Φθάνουμε στην Ανάσταση διά του Σταυρού.
7 Απριλίου 2013
(Κυριακή Γ΄Νηστειών, της Σταυροπροσκυνήσεως)
Βρισκόμαστε στο μέσο της Αγίας Σαρακοστής και η Αγία μας Εκκλησία προβάλλει στους πιστούς τον Τίμιο Σταυρό για προσκύνηση.
«Τον Σταυρόν Σου προοκυνούμεν, Δέσποτα και την Αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν», ψάλλει σήμερα η αγία μας ’Εκκλησία.
Είναι ο ύμνος, που δεσπόζει στη σημερινή Κυριακή και συνδέει το πάθος και την οδύνη του Σταυρού με τη δόξα της Αναστάσεως, την ταπείνωση με την ύψωση, τη λύπη με τη χαρά, το χαροποιόν πένθος, που είναι το χαρακτηριστικό της ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. […]
Ο σταυρός αφανίζει το κράτος του θανάτου
Ο Χριστός έρχεται στον κόσμο και γίνεται άνθρωπος, λαμβάνει «δούλου μορφήν» για να σώσει τον «πεπτωκότα άνθρωπον», ο οποίος διέπραξε την πιο μεγάλη αμαρτία της άρνησης του Θεού, για να έχει «πρόσκαιρον αμαρτίας απόλαυσιν», που έφερε τον θάνατο.
Ο Χριστός με τον ερχομό Του και με τον τρόπο ζωής Του αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη μεγάλη δύναμη της θυσίας, του σταυρού, όταν για κίνητρο έχει την αγάπη του Θεού.
Αυτό είναι το «μείζον», το πιο μεγάλο, με το οποίο όλος ο κόσμος δε μπορεί να εξισωθεί. Η διαφύλαξη της αγάπης του Θεού και του αγίου θελήματος Του, «αντί πάσης θυσίας», είναι πηγή ζωής και αθανασίας. Βιώνοντας την αγάπη στον Θεό «εξ όλης ψυχής και καρδίας» και ταυτίζοντας το θέλημά μας με το δικό Του, αποκτούμε «γνώση» Θεού, που είναι «ζωή αιώνιος» (Ιω. 17. 3).
Ο άνθρωπος για ένα καρπό, για τη φιληδονία της γεύσεως αρνήθηκε τον Θεό και το θέλημά Του. Ο Χριστός προτιμά το θέλημα του Πατρός Του από την τροφή του σώματος. Παρόλο που δέχεται και την τροφή, δεν έχει και τόση σημασία γι’ Αυτόν. Μπορεί και να τη θυσιάσει, αλλά δε θυσιάζει ποτέ την αληθινή τροφή του, το «θέλημα του Πατρός» Του. Όταν οι Μαθητές Του αγόρασαν τρόφιμα και επέστρεψαν, Τον παρακαλούσαν και του έλεγαν:«Ραββί,(= διδάσκαλε) φάγε» και Αυτός απαντούσε: Δική μου τροφή είναι να κάνω το «θέλημα του πέμψαντός με» (Ιω, 4, 34). Κάνοντας αυτό το θέλημα ζει «εν τω Πατρί» και συγχρόνως έχει «εν εαυτώ τον Πατέρα». Θέλει ό,τι και ο Πατέρας Του, γιατί είναι Υιός φιλοπάτωρ. Αυτή η αγάπη και αυτό το θέλημα είναι η ζωή της θεότητος, δηλαδή αθανασία και αιωνιότης.
Το θέλημα του Πατρός Του δεν είναι μόνο τροφή, αλλά και τρυφή Του. Την υλική τροφή τη λάμβανε για διατροφή του σώματός Του, όχι όμως για απόλαυση, αλλά ως δώρο του Θεού, που κατέληγε στην ευχαριστία και δοξολογία του Πατέρα Του. Ποτέ του δε θυσιάζει το αιώνιο χάριν του προσκαίρου.
