Μετά την αναψηλάφιση της “δίκης των έξι”…
16 Απριλίου 2013
γράφει ο κ. Μίκης Πρωτοπαπαδάκης
Η προσφυγή στον Άρειο Πάγο για αναψηλάφηση (στην δικαστική γλώσσα ‘‘επανάληψη’’ ή ‘‘επανεξέταση’’) μιας δίκης είναι δικαίωμα που παρέχεται στον πολίτη από τον Ποινικό Κώδικα.
Η ενεργοποίηση της διαδικασίας γίνεται μόνον αν ζητηθεί από ενδιαφερόμενο πολίτη, με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Νόμος, δηλαδή: Ο προσφεύγων να είναι εκείνος, που πιστεύει ότι έχει καταδικασθεί άδικα ή συγγενής του μέχρι Β’ βαθμού, και να προσκομίζει στοιχεία που δεν γνώριζαν οι δικαστές, όταν είχε γίνει η δίκη.
Το δικαίωμα προσφυγής επεκτάθηκε στους συγγενείς του καταδικασμένου με πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα. Η γνώση και η εμπειρία σχετικά με το θέμα είναι ακόμη σήμερα περιορισμένη, επειδή σχετική προσφυγή έτυχε να γίνει για μία μόνον δίκη πριν από την υπόψη περίπτωση της Δίκης των Έξι. Είναι, λοιπόν, φυσικό να έχουν δημιουργηθεί απορίες, ακόμη και αμφισβητήσεις για την πρόσφατη αναψηλάφηση που έγινε για την Δίκη αυτήν. Στις γραμμές που ακολουθούν παρουσιάζονται απόψεις και γεγονότα, που ελπίζεται ότι θα βοηθήσουν να λυθούν οι απορίες και να αναιρεθούν οι αμφισβητήσεις, που έχουν διατυπωθεί μετά την δημοσίευση των υπόψη αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ
Στοιχεία που, σύμφωνα με τα παραπάνω, προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, ήσαν, μεταξύ άλλων, οι μεταγενέστερες επίσημες δηλώσεις 1) του Βενιζέλου, ότι οι καταδικασθέντες δεν είχαν διαπράξει προδοσία και 2) του Πάγκαλου με το ίδιο περιεχόμενο, παρ’ όλο που ο ίδιος, ως Πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής είχε υποστηρίξει το αντίθετο. Οι δηλώσεις αυτές είναι καταγραμμένες στα Επίσημα Πρακτικά της Βουλής. Η ουσία της αναψηλάφησης έγκειται στο να πεισθούν οι Δικαστές ότι, αν ο Βενιζέλος και ο Πάγκαλος είχαν καταθέσει αυτά τα στοιχεία στην δίκη του 1922, δεν θα ήταν δυνατόν να προκύψει η γνωστή καταδικαστική απόφαση και να γίνει η εκτέλεση με την δικαστική διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση, τα στοιχεία ήσαν αδιάσειστα με συνέπεια να γίνει δεκτό κατά πλειοψηφία ότι οι Στρατοδίκες οδηγήθηκαν σε ‘‘πλάνη περί τα πράγματα’’. Οι Δικαστές που μειοψήφησαν, δεν αμφισβήτησαν την αθωότητα των καταδικασθέντων. Οι αντιρρήσεις τους, τις οποίες αναφέρουμε παρακάτω, αναφέρονταν σε διαδικαστικά θέματα, δεν έπεισαν, όμως, το Δικαστήριο ότι ήσαν έγκυρες. Αυτά αναφέρονται εκτενώς στις 60 σελίδες της απόφασης 1533/2009 του Αρείου Πάγου. Άλλα θέματα, όπως το γεγονός ότι το Στρατοδικείο είχε συγκροτηθεί παράνομα, ότι η καταδίκη ήταν προαποφασισμένη κλπ, δεν εμπίπτουν στην έννοια της δικαστικής αναψηλάφησης. Είναι, όμως, δυνατόν να γίνει γι’ αυτές αναψηλάφηση στην Βουλή ή σε συνέδρια. Σε τέτοιες περιπτώσεις η τυχόν άδικες αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ. Τέτοιες αναψηλαφήσεις έχουν μόνον ακαδημαϊκό χαρακτήρα..
