Φιλοκαλικοί Πατέρες και Ορθόδοξη Λατρεία
28 Μαρτίου 2013
επίκ. καθηγητή του Α.Π.Θ.
Οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος στο Άγιον Όρος υπήρξαν μυσταγωγοί του Γένους και της λογικής λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Oι θεολογικές και λειτουργικές τους θέσεις, για τα ζητήματα της Θείας Ευχαριστίας και των ιερών μνημοσυνών, ήταν απόρροια της λιπαρής και βαθειάς σπουδής στην πατερική παράδοση. Τις εξέφραζαν δε πάντοτε έχοντας γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και ανεπιφύλακτο σεβασμό στα λειτουργικά θέσμια της Ορθοδοξίας.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει επ’ ουδενί η προμαχία τους υπέρ της παραδόσεως να θεωρηθεί ως ιδιόγνωμη, εριστική και στασιαστική ενέργεια κατά της εκάστοτε υπευθύνου εκκλησιαστικής αρχής ή ως ανυπακοή προς τους ποιμένες και προς την Εκκλησία. Υπήρξαν μεν αυστηροί, και ενίοτε οξείς, στην υπεράσπιση της παραδόσεως, ποτέ όμως μισάδελφοι και ασεβείς προς τους συμμοναστές η τους ποιμένες και διδασκάλους της εποχής τους.
Η ευχαριστιακή διδασκαλία της χορείας των Κολλυβάδων Πατέρων στοιχεί απαρασαλεύτως στον κανόνα της πατερικής διδαχής και του ευχαριστιακού λειτουργικού βιώματος και ήθους της Εκκλησίας του Χριστού.
Η υπέρ της άξιας, ενσυνειδήτου, εμπροϋπόθετης, συχνής και συνεχούς μεταλήψεως ένστασή τους, σε καιρούςτ υποποιήσεων, αδιαφορίας, αγνωσίας και παραχαράξεων, αναδεικνύει την αλήθεια ότι η υπέρ της λειτουργικής τάξεως αγωνιστική τους πρωτοστασία δεν είχε κίνητρα ταπεινά φανατισμού ή εγωισμού, ούτε υπαγορεύθηκε από ιδιορρυθμίες διχαστικές της εκκλησιαστικής ενότητας. Σκοπός τους ήταν η ανάδειξη της αληθείας. Προσέχουν, γνωρίζουν, ακούν και συζητούν τις θέσεις και τα επιχειρήματα της εναντίας μερίδος. Όμολογούν με βεβαιότητα και διαλέγονται με επιστημοσύνη και οξυδέρκεια, αυστηρά μέν, κριτικά και φιλάδελφα, ποτέ όμως αδιάκριτα, μνησίκακα και εριστικά. Προβάλλουν την αξία της παραδόσεως, υπενθυμίζουν την ορθή και ακριβή πράξη, μάχονται υπέρ της τηρήσεως των κανόνων και των λειτουργικών θεσμών, στηλιτεύουν τις παραχαράξεις του ευχαριστιακού ήθους ή τις ανατροπές της αναστάσιμης τιμής της δεσποτικής Κυριακής οποθενδήποτε προέρχονται, ποτέ όμως δεν επιτρέπουν το πνευματικό και λειτουργικό τους κίνημα να εκπέσει σε φιλέριδες προστριβές και μάχες νομικές, ούτε, ακόμη περισσότερο σε σχισματικές ιδιογνωμοσύνες αντατρεπτικές της εκκλησιατικής ενότητας. Την πολύτιμη αυτή ενότητα οι φιλοκαλικοί πατέρες την θεωρούν τελειούμενη μέσα στο πλαίσιο της ευχαριστιακής συνάξεως και μέσα στον αγιασμό και την αληθή κοινωνία της ευχαριστίας.