Στον πρώτο πειρασμό του διαβόλου που απέβλεπε να τον απομακρύνει από τον Πατέρα Του, όταν είχε πεινάσει, του πρότεινε να κάνει τις πέτρες ψωμιά για να φάγει. Ο Χριστός αρνήθηκε και προτίμησε την ασιτία. Φτάνει που ήταν «μετά του Πατρός Του». Αυτό προτιμά από τον «χορτασμό της κοιλίας». Τόσο στην αναστροφή με τους Μαθητές Του όσο και με τον κόσμο, διδάσκει τη μεγάλη σημασία του σταυρού, της θυσίας, της νέκρωσης των επιθυμιών της σαρκός. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προχωρεί και στον θάνατο αυτής της φυσικής του ζωής. Και όχι σ’ ένα φυσικό θάνατο, αλλά στον πιο σκληρό, οδυνηρό και επονείδιστο, τον σταυρικό, προκειμένου να κερδίσει για τον άνθρωπο την αιώνιο ζωή. Όλα ξεκινούν από την πηγή της ζωής, τη σχέση με τον Θεό και σ’ αυτή καταλήγουν.
Το θέλημα του Πατρός Του, όχι απλά είναι και δικό Του, αλλ’ είναι ο Ίδιος, το «ζων και ενυπόστατον θέλημα του Πατρός» (Κύρ. Αλεξανδρείας). Συγχρόνως δε είναι και «ενυπόστατος αγάπη». Αυτό που θέλει ο Πατέρας Του, να πεθάνει θάνατο σταυρικό, το θέλει και ο ίδιος και συγχρόνως το εκτελεί ταπεινά, «μετ’ ευχαριστίας», γιατί είναι η ζωή Του, η έκφρασή Του. Και την παραμονή του εκουσίου πάθους Του τελεσιουργεί το Μυστήριο του Σώματός Του, το οποίο θα δεχθεί τον θάνατο και του Αίματός Του, που θα χυθεί και το ονομάζει Ευχαριστίαν. Ευχαριστεί δηλαδή και για την έσχατη οδύνη, γιατί αγαπά τον Πατέρα Του και «ποιεί το θέλημά Του».
Παρόλο που γνωρίζει τα πάντα που θα ακολουθήσουν, τα δέχεται με ευγνωμοσύνη και ευχαριστία. Γι’ αυτό και νικά τον θάνατο, κατακρίνει την αμαρτία «εν τη σαρκί Αυτού», την αφανίζει και ανιστά την ανθρώπινη φύση. Την ανέστησε, γιατί δεν ενήργησε αυτόνομα σε καμμιά περίπτωση, αλλά ταυτίσθηκε και εναρμονίσθηκε τέλεια με το θέλημα του Θεού, που είναι ανάσταση. Γι’ αυτό έμεινε αναμάρτητη, άχραντη και «πάσης επέκεινα καθαρότητος». Ο θάνατος δεν είχε θέση σ’ αυτή. Μπορούσε να τον αποφύγει. Τον δέχθηκε εκούσια, για να κάνει το θέλημα του Πατέρα. Γι’ αυτό τον νίκησε και τον κατάργησε. Και την ώρα του οδυνηρότερου μαρτυρίου, που τον προκαλούν να κατέβει από τον σταυρό, για να κάνει τον πόνο του ελαφρότερο, ο Χριστός αρνείται, για να σώσει τον άνθρωπο «έως τέλους», μεταποιώντας και την έσχατη οδύνη σε αγάπη, κοινωνία και υπακοή στον Πατέρα. Μέσα σ’ αυτή την αγάπη ο απάνθρωπος «κρανίου τόπος, παράδεισος γέγονε» και διά του σταυρού «ήλθε χαρά εν όλω τω κόσμω», γιατί ο Χριστός αναστήθηκε και «επάτησε τον θάνατο». Όλα τα καλά ήλθαν στον κόσμο, γιατί έμεινε «αχώριστος τω Πατρί».
Αλλά και πριν από τον σταυρό της άκρας οδύνης, δέχθηκε και υπόμεινε όλες εκείνες τις συνέπειες της «εκπεσούσης φύσεώς» μας: Εμπτυσμούς, κολαφισμούς, ραπίσματα, φραγγέλωση, τους ήλους, τη λόγχη, τον ακάνθινο στέφανο, τους ονειδισμούς, τας δυσσεβείς βλασφημίας. Όλα τα δέχθηκε χωρίς οργή, χωρίς μίσος, χωρίς να τα ανταποδώσει. Αντ’ αυτών ανταποδίδει αγάπη «εις τέλος» και σώζει τον άνθρωπο-θύμα της αμαρτίας και του διαβόλου. Με όλα αυτά «κατέκρινε την αμαρτίαν», τη νέκρωσε και τη μεταποίησε σε αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο.
