Σπουδή στην Αγιογραφία της Βαϊοφόρου.
28 Απριλίου 2013
Στη σκηνή της Βαϊοφόρου ο Χριστός εικονίζεται “καθήμενος επί πώλου όνου” κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Στο αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο, ενώ με το δεξιό ευλογεί. Η διάταξη της εικόνας έχει συνήθως τον Κύριο πάνω στο πουλάρι, στο μέσον, περίπου, της όλης σύνθεσης.
Πίσω του (αριστερά ως προς τον θεατή) εικονίζονται οι μαθητές να ακολουθούν τον διδάσκαλό τους με σπουδή. Η κεφαλή του Χριστού -πλαισιωμένη πάντοτε από φωτοστέφανο- είναι συνήθως στραμμένη προς τους Ιουδαίους (σε κάποιες παραστάσεις ο Χριστός έχει στραμμένη την κεφαλή του προς τους αποστόλους) ενώ η έκφραση του προσώπου Του είναι πραεία και θλιμμένη, “προδηλούσα το πάθος”.
Στο βάθος της εικόνας το κάστρο της Ιερουσαλήμ με ανοιχτές καστρόπορτες και πλήθος Εβραίων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, που σπεύδουν να προϋπαντήσουν τον Χριστό. Το πλήθος σπρώχνεται να βγει από την πύλη, γέροντες και νέοι που κρατούν βαΐα, και γυναίκες που σηκώνουν νήπια στην αγκαλιά τους ή βρέφη τους ώμους τους. Άλλοι φαίνονται να ξεπροβάλλουν από τα τείχη ή τα παράθυρα για να δουν τον Χριστό.
Πάνω από τη συνοδεία υψώνεται δένδρο στο οποίο ανεβαίνουν παιδιά που κόβουν με τσεκούρια κλαδιά και τα ρίχνουν στη γη, ενώ άλλα στρώνουν τα ρούχα τους για να πατήσει πάνω το θεοφόρο ονάριο. Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ. Η παράστασις βαίνει από τα δεξιά προς τα αριστερά, σε αντίθεση π.χ. με το ψηφιδωτό της Εκκλησίας του Monreale της Σικελίας (ιβ΄ αι.), αν και αυτό ακολούθησε βυζαντινό πρότυπο (βλ. το ψηφιδωτό στη Μονή Δαφνίου).
Σε κάποιους πληθωρικούς εικονογραφικούς τύπους μπορεί να συναντήσει κανείας και τους προφήτες Ζαχαρία και Δαυίδ. να παριστάνονται πάνω στα κτήρια της Ιερουσαλήμ (δεξιά και αριστερά αντίστοιχα) κρατώντας ειλητάρια. Του προφητάνακτος Δαυίδ γράφει το ψαλμικό “εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον” (Ψαλμ. η΄ 3) ενώ το ειλητάριο του προφήτου Ζαχαρία γράφει: “χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών…” (Ζαχ. 9,9). Πάντως η περίπτωση αυτή είναι αρκετά σπάνια.
Η Βαϊοφόρος υπάρχει στον ορθόδοξο ναό μαζί με τις άλλες εικόνες του Δωδεκαόρτου -είναι η έβδομη στη σειρά- είτε στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο, σε σμίκρυνση βέβαια, είτε κανονικά σε μία από τις δύο μεγάλες καμάρες που σκεπάζουν τα κλίτη του κυρίως ναού.
Η σύνθεση της Βαϊοφόρου είναι συνήθως ευρεία κι έτσι περιλαμβάνει όλο τον όμιλο των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι ακολουθούν τον Κύριό τους σε τρεις υπερτιθέμενες σειρές. Στις περισσότερες παραστάσεις μάλιστα, η κίνηση των μαθητών διαγράφεται από έντονη έως θυελλώδης (π.χ. η Βαϊοφόρος στο δεύτερο φύλλο του ελεφαντοστού του Αγ. Λουπικίνου), γεγονός που δεν είναι ανεξήγητο αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι και οι ίδιοι οι μαθητές -σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά- επευφημούσαν τον Χριστό ως Μεσσία.
Σε μερικές παραστάσεις οι μαθητές φέρουν φωτοστέφανο (ψηφιδωτά Αγ. Μάρκου Βενετίας – Capella Palatina), αλλά στους καθαρά βυζαντινούς εικονογραφικούς τύπους το φωτοστέφανο λείπει. Ίσως διότι πρέπει να εξαρθεί το κεντρικό πρόσωπο της σύνθεσης που είναι ο Χριστός εικονιζόμενος πάντα με φωτοστέφανο, σημείο της άπειρης αγιότητάς Του.
Σε συνεπτυγμένους εικονογραφικούς τύπους που απαντώνται σπανιότερα και που διέπονται από λιτότητα και αυστηρή τάξη, η παράσταση περιορίζεται σε δύο αποστόλους: τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Ο πρώτος είναι ως συνήθως, γενειοφόρος και ο δεύτερος αγένειος με νεανική όψη. Ο Πέτρος, σε όλους σχεδόν τους εικονογραφικούς τύπους της Βαϊοφόρου, εικονίζεται σε πρώτο επίπεδο ή ακόμη, φαίνεται να οδηγεί τον Ιησού προπορευόμενος αρκετά των άλλων μαθητών (ψηφιδωτό Capella Palatina).