Για τo παράνομο της συγκρότησης του Στρατοδικείου παρατηρούμε πως η παρανομία έγκειται στο γεγονός ότι συγκροτήθηκε ‘‘επαναστατικώ δικαίω’’, ενώ η ‘‘Επανάσταση’’ είχε παραδώσει την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Κροκιδά. Για να είναι νόμιμη η δίκη, έπρεπε οι πολιτικοί να δικασθούν από την Βουλή και οι στρατιωτικοί, από Στρατοδικείο με Πρόεδρο βαθμού ανώτερου από τους δικαζόμενους. Παρ’ όλα αυτά, η πράξη του 1922 είναι δίκη. Έτσι αναφέρεται σε ολόκληρη την βιβλιογραφία καθώς και στην κοινωνία: όταν αναφερόμαστε σ’ αυτήν, την ονομάζουμε ‘‘Δίκη των Έξι’’. Επομένως, η αναψηλάφησή της ανήκει στην δικαιοδοσία της Δικαιοσύνης.
Αντίστοιχα, αν ένα κτίριο οικοδομηθεί με άτεχνο τρόπο και αργότερα διαπιστωθεί πως πρέπει να κατεδαφισθεί, η κατασκευή που κατεδαφίσθηκε δεν θα παύει να λέγεται πως ήταν ‘‘κτίριο’’ και η δικαιοδοσία για την κατεδάφισή του θα ανήκει στους τεχνικούς. Τέλος, αν θέλουμε να ελέγξουμε τους Στρατοδίκες, αυτό δεν μπορεί να γίνει δικαστικά, διότι η πράξη έχει παραγραφεί.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΣΤΟ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Οι απόψεις της μειοψηφίας του Δικαστηρίου αφορούσαν, όπως είπαμε, μόνον σε διαδικαστικά θέματα. Δεν αμφισβήτησαν την αθωότητα των άδικα καταδικασθέντων. Οι αντιρρήσεις που πρόβαλαν ήσαν:
α. Αφού δεν υπάρχουν τα επίσημα πρακτικά της προσβαλλόμενης δίκης, δεν είναι δυνατόν να γίνει αναψηλάφηση. Ας με συγχωρήσουν οι μειοψηφίσαντες Αρεοπαγίτες, αλλά η απαράδεκτη αμέλεια του Δημοσίου να φυλάξει οποιαδήποτε έγγραφα, δεν επιτρέπεται να στερεί τον πολίτη οποιουδήποτε δικαιώματός του.
β. Έχει παρέλθει πολύς χρόνος από την διεξαγωγή της προσβαλλόμενης δίκης. Ναι, αλλά ο Νομοθέτης έδωσε το δικαίωμα της προσφυγής για Αναψηλάφηση στους συγγενείς μέχρι Β’ βαθμού των καταδικασθέντων, δηλαδή περιθώριο χρόνου δύο γενεών, πράγμα με το οποίο συμφωνεί ο χρόνος της υπόψη προσφυγής.
γ. Οι δηλώσεις Βενιζέλου κλπ. δεν αποτελούν ‘‘νέα στοιχεία’’, αλλά είναι απλές εκτιμήσεις. Η άποψη αυτή μπορούσε να είναι αποδεκτή, αν οι δηλώσεις είχαν γίνει από τυχαία πρόσωπα σε τυχαίες περιστάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, έγιναν από επίσημα πρόσωπα, πρόσωπα που ήσαν σε θέση να γνωρίζουν καλά τα πράγματα και είναι καταγραμμένες σε επίσημα έγγραφα.
Η ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Όπως έχουμε αναφέρει, η απόφαση του Στρατοδικείου ακυρώθηκε, ’’εξαφανίσθηκε’’ από την Δικαιοσύνη. Παραμένει, όμως, ανεξίτηλη στην Ιστορία, αφού έχει καταγραφεί σε Ιστορικά κείμενα ως ιστορικό γεγονός.. Έχει λεχθεί ότι με την Αναψηλάφηση της Δίκης των Έξι, ο Άρειος Πάγος ανέτρεψε την Ιστορία, ενώ δεν είχε αρμοδιότητα να το πράξει. Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με απόψεις Ιστορικών επιστημόνων, που είδαν την Δίκη του Στρατοδικείου ως παρωδία δίκης ή δίκη σκοπιμότητας. Η απόφαση του Αρείου Πάγου ενισχύει την άποψη αυτήν των επιστημόνων, δεν την ανατρέπει. Σχετικά έγραψε η Ιστορικός Κατερίνα Δέδε στην εφημερίδα ΑΥΓΗ (31/10/2010): «Οι επιστήμονες ιστορικοί δεν υιοθέτησαν την εκδοχή ότι οι Έξι εκτελέστηκαν επειδή ήσαν προδότες. Η όλη διαδικασία καταγράφηκε κυρίως ως μια δίκη σκοπιμότητας, στηριγμένη στη σαθρή κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, η οποία οδήγησε στην προαποφασισμένη εκτέλεση των Έξι».
