Η Μεγάλη Πριγκήπισσα της Ρωσίας Αγία Ελισάβετ Θεοδώροβνα
21 Μαρτίου 2013
Πριν από 20 χρόνια η Αρχιερατική Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ανακήρυξε Αγία νεομάρτυρα τη Μεγάλη πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα Ρομανόβα. Οσο ζούσε, είχε κερδίσει την αγάπη των συμπολιτών της, η οποία θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη δημοτικότητα της βασίλισσας Όλγας της Ελλάδας, ενώ τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, για πολλούς έγινε το σύμβολο της Ρωσίας που χάθηκε μετά την επανάσταση.
Η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα Ρομανόβα γεννήθηκε στο Ντάρμσταντ το 1864. Ήταν η κόρη του μέγα Δούκα του Ντάρμσταντ Λουδοβίκου Δ΄ και εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Βέβαια, βαφτίστηκε με άλλο όνομα: Ελιζαβέτα Αλεξάνδρα Λουίζα Αλίκη. Από το πρώτο όνομά της και το ρωσικό πατρώνυμο που της δόθηκε, όταν παντρεύθηκε με τον μέγα πρίγκιπα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς Ρομανόφ το 1884, σχηματίστηκε το όνομα, με το οποίο έμεινε γνωστή στην ιστορία. Ο σύζυγός της, αδελφός του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, διορίστηκε το 1891 γενικός κυβερνήτης της Μόσχας (θέση που σήμερα ισοδυναμεί περίπου με αυτή του δημάρχου). Τρία χρόνια αργότερα η μικρότερη αδελφή της, Αλίκη Βικτώρια Ελένη Λουίζα Βεατρίκη (Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα), έγινε σύζυγος του τελευταίου ρώσου αυτοκράτορα, Νικολάου Β΄.
Το 1891 η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα εγκατέλειψε τη λουθηρανική θρησκεία με την οποία είχε ανατραφεί, και προσχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’αυτό, γράφει στον πατέρα της: «Συνεχώς σκεφτόμουν και διάβαζα και προσευχόμουν στο Θεό να μου υποδείξει το σωστό δρόμο, και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μόνο σε αυτή τη θρησκεία μπορώ να βρω την αληθινή και ισχυρή πίστη στο Θεό, την οποία πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος ώστε να είναι καλός χριστιανός». Από τη στιγμή που ο σύζυγός της ανέλαβε το υψηλό αξίωμα στη Μόσχα, αυτή αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, βοηθώντας τους φτωχούς και τους πάσχοντες μέσω ενός ταμείου που είχε δημιουργήσει. Το 1892 οργάνωσε μια φιλανθρωπική κοινότητα με την ονομασία Ελιζαβέτα, σκοπός της οποίας ήταν «να περιθάλπει τα νόμιμα βρέφη των άπορων μητέρων, τα οποία έως τότε στέλνονταν σε αναμορφωτήριο της Μόσχας ως εκτός νόμου». Επίσης συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες της Παλαιστινιακής κοινότητας, η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά και γενικότερα της Ορθοδοξίας, στους Αγίους Τόπους. Προέδρευε σε αυτή ο σύζυγός της.
Ωστόσο, αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στη διακονία των πασχόντων ανθρώπων ύστερα από την τραγωδία της 4ης Φεβρουαρίου 1905, όταν ο αναρχικός Ιβάν Καλιάεφ πέταξε μια χειροβομβίδα στην άμαξα του συζύγου της την ώρα που έβγαινε από το Κρεμλίνο, επιφέροντας στον γενικό κυβερνήτη ακαριαίο θάνατο. Η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα επισκέφτηκε τον Καλιάεφ στη φυλακή και τον συγχώρεσε προσωπικά, αλλά και εξ ονόματος του φονευθέντος συζύγου της,χαρίζοντάς του κατά τον αποχαιρετισμό ένα Ευαγγέλιο. Ζήτησε επίσης από τον αυτοκράτορα να δώσει χάρη στον Καλιάεφ, αλλά το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε. Η βασίλισσα Όλγα, εξαδέλφη του θανόντος Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, έγραψε: «Πρόκειται για μια θαυμάσια, Αγια γυναίκα, που φαίνεται ότι είναι άξια να σηκώνει τον βαρύ σταυρό,ο οποίος την πηγαίνει όλο πιο ψηλά!».
Λίγο καιρό μετά το θάνατο του συζύγου της, η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα πούλησε τα κοσμήματά της (δίνοντας στο δημόσιο ταμείο το τμήμα εκείνο που ανήκε στην οικογένεια των Ρομανόφ), και με τα χρήματα που έλαβε αγόρασε στην οδό Μπολσάγια Ορντίνκα ένα μεγάλο οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κήπο όπου εγκαταστάθηκε η Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας την οποία ίδρυσε το 1909 (λειτούργησε ως μοναστήρι συνδυάζοντας φιλανθρωπική δραστηριότητα και ιατρική περίθαλψη). Σύμφωνα με τα σχέδια της Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα, η αδελφότητα θα έπρεπε να παρέχει ολοκληρωμένη πνευματική, εκπαιδευτική και ιατρική βοήθεια στους απόρους, στους οποίους συχνά δεν έδιναν μόνο τροφή και ενδυμασία, αλλά τους βοηθούσαν και στην εξεύρεση εργασίας, συνήθως σε νοσοκομεία. Συχνά οι αδελφές προσπαθούσαν να πείσουν τις οικογένειες που δεν μπορούσαν να προσφέρουν στα παιδιά τους μια φυσιολογική ανατροφή (για παράδειγμα, επαγγελματίες ζητιάνοι, μέθυσοι κλπ), να δώσουν τα παιδιά στην αδελφότητα όπου αυτά έβρισκαν φροντίδα,μάθαιναν γράμματα και κάποια τέχνη.
