρα είναι Άγιες ημέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και λεν το Κύριε ελέησον και το Άγιο το Βαγγέλιο.
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος το πει Αγιάζει
κι όποιος το καλοαφκριστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Κι’ εκεί που προσευχότανε, κι’ εκεί που παρεκάλει
ακού βροντές και αστραπές και ταραχή μεγάλη.
Βγαίνει στην πόρτα της να δει, βγαίνει στην γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα,
το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
Βλέπει τον Γιάννη κι έρχονταν γδαρμένο, σκοτωμένο.
Εργο του Μιχάλη Καριάμη
– Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
– Δεν έχω στόμα να στο πω , χείλη να στο μιλήσω,
ούτε η καρδιά μου το βαστά να σου το μολογήσω.
Το δάσκαλο μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κ’ οι τρεις καταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε, και σαν ληστή τον πάνε,
και στου Πιλάτου τα σκαλιά, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη
σταμνιά νερό την περεχούν, τρία κανάτια μόσχο,
και τέσσερα ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν την συνεφέρανε τούτο το λόγο λέει:
-Ας έλθει η Μάρθα και η Μαριά κι άλλη η Ελισάβα,
και του Λαζάρου η αδελφή και του Προδρόμου η μάννα.
Να πάμε να τον εύρουμε πριν μας τον εσταυρώσουν,
πριχού του βάλουν τα καρφιά και τόνε θανατώσουν!
-Βλέπεις εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
που ’χει την πράσινη κορφή την θαλασσιά παντιέρα;
Εκεί πάνω τον έχουνε , και τόνε τυραννάνε.
Επήραν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε στ΄ ατσίγγανου την πόρτα.
-Ώρα καλή σου ατσίγγανε και τ΄ είναι αυτά που κάνεις;
-Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι.
Εκείνοι μου παν τέσσερα μα γω τους κάνω πέντε.
Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες την καρδιά του.
Να τρέξει αίμα και χολή από τα σωθικά του.
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν τη συνεφέρανε τούτο το λόγο λέει:
– Άντε κ΄ εσύ ατσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσεις,
μόνο αχυλιές και κάρβουνα, πάντα σου να μαλάζεις.
Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο να βάλει
ούτε και τη γυναίκα σου σε σπίτι να τη βάλεις!
Παίρνουνε το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κ’ η πόρτα απ’ τον φόβον της άνοιξε μοναχή της.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ξερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου
μην είδες το γιουκάκι μου και συ τον δάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, χείλη να στο μιλήσω,
ούτε και χειροπάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλος μου.
Εργο του Μιχάλη Καριάμη
-Επήραν το στρατί – στρατί , στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε μπροστά στον σταυρωμένο.
-Γιε μου , που είναι τα κάλλη σου και πουν η λεβεντιά σου,
και τα σγουρά σου τα μαλλιά και η παλικαριά σου;
Δεν μου μιλείς μιλίτσα μου δεν μου μιλείς μιλιά μου;
-Πάρτο μάνα απόφαση σαν που το πήραν κιάλλες,
το πήραν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Το πήραν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες!
Άντε μάνα στο σπίτι σου και στο νοικοκυριό σου
στρώσε τραπέζι θλιβερό μ’ αφράτο παξιμάδι
και πίνε και γλυκό κρασί, να σου περνά η ζάλη.
Πάει η μάνα στο σπίτι της πάει στα γονικά της
βάζει κρασί στον μαστραπά κι’ αφράτο παξιμάδι.
Πέρασε κ’ η Άγια Καλή κιαυτό το λόγο λέγει:
-Ποιος είδε γιο εις τον σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άντε και συ Άγια Καλή ποτέ σου μην γιορτάσεις
ποτέ τ’ ονοματάκι σου στην εκκλησιά μην ψάλεις!
-Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το πει αγιάζει
και όποιος το καλοαφκριστεί, παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Τώρα ειν Άγια Σαρακοστή, τώρα ειν’ Άγιες μέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και λεν το Κυρ ελέησον και τα’ άγιο το Βαγγέλιο!