Ανάλογα έχουν αναφερθεί από την καθηγήτρια κυρία Χριστίνα Κουλούρη και από άλλους Ιστορικούς σε πλήθος δημοσιευμάτων. Εκείνο που ανέτρεψε ο Άρειος Πάγος είναι η εκδοχή της ιστορίας, η οποία επιμένει ότι η απόφαση του Στρατοδικείου του 1922 ήταν ορθή. Αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ως θεμέλιο για να οικοδομηθεί μια παραποιημένη ‘‘Ιστορία’’ Το γκρέμισμα του θεμελίου παρέσυρε προς κατεδάφιση ολόκληρο το οικοδόμημα της αντίστοιχης ‘‘Ιστορίας’’.
Στην υπόψη περίπτωση η Δικαιοσύνη απλώς τακτοποίησε ‘‘τα του οίκου της’’. Διόρθωσε ένα λάθος της, με την διαδικασία που ορίζουν οι νόμοι. Η διαδικασία της Αναψηλάφησης ενεργοποιήθηκε με αίτηση πολίτη, που συγκέντρωνε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να το ζητήσει. Το Δικαστήριο εξέτασε την απόφαση του Στρατοδικείου του 1922 σε συνδυασμό με τα νεότερα στοιχεία που
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Σε άρθρο με τον παραπάνω τίτλο, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΤΟΛΜΗ της Κρήτης στις 14/2/2010, ο Λευτέρης Συμβουλάκης εκθέτει τους προβληματισμούς του – που είναι και προβληματισμοί της κοινωνίας γενικότερα – σχετικά με την Αναψηλάφηση της Δίκης των Έξι.
προσκομίσθηκαν, και μόνον αυτά, και έκρινε ότι η πρώτη έπασχε νομικά από ‘‘πλάνη περί τα πράγματα’’, γι’ αυτό και την ακύρωσε. Η χρήση της υπόψη δικαστικής απόφασης, ή οποιωνδήποτε άλλων δικαστικών αποφάσεων, για την υποστήριξη απόψεων ή θεμάτων που ανήκουν σε άλλους χώρους, αποτελεί αντικείμενο εκείνων που τις χρησιμοποιούν, όχι της Δικαιοσύνης.
« Με αφορμή την απόφαση του Αρείου Πάγου για αναψηλάφηση μιας υπόθεσης ύστερα από 88 χρόνια της δίκης που άλλαξε την ιστορία της Ελλάδας, ο έντυπος Τύπος σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και οι πιο μικρές επαρχιακές εφημερίδες, φιλοξενούσαν έναν τίτλο που ‘‘γυάλιζε’’ περισσότερο από όλους τους άλλους που ‘‘πνιγόντουσαν’’ από το μελάνι και θόλωναν το χαρτί με τα θέματα της καθημερινότητας.
