Αστρονομία & ΑστροφυσικήΕπιστήμες, Τέχνες & ΠολιτισμόςΟρθόδοξη πίστη

Εκκλησία και ημερολόγιο (ΙωάννηΚαρδάση)

21 Μαρτίου 2013

Εκκλησία και ημερολόγιο (ΙωάννηΚαρδάση)

epoxes Εισαγγωγικά

Σήμερα, Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013 και στις 11.02 UTC, η εκλειπτική τροχιά του Ήλιου τέμνει τον ουράνιο ισημερινό και σύμφωνα με την Επιστήμη της Αστρονομίας, τότε ακριβώς έχουμε την εαρινή ισημερία. Επομένως, σύμφωνα με την απόφαση της Α΄ Συνόδου αρχίζει να μετράει ο χρόνος, για τον καθορισμό της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα. Έτσι, αναζητούμε την 1η εαρινή πανσέληνο, που σύμφωνα πάντα με την Αστρονομία, επισυμβαίνει την Τετάρτη, 27 Μαρτίου στις 11.51 ώρα Ελλάδος (οπότε εορτάζεται το Ιουδαϊκό πάσχα), την δε Κυριακή 31 Μαρτίουπρέπει να εορταστεί το Χριστιανικό Πάσχα.

Συμβαίνει όμως έτσι; Όχι βέβαια. Για την Εκκλησία, η εαρινή ισημερία πραγματοποιείται την Τετάρτη 3 Απριλίου, η 1ηεαρινή πανσέληνος την Τρίτη 30 Απριλίου (ενώ η πραγματική 2η εαρινή πανσέληνος είναι την Πέμπτη 25 Απριλίου), οπότε το Ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται την Κυριακή 5 Μαϊου!

Το χειρότερο είναι, ότι η Εκκλησία αναφέρει στο «Ωρολόγιο το Μέγα» (ανακριβώς), ότι την Μ. Τρίτη, 30 Απριλίου εορτάζεται το Ιουδαϊκό πάσχα, ενώ στην πραγματικότητα, αυτό ήδη έχει εορτασθεί στις 27 Μαρτίου, κατά την 1ηπραγματική εαρινή πανσέληνο!

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Ορθόδοξου Πάσχα εορτάζεται την 2η Κυριακή, μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο και όχι την 1η Κυριακή μετά την 1η πανσέληνο, όπως ορίζει η απόφαση της Α΄ Συνόδου. Γιατί αυτή η παραδοξότητα; Μα γιατί η Εκκλησία μετατοπίζει την εαρινή ισημερία 13 ημέρες αργότερα και την πανσέληνο 5 ημέρες αργότερα. Έχει αυτό το δικαίωμα; Φαίνεται, ότι έχει το δικαίωμα μετατόπισης των ουρανίων σωμάτων, σύμφωνα με τα παπικά πρότυπα, μιας και ο Παπισμός είναι ο πρώτος διδάξας, με το δόγμα της ακινησίας της γης! Μα γιατί όλα αυτά; Την απάντηση έδωσε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Α΄ Παλαιολόγος, στους εισηγητές της διόρθωσης της ισημερίας, με δικαιολόγηση της άρνησής του: «λόγω της συγχύσεως των αμαθών». Φαίνεται, ότι το ποσοστό των αμαθών δεν έχει μειωθεί έκτοτε, για να δικαιωθεί πανηγυρικά ο λόγος του Αποστόλου, στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή: «Μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν» (14. 20).

Με την ευκαιρία αυτή, ζητήθηκε από την Εκκλησία, η Εγκύκλιος η σχετική με την εισαγωγή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου, στην οποίαν δηλούται πανηγυρικώς, ότι η Εκκλησία δεν ακολουθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ώστε να απαξιωθούν, όσοι πιστεύουν σ’ αυτό. Επί πλέον γίνεται μια ανάλυση της απόφασης της Α΄ Συνόδου, καθώς και οι κατηγορίες των ακολουθούντων το Ιουλιανό ημερολόγιο και παρουσιάζεται στη δημοσιότητα η περίφημη αυτή εγκύκλιος, που καταθέτει τα ιστορικά στοιχεία και ξεκαθαρίζει πλήρως όλες τις πτυχές της μεταβολής.

Όσον αφορά στην εμμονή στο Πασχάλιο, με το Ιουλιανό σύστημα, αυτό θα πρέπει να διορθωθεί, σύμφωνα και με την απόφαση του Πανορθόδοξου Συνεδρίου, ώστε να σταματήσει η καταστρατήγηση της απόφασης της Α΄ Συνόδου και έτσι, να μη φθάσει να εορτάζεται το Πάσχα, με την πάροδο των ετών, μετά το θερινό ηλιοστάσιο, προς δόξαν των αμαθών!

  ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

 

            Είναι γνωστό, ότι το ημερολογιακό θέμα ταλανίζει την Εκκλησία μας εδώ και 90 χρόνια τώρα και δεν φαίνεται στον ορίζοντα γεφύρωση των ημερολογιακών διαφορών μεταξύ των ακολουθούντων το Ιουλιανό ημερολόγιο και εκείνων, που ακολουθούν το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο. Εκατέρωθεν υπάρχουν διαξιφισμοί και επίρριψη ευθυνών για το Σχίσμα και κάθε πλευρά χαρακτηρίζει την άλλη, ως αιρετική, στο δε όλο θέμα προστέθηκε όψιμα και ο παράγοντας του Οικουμενισμού, κάτι που δεν υπήρχε τουλάχιστον μέχρι το 1980. Σ’ όλη αυτή τη διαπάλη εκτοξεύονται κατηγορίες κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι είναι προσδεδεμένη στο άρμα του Παπισμού και μια απόδειξη αυτού είναι, ότι ακολουθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίον καμουφλάρει με την ονομασία διορθ. Ιουλιανό και το οποίον, προδήλως, αποτελεί ένα μεγάλο ψέμα.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ Α΄ ΣΥΝΟΔΟΥ

1/ Σύσταση της Συνόδου. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος άρχισε στις 19 Ιουνίου 325 και έληξε στις 25 Αυγούστου: «Εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών Ιουλίων εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας» (Μήλια Σπ. Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, Β’  πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου), έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω». Παρατηρείται εδώ, ότι η Εκκλησία μέχρι την Α΄ Σύνοδο ακολουθούσε το Μακεδονικό ημερολόγιο (των 354 ημερών) και εμμέσως πλην σαφώς απεδέχθη το Ιουλιανό ημερολόγιο (των 365.25 ημερών) ως πολύ ακριβέστερο, δηλ. έχουμε εδώ αλλαγή ημερολογίου. Την εισαγωγή του νέου ημερολογίου (Ιουλιανού) ενέκριναν οι Πατέρες της Συνόδου και ανέθεσαν στον Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο (του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας), που ήταν αστρονόμος και μετείχε της Συνόδου, να συνεννοηθεί με τους αστρονόμους της Αλεξάνδρειας, για την εισαγωγή του Ιουλιανού ημερολογίου και τη διόρθωση ισημεριών και πανσελήνων. Άραγε, με ποια απόφαση, ποιάς Οικουμενικής ή άλλης Τοπικής Συνόδου, τα ονόματα των μηνών του μακεδονικού ημερολογίου άλλαξαν με εκείνα του λατινικού ημερολογίου (και αυτό μέχρι και την Δ΄ Οικουμενική), τα έτη από Αλεξάνδρου, σε κτίσεως κόσμου και από το 1628 επί Πατριάρχου ΚΠόλεως Κύριλλου Λούκαρι σε έτη από Χριστού γεννήσεως, ενώ η Δύση χρησιμοποιούσε ήδη από το 525, την χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως;

2/ Πληροφορίες για τη Σύνοδο. Λεπτομερείς πληροφορίες για τη διεξαχθείσα συζήτηση δεν υπάρχουν, το μόνο γνωστό δε είναι ότι διεξήχθη με ηρεμία και ομοφωνία: «Περί του Πάσχα ομοφωνήσαντες» (Σωκράτους Εκκλ. Ιστορία Ε΄). (Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 380-450, έγραψε αξιόλογη Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, από το 305-439. Το έργο του είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την Ιστορία της Εκκλησίας του 4-5ου αι, ευρίσκεται δε στην Ελληνική Πατρολογία). Πληροφορίες για την απόφαση έχουμε από την εγκύκλια επιστολή της Συνόδου, που κοινοποιήθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και σε όλες τις λοιπές Εκκλησίες με ειδικούς Συνοδικούς Έξαρχους, αλλά και από την επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, προς τους Επισκόπους και τους λαούς (Σωκράτους. Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης και ο Κύπρου Επιφάνιος το αναφέρει στο βιβλίο του: Περί αιρέσεων, 7).

