Η θαλασσινή «εξυπηρέτηση» των ασκητών της ερήμου.
2 Μαΐου 2013
Με ευγένεια αλλά και με παρρησία περίμεναν και περιμένουν οι Μοναστηριακοί στους αρσανάδες την συγκοινωνία για να παραλάβουν τις παραγγελίες και να δώσουν άλλες, κρατώντας στα χέρια τους το μπακράτσι με μαγειρεμένο τον ροφό, ή τα φασολάκια ή τη φάβα, και φυσικά το μπετονάκι με το κρασί.
Και να, η προθυμία των καπεταναίων και του μούτσου για υπακοή και εξυπηρέτησι.
Κάποιων όμως το χαμόγελο και η υπακοή, τελείωνε μόλις αριβάρανε απ’ τον Αγιοπαυλίτικο αρσανά και το αντικαθιστούσε ύφος και βλέμμα πλοιάρχου… αεροπλανοφόρου.
Δεν έλιπαν απ’ τους ντουρβάδες των ασκητών τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, τα κομπολόϊα, τα σταυρουδάκια. Αλλά δεν άλλαζαν αυτά τα δωράκια την κατάστασι.
Οι εξαρτηματικοί είναι ανήμποροι, περιδεείς και υποχωρητικοί, και ποτέ σχεδόν δεν πάνε να βρουν το δίκηο τους.
Οι μοναστηριακοί έχουν Συνάξεις και εξουσία.
Μια έγγραφη διαμαρτυρία για πλημμελή εκτέλεσι κθηκόντων ή για ανάρμοστη συμπεριφορά προς το Τελωνείο Δάφνης σημαίνει αφεύκτως αυστηρή παρατήρησι αν όχι και πρόστιμο στον καπετάνιο και στο υπ’ αυτόν προσωπικό, γιατί είναι πάντοτε πρόθυμο να ευχαριστήση την παραπονούμενη Μονή.
Ένα έγγραφο διαμαρτυρίας-καταγγελίας στη Ιερά Κοινότητα, μπορεί να επιφέρη πολύ πιο αισθητές και τσουχτερές καταστάσεις γι αυτούς.
Τι μπορούν όμως να κάνουν οι Νεοσκητιώτες, οι Αγιαννανίτες, και προ πάντων οι Καυσοκαλυβίτες, οι Αγιονειλίτες, οι Βιγλιώτες και οι Προδρομίτες ασκηταί; Και να αποφασίσουν κάποτε να διαμαρτυρηθούν, δια μέσου των Μονών των όπως η τάξις το απαιτεί, η διαδικασία θα είναι μεγάλη και χρονοβόρος, και έως ότου το παράπονό τους φθάση «εις τον προς όν όρον», χάνεται η επικαιρότης του, αμβλύνεται η ευαισθησία, λησμονιέται η υπόθεσις και η κατάστασις μένει η ίδια. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αγριεύει περισσότερο η πλοϊκή… ατμόσφαιρα και αποβαίνει βλοσυρώτερη η θαλασσινή… «εξυπηρέτησις» και συμπεριφορά. Έτσι οι ασκηταί είναι υπομονητικοί υποτελείς των διαθέσεων των εκμεταλλευτών αναδόχων της συγκοινωνιακής γραμμής, ευτυχώς δε όχι όλων.
Οι ως ανωτέρω δεινοπαθήσεις ισχύουν κατά μείζονα βαθμό για τους ακροτοπίους Καυσοκαλυβίτας, και για τους ακόμη πιο πέρα ησυχαστάς:
– Πέρασε η ώρα κι’ ακόμη να φανή η συγκοινωνία. Σιγοπαρατηρεί αδημονών ο Καυσοκαλυβίτης ασκητής.
– Ίσως να καθυστέρησε σε κανέναν αρσανά. Σχολιάζει καλοπροαίρετα ο διπλανός του.
Τελικώς δεν πρόκειται ούτε για καθυστέρηση ούτε επειδή… είχε φουρτούνα. Απλώς, δεν είχε μέσα επιβάτες για την Λαύρα, ήτοι κίνητρο ενδιαφέροντος για ακριβό ναύλο. Οι Καυσοκαλυβίτες και οι ακόμη πιο πέρα, θα ξαναφορτωθούν τις ντουρβαδίνες στην πλάτη και θα πάρουν την ανηφόρα για τα καλύβια τους. Αν δε τολμήσουν, σε δρομολόγιο επομένων ημερών, να παρατηρήσουν ευγενώς και ηπίως, ξέρουν τι θα ακούσουν:
– Ευλογημένε, δεν φάνηκες προχθές. Ώρες περιμέναμε στον αρσανά κι ύστερα φύγαμε φορτωμένοι τα εργόχειρα για επάνω.
– Δεν ντρέπεσθε. Δε φθάνει, που με κίνδυνο της ζωής μας σας εξυπηρετούμε τόσα χρόνια, γκρινιάζετε κι από πάνω;
Έτυχα μάρτυς αυτόπτης και αυτήκοος τέτοιων περιπτώσεων και διαγωγών, από τότε που χάσαμε τους παληούς και συμπαθέστατους μεροκαματιάρηδες θαλασσινούς μας, που για έναν επιβάτη είχαν την φιλοτιμία να θαλασσοδέρνωνται αγόγγυστα στην χειμωνιάτικη παγωνιά και κακοκαιρία. Άλλαξαν όμως από τότε πολλά, πολλοί και πάρα πολύ.
Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος
από το βιβλίο του