Δύο μαρτυρίες για την πνευματική αγάπη του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού
19 Μαρτίου 2013
1. «Μπορεί παιδί μου εμείς νά ζούμε στο Άγιον Όρος αλλά οι κεραίες μας βλέπουν τι γίνεται στήν Αθήνα».
Τί νά εννοούσε ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ όταν μού το έλεγε αυτό πρίν μερικά χρόνια; Κάποτε η μητέρα μου έπαθε 3 εγκεφαλικά κατά διαστήματα. Στο τρίτο όμως πέθανε. Όμως συνέβη στο δεύτερο εγκεφαλικό ένα αξιοθαύμαστο γεγονός. Ήμουν στο νοσοκομείο μέ τα αδέλφιά μου. Ήμουν ανήσυχος. Είχα ένα μικρό κομποσχοινάκι στο χέρι μου και άρχισα νά λέγω τήν ευχή : «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ την μέ τίς ευχές του Γέροντα Ιωσήφ», «Υπεραγία Θεοτόκε ελέησέ την μέ τίς ευχές του Γέροντα Ιωσήφ».
Πήγαινα πάνω-κάτω στούς διαδρόμους του νοσοκομείου, μέ αγωνία και πόνο για τήν μητέρα μου. Πάντα έλεγα μέ τίς ευχές του Γέροντα Ιωσήφ. Πέρασαν δύο ώρες περίπου. Ξαφνικά εμφανίζεται ο γιατρός και μάς λέγει: «καλύτερα είναι η μητέρα σας».
Η χαρά πού πήρα ήταν ανέλπιστη. Το βράδυ παίρνω τόν Γέροντα Ιωσήφ στο καλύβι του στο Άγιον Όρος. «Ευλογείτε Γέροντα. Ξέρετε η μητέρα μου έπαθε εγκεφαλικό αλλά μέ τίς ευχές σας είναι καλύτερα τώρα». Ξαφνικά ακούω τόν Γέροντα νά μού λέγει στο τηλέφωνο. «Έ! άσε και κανένα νά πεθάνει!!». Τα έχασα, τόν ευχαρίστησα και πήρα τήν ευχή του. Μετά από αυτό συνειδητοποίησα αυτό πού μάς έλεγε συχνά από τήν Αγία Γραφή, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη». Δηλ. η ευχή του Γέροντα ήταν δέησις δικαίου ενεργουμένη.
Στο 3ο όμως εγκεφαλικό πού έπαθε η μητέρα μου πέθανε. Τότε σάν νά είχε κλείσει ο ουρανός. Ούτε το τηλέφωνο σήκωνε στο Άγιον Όρος, ούτε πού προσευχόμουν μέ τίς ευχές του.
Η Παναγία μας πού υπεραγαπούσε, πού μάς το μετέδωσε και σέ μάς τα ανάξια παιδιά του, νά μάς παρηγορεί στίς δυσκολίες και δοκιμασίες πού παιρνούμε σάν κράτος και σάν πρόσωπα ο καθένας μας.
Αμήν. Σ.Κ.
2. «Ήθελα νά πάω σπίτι του νά τόν δείρω γιατί στενοχώρησε τήν μητέρα του πού αγαπούσα ιδιαίτερα».
Εκείνο το βράδυ ήμουν στενοχωρημένος. Είχε γίνει οικογενειακό επεισόδιο μέ ένα συγγενή μου μέ τήν μητέρα του. Είχα θολώσει. Το μόνο πού σκεπτόμουν να πάω σπίτι του και νά τόν σπάσω στο ξύλο, γιατί δε άντεχα πού είχε στενοχωρήσει τή μάνα του. Το σκεπτόμουν και αυτό ήθελα. Κάποια στιγμή λέγω, «άς πάρω τηλέφωνο τόν πατέρα μου Γ. Ιωσήφ νά του πώ το πρόβλημα».
– Γέροντα, ευλογείτε. Τι κάνετε;
Αρχισα νά του αραδιάζω το πρόβλημα πού υπήρχε μιλώντας συνέχεια. Τσιμουδιά δέν έλεγα στόν Γέροντα ότι ήθελα νά πάω νά τον δείρω. Συνέχιζα νά μιλάω. Ξαφνικά, λέει ο Γέροντας: «Αυτό πού θέλεις δέν στέκει και νομικά». Τίποτα δέν καταλάβαινα. Συνέχιζα νά εκθέτω το πρόβλημα και χωρίς νά ξέρω γιατί, δέν ήθελα νά του πώ ότι θέλω νά πάω νά τόν δείρω. Ακούω πάλι για δεύτερη φορά τόν Γέροντα: «Και αυτό πού θέλεις δέν στέκει νομικά». Τήν δεύτερη φορά σάν νά ξύπνησα από λήθαργο και λέγω μέ μιά χαρά και δυνατή φωνή στο τηλέφωνο: Γέροντα ήθελα νά πάω νά τόν δείρω. Τότε ακούω τόν Γέροντα νά λέγει: «Γι’ αυτό στο είπα, παιδί μου!!». Αμέσως σάν νά έφυγε ένα βάρος από πάνω μου και ειρήνευσα ξαφνικά τελείως. Αυτό ήταν. Μού πέρασε ο θυμός και ο Γέροντας μέ έκανε νά συνειδητοποιήσω τι κακό θά έκανα άν το τολμούσα αυτό. Τόν ευχαρίστησα και πήρα τήν ευχή του. Μέχρι τώρα το σκέπτομαι άνκαι πέρασαν κάμποσα χρόνια, «δέν στέκει και νομικά!».
Νά λοιπόν οι κεραίες τών Πατέρων, βλέπουν τι γίνεται και στήν Αθήνα και πονάνε και νοιάζονται και προσεύχονται για όλους μας. Αυτό είναι το Άγιον Όρος, τόπος προσευχής και για τούς εχθρούς όπως λένε. Όμως δηλώνουν ότι δέν έχουν εχθρούς και το πιστεύουν αυτό και το πιστεύω και εγώ. Οι άλλοι όμως τούς εχθρεύονται γιατί δέν μπορούν νά καταλάβουν. Μήπως ισχύει το «ου γάρ οίδασι τι ποιούσι;».
Η Παναγία μας πού γιορτάζει σήμερα, η Παναγία η Παραμυθία, νά μάς δυναμώνει πάντα στο καλό.
Τήν ευχή νά έχουμε του μακαριστού Γ. Ιωσήφ.
Σ. Κ.