Η Θεοτόκος στη Βυζαντινή Τέχνη
23 Μαρτίου 2013
Λέκτορος Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να προσπαθήσει κανείς, σε ένα σύντομο κείμενο ενός περιοδικού, να ασχοληθεί με το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου, για την οποία εγράφησαν πάμπολλα και σοφά, από ανθρώπους μεγάλου πνευματικού διαμετρήματος και αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Εδώ πολλές φορές σταματούν και τα λόγια των ποιητών: «ω Εσύ των ουρανών η Πλατυτέρα, που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα, π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς».(Σικελιανός)
Το ζήτημα της εικονογραφικής απόδοσης της Θεοτόκου στη βυζαντινή ζωγραφική αναμφίβολα σημάδεψε την επιστημονική σκέψη και ζωή πολλών ειδικών υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία για το θέμα, για όσους θα ήθελαν να εγκύψουν περισσότερο.
Εδώ απλώς θα αναφέρουμε τους εικονογραφικούς τύπους που διαμόρφωσε η αγιογραφική-καλλιτεχνική παράδοση στον χώρο της ορθόδοξης Ανατολής. Η παράδοση και η υμνογραφία της Εκκλησίας μας παραδίδει ότι την πρώτη εικόνα της Παναγίας ζωγράφισε ο ευαγγελιστής Λουκάς και πολλές περιοχές καυχώνται για εικόνες που κατέχουν και είναι έργα του αγίου Λουκά. Η αλήθεια είναι ότι από τις σωζόμενες σήμερα εικόνες οι περισσότερες ανάγονται στην εποχή του Ιουστινιανού και ελάχιστες στον 3ον αιώνα.
Η εικόνα της Μητέρας με το βρέφος στην αγκάλη ή της καθισμένης σε θρόνο ή την όρθια απεικόνιση της Μητέρας με το βρέφος είναι θέματα που απαντώνται στην κατακόμβη της Πρίσκιλλας στη Ρώμη. Μία άλλη παράσταση που απεικονίζει την Παναγία σε μετωπική στάση με τον Ιησού στο στήθος, κατά τον γνωστό τύπο της Βλαχερνίτισσας, σώζεται στην κατακόμβη Coemeterium Majus. Είναι λοιπόν γενικότερα αποδεκτό σήμερα ότι η μορφή της Παναγίας κόσμησε τους λατρευτικούς χώρους των πρώτων χριστιανών, πριν ακόμη η Σύνοδος της Εφέσου (431) δώσει τις απαντήσεις της στην Νεστοριανή κακοδοξία. Αυτό δεικνύει, βέβαια, πίστη και μεγάλη αγάπη στο πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου. Έτσι μετά τη Σύνοδο της Εφέσου, οι απεικονίσεις της μορφής της Θεοτόκου θα κατακλύσουν ναούς, βιβλία, σκεύη, και θα πάρει τη θέση Της στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης ως η «γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γής προς ουρανόν», θα είναι πλέον η Πλατυτέρα των ουρανών, η Μητέρα του Θεού, η τιμιωτέρα των Χερουβίμ, η Βλαχερνίτισσα, η Νικοποιός, η Παράκληση, η Ελεούσα, η Γλυκοφιλούσα, η Κυρία των Αγγέλων, η Χώρα του αχώρητου, η Γαλακτοτροφούσα, η Φοβερά Προστασία, η Οδηγήτρια, η Βρεφοκρατούσα, η ρίζα του Ιεσσαί, η Ζωοδόχος Πηγή, η Αμίαντος, η Αμόλυντος, η Αγγελόκτιστη, η Παναγία του Πάθους και πέρα από τα καθιερωμένα ονόματα που η αγιογραφική παράδοσή μας κατέλειπε, ο κάθε τόπος ήθελε μία δική του Παναγιά, μία δική του Μάννα, που να προστρέχει σε καλές ή δύσκολες ώρες. Η Παναγιά της Τήνου, η Εικοσιφοίνισσα, η των Ιβήρων, η Καταπολιανή, των Βλαχερνών, η Σουμελα, η Παρηγορήτισσα της Άρτας, η Λαμπηνή, και τόσες άλλες που συνέδεσαν το όνομά Της, με το όνομα της πόλεως που προστατεύει και μεσιτεύει για τον λαό της. Όμως παράλληλα διαμορφώθηκαν και κάποια εικονογραφικά θέματα που έμειναν να δηλώνουν τον τύπο της εικόνας της Παναγίας που Ιστορείται. Ο τύπος της Βλαχερνίτισσας π.χ. καθιερώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζει την Παναγία δεομένη, με ή χωρίς τον Χριστό, η «τας αχράντους χείρας υπέρ υμών εξαπλούσα». Θέμα γνωστό ήδη από τις κατακόμβες, που ιστορεί την Παναγία με τα χέρια ανοιχτά σε θέση δεήσεως, το σώμα Της με τα ανοιχτά χέρια σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού, το σύμβολο που και στην Παλαιά Διαθήκη (Μωυσής, Ιησούς του Ναυή) συμβόλιζε τη νίκη και την ελευθερία του ανθρώπου.
