Κι αν δεν τις ξέρουν οι άνθρωποι, τις ξέρει ο Θεός (Κυριακή Β’ των Νηστειών)
31 Μαρτίου 2013
Το Τριώδιο, και μάλιστα ή περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι καιρός πνευματικού αγώνα και ηθικής προετοιμασίας των χριστιανών.
Το λέμε αυτό πάντα και το επαναλαμβάνομε, για να μην το ξεχνάμε.
Ένα-ένα μας ανεβάζει η ’Εκκλησία από Κυριακή σε Κυριακή τα σκαλοπάτια στην κλίμακα της πνευματικής και ηθικής μας προετοιμασίας για τις μεγάλες και άγιες ημέρες των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου.
Στη θεία Λειτουργία διαβάζεται το Ευαγγέλιο για το θαύμα του Ιησού Χριστού στην Καπερναούμ, τότε που θεράπευσε τον παραλυτικό. Ο λόγος, που διαβάζεται αυτό το Ευαγγέλιο, είναι γιατί η Εκκλησία θέλει να μας ξαναθυμίσει τη θλιβερή πραγματικότητα της αμαρτίας και να μας διδάξει την αλήθεια πως από την αμαρτία μας λυτρώνει και μας σώζει ο Ιησούς Χριστός.
Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί από τα μάτια του. Όπου και να πάμε, όπου κι αν κρυφτούμε, ο Θεός μας βλέπει. Βλέπει τις επιθυμίες μας και τους διαλογισμούς μας, βλέπει τις πράξεις μας κι ακούει τα λόγια μας.
Όταν ο καθένας μας αυτό σαν αμαρτωλός το σκεφτεί καλά, έρχονται τότε στο στόμα του τα λόγια του ψαλμού· «Πού πορευθώ από του πνεύματός σου και από του προσώπου σου που φύγω;». Πού να πάμε και πού να κρυφτούμε από τα μάτια του Θεού;
Οι γραμματείς εκείνη την ημέρα στην Καπερναούμ ταράχτηκαν μέσα τους και σκανδαλίστηκαν, όταν άκουσαν και είπε ο Ιησούς Χριστός· «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Πραγματικά μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να συγχωρεί αμαρτίες. Μα ήσαν δειλοί και δεν το είπαν φανερά, μόνο το διαλογίστηκαν και το είπαν μέσα τους. Αλλά ο Ιησούς Χριστός είδε τον κρυφό τους διαλογισμό κι όπως τους μίλησε τους απόδειξε πως ήταν Θεός, που έχει τη δύναμη να βλέπει και να ερευνά τα βάθη των ανθρώπων. Μόνο το Άγιο Πνεύμα το μπορεί αυτό, που είναι ο Θεός «ο πανταχού παρών». Αυτό εννοεί το Ευαγγέλιο, όταν γράφει «επιγνούς ο Ιησούς τω πνεύματι αυτού». Δεν κατάλαβε με τη σκέψη του, αλλά είδε καλά με το Άγιο Πνεύμα, που καθώς γράφει ό Απόστολος «τα πάντα ερευνά» και μόνο αυτό ξέρει όχι μόνο τα βάθη του ανθρώπου, αλλά «και τα βάθη του Θεού». Το Θεό μόνο ο Θεός τον ξέρει.
Εμείς, ακούοντας το Ευαγγέλιο να μας ομιλεί για τη σωτηρία μας, αυτά πρέπει να σκεφτούμε κι αυτά να πούμε στον εαυτό μας· «Οι αμαρτίες μας είναι πολλές». Κι αν δεν τις ξέρουν οι άνθρωποι, όμως τις ξέρει ο Θεός, γιατί όλες έγιναν μπροστά στα μάτια του. Ούτε να τις αρνηθούμε ούτε να τις κρύψουμε μπορούμε, δεν μένει λοιπόν παρά να τις ομολογήσουμε και να ζητήσουμε το έλεός του. Κάμποσοι αμαρτάνουν κι ύστερα με διάφορες προφάσεις πάνε να το αρνηθούν. Κρύβονται από τους ανθρώπους και θαρρούν πως κρύβονται κι από το Θεό. Και δεν πάνε να εξομολογηθούν και μένουν ασυγχώρητοι με βαρειά και κριματισμένη την ψυχή τους. Μα η αμαρτία είναι ασήκωτο βάρος, ακοίμητο σαράκι μέσα μας, κι όταν δεν εξομολογηθούμε μας βαραίνει και μας τρώγει του πεθαμού. Όσο πάμε να την ξεχάσουμε, εκείνη πάντα είναι μπροστά στα μάτια μας, όπως ακριβώς ακούμε στον ψαλμό· «η αμαρτία μου ενώπιον μου εστι διά παντός». Πρέπει να πωρωθεί και να γίνει πέτρα η συνείδησή μας, για να μην αισθανόμαστε το βάρος της αμαρτίας. Αλλά να μας φυλάξει ο Θεός από τέτοιο κακό.