Έτσι «ενεκρώθη το κράτος του εχθρού» και «συνετρίβησαν πύλαι οδυνηραί» των παθών της αμαρτίας και οι νεκροί οι «εν σκότει καθεύδονιες ανίσταντο» και ο κλειστός Παράδεισος άνοιξε και γέμισε με εκατομμύρια Αγίων, οι οποίοι «συνήφθησαν μετά του Θεού». ‘Ο πλανεμένος άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει ότι: όπου παρουσία Θεού και το «πυρ της κολάσεως» μεταποιείται σε δροσίζον. Κόλαση και θάνατος είναι το «άνευ Θεού ζην».
Ο Χριστός μένει στον σταυρό, γιατί παρέδωσε τα πάντα στον Πατέρα Του και τον ίδιο τον εαυτό Του, γι’ αυτό και ο πόνος Του μεταποιείται σε χαρά και ο σταυρός Του γίνεται φωτοφόρος. Τον φωτίζει ο παράδεισος της παρουσίας του Θεού. Στο τέλος παρέδωσε και το μόνο που του έμεινε, το πνεύμα Του, που χωρίζεται από το σώμα. «Πάτερ εις χείρας Σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου» (Λουκ. 23, 46) ήταν ο τελευταίος λόγος Του στον σταυρό. Εκαινοτόμησε για τον άνθρωπο, το «μηκέτι τρέχειν τας ψυχάς εις τον άδην», αλλά «εις χείρας Θεού». Έτσι την «πλανηθείσαν φύσιν» των ανθρώπων ανέστησε, εδόξασε, και ανύψωσε εις ουρανούς «εν δεξιοίς του Θεού και Πατρός». Όπως ήταν ως Υιός και Λόγος του Θεού, έτσι θα μένει και ως Θεάνθρωπος και έτσι θα γνωρίζεται «εις το διηνεκές». Αυτό θα επαναλάβουν οι Μάρτυρες, αλλά και όλοι οι Άγιοι με πρώτον τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, που είπε: «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» (Πράξ. 7, 59). Ακολουθώντας τον Σωτήρα του δεν ύβρισε, δεν καταράσθηκε τους φονευτές του, αλλά προσευχήθηκε: «Μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην», γι’ αυτό ζούσε την Ανάσταση. Έγινε «καινή κτίσις». Η ανθρώπινη φύση στα πρόσωπα των αναρίθμητων Αγίων έγινε Αγιοπνευματική και παλινδρόμησε «εις το πρώτον», στην αφθαρσία, την αθανασία.
Η άρση του δικού μας σταυρού
Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Χριστός θέλει να μας μυήσει στο μυστήριο του πάθους Του και του σταυρού Του. Πως διά σταυρού και θανάτου την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε επάνω Του, την έκανε μέτοχο ζωής αιωνίου. Γι’ αυτό ο σταυρικός θάνατος έγινε πρόξενος ζωής και αθανασίας, όχι μόνο για την ανθρώπινη φύση που έφερε, αλλά για όλο το ανθρώπινο γένος. Για κάθε άνθρωπο ο σταυρός χαρίζει ζωή και αφθαρσία.