Ο Άρειος Πάγος είχε λάβει μια απόφαση με εξαιρετικά μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, για όλους εκείνους που ακόμη νιώθουν Έλληνες. Για το νομικό κόσμο της χώρας η απόφαση ήταν πρωτόγνωρη αν και το ποινικό ενδιαφέρον μηδαμινό! ‘‘Αναψηλάφηση της δίκης των Εξ’’, αναρωτήθηκα και αυτόματα σκέφτηκα: ‘‘Μα είναι δυνατό να ανοίγει το ποινικό μέρος μιας εθνικής υπόθεσης, που άλλαξε το ρου της ιστορίας; Και οι κατηγορούμενοι; Δεν ζουν’’. Σε ελάχιστα λεπτά διάβασα το ρεπορτάζ και δε σας κρύβω ότι χρειάστηκε και δεύτερη ανάγνωση. Χρειαζόμουν περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες για την υπόθεση αυτή. Την υπόθεση που όλοι έχουμε στο μυαλό μας ως εθνική προδοσία, έτσι τη διδαχθήκαμε στο σχολείο, και που αφορά στην καταδίκη και την εκτέλεση των υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής με συνοπτικές διαδικασίες. Λίγο πολύ ιστορικά γνώριζα τι είχε μεσολαβήσει από το 1914 και μετά. Δεν γνώριζα όμως περισσότερα, ούτε για τους υπαίτιους, ούτε για το παρασκήνιο της δίκης, ούτε για το κατηγορητήριο και την απόφαση του έκτακτου Στρατοδικείου ούτε για την εκτέλεση των Έξι καταδικασθέντων εις θάνατο. Ήταν πραγματικά προδότες οι τρεις πρωθυπουργοί, οι δύο υπουργοί και ο ένας στρατηγός που καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών για εθνική προδοσία; Ή μήπως δεν ήταν;» «Όχι, δεν πιστεύω ότι υπήρξαν προδότες της πατρίδας τους. Υπήρξαν τραγικά θύματα, εξίσου τραγικά με τους πρόσφυγες, αλλά θύματα, όχι θύτες», επιβεβαιώνει ο Βασίλης Τζανακάρης – ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ, σελ.728.
Η Αλήθεια, που αναζητά το παραπάνω δημοσίευμα, αναζητήθηκε, βρέθηκε και επικυρώθηκε με τις πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που ακύρωσαν την άδικη απόφαση του δικτατορικού Στρατοδικείου του 1922. Με την πράξη αυτήν του Ανωτάτου Δικαστηρίου επουλώθηκε ένα βαρύ τραύμα που πλήγωνε τον θεσμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης και την ευνομία της Ελλάδας. Η Δικαίωση των εκτελεσθέντων υπήρξε πράξη εθνική. Γι’ αυτό και έγινε δεκτή, όπως αναφέρεται στο παραπάνω δημοσίευμα, «με εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον, για όσους νιώθουν ακόμη ότι είναι Έλληνες». Γι’ αυτό και ένας Έλληνας, την ημέρα που ανακοινώθηκε από τα μέσα ενημέρωσης η απόφαση, είπε με ενθουσιασμό: «Σήμερα ο Θεός μίλησε Ελληνικά!»
Την θεσμική αξία της ακύρωσης της άδικης πράξης του Στρατοδικείου ένιωσαν περισσότερο οι Δικαστικοί και οι Νομικοί επιστήμονες γενικότερα. Χαρακτηριστικά, ένας Δικαστής μου έλεγε: «Ως Δικαστής, είμαι ικανοποιημένος από την απόφαση του Α.Π., επειδή δεν μπορούσα να ανεχθώ να υπάρχει στην Ιστορία της Δικαιοσύνης μια τέτοια άδικη Δίκη. Ήμασταν συνένοχοι, ενόσω δεν την είχαμε αποκηρύξει».Ένας Αμερικανός Νομικός, εξάλλου, μου είπε:«Είναι κρίμα, που στην ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης υπήρξε μια δίκη άδικη, όπως εκείνη του 1922! Και να σκεφθείτε, ότι εμείς στηρίζουμε την απονομή της Δικαιοσύνης στα ελληνικά πρότυπα (εννοούσε, φυσικά, τα αρχαία). Ευτυχώς που η ίδια η ελληνική Δικαιοσύνη είχε την σύνεση να ακυρώσει την απαράδεκτη αυτήν δίκη».