Η Θεία Ευχαριστία, κατά τη θεολογική διδασκαλία των Κολλυβάδων, που στηρίζεται απολύτως στην ευχαριστιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι το μείζον πάντων θεοποιό μυστήριο και το τελειωτικό δώρημα της χριστιανικής μυήσεως. Όταν επιτελείται ορθοδόξως, είναι η μυστική και ζωοδοτική τραπεζοφορία του δείπνου της Βασιλείας, η θεωτική κοινωνία των αγιασμάτων, που καθιστά τους πιστούς «σύσσωμους» και «ομαίμονες» με τον Χριστό κατά αλήθειαν και όχι κατά δόκησιν.
Στηριζόμενοι oι Κολλυβάδες στη διδασκαλία των Πατέρων, επισημαίνουν την ορθόδοξη δογματική θέση ότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ανάμνηση όλης μέν της σωτηριώδους Θείας Οικονομίας, ιδιαίτερα όμως ανάμνηση της επί του Σταυρού θυσίας, του Θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος δια της μεταλήψεως εσθίεται πλέον μετά την ένδοξη ανάστασή Του διηνεκώς από τους πιστούς, ως πράγματική, άφθαρτη και αιωνίζουσα τροφή.
Η γνώμη των αντιπάλων τους ότι το ζήτημα της Θείας Ευχαριστίας και η ανάγκη της συνεχούς προσελεύσεως σε αυτή δεν είναι τόσο σοβαρό ζήτημα, ώστε να θεωρείται και δόγμα πίστεως, ευρίσκει τους Πατέρες του φιλοκαλικού κίνηματος αντιθέτους. Δόγμα και ήθος στην Ορθοδοξία συμπορεύονται. Θεωρία και πράξη συνυπάρχουν.
Στην τήρηση δε των δεσποτικών εντολών στηρίζεται η καθαρότητα του βίου και της πολιτείας των Χριστιανών, αλλά και η ορθότητα και το απλανές της πίστεώς τους. Άρα η ευχαριστία δέον να αποτελεί το κέντρο της ζωής των πιστών, της λατρείας και της εκκλησιαστικής ζωής. Ως προς τις προϋποθέσεις μετοχής στην Ευχαριστία πρέπει να πούμε ότι αυτές χωρίζονται σε γενικές και ειδικές. Ο κοινωνών, κατά τις γενικές προϋποθέσεις, πρέπει να είναι πιστό και βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, να έχει βέβαιη και ακράδαντη πίστη ότι η Κοινωνία είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, να είναι ζών και αυτοσυνείδητος και οπωσδήποτε όχι αιρετικός, σχισματικός ή επιτιμημένος με ακοινωνησία. Επίσης η άκρα προσοχή και ευλάβεια, η πλήρης συναίσθηση του ύψους του μυστηρίου, η καταλλαγή και η συγχώρηση, ο φόβος του Θεού και η αγάπη, η αμνησικακία και η ειρήνη, η ψυχοσωματική καθαρότητα, η εξομολογητική προκάθαρση και η απόρριψη της αυτοδικαιώσεως, η περιφυλακή από τους εμπαθείς λογισμούς, η αυτοεξέταση και αυτομεμψία, η δοκιμή της συνειδήσεως, η αγαπητική επιπόθηση της ευχαριστιακής υποδοχής του μεταλαμβανόμενου Κυρίου, η συντριβή, η ταπεινοφροσύνη και η κατάνυξη, η σωματική καθαρότητα ανδρών και γυναικών, καθώς και η εγκράτεια των συζύγων αποτελούν σχεδόν το σύνολο της προευχαριστιακής ετοιμασίας, η οποία δεν είναι ευκαιριακή, στιγμιαία, τυπική και περιορισμένη σε περατά χρονικά όρια, αλλά δια βίου ετοιμότητα και προσδόκηση μετοχής. Ειδικότερη προϋπόθεση θεωρείται η απολύτως αναγκαία ευχαριστιακή νηστεία, η οποία συνίσταται στην απόλυτη αποχή τροφής και πόσεως από του μεσονυκτίου μέχρι την ώρα της κοινωνίας. Καμμία άλλη ευχαριστιακή νηστεία, μονοήμερη, τριήμερη ή εβδομαδιαία, δεν απαιτούν οι ιεροί κανόνες. Όμως η νηστεία, ως αγιοποιός και παθοκτόνος άρετη, δεν παύει να αποτελεί για τον καθένα προσερχόμενο πιστό προσωπικό άθλημα ελευθερίας και πρακτικό μέσο ψυχοσωματικής προετοιμασίας, η έκταση και η αυστηρότητα της οποίας δεν ορίζονται, αλλά διακριτικά μερίζονται κατά την πνευματική κατάσταση του κάθε ενός ανθρώπου χωριστά από τον πνευματικό του πατέρα.