Άλλος τρόπος για να γλυτώσουμε από το βάρος και το σαράκι της αμαρτίας δεν υπάρχει παρά να εξομολογηθούμε. Κι αυτό που λέμε εξομολόγηση δεν είναι, όπως θα νόμιζε κάποιος μια ψυχολογική εντύπωση κι ένα ξεγέλασμα του εαυτού μας, αλλά μια θεουργική πράξη, μια πραγματική άφεση και χάρη, που μας δίνεται από το Θεό. Πρέπει να προσέξουμε σ’ αυτές τις λέξεις· «άφεση» και «χάρη» λέμε, κι αυτό θα πει πως μας χαρίζεται ο Θεός· όχι πως ξεγράφονται τα αμαρτήματά μας, γιατί ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται, αλλά τα σκεπάζει η αγάπη του Θεού και το έλεός του. Αυτό εννοεί ο Απόστολος όταν γράφει ότι η αγάπη «πάντα στέγει», και γι’ αυτό ο ψαλμός μακαρίζει εκείνους, των οποίων ο Θεός σκέπασε τις αμαρτίες· «μακάριοι… ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως ο Θεός δικαιώνει και συγχωρεί, αλλά εκείνους που ομολογούν τις αμαρτίες τους και ζητούν το έλεός του. Αυτό εννοεί ο ψαλμός, όταν λέγει· «την ανομίαν μου εγώ εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα». Ο ευσεβής αμαρτωλός, γιατί άλλο ευσεβής κι άλλο αμαρτωλός και κάθε αμαρτωλός δεν είναι και ασεβής, ο ευσεβής λοιπόν αμαρτωλός κι αυτός ο ίδιος ξέρει τα αμαρτήματά του κι από τον Θεό δεν τα κρύβει, αλλά τα ομολογεί και ζητεί την επικάλυψή τους κάτω από το θείο έλεος.
Όμως πολλοί θέλουν, μα δεν ξέρουν να εξομολογηθούν. Δυό πράγματα πρέπει να ξέρουμε, όταν πάμε να εξομολογηθούμε· πρώτα ότι η εξομολόγηση δεν είναι κλείσιμο, άλλα άνοιγμα του εαυτού μας, κι υστέρα ότι η εξομολόγηση δεν είναι ανάκριση από τον πνευματικό. Η εξομολόγηση είναι ένα από τα επτά Μυστήρια της ’Εκκλησίας, όπου ο πιστός ενώπιον του ιερέα με λύπη και με συντριβή, μετανοώντας ειλικρινά, λέγει τα αμαρτήματά του και ζητεί το έλεος του Θεού. Ο πνευματικός ούτε ανακριτής είναι ούτε δικαστής, αλλά ιερέας και πατέρας, που ακούει, βαλμένος εκεί από το Θεό, την εξομολόγηση του πιστού και θάβει μέσα του όσα κάθε φορά ακούει. Η εξομολόγηση δεν είναι συζήτηση του πιστού και του ιερέα, αλλά ιερουργία όπως η θεία Λειτουργία. Εκείνη την ώρα ο πνευματικός φοράει το επιτραχήλιό του και ιερουργεί και ό,τι έχει να πει είναι λόγος ιερός και ευχή της Εκκλησίας. Αυτά πρέπει να ξέρει κάθε πιστός, όταν πηγαίνει να εξομολογηθεί και να μην κλείνεται στον εαυτό του και περιμένει να τον ανακρίνει ο πνευματικός.
Στη θεία Γραφή είναι γραμμένο και τούτο· «Λέγε συ πρώτος τας αμαρτίας σου, ίνα δικαιωθής». Είναι λόγος του Θεού προς τον αμαρτωλό, που θέλει να πει· «Μην περιμένεις να σε ρωτήσω εγώ· τις ξέρω τις αμαρτίες σου και δεν χρειάζεται να σε ρωτήσω. Πες τις εσύ πρώτος και ομολόγησέ τις. Άνοιξε τον εαυτό σου όχι στον κόσμο, αλλά σε μένα ενώπιον του λειτουργού, για να μπει ο καθαρός αέρας και το φως, που θα σε εξυγιάνει και θα σε αναγεννήσει». Το «αφέωνται σοι αι αμαρτίαι σου», που είπε ο Ιησούς Χριστός στον παραλυτικό της Καπερναούμ, είναι ο δημιουργικός λόγος του Θεού, «δι’ ου τα πάντα εγένετο» και γίνονται. Και είναι αυτός ο ίδιος λόγος, που επαναλαμβάνεται σε κάθε εξομολόγηση ενώπιον του πνευματικού. Ο λειτουργός ιερέας ακούει και εύχεται· ο Θεός αποκρίνεται και συγχωρεί. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (+), «Επί πτερύγων ανέμων», εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, σ. 67-71)