ΤΟΛΜΗ
Πριν λίγες μέρες έλαβα ένα γράμμα από το Παρίσι, στο οποίο ο συντάκτης έγραφε, μεταξύ άλλων:«Πετύχατε την δικαίωση και την δικαστική ανατροπή. Μπράβο σας, για το θάρρος σας, την τόλμη». Ευχαριστώ τον συντάκτη της επιστολής για τα καλά του λόγια. Οφείλω εδώ να παρατηρήσω, ότι τα ίδια επαινετικά λόγια ταιριάζουν και στους εκλεκτούς φίλους, ένθερμους θιασώτες του Δικαίου και της Δημοκρατίας, που έδωσαν το έναυσμα και στήριξαν τον ιερό αυτόν αγώνα. Κρατώ την λέξη ‘‘τόλμη’’, που χρησιμοποίησε ο παραπάνω επιστολογράφος, και υπενθυμίζω πως όταν το 2007 ο Απεραθίτικος Σύλλογος έφερε, εκείνος πρώτος, το θέμα της Δικαίωσης των Έξι στην δημοσιότητα, ένας δημοσιογράφος είπε: «Ποιός είναι αυτός ο σύλλογος, που τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο;» Και ερωτώ: Γιατί σε μια ευνομούμενη Δημοκρατία θεωρείται τόλμη, το να εκφράσει κανείς την γνώμη του;
ΟΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΕΛΛΗΝΕΣ
Πέρα από την θεσμική αξία που έχει η ακύρωση της άδικης Δίκης του 1922, υπάρχει και η ηθική αξία της αθωωτικής πράξης: ¨Έσβησε το στίγμα της βαρβαρότητας, που βάραινε το ελληνικό Έθνος. Το γεγονός ότι οι Έξι υπήρξαν θύματα, όχι της τουρκικής θηριωδίας, αλλά της ελληνικής, ότι σκοτώθηκαν Έλληνες με τουφέκια Ελλήνων στρατιωτών, χαρακτήρισε, τότε, την Ελλάδα ως μια
χώρα βάρβαρη. Το περίεργο είναι, ότι υπάρχουν ακόμη σήμερα Έλληνες(;) που, όπως έγραψε κάποιος στο διαδίκτυο, «λες και θέλουν να τους αναστήσουν, για να τους ξανασκοτώσουν».
ΕΝΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Την διχαστική παραπάνω στάση καταδίκασε ο Βενιζέλος με ιστορικές αγορεύσεις του στην Βουλή το 1929 και το 1932. Με αυτές χάραξε μια πολιτική ενότητας. Συγκεκριμένα, σε αγόρευσή του στην Βουλή στην συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 1929, ο Βενιζέλος είπε, μεταξύ άλλων τα εξής:
«.Θέλετε να αναλάβω την ευθύνην δια την διαίρεσιν του λαού; Την αναλαμβάνω. Αλλά πρέπει να εύρωμεν τρόπους, δια να τελειώσει το ζήτημα αυτό.»…Και πρέπει να γνωρίζετε, ότι εκείνο το οποίον με απησχόλησε και με απασχολεί και αποτελεί τον διάπυρον πόθον μου και θα με κάμη ευτυχή είναι,πριν κλείσω τα μάτια μου, να ίδω ότι αυτό το χάσμα εγεφυρώθη. »…Κανείς δεν θα μπορεί να με κατηγορήσει, ότι πριν το μεγάλο ταξίδι, δεν έκανα ό,τι μου ήτο δυνατόν δια να εξαλειφθεί η διαίρεσις».
Στην ίδια αγόρευση ο Βενιζέλος έδειξε τον σεβασμό του προς τον θεσμό της Βασιλείας, όταν είπε:«Δεν συνειθίζω να ομιλώ ανευλαβώς περί ανθρώπων, οι οποίοι τοιαύτην θέσιν κατέλαβον εις τον τόπον (εννοεί τον Κωνσταντίνο) και προς τους οποίους συνδέεται ψυχικώς μία μεγάλη μερίς του
Ελληνικού Έθνους, και ιδίως αν είναι αποθανώντες». Σε άλλο απόσπασμα από την ίδια παραπάνω αγόρευση του Βενιζέλου: διαβάζουμε: «Ποία θαύματα θα επετύγχανεν ο Ελληνικός λαός κατά τον Μεγάλον Πόλεμον (εννοεί τον Α’ Παγκόσμιο) εαν έμενεν ηνωμένος!» Μεγάλη αλήθεια! Θυμίζει εκείνο, που είπε ο Κολοκοτρώνης, ότι «εάν η ομόνοια που είχαμε τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης διαρκούσε δύο χρόνια ακόμη, θα είχαμε φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη».