Ανάλογα με τα πρότυπα που ακολουθούνται στις παραστάσεις της Βαϊοφόρου, άλλοτε παίζει πρωτεύοντα ρόλο ο όχλος και άλλοτε ο όμιλος των παιδιών. Στην πρώτη περίπτωση αντικατοπτρίζεται η κυρίως βυζαντινή παράδοση ενώ στη δεύτερη η επίδραση της Ανατολής, μάλιστα της Καππαδοκίας, κατά το παλαιό πρότυπο του κώδικα του Rossano (Πρόκειται για εικονογραφημένο χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 6ου αι. με αριστουργηματικές μικρογραφίες. Φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μητροπόλεως του Rossano στην Καλαβρία).
Σε άλλες όμως περιπτώσεις τα πρότυπα συγχωνεύονται κι έτσι μαζί με τον όμιλο των Εβραίων συναντούμε τα παιδιά να εμπλουτίζουν, στην κυριολεξία, τις παραστάσεις. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό όχλο, που ιστορείται συνήθως άκαμπτος αλλά με πολύχρωμες φορεσιές που δίνουν πανηγυρικό τόνο, τα παιδιά παριστάνονται ποικιλότροπα στη σύνθεση: πάνω στο δένδρο κόβουν κλαδιά με τσεκούρια και τα ρίχνουν στη γη· άλλα παιδιά κρατούν τα “βαΐα των φοινίκων” και δίνουν απ’ αυτά στο πουλάρι που φέρει τον Χριστό, να φάει· ένα παιδί αναρριχάται στο δέντρο για να δει καλύτερα τον Χριστό από ψηλά· ένα άλλο κάνει κούνια στο δέντρο· άλλα παλεύουν· άλλα βγάζουν τα ρούχα τους και τα στρώνουν στη γη για να πατήσει το πουλάρι με τον Χριστό και άλλα βγάζουν αγκάθια από τα πόδια τους.
Από τους παλαιολόγειους χρόνους εικονίζονται στο πρώτο επίπεδο παιδιά που συμπλέκονται με χάρη, ενώ αυξάνουν τα παιδιά που αναρριχώνται στο φοινικόδεντρο. Πρέπει πάντως να σημειωθεί πως η απεικόνιση πολλών παιδιών θεωρείται στοιχείο γραφικό και χαριτωμένο, που χαρακτηρίζει τις ιδιαίτερα αφηγηματικές συνθέσεις της παλαιολόγειας περιόδου, και γι’ αυτό αντίκειται στο κλασσικό και αυστηρό πνεύμα των βυζαντινών χρόνων.
Το στρώσιμο των ρούχων, που στην εικόνα της Βαϊοφόρου γίνεται κυρίως από τα παιδιά, ήταν μια τιμητική εκδήλωση των Ιουδαίων που αφορούσε τον βασιλιά, ο οποίος ανελάμβανε το αξίωμα του χριόμενος με ηγιασμένο έλαιο. Ο Χριστός ονομάζεται Μεσσίας (δηλ. κεχρισμένος), διότι έχει χρισθεί με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό “το πανάγιον Πνεύμα, το και τους Αποστόλους διδάξαν λαλείν, ετέραις ξέναις γλώσσαις, αυτό τους παίδας των Εβραίων, τους απειρόκακους, προτρέπεται κραυγάζειν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις…” (ιδιόμελο Λιτής). Το Πνεύμα του Θεού δηλ. είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο, αυτό που κινεί τους παίδες προς υποδοχή του Χριστού ως Μεσσία.
Μόνο τα παιδιά στρώνουν ενδύματα, διότι οι Ιουδαίοι τον επευφήμησαν ως βασιλέα του κόσμου τούτου. Το πουλάρι που δεν είναι σε θέση να βαστάξει ζυγό, συμβολίζει τους Χριστιανούς, που θα προέρχονταν από τα έθνη (δηλ. τους ειδωλολάτρες), οι οποίοι πριν πιστέψουν στον Χριστό ήσαν αγύμναστοι και απροετοίμαστοι να βαστάσουν το φορτίο του θείου νόμου. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνουν με πλήρη σαφήνεια οι ύμνοι της εορτής: “και τω πώλω επέβης συμβολικώς, ώσπερ επ’ οχήματος φερόμενος, τα έθνη τεκμαιρόμενος Σωτήρ” (στιχηρό ιδιόμελο Εσπερινού)· “το ακάθεκτον των εθνών η καθέδρα του πώλου προετύπου, εξ απιστίας εις πίστην μεταποιούμενον” (ιδιόμελο αποστίχων).
Τα κλαδιά των φοινίκων που κρατούσαν τα πλήθη, είναι σύμβολα νίκης και χαράς.
Ήταν συνήθεια στους ιουδαίους να κρατούν στα χέρια τους τέτοιους κλάδους όταν υποδέχονταν επίσημα πρόσωπα. Τα “βαΐα των φοινίκων” τα συναντούμε, πολύ νωρίς, στις κατακόμβες ως σύμβολα της πεποίθησης των πρώτων χριστιανών για τη νίκη της πίστης τους. Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να ανευφημήσουν τον Χριστό “μετά κλάδων νοητώς, κεκαθαρμένοι τας ψυχάς” (κάθισμα Όρθρου) προσάγοντας σ’ Αυτόν “κλάδους και βαΐα αρετών … και θείων έργων” (βλ. προσόμοια μικρού Εσπερινού).
Πηγές:(Δικτυογραφία)ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΠΑΤΡΩΝ Του Παν. Α. Ανδριόπουλου θεολόγου panagiotisandriopoulos.blogspot.com– fdathanasiou.wordpress.com