3/ Διόρθωση της ισημερίας. Οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου δέχτηκαν τη διόρθωση της ισημερίας κατά 3 ημέρες, που προτάθηκε από τους αλεξανδρινούς αστρονόμους, χωρίς να διατυπώσουν όρο μη μελλοντικής διόρθωσης. Τότε έγινε, χωρίς κραδασμούς, η διόρθωση (άραγε ήταν λίγοι οι «ασθενείς τη πίστει» ή η διόρθωση αφορούσε λίγες ημέρες;). Οι επόμενοι Πατέρες δεν διόρθωσαν την απόφαση, όχι γιατί δεν έπρεπε να διορθωθεί, αλλά γιατί φοβόντουσαν την αναταραχή των απλοϊκών πιστών («των ασθενών τη πίστει» ή «δια την αγροικίαν αυτών») και δεν πρόκειται να διορθωθεί ποτέ, όσο δυστυχώς αποτελούν αυτοί την συντριπτική πλειοψηφία, δηλ. οι «χρείαν έχοντες γάλακτος», πράγμα που ο Απόστολος Παύλος θεωρεί «βραδύτητα στην κατανόηση» και «κατάντημα» (Εβρ. 5. 11-14).

4/ Είδος της απόφασης. Η απόφαση δεν αναφέρεται σε Όρο πίστεως, ούτε σε Κανόνα από τους 20 που εξέδωσε η Σύνοδος: «Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά συζητήσως, έδοξε τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν…..» (Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία Α΄). (Ο Σωζομενός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 400-450, συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία, ειδικά της περιόδου από την Α΄ Σύνοδο και μετά, η αξιοπιστία του είναι αναμφισβήτητη, το δε έργο του, Εκκλησιαστική Ιστορία, από εννέα βιβλία ευρίσκεται στην Ελληνική Πατρολογία). Επισημαίνεται, ότι στην απόφαση αυτή αναφέρεται, ότι η εορτή εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία. Ουδαμού αναφέρεται η λέξη: «Δύστρου κα΄» (21 Μαρτίου) στην απόφαση των Πατέρων. Όλες οι καταγραφές αναφέρουν, ότι στην εποχή της Α΄ Συνόδου η εαρινή ισημερία ήταν 21 Μαρτίου, αλλά χωρίς να υπάρχει τέτοιος όρος στην απόφαση. Και φαίνεται λογικό, το ότι οι Πατέρες δεν έθεσαν συγκεκριμένη ημερομηνία για την ισημερία. Αν έθεταν και μάλιστα σταθερή ημερομηνία της ισημερίας, θα έθεταν την ημερομηνία της εαρινής ισημερίας του μεγάλου γεγονότος της Αναστάσεως το 33, δηλ. την 24η Μαρτίου. Αντίθετα δέχτηκαν τη διόρθωση της ανωτέρω ημερομηνίας κατά 3 ημέρες, επιπλέον δε, δεν απαγόρευσαν μελλοντική διόρθωση. Οι μεταγενέστεροι όμως πατέρες φοβούμενοι σύγχυση και σκανδαλισμό περισσότερο των «ασθενών τη πίστει αδελφών» δεν προχώρησαν σε διόρθωση, παρά τις πάμπολλες προσπάθειες ανά τους αιώνες.

5/ Εφαρμογή της απόφασης. Για την εφαρμογή της απόφασης εορτασμού του Πάσχα, η Σύνοδος έδινε εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας (επειδή διέθετε τους καλύτερους αστρονόμους) να βρει πότε είναι η εαρινή ισημερία, να βρει πότε είναι η πρώτη πανσέληνος, να ορίσει την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο και εάν κατά την Κυριακή αυτή εορταζόταν το εβραϊκό Πάσχα, να το μεταθέσει την επόμενη Κυριακή. Επίσης, έδινε η Σύνοδος εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας να στέλνει εγκυκλίους στην Εκκλησία της Ρώμης, για κοινοποίηση σ’ όλη τη Δύση και στις Εκκλησίες ΚΠόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για κοινοποίηση σ’ όλη την Ανατολή. Η αναγγελία της ημερομηνίας της εορτής του Πάσχα γινόταν κάθε χρόνο από τον άμβωνα, την ημέρα των Θεοφανείων. Επισημαίνεται, ότι δεν συντάχθηκε κανένα «Πασχάλιο» και ούτε φυσικά εγκρίθηκε κάτι τέτοιο από τους Πατέρες της Συνόδου.

6/ Εξουσιοδότηση εφαρμογής. Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος στον Πασχάλιο Πρόλογό του, προσθέτει: «Η Οικουμενική Σύνοδος ομοφώνως εψηφίσατο ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ένθα ήσαν έμπειροι περί τας γνώσεις ταύτης θα ήγγελε τη Ρωμαίων Εκκλησία ετησίως την ημέραν του Πάσχα, ήτις θα ανεκοινούτο τούτο» (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος μας πληροφορεί, ότι η εν Νικαία Σύνοδος επί τη βάσει γνωμοδοτήσεως πολλών μαθηματικών απεδέξατο τον Αλεξανδρινόν κύκλον των 19 ετών Μέτωνος, του Ηλίου (Αμβροσίου, Επιστολή προς τους Επισκόπους Εμιλίας).

7/ Αναγγελία της απόφασης. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας κατ’ επιταγήν της Συνόδου, ανακοίνωνε την απόφαση περί εορτασμού του Πάσχα από άμβωνος την ημέρα των Θεοφανείων. Στη Ρωμαϊκή Αφρική, όμως, η Τοπική Σύνοδος, που συνερχόταν κάθε χρόνο τον Αύγουστο, ανακοίνωνε η ίδια την ημέρα εορτασμού (ΝΑ΄ κανόνας Συνόδου Καρθαγένης).

8/ Ανατροπή της απόφασης. Ενώ η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να αναγγέλλει την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα, στις Εκκλησίες της Ανατολής και την Εκκλησία της Ρώμης, για τις Εκκλησίες της Δύσης, η Τοπική Σύνοδος της Σαρδικής του 347 ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Έτσι, η απόφαση της Συνόδου αυτής δεν ευρίσκεται στους 21 κανόνες που εξέδωσε, αλλά σε μια από τις πέντε αποφάσεις της, που είναι: α/ αποκηρύχθηκαν οι παρανόμως τοποθετηθέντες Επίσκοποι Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β/ καταδικάστηκαν οι προβιβασμοί αρειανών Επισκόπων, γ/ αποκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από αρειανούς, δ/ καθαιρέθηκαν οι εκβιαστές αρειανοί και ε/ ενέκρινε περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα» (εόρτιος επιστολή Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον) ο μεν Ρώμης εις τας Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανατρέπεται η προηγούμενη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και εξ αυτού, αλλά και εκ του λόγου του διαφορετικού υπολογισμού της εαρινής ισημερίας στις 18 Μαρτίου, από τη Ρώμη, αντί της 21ης.

9/ Ανυπακοή εφαρμογής της απόφασης. Στη Ρώμη, ο Επίσκοπος Ωστίας και μετέπειτα Ρώμης Ιππόλυτος, μαθηματικός, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο κανόνα, με ισημερία στις 18 Μαρτίου. Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις ότου της επεβλήθη τελικά από τον Καρλομάγνο! Η ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5 αιώνες με ένα ελάχιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο πάπας Λέων Α΄ το 444 ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και αποδέχτηκε τον αλεξανδρινό κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας Ιλάριος και οι μετά αυτόν πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου. Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης Ισίδωρο, τον Διονύσιο το Μικρό, ηγούμενο μονής της Ρώμης, τον άγγλο μοναχό Βέδα το Σεβαστό (675-735) και τελικά τον Καρλομάγνο (742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση και έτσι επιτεύχθηκε η ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582 (Δελικάνη Κ. Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος). Το ερώτημα παραμένει: Στις Οικουμενικές Συνόδους Α΄, Β΄, Γ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ (δηλ. σε όλες πλην της Δ΄), οι Πατέρες Ανατολής και Δύσης παρακάθονταν και συναποφάσιζαν, ενώ εόρταζαν τη μεγάλη εορτή του Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Άραγε, το Άγιο Πνεύμα επευλογούσε αυτή τη διαφοροποίηση; Πως οι Πατέρες δεν αλληλοκατηγορήθηκαν λόγω αυτής της διαφοροποίησης και γιατί συμβαίνει σήμερα αυτό μεταξύ παλαιο- και νεο- ημερολογιτών και εκ του ζητήματος τούτου;

