Από ξενιτιά σε ξενιτιά
17 Μαρτίου 2013
π.Διονύσιος Ταμπάκης
Ήταν δεκαεπτά ετών όταν κηρύχτηκε στα μέρη του, την Ήπειρο, ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Δεν φοβήθηκε , μπήκε και αυτός μεσ’την μάχη. Πολέμησε σαν σκυλί και έδιωξε τους εχθρούς από τον τόπο του.
Ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί και ίσα που σώθηκε από ένα απόσπασμα που αγέρωχο μπήκε στην Κόνιτσα πυροβολώντας όποιον μικρό ή μεγάλο έβρισκε στον δρόμο τους.
Όμως η ζωή συνεχίζεται. Το ποτάμι κυλάει μπροστά και ποτέ πίσω.
Παντρεύτηκε, χόρεψε τότες λεβέντικα στον Γάμο του έξω από την Εκκλησιά του Άϊ Θανάση, έκανε Οικογένεια και παιδιά, μα οι στερήσεις και η πείνα θέριζαν.
Έτσι ένα πρωί ο κυρ-Βαγγέλης αναγκάσθηκε να αφήσει πίσω την γυναίκα του και τα εννιά παιδιά , αλλά και τους άρρωστους γονιούς του για να ξενιτευθεί εργάτης στην Γερμανία σ’ένα σκοτεινό εργοστάσιο.
Η κλίνη τους σ’ένα δωματάκι σαν κοτέτσι κολυμπημένο μέσα στην υγρασία.
30 χρόνια δούλεψε σκληρά στην ξενιχτιά ,κεφάλι δεν σήκωσε απ’τον βιδολόγο, όχι για να πλουτήσει αλλά για να μπορέσει ίσα να ζήσει την οικογένειά του που άφησε στην πατρίδα του.
Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν κατά πως φάνηκε καλύτερες ημέρες για τον τόπο μας και ένα χάραμα πριν μια βδομάδα πήρε το ίδιο μονοπάτι κι’ο εγγονός του ο Βαγγέλης, παλικάρι 32 χρονών.
Με 500 ευρώ μηνιάτικο σ’εργοστάσιο ολημερίς, δάνειο, και τρία παιδιά στην Ελλάδα δεν μπορείς ούτε να συντηρήσεις την ζήση σου.
Έμαθα πήγε σ’ένα συγγενή του στην Φραγκφούρτη , όπου νοικιάζει μια μπυραρία.
Εκεί κατά πως φαίνεται θα βγάλει και το βιός του και της οικογενείας του, κάμνοντας το γκαρσόνι και καθαρίζοντας τους εμετούς από τους μεθυσμένους για να μπορέσει να δεί κ’αυτός και τα παιδιά του κάποτε μια άσπρη μέρα…
Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που `σαι
σου στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει…