Εθναρχική δράσις Ιεραρχών-Αποφοίτων της Ι.θεολογικής σχολής Χάλκης (ΙΘ´αί. )
2 Απριλίου 2013
Του πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο ΡΑΣΚΟΠΡΕΣΡΕΝΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ (16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1854)
Το κοσμικό όνομα του ιεράρχη αυτού ήταν Μελέτιος Σπανδωνίδης και έλαβε το δίπλωμα της Σχολής το 1849[1].
Στις 13 Μαρτίου 1854 εξελέγη Μητροπολίτης Ρασκοπρεσρένης.
Τα προβλήματα, που αντιμετώπισε, αμέσως μετά την εγκατάστασή του στον επισκοπικό θρόνο, εκτίθενται στο με ήμερ. 16 Σεπτεμβρίου 1854 γράμμα του προς το Σχολάρχη: «Οι ενταύθα χριστιανοί αγαθοί, πλην εν μεγίστη αμαθεία ευρίσκονται και ούτως έχοντες, πάλιν αποστρέφονται τα φώτα της παιδείας. Εγώ, άμα επάτησα το έδαφος της επαρχίας ταύτης, δεν έλειψα ίνα δεικνύω αυτοίς το εγαθόν της παιδείας αποτέλεσμα και προτρέπων αυτούς εις σύστασιν τουλάχιστον ενός κεντρικού σχολείου».
Η Μητρόπολη βρισκόταν μέσα σε κυρίως σερβικό πλήρωμα, η ελληνοφωνία όμως ήταν σ’ ολόκληρη τη Βαλκανική εξαπλωμένη, αφού τα ρωμαίϊκα (απλά ελληνικά) ήταν η κοινή γλώσσα, (lingua franca) της Ρωμηοσύνης. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτό, ότι ο λόγος εδώ είναι για ελληνόφωνο σχολείο, όπως αποδεικνύει και η συνέχεια του γράμματος, που αναφέρεται ακριβώς στο θέμα της γλώσσας: «Αλλ’ άλλη τις δεισιδαιμονία αποτρέπει αυτούς εις τούτο, η μεγίστη και άλογος αποστροφή της ελληνικής γλώσσης, ώστε η επιτυχία του καλού βαθμηδόν δυνατόν να γείνη». Η καλλιεργούμενη από πολιτικούς κύκλους αντιρωμαίϊκη συνείδηση οδηγεί στη στροφή κατά της ελληνικής γλώσσας. Η θέληση όμως του ιεράρχη δεν καταβάλλεται, ώστε να συνεχίζει την προσπάθεια με την ελπίδα της επιτυχίας, την οποία στηρίζει στη συχνή επαφή με το ποίμνιό του: «Προ τινών ημερών, επιστρέψας εις την πόλιν Πρεσρέναν από τας κωμοπόλεις Πέκιον και Ιάκωβον κατ’ αυτάς σκοπεύω, ίνα εξέλθω και εις τας λοιπάς πόλεις και κωμοπόλεις της ταπεινής μου παροικίας, εις επίσκεψιν και των εν αυταίς χριστιανών μου». Βέβαια, το ερώτημα είναι, αν αναφέρεται μόνο στους ελληνικής καταγωγής πιστούς ή όλους γενικά τους Ορθοδόξους των περιοχών αυτών.
Ο ΒΟΔΕΝΩΝ (ΕΔΕΣΣΗΣ) ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ (1859-1861)
Μία από τις σημαντικότερες περιπτώσεις ιεράρχη, αγωνιζόμενου στο «μάτι του κυκλώνα», είναι αυτή του Βοδενών Νικοδήμου. Αποφοίτησε το 1851[2] και στις 8 Φεβρουάριου 1859 εξελέγη Μητροπολίτης Βοδενών Εδέσσης. Στο Αρχείο της Σχολής της Χάλκης σώζονται διάφορα γράμματά του προς το Σχολάρχη. Το πρώτο γράμμα στέλνεται στις 2 Μαΐου 1859, λίγο μετά την αφιξή του στην επαρχία του.
Στην αρχή αναγγέλλει την άφιξη και υποδοχή του στη μητρόπολή του: «Διά των σεβασμίων και Θεοπειθών ευχών Της έφθασα υγειώς κατά την Μεγάλην Τετάρτην εις την Θεόθεν κληρωθείσάν μοι ταπεινήν επαρχίαν· οι χριστιανοί μου με υπεδέξαντο ασμενέστατα, προσενεγκόντες τω ταπεινώ αυτών Αρχιερεί σέβας και ευλαβείας, ανάλογαν τη αυτών χριστιανική αγαθότητι και απλότητι». Έχει ήδη αρχίσει την ποιμαντική δραστηριότητά του: «Ήδη διατελώ… τα μέν εφησυχάζων εν τη Μητροπόλει μου, τα δε απερχόμενος εκ διαλειμμάτων εις τα πέριξ χωρία και εις αμφότερα τα μέρη, εκτελών, όσον συγχωρούσιν αι ασθενείς μου δυνάμεις, τα αρχιερατικά μου χρέη και καθήκοντα. Μετά την εορτήν δε της Αναλήψεως αναχωρών διά τα Γενιτζά, όπου θέλω διαμείνει αρκετόν καιρόν, διότι έκεί ύπάρχει το συ- στατικώτερον μέρος της έπαρχίας ταύτης, απέχαν εκ της Μητροπόλεως δώδεκα και δεκαπέντε ώρας. Έν γένει οι Χριστιανοί των μερών τούτων εισίν ευάγωγοι, ευλαβείς και αφωσιωμένοι εις τον Αρχιερέα των, θεωρούντες αυτόν ου μόνον ως πνευματικόν των πατέρα, αλλά και ως το μόνον καταφύγιον κατά πάσης εξωτερικής επηρείας». Εννοεί, προφανώς, τις ξένες προπαγάνδες, που ανέπτυσσαν τη δραστηριότητά τους, κυρίως στην περιοχή αυτή της ελληνικής Μακεδονίας.
Η κατάσταση, παρά τη δυσκολία, δημιουργεί ελπίδες για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση. Γράφει: «Μολονότι οι πάντες ομιλούσι την βουλγαρικήν διάλεκτον, ευτυχώς όμως, ως αλλαχού, ουδόλως βουλγαρίζουσι»[3]. Αυτό σημαίνει ότι, κατά την εκτίμησή του, το φρόνημα παραμένει ρωμαίϊκο, δηλαδή πατριαρχικο-εθναρχικό. Η αγάπη προς την ελληνικη γλώσσα εξάλλου διατηρείται, παρά την απουσία σχολείων: «Απ’ ενάντια, μάλιστα, οργώσι προς την σπουδήν της ελληνικής γλώσσης και, αν ηυτύχουν να έχωσι σχολεία, τουλάχιστον εις τας κωμοπόλεις και χώρας, προ καιρού βεβαίως ήθελεν υπερνικήσει η ελληνική γλώσσα». Σχολεία όμως δεν υπάρχουν: «Κατά δυστυχίαν όμως μόλις εις Βοδενά υπάρχει αλληλοδιδακτικον και ελληνικόν[4] σχολείον και εις Γενιτζά μόνον αλληλοδιδακτικόν, και ταύτα αρτισύστατα και λίαν ατελή». Το πρόβλημα, συνεπώς, της παιδείας ήταν σοβαρό. Ήταν λοιπόν, φυσικό το κήρυγμα να αντιμετωπίζει δυσκολίες: «Εντός της πόλεως και εις τινά χωρία μόνον γίνομαι οπωσούν καταληπτός κηρύττων τον θείον λόγον». Αυτό σημαίνει ότι η άγνοια της ελληνικής γλώσσας δεν ήταν γενική. «Εις τα πλείστα δε χωρία οι χριστιανοί άπαντες με περικυκλούσιν εν τη οικία και εκεί αποτείνω προς αυτούς τας προχειροτέρας και γενικωτέρας διδασκαλίας διά τινός ιερέως, καλώς ειδότος αμφοτέρας τας διαλέκτους, όν, και τούτου χάριν, μεθ’ εαυτού περιφέρω».