10/ Πασχάλιος Πίνακας. Είναι εκείνος ο Πίνακας, ο οποίος καταγράφει τις διάφορες ημερομηνίες των κινητών εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, αλλά και πότε συμβαίνει το εβραϊκό ή πρόσφατα το λατινικό πάσχα, αναφέρει δε επιπροσθέτως και τους βασικούς παράγοντες ευρέσεως της ημερομηνίας του Πάσχα, όπως Ηλίου κύκλους, Σελήνης Κύκλους, Σελήνης θεμέλιο κ.λπ. Οι Πασχάλιοι Πίνακες δεν σχηματίσθηκαν αμέσως, ως εφαρμογή της απόφασης της Α΄ Συνόδου, αλλά είναι παρεπόμενοι των Πασχαλίων Γραμμάτων, τα οποία άρχισαν να συντάσσονται εις επιταγήν της αποφάσεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου περί εορτασμού του Πάσχα, αμέσως μετά το 325. Κυκλοφορεί, λανθασμένα βέβαια, η εντύπωση, ότι το Πασχάλιον (δηλ. ο Πασχάλιος Πίνακας) δημιουργήθηκε και εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ανωτέρω αποτελεί μύθευμα, καθότι η Α΄ Οικουμενική στην απόφασή της περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έθεσε τους 4 όρους εορτασμού και τίποτε άλλο και την εφαρμογή της απόφασης την ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Η αποστολή των «πασχαλίων γραμμάτων» από τον Αλεξανδρείας σταμάτησε μετά την Δ΄ Οικουμενική, επειδή στην Αλεξάνδρεια επικράτησαν Μονοφυσίτες Επίσκοποι και έτσι διακόπηκαν οι σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μονοφυσίτικων. Εν τω μεταξύ είχαν συνταχθεί πασχάλιοι πίνακες από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο και τον Κύριλλο Α΄ και έτσι κατέστησαν ελάχιστα χρήσιμα τα πασχάλια γράμματα. Η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς, ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική την χρονολόγηση από Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ: «….. ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν». Η αρίθμηση αυτή από Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το Πατριαρχείο ΚΠόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Το ερώτημα είναι αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου. Μετά το τα τέλος της Πενθέκτης Οικουμενικής (αρχές 8ου αι.), πολλοί λόγιοι χριστιανοί άρχισαν να συντάσσουν Πίνακες, που εμφάνιζαν κάθε έτος από Κτίσεως Κόσμου και την ημέρα ή την ημερομηνία των κινητών εορτών, που συνδέονται με την εορτή του Πάσχα. Κάθε τέτοιος Πίνακας ονομάσθηκε Πασχάλιος. Σε κάθε Πασχάλιο Πίνακα, μετά την αναγραφή του έτους από Κτίσεως Κόσμου, σημειώνεται το κανόνιο του Πάσχα, δηλ. οι Ινδικτιώνες, οι κύκλοι Ηλίου, Σελήνης και το θεμέλιο αυτής. Το έτος αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου  και αναγράφεται ευθύς αμέσως η παραμονή των Χριστουγέννων, ο αριθμός ημερών κρεωφαγίας, η ημερομηνία έναρξης του Τριωδίου, και η Κυριακή της Απόκρεω. Ακολουθεί η ημερομηνία του Ευαγγελισμού, το Νομικό πάσχα και ακολούθως το χριστιανικό Πάσχα και η νηστεία των αγίων Αποστόλων. Αργότερα (δηλ. μετά το 1582) προστέθηκε η ημερομηνία του Πάσχα των Λατίνων, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η εορτή των αγίων Πάντων και ακόμη αργότερα προστέθηκε η ημέρα μνήμης των αγίων Αποστόλων. Για τη σύνταξη του Πασχαλίου χρησιμοποιήθηκε αρχικά η Μετώνεια επακτή (365.26315 ημέρες), η οποία αργότερα διορθώθηκε (με την πιο ακριβή Καλλίπεια επακτή) (365.25 ημέρες), όπως επίσης διορθώθηκε (μετά το 1628, επί Πατριαρχίας Κύριλλου Α΄ Λούκαρι) η μέτρηση από Κτίσεως Κόσμου, σε μέτρηση από Χριστού γεννήσεως (Θ.Η.Ε. τ. Ι΄, σελ. 118). Όλα αυτά, οι προσθήκες και οι διορθώσεις έγιναν χωρίς συνοδική απόφαση, αλλά με συνεννοήσεις μεταξύ των Εκκλησιών.

11/ Εορτολόγιο. Η μοναδική εορτή του Χριστιανισμού, που καθορίσθηκε με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου είναι η εορτή του Πάσχα. Όλες οι άλλες εορτές καθορίσθηκαν με αποφάσεις των κατά τόπους Εκκλησιών. Έτσι, η εορτή των Χριστουγέννων εορταζόταν στις 6 Ιανούαρίου, ενώ από το 336 στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου και ακολούθησαν, η ΚΠολη το 380 και τα υπόλοιπα Πατριαρχεία το 431, τα δε Ιεροσόλυμα τον 6ο αι. Η εορτή της αρχής του εκκλ. έτους (αρχή της Ινδίκτου), από την 1η Ιανουαρίου ως το 325, μετατοπίσθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου και αργότερα στις 1 Σεπτεμβρίου. Η εορτή του Ιω. Χρυσόστομου μετατοπίσθηκε από τις 14 Σεπτεμβρίου, στις 13 Νοεμβρίου. Η εορτή της Περιτομής του Χριστού εισήχθη στην Ανατολή τον 6ο αι. ενώ στη Δύση τον 7ο αι. Η εορτή της Μεταμόρφωσης ιδρύθηκε στην Ανατολή μεταξύ του 6ου και 8ου αι. ενώ στη Δύση πολύ αργότερα (Στεφανίδου, εκκλ. ιστορία). Η εορτή των αγίων Πάντων εισήχθη στην Ανατολή τον 4ο αι. στη δε Δύση το 610 (Βαφείδου εκκλ. ιστορία). Η εορτή των αγίων Αποστόλων εορταζόταν στην Ανατολή μέχρι τις αρχές του 7ου αι. στις 28 Δεκεμβρίου, ενώ στη Δύση στις 29 Ιουνίου, όπου και προσαρμόσθηκε αργότερα η Ανατολή (Αθηνών Χρυσόστομου, Ημερολογιτικών κατηγοριών έλεγχος). Η εορτή των Τριών Ιεραρχών στην ΚΠολη εορταζόταν στις 30 Ιανουαρίου και στα Ιεροσόλυμα στις 23 Αυγούστου (Ευστρατιάδου, το εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας). Η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου εορταζόταν στα Ιεροσόλυμα στις 22 Αυγούστου, η Μονή Στουδίου στις 18 Αυγούστου, σε άλλα Μοναστήρια στις 23 Αυγούστου και στο άγιον Όρος στις 28 Αυγούστου (Ευστρατιάδου, ως ανωτέρω). Η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν αρχικά τον 5ο αι. στη Δύση, στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ στην Ανατολή καθιερώθηκε στις αρχές του 6ου αι. στην ΚΠολη από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α΄, στις 2 Φεβρουαρίου, ενώ καθιερώθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία από τον Ιουστινιανό Α΄, στις 14 Φεβρουαρίου και αργότερα επανήλθε στις 2 Φεβρουαρίου και μετετράπη από Δεσποτική εορτή (όπως το επιτάσσει η θεολογία και η υμνολογία της) σε Θεομητορική (Θ.Η.Ε. τ. 11, σελ. 952). Και όλες αυτές οι μεταβολές, χωρίς αποφάσεις Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου.