Στα κείμενα της ορθοδόξου παραδόσεως είναι περισσότερο από προφανές ότι οι Χριστιανοί οφείλουν να κοινωνούν συνεχώς και συχνά. Σκοπός της επιτελέσεως της Θείας Λειτουργίας είναι η προσέλευση και η μετοχή των πιστών στα άγια μυστήρια του Χριστού, γι’ αυτό άλλωστε ονομάζεται ευχαριστιακή σύναξη. Οι Κολλυβάδες γνωρίζουν επαρκώς τα κείμενα, γι’ αυτό δεν καινοτομούν υπεραμυνόμενοι της συνεχούς μεταλήψεως, αλλά αναθερμαίνουν ως σοφοί παραδοσιακοί ανανεωτές το ευχαριστιακό ήθος του πληρώματος της Εκκλησίας, όπως το εβίωσαν οι αιώνες. Συχνή μετάληψη δεν σημαίνει αναγκαστικά καθημερινή. Από την άκρα και αυστηρή τοποθέτηση του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου για την καθημερινή κοινωνία, μέχρι την απαράδεκτη τυποποίηση της δίς ή τρις του έτους προσελεύσεως, ο μετριοπαθής άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ευρίσκει τη βασιλική οδό και τη διακριτική μεσότητα στη δυνατότητα των ευλαβών και αγωνιζομένων Χριστιανών να κοινωνούν τουλάχιστον κάθε Κυριακή στην ευχαριστιακή σύναξη και σε κάθε μεγάλη και εξέχουσα εορτή της Εκκλησίας. Η διαστολή αυτή των τοποθετήσεων περί του «συνεχώς» και «συχνώς» αποδεικνύει και την ελευθερία του πνεύματος των Φιλοκαλικών, οι οποίοι δεν δρούσαν ως μία ομάδα κυβερνώμενη από προδιαγεγραμμένα υποχρεωτικά ιδεολογήματα, αλλά ήταν ένας θεόλεκτος σύλλογος και μία άγια χορεία θεοφωτίστων και διακριτικών διδασκάλων.
Η υπέρ της παραδόσεως ένσταση των Κολλυβάδων Πατέρων εκτείνεται, πέραν του ζητήματος της συνεχούς μεταλήψεως, και στην προβολή και διατήρηση αλώβητου του δεσποτικού, υπέρτιμου και αναστάσιμου χαρακτήρα της ημέρας του Κυρίου. Είναι ημέρα πρώτη και ογδόη, που θα υπερβεί τον εβδοματικό χρόνο, τον νομικό Σαββατισμό και τις προφητικές εσχατολογικές απαρχές, για να αναχθεί στην αιώνια καινή ημέρα του αναστάντος Κυρίου. Το πνεύμα της Κυριακής, ως αναστάσιμη εβδοματική ανακύκληση του πασχαλίου εορτασμού, διαχέεται στο σύνολο της ορθοδόξου λατρείας και διαποτίζει τη λειτουργική ζωή των πιστών αποτελώντας το εβδομαδιαίο Πάσχα της Εκκλησίας, κατά το οποίο καταπαύουν οι Χριστιανοί και λατρεύουν τον Κύριο.