Τον ενωτικό προσανατολισμό που πρόβαλε την εποχή εκείνη, επιβεβαίωσε ο Βενιζέλος και με επιστολή που έστειλε προς τον Αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, στην οποία γράφει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει: «Σας διαβεβαιώνω με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς εκ των ηγετών της δημοκρατικής (εννοεί αντιβασιλικής) παράταξης επίστευσεν ότι οι Έξι ήσαν προδόται». Σε άλλη αγόρευσή του, το 1932, έδειξε την ιδιαίτερη εκτίμησή του για τον Πρωτοπαπαδάκη. Τις απόψεις αυτές του Βενιζέλου επανέλαβε σε υπερθετικό βαθμό ο στηλοβάτης, τότε, του κόμματος των Φιλελευθέρων Στρατηγός Θ. Πάγκαλος. Για τις δηλώσεις αυτές του Βενιζέλου και του Πάγκαλου έχουν διατυπωθεί αμφισβητήσεις, ως προς το αν ήσαν ειλικρινείς. Το γεγονός, πάντως, ότι δηλώσεις με το ίδιο παραπάνω ενωτικό περιεχόμενο επαναλήφθηκαν πολλές φορές σε χρονικές στιγμές που απέχουν μεταξύ τους τρία ή περισσότερα χρόνια, και μάλιστα από θέσεως ισχύος – πράγμα που δίνει στον κάθε άνθρωπο την ευχέρεια να εκφράζεται ελεύθερα – πείθει ότι η προτροπή για ενότητα ήταν, στην εποχή εκείνη, σοβαρή πολιτική πράξη.
Παρ’ όλα αυτά, οι συντηρητές του Διχασμού επιμένουν στις απόψεις τους. «Όχι», λένε, «ο Βενιζέλος δεν ήθελε την ενότητα, δεν πίστευε στην αθωότητα των Έξι, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Πρωτοπαπαδάκη». Αρνούνται, ακόμη, την Δικαίωση των Έξι, η οποία, όπως επισημαίνει ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ.Νίκος Τσάγγας στην εισήγησή του προς το Ζ’ Ποινικό Τμήμα, «αποτελεί ένα βήμα προς την Εθνική Συμφιλίωση και οδηγεί προς το οριστικό κλείσιμο αυτής της πληγής, που καταταλαιπώρησε στο παρελθόν το έθνος». Αν οι σημερινοί τιμητές της μνήμης του Βενιζέλου διαφωνούν με την πολιτική ενότητας που εκείνος χάραξε, ας δικαιολογήσουν την διαφωνία τους. Αν, πάλι, συμφωνούν, ας γίνουν και αυτοί ‘‘ενωτικοί’’.
ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ
Η άποψη, ότι η εκτέλεση των Έξι ήταν πράξη, που αναμφισβήτητα έπρεπε να γίνει, διαψεύδεται από την στάση στενών συνεργατών του Βενιζέλου. Έχουν καταγραφεί κινήσεις που έγιναν πριν την εκτέλεση με σκοπό να αποτραπεί η αποτρόπαια πράξη, καθώς και άλλες, μετά την εκτέλεση, που πρόβαλαν το άστοχο, το άδικο και το άνομο της. Εντύπωση προκαλεί η διάθεση των Στρατοδικών.
Έχω πληροφορηθεί από προσωπικές μαρτυρίες, ότι κάποιοι από αυτούς είχαν εκφράσει την επιθυμία να μην συμμετάσχουν στο Στρατοδικείο. Υπερίσχυσε, όμως, ο θεσμός της στρατιωτικής πειθαρχίας, και τελικά υπάκουσαν στην εντολή που είχαν λάβει. Παρόμοια ήταν η θέση τους στην ψηφοφορία για την έκδοση της άδικης καταδικαστικής απόφασης. Φαίνεται από τα πράγματα, ότι χρειάσθηκε πίεση προς αυτούς, για να υπάρξει ομοφωνία.