12/ Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923. Στις 10.5.1923 συγκλήθηκε στην ΚΠολη Πανορθόδοξο Συνέδριο, με βασικό σκοπό τη διόρθωση της ισημερίας (όπως ακριβώς έκαναν οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου) και την εξ αυτού του λόγου διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου. Εκπροσωπήθηκαν οι Εκκλησίες ΚΠόλεως, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ελλάδος και Κύπρου. Δεν παρέστησαν οι Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι μετασχόντες στο Συνέδριο αποφάσισαν να αναθέσουν στους αστρονόμους Σέρβο Μιλάνκοβιτς και Ρουμάνο Δράγγιτς, που μετείχαν στο Συνέδριο να προβούν στη διόρθωση της ισημερίας, κατά 13 ημέρες. Έτσι, προέκυψε μια διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου και προσαρμογή του στα νέα δεδομένα. Δηλαδή, ενώ το Ιουλιανό ημερολόγιο έχει όλα τα επαιώνια έτη δίσεκτα, το διορθωμένο έχει δίσεκτα έτη μόνον εκείνα, που διαιρούμενα δια του 9, δίνουν υπόλοιπο 2 ή 6. Στο σημείο αυτό καταγράφεται, ότι διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έγινε και από τους Λατίνους, το 1582, και προέκυψε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Σ’ αυτό δίσεκτα είναι τα επαιώνια έτη, που διαιρούμενα με το 4, δίνουν υπόλοιπο μηδέν. Με τις ρυθμίσεις αυτές το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο έχει 365.242222221 ημέρες, ενώ το Γρηγοριανό 365.2425ημέρες και το Ιουλιανό 365.25. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται σαφώς, ότι το διορθ. Ιουλιανό ημερολόγιο και το Γρηγοριανό δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έφερε την επιτακτική ανάγκη της διόρθωσης και του Πασχαλίου. Προς τούτο το Συνέδριο παρακάλεσε τους αστρονόμους των Αστεροσκοπείων Αθηνών, Βελιγραδίου, Βουκουρεστίου και Πετρούπολης να καταρτίσουν πίνακες του Πασχαλίου, βάσει του νέου ημερολογίου, πλην όμως η Εκκλησία της Ελλάδος παρακάλεσε το Πατριαρχείο ΚΠολης να μην προβεί στη διόρθωση του Πασχαλίου «άχρι καιρού». Το διορθ. Ιουλιανό ημερολόγιο ακολούθησαν τελικά 10 (από τις 14) Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως παλαιότερα και η Ρώμη, που δεν ακολούθησε την απόφαση της Α΄ Συνόδου, χωρίς να υπάρξει τότε καμία αντίδραση από τις Εκκλησίες, που την είχαν δεχτεί.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ

 

            Οι εμμένοντες στο Ιουλιανό ημερολόγιο κατηγορούν εκείνους, που προέβησαν στη διόρθωσή του, με τις κάτωθι κατηγορίες:

1/ Η διόρθωση αποτελεί δογματικό ζήτημα: «Και τούτο διότι το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως και της θ. λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον βίωσιν και έκφανσιν αυτής» (πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομου, Θέσεις του εορτολογικού ζητήματος….., σελ. 55). «δια της εν έτει 1924 επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής διεφθάρη το ιερόν πηδάλιον και ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας» (π. Β. Σακκά, απάντηση εις τον αιδεσ. π. Ε. Θεοδωρόπουλο, 1969, σελ. 15). Αντιθέτως: «και άλλοτε η ορθόδοξος Εκκλησία ευρέθη εις την ανάγκην όχι μόνον την χρονολόγησιν να διορθώση αλλά και εορτάς να μεταθέση» (Εγκύκλιος Ι. Συνόδου, 8.4.1924).

2/ Δεν έγινε διόρθωση του Ιουλιανού, αλλά προσχώρηση στο Γρηγοριανό ημερολόγιο: «Η κρατούσα Εκκλησία, όπως αποφύγη τας συνεπείας της ημερολογιακής καινοτομίας διισχυρίζεται ότι δεν προσέλαβε το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, αλλά διόρθωσε το Ιουλιανόν τοιούτον…..» και ότι «δια της εν λόγω διορθώσεως «επέρχεται γενική αναστάσωσις των κεκανονισμένων τύπων της Εκκλησίας, των ορισθέντων πάντοτε επί τη βάσει της εορτής του Πάσχα» ήτοι θίγεται ο Πασχάλιος κύκλος …..» (υπόμνημα της Ι.Σ. των ΓΟΧ Ελλάδος προς τους Ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας 1962, σελ. 9). Αντιθέτως, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επανέλαβε κατά τη συνεδρίαση της ΔΙΣ (2.7.1935), ότι: «εξ εσφαλμένης αντιλήψεως νομίζεται συνήθως υπό τινων, ότι η Εκκλησία ημών εδέχθη το Γρηγοριανόν ημερολόγιον. Το ημερολόγιον τούτο δεν είναι, κυρίως ειπείν νέον ημερολόγιον,                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                αλλ’ είναι νέα χρονολόγησις και μεταρρύθμισις του Ιουλιανού ημερολογίου, την οποίαν επεχείρησεν ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ και την οποίαν λίαν ορθώς απέκρουσε και αποκρούει πάντοτε η Ορθόδοξος Εκκλησία» (Κώδιξ Πρακτικών ΔΙΣ 1935-1936, σελ. 262).

3/ Το ημερολόγιο είναι αμετακίνητο: «Το Ιουλιανόν συνδεθέν μετά του Πασχαλίου και μετά του κύκλου πασών των εορτών κινητών και ακινήτων επί 1622 έτη εθεωρήθη ως ιερά παράδοσις…..» (Διαυλείας Πολύκαρπου, Το Α΄ Πανελλαδικόν….., σελ. 74). Επίσης: «δια της μεταβολής ταύτης θίγεται η αιωνόβιος παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διασπάται η ένωσις κατά το σύμβολον της πίστεως» (Το Α΄ Πανελλαδικόν….. σελ. 107). Αντιθέτως, η Εκκλησία της Ελλάδος προσήψαι τοις παλαιοημερολογίταις την μομφήν, ότι «ανήγαγον εις δόγμα πίστεως το ημερολόγιον και περιέπεσαν εις την πλάνην της λατρείας του χρόνου «μη νοούντες μήτε α λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται» (Τιμ. Α΄ 1. 7) θεωρούντες ως θρησκευτικήν παράδοσιν την διαφοράν των 13 ημερών» (Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, ημερολογιακά Β΄ 1929, σελ. 6, 7). Βέβαια, παράδοση αποτελεί να εορτάζεται η εορτή του αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου, αλλά δεν αποτελεί Παράδοση το πότε είναι η 26η Οκτωβρίου. Το πρώτο το καθορίζει η Εκκλησία, το δεύτερο η Αστρονομία. Παράδοση (θεσπισμένη με απόφαση) είναι να εορτάζεται το Πάσχα την 1η Κυριακή, μετά την 1η εαρινή πανσέληνο και πάντοτε μετά το ιουδαϊκό πάσχα. Το πότε είναι όμως η εαρινή πανσέληνος δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας, ούτε την καθορίζει η Εκκλησία, αλλά η Αστρονομία. Έτσι, οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου δεν καθόρισαν το πότε είναι η εαρινή ισημερία, αλλά το παρέπεψαν το θέμα στους αστρονόμους της Αλεξάνδρειας, ούτε καθόρισαν, ότι η εαρινή πανσέληνος είναι αμετακίνητη. Η εμμονή στο αμετακίνητο της ισημερίας και της πανσελήνου οδηγεί σε παράβαση της απόφαση της Συνόδου. Κάτι τέτοιο το βλέπουμε φέτος (2013), όπου το Πάσχα εορτάζεται την 2η Κυριακή μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο (και όχι την 1η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο), κατά παράβαση της απόφασης. Συγκεκριμένα: Οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου καθόρισαν με την απόφασή τους, ότι Το Πάσχα θα εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία, αλλά δεν καθόρισαν πότε συμβαίνει αυτή η εαρινή ισημερία και το παρέπεμψαν στους αστρονόμους, αλλά ούτε καθόρισαν ότι αυτή η ισημερία είναι αμετακίνητη. Έτσι: Η εαρινή ισημερία του 2013 επισυμβαίνει στις 20 Μαρτίου (με το διορθ. Ιουλιανό ημερολόγιο), στις 11.02 UTC, 13.02 ώρα Ελλάδος. Η 1η πανσέληνος επισυμβαίνει στις 27 Μαρτίου, στις 11.51 ώρα Ελλάδος, οπότε εορτάζεται το Ιουδαϊκό πάσχα (και συγκεκριμένα από το βράδυ της 26ης Μαρτίου, κατά το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος). Η 1η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο επισυμβαίνει την Κυριακή 31 Μαρτίου. Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση της Α΄ Συνόδου, αυτή την Κυριακή θα πρέπει να εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα. Πλην όμως αυτό εορτάζεται την Κυριακή 5 Μαϊου! Γιατί όμως; Διότι, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, η εαρινή ισημερία επισυμβαίνει στις 3 Απριλίου, η 1η πανσέληνος στις 30 Απριλίου και όχι στις 25 Απριλίου, όπως είναι στην πραγματικότητα, γιατί, όπως στην ισημερία, όπου υπάρχει υστέρηση 13 ημερών, έτσι και στις πανσελήνους υπάρχει υστέρηση 5 ημερών. Με όλες όμως αυτές τις αλχημείες καταστρατηγείται η απόφαση της Συνόδου και έτσι το χριστιανικό Πάσχα φθάνει να εορτάζεται τη 2η Κυριακή, μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο. Αυτό το αλαλούμ, το διαπιστώνει κανείς, αν ανοίξει το Ωρολόγιο το Μέγα, της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν πάει στα Πασχάλια και ιδεί το Πασχάλιο του 2013 θα διαβάσει: Νομικό Φάσκα, Μεγάλη Τρίτη, δηλ. στις 30 Απριλίου, οπότε υποτίθεται ότι εορτάζουν οι Εβραίοι το πάσχα. Αλλά οι Εβραίοι εορτάζουν το πάσχα (πεσάχ) με την 1η πραγματική εαρινή πανσέληνο, δηλ. στις 27 Μαρτίου. Επομένως, το αναγραφόμενο περί Μ. Τρίτης είναι ψέμα.