Η Παναγία με τη σταυρόσχημη στάση Της δηλώνει την πλήρη παράδοσή Της στο σχέδιο της οικονομίας του Θεού και πως «διά του σταυρού, θα έλθει χαρά εν όλω τω κόσμω». Ο κύριος εικονογραφικός τύπος της ένθρονης Παναγίας με τον Χριστό στη μητρική αγκαλιά Της, να τον κρατεί τρυφερά ή καθισμένο στα πόδια Της και ευλογούντα, ενώ στο αριστερό χέρι κρατεί ειλητάριο, γνωρίζουμε πως είναι θέμα από τα ψηφιδωτά των πιο υπέροχων μνημείων της Ορθοδοξίας, την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας (προεικονομαχικά) καθώς και της Θεσσαλονίκης, που μπήκε αμέσως μετά την Εικονομαχία. Θα λέγαμε πως με πρότυπα αυτά, τα υπέροχα δείγματα τέχνης, πλάστηκε ο τύπος της Παναγίας που στόλισε έκτοτε όλες τις αψίδες του αγίου βήματος, όπου συναντούμε αυτό το θέμα. Ο χώρος αυτός θα μείνει για πάντα ο χώρος της Παναγίας όπου θα σημαίνεται η μετοχή Της στο μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου, η Παναγία της κόγχης θα συμβολίζει πάντοτε τη γέφυρα τη μετάγουσα «τους εκ γής προς ουρανόν», η «Πλατυτέρα των ουρανών», που «η κοιλία Της γέγονεν άγια τράπεζα, έχουσα τον ουράνιον άρτον, εξ ου πας ο τρώγων ου θνήσκει, ως έφησεν η του παντός θεογεννήτωρ τροφεύς», όπως την υμνεί ο αγ. Ανδρέας Κρήτης. Η Δεομένη, χωρίς τον Χριστό, Παναγία, που πιθανώς εικονιζόταν στην κόγχη των Βλαχερνών, γι’ αυτό και Βλαχερνίτισσα, συμβολίζει την Εκκλησία, γι’ αυτό και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει πως «υμνούμεν την Αειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι την Αγίαν Εκκλησίαν».
Αναμφίβολα με τον καιρό το θέμα θα διαφοροποιηθεί και σήμερα ως τύπος της Βλαχερνίτισσας, θεωρείται η Παναγία όρθια ή σε προτομή με τον Χριστό σε μετάλλιο στο στήθος Της, που αρκετές φορές δορυφορείται από δύο αγγέλους των οποίων τα ειλητάρια γράφουν «παρίστανται δουλοπρεπώς τω τόκω σου αι τάξεις αι ουράνιοι εκπληττόμεναι αξίως το της σης ασπόρου λοχείας αειπάρθενε» και «τη αειπαρθένω μητρί του Βασιλέως των άνω δυνάμεων και καθαρωτάτη και αγία, πιστοί πνευματικώς βοήσωμεν», συνήθως δε η επιγραφή που συνοδεύει την παράσταση γράφει: «Η Πλατυτέρα των ουρανών».