Η κοινότητα απέκτησε νοσοκομείο, θαυμάσια εξωτερικά ιατρεία, φαρμακείο όπου μέρος των φαρμάκων χορηγούνταν δωρεάν, ξενώνα, δωρεάν σίτιση και πολλούς άλλους χώρους. Στο ναό της Αγίας Σκέπης του μοναστηριού πραγματοποιούνταν διαλέξεις και συζητήσεις, συνεδριάσεις της Παλαιστινιακής κοινότητας, της Γεωγραφικής Εταιρίας, πνευματικά αναγνώσματα και άλλες εκδηλώσεις. Από την ώρα που εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα ακολούθησε ασκητικό βίο.Τις νύχτες φρόντιζε τους βαριά άρρωστους ή διάβαζε το ψαλτήρι δίπλα στους νεκρούς, ενώ τη μέρα κόπιαζε μαζί με τις άλλες μοναχές, τριγυρνώντας στις φτωχότερες συνοικίες. Επισκέφθηκε μόνη την αγορά Χιτρόφ, το μέρος με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα την εποχή εκείνη στη Μόσχα, βγάζοντας από εκεί μικρά παιδιά. Στο μέρος αυτό την σέβονταν πολύ για την αξιοπρέπεια που τη χαρακτήριζε και τη φιλική της στάση απέναντι στους ανθρώπους που έμεναν μέσα στις παράγκες.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου βοηθούσε ενεργά το ρωσικό στρατό,συμπεριλαμβανομένων και των τραυματιών στρατιωτών. Τότε, προσπάθησε να βοηθήσει και τους αιχμαλώτους, με τους οποίους ήταν γεμάτα τα νοσοκομεία, αλλά την κατηγόρησαν για συνεργεία με τους Γερμανούς. Ήταν πολύ αρνητική απέναντι στον Γρηγόριο Ρασπούτιν, παρότι δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Τη δολοφονία του Ρασπούτιν τη θεώρησε ως «πατριωτική πράξη».
Όταν ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι, αυτή αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία, υπογράφοντας στην ουσία την ίδια τη θανατική της καταδίκη. Την άνοιξη του 1918 φυλακίστηκε και απελάθηκε από τη Μόσχα στο Περμ. Το Μάιο του 1918 μαζί με άλλους εκπροσώπους του οίκου των Ρομανόφ, τη μετέφεραν στο Αικατερινμπούργκ και μετά από δυο μήνες την έστειλαν στην πόλη Αλαπάεβσκ. Παρά τις απανωτές δυστυχίες δεν έχανε το ηθικό της και στα γράμματά της προς τις άλλες αδελφές,τις προέτρεπε να φυλάξουν την πίστη στο Θεό και στον συνάνθρωπό τους. Τη νύχτα προς τις 18 Ιουλίου 1918 η μεγάλη πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα βρήκε το θάνατο από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι την πέταξαν σε ένα ορυχείο 18χιλιόμετρα από το Αλαπάεβσκ.
Στις 31 Οκτωβρίου ο Λευκός Στρατός κατέλαβε το Αλαπάεβσκ. Τις σωρούς των νεκρών τις έβγαλαν από το ορυχείο και λόγω της επίθεσης του Κόκκινου Στρατού τις μετέφεραν συνεχώς όλο και πιο μακριά προς τα ανατολικά. Τον Απρίλιο του 1920 έφτασαν στο Πεκίνο, όπου τα δύο φέρετρα – της μεγάλης πριγκίπισσας και της μοναχής Βαρβάρας από την Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας- μεταφέρθηκαν στη Σαγκάη και κατόπιν με πλοίο στο Πορτ Σάιντ. Τέλος, τα φέρετρα έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Την ταφή που έγινε τον Ιανουάριο του 1921 δίπλα από το ναό της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στη Γεσθημανή (είχε χτιστεί με χρήματα της Παλαιστινιακής κοινότητας, της οποίας αυτή ηγήθηκε μετά το θάνατο συζύγου) τέλεσε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός.Κατ’ αυτό τον τρόπο εκπληρώθηκε η επιθυμία της πιο σπουδαίας πριγκίπισσας, της Ελιζαβέτας, να ταφεί στους Άγιους Τόπους, όπως είχε ζητήσει στη διάρκεια του πρώτου της προσκυνήματος εκεί το 1888.
Το 1992 έγινε η ανακήρυξη της Ελιζαβέτας Φιόντοροβνα ως νεομάρτυρα και το διάστημα 2004-2005 τα λείψανά της μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, στις Βαλτικές και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπου τα προσκύνησαν περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πιστοί.
Στη Μόσχα, η μνήμη της Αγίας τιμήθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Μάρθας και Μαρίας που αυτή είχε ιδρύσει και το οποίο το 2006επεστράφη εξ ολοκλήρου στη Ρωσική Εκκλησία. Στην αυλή του στήθηκε μνημείο στην Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα το οποίο δημιούργησε ο γλύπτης Βιατσεσλάβ Κλικόφ. Το σημαντικότερο μνημείο όμως για τη μεγάλη Αγία είναι το γεγονός ότι στη Μονή λειτουργεί σχολείο για ορφανά κορίτσια, φιλανθρωπικό συσσίτιο και υπηρεσία υποστήριξης, ενώ οι αδελφές της μονής εργάζονται σε στρατιωτικά νοσοκομεία.Κάτι που σημαίνει, ότι το άγιο έργο που αυτή είχε ξεκινήσει, θα συνεχιστεί και στο μέλλον.
Πηγή: http://manager.rbth.gr/articles/2012/04/03/i_megali_prigkipissa_elizabeta_fiontorobna_15010.html