4/ Η Εκκλησία με τη διόρθωση κατέστη σχισματική: Οι εν Ελλάδι υπάρχοντες  παλαιοημερολογίτες, ισχυρίζονται ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διορθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Η Φ.Ο. 1950, φ. 94, σελ. 2). Επίσης με την υπ. αρ. 13/26.9.1950, η  Ι. Σύνοδος των ΓΟΧ χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, ως σχισματική (Η Φ.Ο. 1950, φ.86, σελ. 7). Αντιθέτως όμως 10 από τις 14 Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχτηκαν το διορθωμένο Ιουλιανό, οι δε υπόλοιπες 4, που εξακολούθησαν να έχουν το Ιουλιανό δεν διέκοψαν κοινωνία με τις άλλες. Άρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν κατέστη σχισματική έναντι των υπολοίπων Εκκλησιών.

5/ Η ημερολογιακή μεταβολή γίνεται μόνο με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου: Υπεστηρίχθη, ότι το όλον θέμα της διόρθωσης του ημερολογίου είχε χαρακτήρα γενικής εκκλησιαστικής σημασίας ούτινος η ρύθμισις έδει να συντελεσθή δια της συγκλίσεως Τοπικής ή Οικουμενικής Συνόδου (Δημητριάδος Γερμανού, Διασάφησις….. σελ. 15-16). Αντιθέτως, ο Οικ. Πατριάρχης Βασίλειος υποστήριξε με την εγκύκλιο 17.2.1927, ότι «το ζήτημα δεν ήτο φύσεως αξιούσης εξέτασιν παρ’ Οικουμενικής Συνόδου» (Εκκλησία, 1927, σελ. 129). Αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είχε υποστηρίξει το αυτό, βασιζόμενος επί του μη δογματικού χαρακτήρα του ημερολογιακού ζητήματος, εν αντιθέσει προς το Πασχάλιον, ούτινος πάσα μεταβολή έδει να πραγματωθεί δι’ αποφάσεως ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τούτο διαλαμβάνεται στην παραινετική εγκύκλιο της ΔΙΣ της 8.4.1924 προς τον ελληνικό λαό (Εκκλησία, Α΄, σελ. 411).

6/ Η διόρθωση υπαγορεύτηκε από τη Μασονία και τον Οικουμενισμό: Ο π. Β. Σακκάς ορμώμενος εκ των οικουμενιστικών κινήτρων άτινα, κατ’ αυτόν, είχεν η επελθούσα ημερολογιακή μεταβολή διετύπωσε την άποψιν ότι εξ αυτού του λόγου το όλον θέμα προσέλαβε δογματικόν χαρακτήρα (υπόμνημα προς τον σεβ. Αρχιεπίσκοπον Μόντρεαλ και παντός Καναδά Βιτάλιον, σελ. 12) (Χριστόδουλου, ιστορική και κανονική θεώρησις….. σελ. 147). Επίσης οι Μελέτιος Μεταξάκης και Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, υπούλως συνωμοτήσαντες κατά της Ορθοδοξίας επέτυχον δια της διορθώσεως του ημερολογίου, να προοδοποιήσωσι την ένωσιν της Ορθοδόξου και της Αγγλικανικής Εκκλησίας γενόμενοι όργανα της αγγλικής προπαγάνδας και της αθέου εβραιομασσωνίας (Αγιορειτών Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος….. σελ. 93, 99, 280, 288). Και ου μόνον τούτο αλλά και συνήργησαν εις την επιδίωξιν των εχθρών της Ορθοδοξίας προς αφανισμόν αυτής, εφ’ όσον «το εορτολόγιον ετέθη ως προφυλακή του Οικουμενισμού» (π. Β. Σακκά, υπόμνημα….. σελ. 37). Πλην όμως η από του 1924 διαρρεύσασα μεγάλη χρονική περίοδος (90 περίπου ετών), απέδειξε ότι η γενομένη διόρθωσις του ημερολογίου δεν είχε σχέσιν τινά προς τον Οικουμενισμόν.

7/ Η διόρθωση έγινε μετά από πίεση της Πολιτείας: «Η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου εισήχθη υπ’ αυτού μόνου του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος δίχα γνώμης της Ιεραρχίας, τη καταθλιπτική πιέσει της Πολιτείας» (Ευστρατιάδου Γρ. η πραγματική αλήθεια περί του εκκλ. ημερολογίου, 1929, σελ. 5). Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Δεν υπήρξε άμμεσος πίεσις, αλλά έμμεση εκ των πραγμάτων, γι’ αυτό και η ΔΙΣ με το έγγραφό της 2936/171/16.11.1934 προς την Πολιτεία επέρριψεν ευθέως επ’ αυτής την ευθύνην δια την συντελεσθείσαν ημερολογιακήν εν τη Εκκλησία μεταβολήν, εφ’ όσον «η Εκκλησία προέβη εις την διόρθωσιν του Ιουλιανού ημερολογίου, διότι το Κράτος εδέχθη το νέον πολιτικόν ημερολόγιον και διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχωσιν εις το Κράτος δύο ημερολόγια» (Εκκλησία, 1934, σελ. 370).

8/ Σκανδαλισμός των πιστών από την ύπαρξη δύο ημερολογίων: «Αναιτίως επισπεύδεται υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου» (Ευστρατιάδου Γρ. ως ανωτέρω, σελ. 67). Και όμως η επίσπευση δεν έγινε άνευ αιτίας. Και η Εκκλησία υπεστήριζεν εν έτει 1926, ότι «του εκκλησιαστικού εορτολογίου μη συμπίπτοντος προς το εν χρήσει της ελληνικής κοινωνίας ημερολόγιον, σκανδαλισμός της συνειδήσεως του λαού προέκυψεν ου σμικρός και κίνδυνος αποξενώσεως αυτού από της Εκκλησίας»,  απηριθμούντο δε εν συνεχεία συγκεκριμέναι περιπτώσεις, καθ’ ας «εκκλησιαστικαί εορταί μη τελούμεναι κατά τας ημερομηνίας του εν κοινή χρήσει ημερολογίου, ήρξαντο αγνοούμεναι υπό του λαού» (Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου, Ημερολογιακά Α΄ 1926, σελ. 28-29). Σημειώνεται, ότι την ανάγκη της ημερολογιακής μεταβολής είχε επισημάνει και υποδείξει πρώτος ο Μόσχας Τύχων το 1919, οι δε Εκκλησίες της Σερβίας και της Ρουμανίας πολύ πριν το 1923 είχαν αξιώσει όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο προβεί στις δέουσες ενέργειες προς εφαρμογή της μεταβολής (Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου, Ημερολογιακά Β΄, σελ. 37).