Ο εικονογραφικός τύπος της Οδηγήτριας δημιουργήθηκε μετά την Εικονομαχία, όμως η υμνογραφική πληροφορία θέλει την παράσταση να δημιουργείται από τον ευαγγελιστή Λουκά καθώς ψάλλουμε: «άλαλα τα χείλη των ασεβών των μή προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν την ιστορηθείσαν υπό του αποστόλου, Λουκά ιερωτάτου την Οδηγήτριαν». Η μεταβυζαντινή τέχνη εικονίζει τον ευαγγελιστή Λουκά να ζωγραφίζει την εικόνα της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία βέβαια πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι βρισκόταν η θαυματουργή εικόνα Της στη Μονή των Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη και κυρίως για να δηλώσει τον καθοδηγητικό ρόλο της Παναγίας στη ζωή των πιστών, καθώς δείχνει με το δεξί χέρι τον Χριστό, ως τη μοναδική σωτηρία. Ο Φώτης Κόντογλου, περιγράφοντας την εικόνα λέει: «παριστάνεται γυρισμένη ελαφρώς προς τα αριστερά, με κεφαλήν ορθίαν. Με το αριστερό χέρι Της κρατεί τον Χριστόν και το δεξιόν το έχει ακουμβισμένον σεμνώς επί του στήθους. Εις τας αρχαιοτέρας εικόνας το δεξιόν χέρι είναι περισσότερον όρθιον. Ο Χριστός ζωγραφίζεται ως παιδίον τριετές, πλην με έκφρασιν ωρίμου ανδρός, κατά τον λόγον του Παύλου που λέγει: «εις άνδραν τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», συμπληρώνει δε ο Κόντογλου πως ο χαρακτήρ της Θεοτόκου της Οδηγήτριας είναι αυστηρός, δογματικός, και ιερατικός. Μία έρευνα θα επιβεβαιώσει τη θέση του Κόντογλου, όπου πράγματι θα βρούμε την Παναγία να ιστορείται σοβαρή, επίσημη, καταδεχτική και καλωσυνάτη, το χέρι Της σε στάση δεήσεως αλλά και δείξεως συγχρόνως, τυλιγμένη στο μαφόριό Της με τα χρυσά κρόσια ως: «βασίλισσα, εν ιματισμώ διαχρύσω, περιβεβλημένη, πεπικοιλμένη, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη» κατά τον ψαλμωδό. Χαρακτηριστικό του εικονογραφικού αυτού τύπου είναι ο μνημειακός χαρακτήρας, η κατανομή των όγκων, η εξισορροπημένη σύνθεση των μορφών, η επίσημη στάση που εναρμονίζεται με την ηρεμία που εκπέμπει η μορφή της Παναγίας, στοιχεία που καθιερώνονται σε όλες σχεδόν της εικόνες του ιδίου τύπου. Πρέπει δε να τονίσουμε πως ο εικονογραφικός αυτός τύπος καθιερώθηκε και έγινε αγαπητός από πολλά αγιογραφικά εργαστήρια σε όλον τον ορθόδοξο κόσμο.
Η παλαιότερη από τις ρωσικές απεικονίσεις της Οδηγήτριας ιστορείται τον 12ο μ.Χ. αιώνα στο Νόβγκοροντ, κατά τον 14ο δε αιώνα διαδόθηκε ευρύτατα σε όλα τα Βαλκάνια. Στη ρωσική ευσέβεια η Οδηγήτρια έχει μία ιδιαίτερη θέση στην εκκλησιαστική και εθνική ζωή, καθώς εθεωρείτο η προστάτις των βασιλέων κατά τις δύσκολες πολεμικές αναμετρήσεις, η εικόνα που συνένωσε τις δυο βασιλικές οικογένειες των Μονομάχων της Κωνσταντινουπόλεως και του Γιαροσλάβ και η εικόνα που ένωσε δύο παραδόσεις, τη βυζαντινή με τη ρωσική. Μετά την πτώση της βασιλεύουσας οι Ρώσοι θεωρούσαν την εικόνα της Οδηγήτριας ως «αποκλειστική» προστάτιδα του ρωσικού λαού. Τα αντίγραφα της Παναγίας της Οδηγήτριας κατέκλυσαν τους ναούς και τις μονές των Βαλκανίων. Ένας ακόμα βασικός λόγος που η εικόνα της Οδηγήτριας αγαπήθηκε από τον λαό είναι το περιεχόμενο της εικόνας, διότι συγκεφαλαιώνει την τελεία κοινωνία της ανθρώπινης (Μητέρα) με τη θεία φύση (Χριστός-Λόγος), και υπογραμμίζει την τρυφερότητα και την αγάπη του Θεού για τον κόσμο. Δηλώνεται έτσι ο πόθος του Θεού να γίνει άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό.
Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα είναι ένας άλλος εικονογραφικός τύπος, ιδιαίτερα αγαπητός, που απαντάται σε τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Η Παναγία είναι ντυμένη, όπως στην Οδηγήτρια, το ίδιο και ο Χριστός ο οποίος κάθεται στο δεξί ή αριστερό χέρι της Μητέρας Του και με μία κίνηση όλο τρυφερότητα προσπαθεί να αγκαλιάσει και να χαϊδέψει τη Μητέρα Του. Τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της Παναγίας κοιτούν προς τον Χριστό με βλέμμα στοργής, αλλά και γεμάτα σκέψεις για το μελλούμενο πάθος του Υιού Της, βυθισμένο σε μύχιους καημούς. Στο σφιχταγκάλιασμα των δύο μορφών συνυφαίνεται η ουσία της Σάρκωσης και του Πάθους που μεγαλύνουν την Θεοτόκο. Παρόμοιο θέμα με τον Χριστό καθήμενο στην αγκαλιά της Παναγίας, κρατώντας το χέρι Της και δύο άγγελοι στο πάνω μέρος της εικόνας, οι οποίοι κρατούν τα σύμβολα του πάθους, ιστορούν τον τύπο της Παναγίας του Πάθους. Ο τύπος αυτός εμφανίζεται από τον 12ο αιώνα και ολοκληρώνεται εικαστικά κατά τον 15ο αιώνα, από τους Κρητικούς ζωγράφους της εποχής. Η δημιουργία του αποδίδεται στον Ανδρέα Ρίτζο που ζωγραφίζει συχνά το θέμα. Προδρομική, θα λέγαμε μορφή του θέματος θα μπορούσε να θεωρηθεί η Παναγία η Αρακιώτισσα στα Λαγουδέρα της Κύπρου. Χαρακτηριστικό της παράστασης η στροφή της κεφαλής του Χριστού προς τον άγγελο που φέρει τα σύμβολα του πάθους Του. Ο τύπος της Παναγίας της Ελεούσης αντιγράφει -θα λέγαμε- τον προηγούμενο τύπο, με σχετική διαφοροποίηση στη στάση του σώματος του Χριστού, που εδώ είναι στραμμένος προς τη Μητέρα Του. Για το επίθετο Ελεούσα, πιθανολογείται πως προέρχεται από λατρευτική εικόνα του ναού της Παναγίας της Ελεούσης, που ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Κομνηνός. Η Παναγία η Βρεφοκρατούσα είναι τύπος ευρύτατα διαδεδομένος, έχει όλα τα εικονιστικά στοιχεία της Ελεούσης, η θέση του Χριστού ποικίλλει από εικόνα σε εικόνα· άλλοτε τον κρατεί η Παναγία στ’ αριστερά Της και άλλοτε στα δεξιά. Στο θέμα υπάρχει μία οπτική επικοινωνία μεταξύ Παναγίας και Χριστού, σαν να αναπτύσσεται ένας εσωτερικός διάλογος. Σε πολλές περιπτώσεις που ο Χριστός φέρεται στο δεξί χέρι της Θεοτόκου ο λαός αποκαλεί την εικόνα Παναγία η Δεξιά η Δεξιοκρατούσα. Στον τύπο της Βρεφοκρατούσης θα δούμε πολλές φορές την Παναγία Ένθρονη, χαρακτηριστική η εικόνα του Έμμ. Τζάνε (1664). Ένθρονη επίσης ιστορείται και Παναγία η Αγγελόκτιστος, η Κυρία των Αγγέλων, σε στάση μετωπική, ο Χριστός κάθεται στα γόνατα Της, η δε Παναγία με στοργικότητα τον κρατεί στην αγκάλη Της, ενώ το δεξί Της χέρι ακουμπά στον