Η πορεία αυτή προς τον σταυρό και τον θάνατο έγινε για τον άνθρωπο μοναδική οδός σωτηρίας. Για να γίνουμε μέτοχοι της «αθανάτου ζωής», πρέπει να γίνουμε και μέτοχοι στα παθήματα, τον σταυρό, τη θυσία του Κυρίου μας. Να νεκρώσουμε τα πάθη και τις επιθυμίες της σαρκικής φύσεώς μας και επί πλέον και την ίδια τη φύση μας, το σώμα μας, και οτιδήποτε άλλο, που μπορεί να μας οδηγήσει σε αυτόνομη ζωή από την αληθινή, που είναι η σχέση με τον Θεό. Αυτό εννοεί ο Χριστός με το «ακολουθείτω μοι», που ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο. Γνωρίζουμε τον Χριστό, όχι διανοητικά, αλλά μέσα από τη θυσία, «σταυρούμενοι». Οι Άγιοι διψούσαν να συμπάσχουν με τον Χριστό. Όχι απλά να νηστέψουν ή να ταπεινωθούν ή να κάνουν ελεημοσύνη, αλλά να υποστούν την έσχατη θυσία. Και ευχαριστούσαν γι’ αυτό τον Θεό. Γνωρίζουμε την «όντως ζωή» μέσα από τον θάνατο. Η πιο καλή ζωή είναι να υποφέρουμε για τον Χριστό, να πεθαίνουμε γι’ Αυτόν. Στη ζωή μας το παν δεν είναι αν υποφέραμε λίγο ή πολύ, αλλά αν σ’ όλες τις περιπτώσεις, είμαστε με τον Χριστό. Αν μέσα μας σταυρωθεί το φρόνημα του κόσμου, τότε ζούμε και υπάρχουμε αληθινά.
Μπροστά στον κάθε άνθρωπο υπάρχουν δυό επιλογές: η μία είναι η ζωή «μετά του Χριστού» και η άλλη η «άνευ του Χριστού». Η «άνευ του Χριστού» ζωή είναι η ζωή, που απορρέει από τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις της σαρκικής φύσεώς μας, του «παλαιού ανθρώπου», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Ο άνθρωπος αυτός δεν σκέπτεται τον Θεό, ούτε τον ενδιαφέρει η «εν Αυτώ» ζωή. Επιδιώκει την απόκτηση πλούτου, για να απολαμβάνει τις ηδονές της παρούσας ζωής, που ικανοποιούν τη φύση. Με αυτό όμως τον τρόπο ζωής ετοιμάζει για τον εαυτό του τον αιώνιο θάνατο. Αν ο άνθρωπος κάνει την πρώτη επιλογή και θέλει να αντλεί τη ζωή του από τη σχέση, την αγάπη και την κοινωνία με τον Θεό, θα έχει ισόβιο αντίπαλο τη φύση, που ρέπει προς την αμαρτία. Είναι το «φρόνημα της σαρκός», το οποίο προβάλλει πολλή αντίσταση και χωρίς άσκηση στο εσωτερικό του, ο άνθρωπος δε μπορεί να το καταβάλει.
Γι’ αυτό ο Χριστός μας συμβουλεύει να σηκώσουμε σταυρό, να αρνηθούμε τα φιλήδονα θελήματα και τις φιλόζωες επιθυμίες της φύσεως, μέχρι που να την υποτάξουμε στο θέλημα του Θεού, για να μετάσχει κι αυτή στην αθανασία και αιωνιότητα. Αυτό όμως προϋποθέτει άσκηση, αγώνα εσωτερικό, που είναι οδύνη, σταυρός. Χωρίς την καθημερινή άρση του σταυρού για νέκρωση των αμαρτωλών παθών, όπως μας καθοδηγεί το ευαγγέλιο, δηλαδή ο Κύριος και στη συνέχεια οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες και όλοι οι Άγιοι, δε μπορούμε να είμαστε πάντοτε «μετά του Χριστού».
Αν θέλουμε, λέγει ο Χριστός, να κερδίσουμε την πρόσκαιρη ζωή της φύσεώς μας, θα χάσουμε την αιώνιο ζωή. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε στην καθημερινότητα με την επιδίωξη να απολαύσουμε τις πρόσκαιρες ηδονές, αδιαφορώντας για τον Θεό και το θέλημά Του, είτε σε καιρό μαρτυρίου αρνηθούμε να μαρτυρήσουμε για τον Χριστά, για να κερδίσουμε τη φυσική ζωή μας. Αν όμως απολέσουμε και αφανίσουμε τη φυσική ζωή μας και οτιδήποτε απορρέει απ’ αυτή, «ένεκεν του Χριστού» και του «κατά Θεόν βίου», τότε θα σώσουμε τη ζωή μας, θα κερδίσουμε την αιωνιότητα.