Η αγιαννανίτικη λειτουργική εκτροπή της εντελώς αντιπαραδοσιακής μεταφοράς των μνημοσυνών από το καταπαύσιμο Σάββατο στην αναστάσιμη Κυριακή ήταν απλώς η αφορμή, ώστε οι Φιλοκαλικοί Πατέρες και λειτουργικοί αναμορφωτές να εκδιπλώσουν τη θαυμάσια ορθοδοξοπατερική διδασκαλία τους περί των αναστασίμων προνομίων της ημέρας που είναι αφιερωμένη αποκλειστικώς στον αναστάντα Κύριο. Η Κυριακή ονομάζεται και είναι μείζων των δεσποτικών εορτών, ως εβδομαδιαία πασχάλια μνήμη που εγκαινίζεται χαρμόσυνα στις ψυχές των πιστών και ανακυκλώνει, στο πλαίσιο του χαρισματικά βιούμενου λειτουργικού χρόνου, την πασχαλινή ημέρα της παγκοσμίου χαράς. Ο αναστάσιμος, δοξολογικός, χαρμόσυνος, νικητικός και δεσποτικός-εορταστικός αυτός χαρακτήρας της Κυριακής απαιτεί λειτουργικά να είναι μη νηστευομένη, μη γονυκλιτουμένη, αλλά και άπενθος και αμνημόσυνος. Εξαιτίας λοιπόν της αναστασίμου και δεσποτικής της υπεροχής, έχει το προνόμιο να αποκλείει από τα χρονικά και λειτουργικά της όρια τη νηστεία, ως πρόξενο πένθους και κατηφείας, τη γονυκλισία, ως σύμβολο δουλικότητας, κατανύξεως και μετανοίας, και προ πάντων τα νεκρικά και πενθικά μνημόσυνα. Την ασχημοσύνη αυτή, ως προς τα πανάρχαια λειτουργικά θέσμια, της κυριακάτικης νεκρολογίας δι’ όλων των προσφορών πνευματικών μέσων και δι’ όλων των δυνάμεών τους, μέχρι μαρτυρίων και διωγμών, υπερίσπησαν οι Κολλυβάδες προμαχούντες του ακαινοτομήτου της σεβάσμιας ορθοδόξου παραδόσεως. Η σύνθεση Ευχαριστίας και Κυριακής τεκμαίρεται ασφαλώς από την άμεση σχέση τους. Η αναστάσιμη Κυριακή είναι κατ’ εξοχήν ημέρα κοινωνίας. Αλλά και κάθε κυριακάτικη ή σε άλλη ημέρα επιτέλεση τελείας Θείας Λειτουργίας είναι πασχάλια ανάμνηση. Ο καιρός της ζωής των Χριστιανών είναι εόρτιος και πασχάλιος. Ο χαρμόσυνος λοιπόν χαρακτήρας της κυριακάτικης ιδιαίτερα ευχαριστιακής σύναξης, αλλά και κάθε άλλης τελείας Θείας Λειτουργίας σε οποιαδήποτε ημέρα του βίου των Χριστιανών, υπαγορεύει αβίαστα, και την ορθία στάση προσευχής που εικονίζει τη χαρά της Αναστάσεως, και την παύση της νηστείας που υποδηλώνει την, διά της παύσεως του πένθους της μετανοίας, ελευθερία από τη δουλεία της αμαρτίας των τέκνων του Θεού, αλλά και τη συμμετοχή πάντων, ει δυνατόν, των μη κωλυομένων στη ζωοποίηση της ψυχοτρόφου ευχαριστιακής Τραπέζης του Κυρίου.
Πηγή: Περιοδικό «Ερώ», Κέντρο Ενότητος και Μελέτης-Προβολής των Αξιών μας, τεύχος 9ο, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, Θεσσαλονίκη