ώμο του Χριστού. Στην εικόνα υπάρχει και η παρουσία δύο αγγέλων, στο άνω μέρος της εικόνος. Η παράσταση της ένθρονης Παναγίας ήταν γνωστή από τις πρώτες εικονιστικές μαρτυρίες, αλλά βέβαια κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, χάρη στους Κρητικούς ζωγράφους, έγινε ευρύτατα γνωστή. Οι περισσότερες γνωστές κρητικές εικόνες στον τύπο αυτό προέρχονται από το εργαστήριο του Αν. Ρίτζου. Στα γνωστά εικονογραφικά πρότυπα με ελάχιστες διαφορές, κινούνται και τα άλλα εικονογραφικά έργα, που έχουν ως θέμα τους την Κυρία Θεοτόκο. Αυτές είναι οι παραστάσεις της Ζωοδόχου Πηγής, της Φλεγόμενης Βάτου, της Ρίζης του Ιεσσαί, της Δεήσεως, όπου παριστάνεται η Παναγία, με τον Τίμιο Πρόδρομο να παραστέκουν τον Χριστό (το λεγόμενο τρίμορφο), στον τύπο επίσης της Ελεούσης απαντώνται οι εικόνες Παναγία η Αμίαντος ή Αμόλυντος, η Γαλακτοτροφούσα, το Ρόδον το Αμάραντον και πάμπολλες άλλες εικόνες που είναι ταυτισμένες με κάποιες ιδιαίτερες περιοχές, απ’ όπου παίρνουν και το όνομά τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραστάσεις που έχουν να κάνουν με τη ζωή της Παναγίας και με τη δράση Της.
Αναφέρουμε ενδεικτικά, κάποιες παραστάσεις διότι η κάθε μία από μόνη της αποτελεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο μελέτης, όπως Επταβηματίζουσα, η Γέννηση της Θεοτόκου, Τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Ανάληψη, ο Ασπασμός με την Ελισάβετ, η παρουσία Της στη Γέννηση του Χριστού, στην Υπαπαντή, στο Θείο Πάθος, στα Θαύματα του Χριστού (γάμος εν Κανά κλπ.) και βεβαίως η μεγαλειώδης παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η λατρεία, η αγάπη και ο θαυμασμός προς την Παναγία έδωσε όχι μόνο πλήθος ονομάτων, αλλά και πλήθος θεμάτων εικονογραφικών, που δημιούργησε ο σεβασμός, η ευσέβεια, και η πίστη, του λαού μας. Όσα και να γράψει κανείς θα είναι πολύ φτωχά για να υμνήσουν την Παναγιά μας, τη γλυκύτατη μητέρα του κόσμου. Οι ποιητές μας αφιέρωσαν αρκετούς ύμνους και οι υμνογράφοι μας κατέγραψαν το δόγμα, δηλαδή την εμπειρία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκο, και ακόμα δεν είμαστε βέβαιοι αν κατάφεραν να περιγράψουν τη μορφή Της.
Εμείς απλώς ψελλίσαμε κάποιες λέξεις περιγράφοντας τη μορφή της Θεοτόκου στη βυζαντινή τέχνη και ως επίλογος έρχεται η φράση του ποιητή του ειρμού της θ’ ωδής των Χριστουγέννων: «Ω ξένον θαύμα, καινουργών τους φθαρέντας και προς φως επανάγον το ανέσπερον Κόρη».
Πηγή: Περιοδικό «Ερώ», Κέντρο Ενότητος και Μελέτης-Προβολής των Αξιών μας, τεύχος 9ο, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, Θεσσαλονίκη