Οι τρείς Παίδες π.χ. αν ήθελαν να ζήσουν τη ζωή της φύσεως, δεν θα έμπαιναν στη φωτιά. Αυτό όμως θα ήταν κάτι πρόσκαιρο. Το συνεχές και αιώνιο θα ήταν ο χωρισμός από τον Θεό, δηλαδή ο θάνατος. Για την αγάπη του Θεού προτίμησαν την οδύνη της φωτιάς, το μαρτύριο. Και το πυρ από φλογίζον έγινε δροσίζον. Η παρουσία του Θεού μετάτρεψε την κόλαση σε παράδεισο, τον θάνατο σε ανάσταση, προμήνυμα του Χριστού, ο οποίος τον θάνατο και τον άδη μεταποίησε σε «φως απαστράπτον», άδυτο, σε Ανάσταση και ζωή.
Όταν ο Χριστός λέγει για τον ακόλουθό Του, «αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι», εννοεί πως πρέπει οι πιστοί να έχουμε συνεχώς μπροστά μας τη νέκρωση της αμαρτίας και των παθών, αλλά και της ίδιας της φύσεώς μας. Να πεθαίνουμε «τη προαιρέσει» (=κατά την πρόθεσή μας), για οτιδήποτε μπορεί να μας στερήσει από το να ζούμε «μετά του Χριστού». Χωρίς το πέρασμα από τον σταυρό και τον θάνατο, παντός εναντιωμένου στον Θεό, δε σώζουμε το «εν Χριστώ Ιησού υπάρχειν».
Και αυτός ο σταυρός της αμαρτίας, που εμφωλεύει μέσα μας, είναι οδυνηρός, αλλά αυτός ο θάνατος δεν είναι μόνιμη κατάσταση. Τον θάνατο της αμαρτίας και των παθών ακολουθεί η ανάσταση της φύσεως. Η δόξα της αναστάσεως «περιχέει» (= περιχύνεται) σε κάθε νεκρούμενο.
Σωτηρία λοιπόν για μας είναι ο καθημερινός σταυρός, η θυσία, ο θάνατος. Με τις ποικίλες καθημερινές νεκρώσεις, την άσκηση, την ειλικρινή εξομολόγηση των αμαρτιών μας, τούς ονειδισμούς, που ίσως νοιώσουμε κατά την εξομολόγηση, την καταδίκη του εαυτού μας από εμάς τους ίδιους, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τις αδικίες των ανθρώπων, τους τυχόν εμπαιγμούς σε βάρος μας, με όλα αυτά γινόμαστε συνοδοιπόροι του Κυρίου και κοινωνοί στα παθήματά του, αλλά και στην Ανάστασή Του. Όσο πιο μεγάλη είναι η συμμετοχή μας στον σταυρό, τόσο πιο μεγάλη θα είναι και η ελευθερία, δηλαδή η συμμετοχή στην ανάσταση, η επιστροφή μας στον Θεό. Το «ζει εν εμοί Χριστός», είναι ανάσταση.
Όταν υποτάσσουμε το «φρόνημα της σαρκός» στο «φρόνημα του πνεύματος», «αίρομεν τον σταυρόν μας» και ακολουθούμε τον Χριστό. Τον σταυρό μας, όχι απλά τον δεχόμαστε, αλλά τον αγαπάμε και τον ποθούμε, όταν ζούμε και φρονούμε «κατά Θεόν». Ο Πέτρος π.χ. δεν φρονούσε «κατά Θεόν», όταν απέτρεπε τον Χριστό από το πάθος, γι’ αυτό και επετιμήθη.
Σήμερα που βρισκόμαστε στο μέσο της Μεγάλης Σαρακοστής και οδεύουμε προς το πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας βοηθήσει να νεκρώσουμε τη βασιλεύουσα μέσα μας αμαρτία, για να μας γίνει αυτή η νέκρωση ζωοφόρος, δηλαδή ζωή σχέσεως, αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό. Έτσι θα προσεγγίσουμε συνειδητά, βιωματικά, το μεγάλο και όντως θείο μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως.
(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο διά των σπορίμων», τ.Β΄, εκδ. Ι. Μητρ. Λεμεσού 2008, σ. 385-395, αποσπάσματα)