Με έντονα χρώματα περιγράφει την κατάσταση του κλήρου: «Δυστυχώς όμως το ιερατείον ευρίσκεται εις την πλέον παχυλοτέραν αμάθειαν και άγνοιαν των κεφαλαιωδεστέρων αυτού καθηκόντων. Οι περισσότεροι των ιερέων ουδέ να αναγινώσκωσιν επίστανται, ώστε η σωζόμενη θρησκευτικότης εις τους λαϊκούς δεν ηξεύρω κατά πόσον προήλθεν εκ του ιερατείου, αφού οι Χριστιανοί ούτοι ουδέποτε ήκουσαν διδασκαλίαν του πλέον αναγκαιοτέρου καθήκοντός των[5] παρά ιερατικής γλώσσης». Η μεγάλη αυτή έλλειψη επικεντρώνεται στην πρακτική της εξομολογήσεως: «Έκπληξις και αθυμία κατέσχε με, ότε προ τινων ημερών απήλθον εις τι χωρίον προς κηδείαν ενός προκρίτου χωρικού και αίφνης έμαθον ότι ο τελευτήσας μήτε εξομολογήθη, μήτε μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων εν τη τελευταία της ζωής του ημέρα. Οι μέν λαϊκοί απεκρίθησαν ότι τοιούτον έθος δεν εγνώρισαν, ο δε ιερεύς του χωρίου εθεώρησεν εαυτόν ανεύθυνον, διότι ουδείς τω εδίδαξε το καθήκον τούτο, όπως και αυτός ενεργήση εις το ποίμνιόν του». Κατά το τραγικό συμπέρασμά του: «Η έλλειψις καλών οπωσούν και αξίων ιερέων μοι προξενεί μεγάλη λύπην, διότι πώς άλλως δύναμαι να φροντίσω περί της βελτιώσεως του ποιμνίου μου; Πολλάκις εμέμφθην τους σεβασμίους μου προκατόχους, τους χειροτονήσαντας τοιούτους ιερείς…».
Το επίπεδο της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, που δημιούργησε ο πατερικός Σχολάρχης και η κατάρτιση, που οι σπουδαστές της Σχολής, όπως και ο επιστέλλων είχαν λάβει, καθιστά ακόμη τραγικότερες τις διαπιστώσεις. Εύστοχα δε επισημαίνεται η ευθύνη των χειροτονούντων αρχιερέων (πρβλ. Α, Τιμ. 5:22) που σε τελευταία ανάλυση ενεργούσαν με προϋπόθεση τη δική τους πνευματική ποιότητα ή ακόμη τη διάθεσή τους ίσως να παραμένει ο υπ’ αυτούς κλήρος σε απαιδευσία και αμάθεια, για να μη αντιμετωπίζουν αντιδράσεις. Ο Νικόδημος όμως δεν παραλείπει να προσδιορίσει και το ποιον του ποιμνίου, που εδυσχέραινε την ανακάλυψη καταλλήλων υποψηφίων κληρικών: «… εν τοσούτω ουδ’ αυτός ευρίσκω τους αξίους, όπως χειροτονήσω και αποκαταστήσω εις τας χηρευούσας ενορίας».
Υποσημειώσεις:
1. Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, 144.
2. Ονομαζόταν Νικόδημος Κωνσταντινίδης και καταγόταν από την Τένεδο. Βλ. Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, 14.
3. Η βουλγαρική προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εθναρχικού Κέντρου και για την επαρχία της Βουλγαρίας βρισκόταν στην κορύφωσή της, δεν είχε επηρεάσει όμως τη Δυτική Μακεδονία ακόμη σε βαθμό επικίνδυνο. Για τις εξελίξεις αυτές βλ. Δημήτριος Β. Γόνης, Ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας, Αθήναι 1996,121 έξ.· Γεράσιμος Ι. Κονιδάρης, Η άρσις του Βουλγαρικού Σχίσματος εν τω πλαισίω της Καθολικής Ορθοδοξίας του Ελληνισμού, 24 έξ.
4. Για τα παραδοσιακά σχολεία βλ. Γεώργιος Γιαννακάκης, «Ο Ελληνισμός της Θράκης κατά την εποχήν της Τουρκοκρατίας», Θρακικά 29 (1958) 150 έξ, 166 έξ. Πρβλ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1991.
5. Εννοεί το μυστήριο της εξομολογήσεως, όπως δείχνει η συνέχεια.
Φωτογραφία:yaunatakabara.blogspot.g
Πηγή: Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Εβδομαδιαία Έκδοσις της Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως (Π.Ο.Ε.), αριθμός φύλλου: 1943, Έτος νβ’, Αθήναι, 28 Σεπτεμβρίου 2012.