Η βαριά διάθεση των Στρατοδικών ήταν φανερή στην πορεία της διεξαγωγής της Δίκης. Δεν μπόρεσαν να κρύψουν την ταραχή τους για το απάνθρωπο έργο που επιτελούσαν, να καταδικάζουν ανθρώπους, την στιγμή που γνώριζαν, ότι ήσαν αθώοι. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έχασε την φωνή του, όταν διάβαζε από την έδρα την καταδικαστική απόφαση. Ο Επαναστατικός Επίτροπος, ο φανατικότερος από τους κατηγόρους, έπεσε χάμω λιπόθυμος, όταν ανακοίνωνε την καταδικαστική απόφαση στους μελλοθάνατους. Χαρακτηριστικό είναι, ότι απόγονος του Οθωναίου μου ζήτησε δημόσια συγγνώμη γι’ αυτό που έγινε. Άλλη αξιοσημείωτη αντίδραση ήταν εκείνη του Στυλιανού Γονατά, ο οποίος ήταν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συναρχηγός με τον Πλαστήρα στην ‘‘Επανάσταση’’. Όταν έγινε Πρωθυπουργός, λίγες μέρες πριν την εκτέλεση, είχε εκδώσει, όπως διαβάζουμε στις Εγκυκλοπαίδειες, πράξη απονομής χάριτος για τους μελλοθάνατους, στην οποία, όμως, δεν πειθάρχησε ο Πλαστήρας. Δεν ταιριάζει, φυσικά, να απονέμεται χάρις σε αθώους. Όμως, στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας που είχε εφαρμοσθεί, αυτός ήταν, τυπικά, ο τρόπος, με τον οποίο ο Πρωθυπουργός μπορούσε να ασκήσει την εξουσία του για να σταματήσει τις εκτελέσεις.
Παράλληλα, σύμφωνα με όσα γράφει για το θέμα ο Δ. Μπαγιώργας στο βιβλίο του ‘‘Ακμή και παρακμή του πολιτικού ήθους’’ οι στενοί συνεργάτες του Βενιζέλου Διομήδης και Ρέπουλης αντιτάχθηκαν στην εκτέλεση. Για τον σκοπό αυτόν ο πρώτος πήγε στην Λωζάνη για να μεταφέρει την άποψή του στον Βενιζέλο και να τον πείσει, να ενεργήσει, για να ματαιωθεί η εκτέλεση. Ο Βενιζέλος, σύμφωνα με τον συγγραφέα, απάντησε: «Αυτό θα ισοδυναμούσε με τον πολιτικό μου θάνατο», εννοώντας, όπως προκύπτει από την συνέχεια του διαλόγου, ότι μια τέτοια κίνηση θα τον έφερνε σε αντίθεση με τα πιο δυναμικά στελέχη του Κόμματος. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Διομήδης είπε στον Ρέπουλη, ότι ήταν άσκοπο να μεταβεί και αυτός στην Λωζάνη, διότι ο Βενιζέλος δεν επρόκειτο να πεισθεί. Μετά την εκτέλεση, πρώτος από τους βενιζελικούς, που μίλησε για αναθεώρηση της Δίκης, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Ως Πρωθυπουργός, το 1924, είχε πει στον Βενιζέλο: «Άν θέλετε, κύριε Πρόεδρε, να επανέλθωμεν εις την Συνταγματικήν ομαλότητα, το πρώτον που πρέπει να κάμωμε, είναι να αναθεωρήσωμε την Δίκη των Έξι». Δεν υπήρξε, όμως, τότε, συνέχεια στο θέμα. Η μόνη σχετική παρατήρηση του Βενιζέλου ήταν: « Δεν μπορώ να τους ξαναφέρω στην ζωή». Ο Πάγκαλος εξ άλλου, καταδίκασε, όπως είδαμε την εκτέλεση, όχι μόνον ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής, αλλά και σε πολλές άλλες περιστάσεις. Ειδικότερα, εκφράσθηκε με επαινετικά λόγια για τον Χατζανέστη και πρόσθεσε ότι ήθελε να τον σώσει με προφορική επέμβαση την τελευταία στιγμή. Για τον Αρχιστράτηγο είχε μιλήσει επαινετικά και ο Στρατηγός Κοιμίσης κατά την αγόρευσή του στην Δίκη, όπου είχε παρουσιασθεί ως κατήγορος (Ο κατήγορος υποστήριξε τον κατηγορούμενο!).
Διερωτάται κανείς, γιατί, αφού υπήρχαν αντιρρήσεις από ανώτερα στελέχη των Φιλελευθέρων, πραγματοποιήθηκε τελικά η Δίκη και η εκτέλεση; Ακόμη, γιατί, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του δεν έφεραν πρόταση ψηφίσματος στην Βουλή, για να κηρυχθούν αθώοι, εκείνοι που καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν άδικα; Μήπως έλειπε η τόλμη; Τόλμη να έρθει η ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων σε αντίθεση με τα φανατικά στελέχη του, με όποιες συνέπειες θα είχε αυτό; που προκάλεσαν, αυτά – όχι οι δυστυχείς πρόσφυγες – την εκτέλεση.
Πηγή:istorikathemata.com