9/ Η εισαγωγή της διόρθωσης υπήρξε παράνομη: Υπό των παλαιοημερολογιτών προεβλήθη ο ισχυρισμός ότι η εισαγωγή της διόρθωσης υπήρξε παράνομος, ως αντιβαίνουσα στο Ν.Δ. της 18/25 Ιανουαρίου 1923, δια του οποίου είχε ορισθεί, ότι ως προς την Εκκλησία και τα θρησκευτικά ζητήματα θα παρέμενε σε ισχύ το Ιουλιανό ημερολόγιο (Ζαχαρία Α. Παράνομοι κυβερνητικοί διωγμοί παλαιοημερολογιτών. Φ.Ο. 1954, φ. 174, σελ. 5). Αντιθέτως, «η πράξις της Ι. Συνόδου δι’ ης εισήχθη εν τη Εκκλησία της Ελλάδος το διορθωμένον Ιουλιανόν ημερολόγιον, ούσα τυπικώς διοικητική πράξις, εφ’ όσον δεν ανεκλήθη υπό της Εκκλησίας ή δεν ηκυρώθη δι’ αποφάσεως του ΣτΕ εξακολουθεί, καίτοι παραβιάζουσα κατά τινα εκδοχήν τον νόμον, να είναι ισχυρά μη δυναμένη άλλως τε να προσβληθή δι’ αίτήσεως ακυρώσεως…..» (Μαρίνου Αν. Η θρησκευτική ελευθερία, 1972, σελ. 313, 314).

Στην παρούσα συγγραφή θα δούμε, αν όντως αληθεύουν αυτές οι κατηγορίες και δεν είναι μια φούσκα, που οφείλεται περισσότερη στην άγνοια και λιγότερο σε κακοήθεια. Έτσι, είναι γνωστό, ότι η Ελληνική Πολιτεία με το Ν.Δ. της 18.1.1923 εισήγαγε το «πολιτικό ημερολόγιο» με την προσθήκη 13 ημερών στο Ιουλιανό ημερολόγιο, δηλ. εισήγαγε «εν ταις πολιτικαίς και κοινωνικαίς σχέσεσι το Γρηγοριανόν, λεγόμενον, ημερολόγιο» (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄, αγόρευση ενώπιον της ΙΣΙ στις 16.4.1923). Έτσι, η Ελληνική Πολιτεία ακολουθεί έκτοτε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Είναι επίσης γνωστό, ότι το «Πανορθόδοξο Συνέδριο» της ΚΠολης προέβη, το 1923 (10.5-8.6) στη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου με νέο τρόπο υπολογισμού των δισέκτων επαιωνίων ετών, το οποίον ονόμασε «διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο» και το οποίον δεν έχει καμία σχέση με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που είναι μια άλλη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου και δημιουργήθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, το 1582.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 430/1.3.1924 ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

                        Περί του Ημερολογίου

Η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία δεν δέχτηκε το ημερολόγιο, που εισήγαγε η Πολιτεία, προσχώρησε στο διορθ. Ιουλιανό ημερολόγιο με την επίσημη εγκύκλιο της 1.3.1924 (αρ. πρωτ. 430). Η Εγκύκλιος αυτή απεστάλη από την ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος «Προς τους Σεβ. Ιεράρχας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος». Την εγκύκλιο αυτή ζητήσαμε πρόσφατα από την ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και προθύμως μας απεστάλη και σε γενικές γραμμές αναφέρει την ιστορική διαδρομή των ημερολογίων, ότι η διόρθωση δεν έχει δογματικό ή σωτηριώδη χαρακτήρα, ότι δεν συνδέεται με υποχρεωτική χρονολόγηση και ότι με την εμμονή στο Ιουλιανό ημερολόγιο δεν τηρείται επακριβώς η διάταξη της Α΄ Συνόδου. Εν συνεχεία αναφέρει την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου από την Πολιτεία, την άρνηση της Εκκλησίας να το εισαγάγει, την ανάγκη διόρθωσης του Ιουλιανού ημερολογίου και την παραμονή αμεταβλήτου του Πασχαλίου, του οποίου οι εορτές τελούνται απλώς σύμφωνα με τις νέες ημερομηνίες. Αναλυτικότερα παρουσιάζουμε τα κυριότερα σημεία της εγκυκλιου:

1/ Παραμονή του Πασχαλίου. Το Πάσχα και οι κινητές εορτές ακολουθούν το Πασχάλιο, άνευ μεταβολής: «Προκειμένου δε περί του Πάσχα και των μετ’ αυτού συνδεδεμένων κινητών εορτών, αύται, μέχρι της οριστικής και τούτου του σημείου διαρρυθμίσεως, θα φυλάττωσι, το γε νυν, την κατά το άχρι τούδε Πασχάλιον θέσιν αυτών εν τω εορτολογίω, απλώς αυξανομένων κατά 13 των ημερομηνιών, των κατά το παλαιόν ημερολόγιον υπολελογισμένων ημερών του εορτασμού αυτών και σημειουμένων τοιουτοτρόπως και των κινητών εορτών κατά το νέον ημερολόγιον, προς προφυλακήν από της συγχύσεως».

2/ Διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου. Έγινε διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου: «Η Εκκλησία της Ελλάδος, συμφώνως τη αποφάσει της Ιεράς Συνόδου, παρεδέχθη, χάριν του ορθοδόξου Ελληνικού λαού, την ρύθμισιν ταύτην του ζητήματος, δια της απαραιτήτου καταστάσεως διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου».

3/ Μη δογματικό ζήτημα. Καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν αποφάσισε, ότι το χρονολογικό σύστημα είναι αμετάβλητο ή έχει δογματικό χαρακτήρα: «Ουδέν δε χρονολογικόν σύστημα απέρρευσεν εξ αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου και ουδέν αυτών αποτελεί θεσμόν αμετάβλητον, δογματικόν ή σωτηριώδη έχοντα χαρακτήρα».

4/ Απουσία χρονολογικού συστήματος. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν απεφάσισε ορισμένο χρονολογικό ή μηνολογικό σύστημα: «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εκανόνισε τα της ημέρας της εορτής του Πάσχα, ορίσασα όπως τούτο εορτάζηται μετά το Ιουδαϊκόν Πάσχα, αλλά βεβαίως δεν διετάχθη υπό της Συνόδου ωρισμένον χρονολογικόν ή μηνολογικόν σύστημα,…..».

5/ Αλεξανδρινό Πασχάλιο. Τον 6ο αι. επήλθε συμφωνία Ρώμης και Αλεξανδρείας για την επικράτηση του Αλεξανδρινού Πασχαλίου: «Μόλις δε τον στ΄ αιώνα, δια της επικρατήσεως του Αλεξανδρινού Πασχαλίου κανόνος, επήλθεν η ποθητή ομοφωνία».

6/ Χρονολόγηση από κτίσεως κόσμου. Η χρονολόγηση από Κτίσεως κόσμου υπήρχε μέχρι τον 17ο αι: «Η από κτίσεως κόσμου και των ινδικτιώνων χρονολογίαι εκ παραλλήλου προς την της από Χριστού Γεννήσεως, εξηκολούθησαν υπάρχουσαι εν τη Εκκλησία, μόλις δε κατά τον ιζ΄ αιώνα, δι’ αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατηργήθη οριστικώς η χρήσις της από κτίσεως κόσμου χρονολογίας, η δε των ινδικτιώνων διατηρείται, αγνοουμένη όμως υπό των πολλών».

7/ Ακίνητες εορτές. Οι ακίνητες εορτές δεν εορτάζονται κατά τις πραγματικές ημερομηνίες, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο: «Τούτο σημαίνει, ότι αι ακίνητοι εορταί, αι συνδεδεμέναι μεθ’ ωρισμένων ημερομηνιών, δεν εορτάζονται σήμερον κατά της υπό της Εκκλησίας καθορισθείσας ημέρας, αλλά 13 ημέρας βραδύτερον, ήτοι ουχί κατά τας πραγματικάς και αληθείς αυτών ημερομηνίας».

8/ Κινητές εορτές. Οι κινητές εορτές δεν εορτάζονται σύμφωνα με την απόφαση εορτασμού του Πάσχα υπό της Συνόδου: «Ειδικώτερον δε προκειμένου περί της εορτής του Πάσχα, το ανωτέρο λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου και εσφαλμένοι τινές υπολογισμοί του Πασχαλίου κανόνος, απομακρύνουσιν αυτήν κατά πολλάς ημέρας από της καθορισθείσης υπό της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου χρονικής βάσεως, επομένως δεν τηρείται ακριβώς η διάταξις της Συνόδου».

9/ Ο Πασχάλιος κανόνας δεν προέβλεψε την μετακίνηση της ισημερίας: «Προς επάνοδον εις την κανονικήν ακρίβειαν δέον να ληφθή υπ’ όψιν η πραγματική εαρινή ισημερία, διότι ο Πασχάλιος Αλεξανδρινός κανών δεν προέβλεψε την ένεκα του σφάλματος του Ιουλιανού ημερολογίου μετακίνησιν αυτής».

10/ Αντικανονική διόρθωση από τη Ρώμη. Η Ρώμη διόρθωσε το Ιουλιανό ημερολόγιο κατά τρόπον αντιβαίνοντα στην διάταξη της Α΄ Οικουμενικής: «….. κατά δε τον ις΄ αιώνα, επί Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄, η Εκκλησία Ρώμης προβάσα εις (την διόρθωσιν) αυτήν συμμετέβαλε και τον Πασχάλιον κανόνα κατά τρόπον αντιβαίνοντα εις την διάταξιν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου».

11/ Απαράδεκτο το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Η Γρηγοριανή διόρθωση δεν γίνεται δεκτή από την Εκκλησία: «Αλλ’ η Γρηγοριανή μεταρρύθμισις, παρεβίασε τους όρους τούτους. Όθεν η Ορθόδοξος Εκκλησία ούτε παρεδέχθη, ούτε δύναται να παραδεχθή αυτήν κατά τούτο».

12/ Επιτακτική ανάγκη διόρθωσης του ημερολογίου. Υπήρξε επιτακτική ανάγκη διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου: «Επειδή δε το πολιτικόν ημερολόγιον, οριστικώς επικρατήσαν εν ταις Πολιτείαις των Ορθοδόξων λαών, δεν ήτο δυνατόν ν’ αρθή, αι Εκκλησίαι αυτών δεν ηδύναντο να μείνωσιν αδιάφοροι προς το ζήτημα τούτο, επιτακτική δε ανάγκη επέβαλε την διόρθωσιν του Ιουλιανού ημερολογίου».

13/ Ακίνητες και Κινητές εορτές σύμφωνα με το διορθ. ημερολόγιο. Οι ακίνητες και οι κινητές εορτές θα εορτάζονται στις αυτές ημερομηνίες, χωρίς μεταβολή του Πασχαλίου: «Αι ακίνητοι εορταί θα συμπίπτωσι και θα εορτάζωνται κατά τας ανέκαθεν υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθωρισμένας ημερομηνίας, αι δε κινηταί εορταί κατά τας εν τω Πασχαλίω ημέρας, ονομαζομένας όμως δια των ημερομηνιών του διορθωμένου ημερολογίου».

            ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το κομβικό σημείο στην εν γένει ανωμαλία περί των ημερολογίων είναι η οπωσδήποτε  εξωπραγματική άποψη, του ότι τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων τις ρυθμίζει η Εκκλησία και όχι η Αστρονομία! Δηλαδή, η Εκκλησία θα καθορίσει, πότε έχουμε εαρινή ισημερία και πότε είναι οι πανσέληνοι. Αυτό θυμίζει, μια γνωστή ιδιομορφία του Παπισμού, να θέλει να καθορίζει αυτός και μόνον τις θέσεις των ουρανίων σωμάτων. Έτσι, είναι γνωστή η περίφημη δίκη του αστρονόμου Γαλιλαίου, το 1633, από την Ιερή Εξέταση, διότι διετύπωσε, ότι η γη δεν είναι ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος, αλλά κινείται και περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο. Είναι δε γνωστή η φράση με την οποίαν δεν οδηγήθηκε στην πυρά: «αποπτύομαι, καταρώμαι και βδελύσσομαι την αίρεσιν της κινήσεως της γης»! Στην Ανατολή όμως δεν συνέβη ποτέ αυτό το παράδοξο. Η Εκκλησία ποτέ δεν διεκδίκησε την αυθεντία να καθορίζει αυτή τη θέση των ουρανίων σωμάτων και οι όποιες αναφορές σε κοσμολογικά δεδομένα ακολουθούν τα δεδομένα της Επιστήμης της Αστρονομίας. Έτσι, η καταγραφή στην Π.Δ. ότι η γη είναι μια ακίνητη πιατέλα στο κέντρο του Σύμπαντος και στηρίζεται σε τέσσερις κολώνες, η ίδια δε στηρίζει τα νερά του ουρανού με τέσσερις κολώνες απηχούν τα δεδομένα της Αστρονομίας της εποχής εκείνης. Όταν τα δεδομένα αυτά άλλαξαν και απεκαλύφθη, ότι η γη είναι μια σφαίρα, όχι στο κέντρο του σύμπαντος, ούτε καν στο κέντρο του γαλαξία, η Εκκλησία προσαρμόστηκε στις νέες αυτές ανακαλύψεις. Τώρα, τι είναι αυτό, που κάνει ορισμένους να θέλουν, η Εκκλησία να ορίζει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και να καθορίζει, ότι η ισημερία γίνεται 13 ημέρες αργότερα από ότι πράγματι συμβαίνει και ότι η πανσέληνος γίνεται 5 ημέρες αργότερα, από ότι πράγματι συμβαίνει, αυτό μπορεί να αποτελέσει έρευνα κοινωνιολογική ή ψυχιατρική, πάντως όχι θεολογική. Μήπως, σ’ αυτή την περίπτωση και δεδομένου, ότι οι του παλαιού κατηγορούν τους του νέου ακόμη και για αίρεση, θα πρέπει οι τελευταίοι να παραδεχτούν την πλάνη τους και να αναφωνήσουν: «αποπτύομαι, καταρώμαι και βδελύσσομαι την αίρεσιν της ταχύτερης κινήσεως της γης»;

Από την παράθεση των ανωτέρω συνοψίζονται τα κυριότερα σημεία, ως εξής:

1/ Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος άλλαξε το ημερολόγιο, που ακολουθούσε μέχρι τότε η Εκκλησία  (Μακεδονικό) και δέχτηκε την εισήγηση των Αστρονόμων να εισάγει νέο ακριβέστερο ημερολόγιο (το Ιουλιανό), θεώρησε δε το θέμα μη δογματικό.

2/ Η Σύνοδος δέχτηκε τη διόρθωση της ισημερίας, κατά 3 ημέρες, που της προτάθηκε από τους Αστρονόμους και δεν απέκλεισε μια μελλοντική διόρθωση.

3/ Καθόρισε την εορτή του Πάσχα, σύμφωνα με το τότε νέο ημερολόγιο (Ιουλιανό) και έθεσε τους 4 γνωστούς όρους εορτασμού. Η απόφασή της δεν απαγόρευσε μια μελλοντική διόρθωση.

4/ Ανέθεσε στους αστρονόμους της Αλεξάνδρειας να βρουν την πραγματική ισημερία και την πραγματική 1η εαρινή πανσέληνο και τις αποφάσεις τους τις δέχτηκε η Εκκλησία.

5/ Ανέθεσε την υλοποίηση της απόφασης εορτασμού στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, με την έκδοση Πασχαλίων γραμμάτων κάθε χρόνο.

6/ Δεν κατασκεύασε Πασχάλιο Πίνακα, ο οποίος άρχισε να σχηματίζεται τον 8ο αι. και έγινε δεκτός από τις διάφορες Εκκλησίες, χωρίς συνοδική απόφαση.

7/ Στην απόφαση της Συνόδου διαφαίνεται σαφώς, ότι είναι αποκλειστικό δικαίωμα της Εκκλησίας να καθορίζει τις ημερομηνίες των διαφόρων εορτών, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα να καθορίζει το πότε είναι οι ισημερίες και οι πανσέληνοι, το πότε αρχίζουν και τελειώνουν οι εποχές του έτους και οι μήνες, πράγμα, που αποτελεί έργο της Επιστήμης της Αστρονομίας. Υπό την έννοια αυτή ο όρος «πολιτικό ημερολόγιο» ή «εκκλησιαστικό ημερολόγιο» είναι αδόκιμος. Η Εκκλησία δέχεται το αστρονομικό ημερολόγιο, στο οποίο προσαρμόζει, με αποκλειστική της ευθύνη το εορτολόγιο. Επομένως, ούτε «εκκλησιαστικό ημερολόγιο» υπάρχει, ούτε «πάτριο ημερολόγιο» ή οτιδήποτε άλλα. Το να μη γίνεται δεκτή σήμερα η όποια διόρθωση της ισημερίας ή των πανσελήνων των σύγχρονων αστρονόμων από την Εκκλησία, εκτός του ότι χρήζει πλέον ψυχιατρικής εξέτασης, δείχνει και μια εμμονή σε μια παπίζουσα συμπεριφορά, όπως εκείνη της ακινησίας της γης.

8/ Το Πασχάλιο δεν θίγεται «άχρι καιρού» και παραμένει ως έχει με τις νέες πλέον ημερομηνίες, αλλά με προφανείς τις παραβιάσεις της απόφασης των Πατέρων της Α΄ Συνόδου.

9/ Σαφώς δηλούται από την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά αποδεικνύεται και επιστημονικά, ότι δεν απεδέχθη τη διόρθωση των Λατίνων, αλλά δέχτηκε τη διόρθωση των Ορθοδόξων αστρονόμων, που της προτάθηκε και εισήγαγε νέο ημερολόγιο (διορθ. Ιουλιανό), κατά πολύ ακριβέστερο του Γρηγοριανού. Το ότι μέχρι το 2800 η διόρθωση ομοιάζει με εκείνη του Γρηγοριανού δεν συνηγορεί για την ταυτοποίησή τους. Μετά το 2800 γίνεται εμφανής η διαφορά. Έτσι, το 2800 την ίδια ημέρα, το Ιουλιανό ημερολόγιο θα δείχνει 10 Φεβρουαρίου, το Γρηγοριανό 29 Φεβρουαρίου και το διορθ. Ιουλιανό 1 Μαρτίου, δεδομένου, ότι τόσο το Ιουλιανό, όσο και το Γρηγοριανό θεωρούν το 2800 ως δίσεκτο, ενώ το διορθ. Ιουλιανό όχι, καθότι θεωρεί δίσεκτο το 2900, αντίθετα με τα άλλα δύο ημερολόγια.

10/ Για μια ακόμη φορά ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα: α/ Ο Ιούλιος Καίσαρας θέλοντας να διορθώσει το υπάρχον ρωμαϊκό ημερολόγιο του Νουμά (των 354 ημερών) κάλεσε τον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη, για να προβεί στη διόρθωση. Αυτός διόρθωσε το ημερολόγιο του Νουμά και καθόρισε το έτος στις 365.25 ημέρες και την ισημερία στις 21 Μαρτίου. β/ Η 1η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έγινε επί Μ. Κων/νου στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Εκεί έγινε αλλαγή του ημερολογίου από το Μακεδονικό (των 354 ημερών) στο Ιουλιανό και διόρθωση της ισημερίας, κατά 3 ημέρες (από τις 24 Μαρτίου στις 21 Μαρτίου). Την αλλαγή πραγματοποίησαν οι αλεξανδρινοί αστρονόμοι με την ηγεσία του αστρονόμου και Επισκόπου Αχιλλέα, την δε διόρθωση ενέκριναν οι Πατέρες, δεν έθεσαν δε όρο μη περαιτέρω διόρθωσης στο μέλλον. γ/ Προσπάθειες διόρθωσης έγιναν πολλές με σπουδαιότερη εκείνη του Νικηφόρου Γρηγορά, ο οποίος συνέταξε σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου και το υπέβαλε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Παλαιολόγο, το 1324. Αυτός αρνήθηκε να το εφαρμόσει «προς αποφυγήν συγχύσεως των αμαθών». δ/ Η 2η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έγινε από τους αστρονόμους, τον γερμανό μαθηματικό Κλάβιους και τον ιταλό αστρονόμο Λίλιο και εγκρίθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄. Αυτοί καθόρισαν διαφορετικό υπολογισμό των δισέκτων επαιωνίων ετών και διόρθωσαν την ισημερία κατά 10 ημέρες, από τις 31 Μαρτίου στις 21 Μαρτίου. ε/ Η 3η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έγινε επί Πατριάρχη ΚΠόλεως Μελέτιου Δ΄ στο Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923. Εκεί, οι αστρονόμοι, Σέρβος Μιλάνκοβιτς και Ρουμάνος καθηγητής Δραγομίρ καθόρισαν νέο τρόπο προσδιορισμού των δισέκτων επαιωνίων ετών (διαφορετικό από το Γρηγοριανό) και διόρθωσαν την ισημερία, κατά 13 ημέρες, από τις 3 Απριλίου, στις 21 Μαρτίου. Η διόρθωση αυτή έγινε δεκτή από το Συνέδριο και το Πατριαρχείο κλήθηκε να την εφαρμόσει. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι διορθώσεις έγιναν από αστρονόμους και επικυρώθηκαν, είτε από την Πολιτεία (Ρωμαϊκή Πολιτεία), είτε από την Εκκλησία (Α΄ Οικουμενική, Παπισμός, Πανορθόδοξο Συνέδριο).

Είναι όντως τραγελαφικό να μεταβάλουμε από μόνοι μας τις ημερομηνίες και τους μήνες. Όταν η Αστρονομία μας δηλώνει, ότι σήμερα είναι 3 Απριλίου, κάτι που είναι στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, ουδείς δύναται να πει, ακόμη και η Εκκλησία, ότι σήμερα δεν είναι 3 Απριλίου, αλλά 21 Μαρτίου. Δεν μπορεί επίσης κανείς να ισχυριστεί, ότι σήμερα 3 Απριλίου έχουμε ισημερία, ενώ η ισημερία έχει υπάρξει ήδη στις 20 Μαρτίου, εκτός και εάν δεν γνωρίζει τι σημαίνει ισημερία. Ισημερία λοιπόν είναι ένα σημείο τομής της εκλειπτικής τροχιάς του Ήλιου με τον ουράνιο ισημερινό, αν βέβαια εμπιστευόμαστε την επιστήμη της Αστρονομίας και δεν θέτουμε τον εαυτό μας πάνω από αυτήν. Αυτό λοιπόν το σημείο τομής, που καλείται ισημερία, η Αστρονομία απλώς το ανακαλύπτει, γιατί εκείνος που θέτει τον Ήλιο σ’ αυτή τη θέση είναι ο ίδιος ο Θεός. Έτσι, όταν υποστηρίζουμε, ότι η ισημερία είναι άλλη ημέρα, εκτός του ότι δείχνουμε ασέβεια στην Επιστήμη εκείνη, που ανακαλύπτει τα μεγαλεία του Θεού, κατά το: «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού», αποτελεί ασέβεια και ύβρη πρωτίστως προς τον ίδιο το Θεό, που ουσιαστικά τον αμφισβητούμε ευθέως και του απεμπολούμε το δικαίωμα να κινεί τα ουράνια σώματα, όπως Αυτός θέλει. Γιατί λοιπόν αυτή η αρρωστημένη εμμονή στη σταθερή ημερομηνία της ισημερίας, κάτι, που δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ από την Εκκλησία; Μήπως η ισημερία αποτελεί παράδοση και μήπως βρίσκεται κάπου στην Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη, ώστε να την λατρεύουμε, ως κάτι το ιερό και αμετακίνητο; Αντίθετα, άλλες θέσεις των ουρανίων σωμάτων, που βρίσκονται στην Π. Διαθήκη δεν θεωρούνται θέσφατα ή παράδοση. Εκεί λοιπόν μιλάει για τη γη, ως τεράστιο δίσκο, που συγκρατείται σε 4 κολώνες στην άβυσσο και πάνω στο δίσκο αυτό υπάρχουν 4 άλλες κολώνες, που κρατούν τα νερά του στερεώματος. Αυτά αναφέρονται με λεπτομέρειες στη Γένεση, στους Ψαλμούς, στο Δ΄ Βασιλειών, στον Ησαϊα, στον Ιώβ κ.ά. Αν λοιπόν θεωρούμε αμετακίνητη την ισημερία, κάτι που δεν αναγράφεται πουθενά, τότε θεωρούμε αμετακίνητο και το δίσκο της γης στο κέντρο του σύμπαντος και γύρω από αυτόν να περιφέρονται όλα τα ουράνια σώματα, όπως δηλώνουν κατηγορηματικά έξη (6) Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιω. Δαμασκηνός, Γρηγ. Παλαμάς, Συμεών Θεσ/νίκης). Έτσι, όποιος υποστηρίζει, ότι η γη δεν είναι μια κινούμενη σφαίρα, αλλά ένας ακίνητος δίσκος, αυτός και μόνον δικαιούται να υποστηρίζει, ότι η ισημερία είναι και αυτή αμετακίνητη. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτεθέντα εμφανίζεται μια εκκλησιαστική παράβαση, που είναι αρκετά σοβαρή και ανατρέπει το εορτολόγιο. Όταν λοιπόν η Αστρονομία δηλώνει, ότι σήμερα είναι 25 Μαρτίου, η Εκκλησία σύμφωνα με το εορτολόγιό της εορτάζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν μπορεί να ισχυριστεί, ότι δεν είναι 25 Μαρτίου, αλλά 12 Μαρτίου, οπότε εορτάζει τη μνήμη του αγίου Συμεών νέου Θεολόγου. Αυτή η παραβίαση του εορτολογίου δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να γίνεται σε καμία περίπτωση και με οποιαδήποτε δικαιολογία.

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ                                                                            20.3.13

Πηγή:fdathanasiou.wordpress.com