Σύγχρονοι Γέροντες,ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος και το κοινωνικό του έργο
24 Φεβρουαρίου 2013
ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ
«Ου επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις»
(Ρωμ. ε’, 20)
Ζούμε σε καιρούς, που η αμαρτία, η λάσπη και η δυσωδία καλύπτουν τα πάντα γύρω μας. Όμως, η Αγία μας Εκκλησία και σε αυτή την εποχή, έχει να προβάλλει άνθη εύοσμα, που αποπνέουν το άρωμα της αγιότητος.
Έτσι, το εφετινό ημερολόγιο δεν αρκείται στο να προσφέρει θεωρητικές διδασκαλίες περί πνευματικών θεμάτων. Παρουσιάζει ενσάρκες φανερώσεις πνευματικότητος. Σκιαγραφούνται δηλαδή, σύγχρονοι Γέροντες, οι οποίοι έκαναν την πνευματικότητα, πράξη στον σύγχρονο κόσμο. Ο βίος τους, επιβεβαιώνει έμπρακτα και είναι μαρτυρία περί της αληθείας την οποία εκήρυξε ο Ιησούς Χριστός. Η ζωή τους, αποδεικνύει ότι η αγιότητα είναι κατορθωτή σε κάθε εποχή. Οι ευώδεις αρετές τους, μυρώνουν την δύσοσμη κοινωνία μας.
Η Ιερά Μητρόπολις Αργολίδος εύχεται στον Ιερό Κλήρο, στις Ιερές Μονές, στα Ιερά Ησυχαστήρια και σε όλους τους ευσεβείς Χριστιανούς, με τις πρεσβείες και με το παράδειγμα των συγχρόνων Γερόντων, οι οποίοι βιογραφούνται στο ανά χείρας ημερολόγιο, να αγωνιζώμεθα πνευματικά κατά το νέον έτος 2013, έχοντας κατά νούν και μαρτυρώντας με τη ζωή μας, πως «ου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε΄, 20).
Ευλογημένο το νέον έτος
Μετ’ ευχών και αγάπης εν Κυρίω
† ο Αργολίδος Ιάκωβος
Οι σύγχρονοι Γέροντες κατά τον Οικ. Πατριάρχη κ.κ Βαρθολομαίο
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, σε ομιλία του κατά την τελετή των εγκαινίων του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου Αβάνας στην Κούβα, τόνισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έπαυσε ποτέ να αναδεικνύει Αγίους. Κατονόμασε μάλιστα, αρκετούς Αγίους που ανακηρύχτηκαν πρόσφατα. Στη συνέχεια, αναφερόμενος σε συγχρόνους οσίους Γέροντες, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ανακηρυχτεί επισήμως ως άγιοι, είπε: «Υπάρχουν ακόμη και εκείνοί τους οποίους το πλήρωμα της Εκκλησίας ομοφώνως αναγνωρίζει ως Αγίους, αν και επίσημος πράξις αναγνωρίσεως της Αγιότητος αυτών δεν έχει εισέτι εκδοθή, όπως οι Γέροντες Παΐσιος, Πορφύριος και Εφραίμ, ο συμπατριώτης του Αγίου Νικολάου Ιάκωβος της Ευβοίας, ο Φιλόθεος Ζερβάκος και εί τις έτερος. Πέριξ των μορφών αυτών χιλιάδες ψυχαί ειρήνευασαν, εγλυκάνθησαν, εχαροποιήθησαν, εζωοποιήθησαν. Τα στοιχεία της φύσεως τους υπήκουον. Τα ζώα τους εσέβοντο. Οι πάντες και τα πάντα ένιωθαν την αγάπην των και την χάριν του εν αυτοίς κατοικούντος Αγίου Πνεύματος. Το βλέμμα των ήτο βλέμμα Χριστού. Αι χειρές των χείρες φιλανθρωπίας. Η καρδία των πλήρης θυσιαστικής αγάπης. Ο νους των ειρηνικός. Το φρόνημά των άγιον. Η καθημερινή ζωή των “άγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια”. Πολλοί οφείλουν εις τους γνησίους τούτους ανθρώπους του Θεού πολλά. Είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέταί ημών. Η προσευχή των διεσκέδαζε βουλάς Εθνών, έφερε το έλεος και την βοήθειαν του Θεού εις τον κόσμον, εφυγάδευεν ακάθαρτα πνεύματα, αποκαθίστα την υγιείαν των ασθενούντων, έλυεν ανθρωπίνως άλυτα προβλήματα».
Εγκαίνια Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αβάνας
Κούβα, 25 Ιανουαρίου 2004
Ο Γέροντας Φιλόθεος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Ζερβάκος, γεννήθηκε στους Μολάους της Λακωνίας το έτος 1884. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι πιστοί στον Θεό και ενάρετοι. Από την παιδική του ηλικία φάνηκε μία έμφυτη κλίση του προς την Εκκλησία. Όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, οι γονείς του τον έστειλαν στο Διδασκαλείο. Διορίσθηκε δάσκαλος στα δεκαεπτά του χρόνια. Όμως ο νεαρός Κωνσταντίνος, είχε άλλες επιθυμίες. Λαχταρούσε να μιμηθεί τη ζωή των Αγγέλων, να γίνει μοναχός.
Κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του υπηρέτησε πρώτα στον στρατό ως υπαξιωματικός. Μετά τον στρατό η απόφασή του να γίνει μοναχός ήταν πλέον αμετάκλητη. Ο Θεός έφερε τα βήματά του κοντά στον Άγιο Νεκτάριο. Άνοιξε την καρδιά του στον σοφό και διακριτικό ιεράρχη. Ο Άγιος χάρηκε για την απόφασή του και τον συμβούλεψε μάλιστα να αφιερωθεί στην ξακουστή Μονή Λογγοβάρδας. Ο Κωνσταντίνος φανέρωσε την έντονη επιθυμία του να μονάσει στο Άγιον Όρος. Ο Άγιος Νεκτάριος δεν του έκλεισε αυτόν τον δρόμο. Τον προειδοποίησε όμως, ότι όπου και να πάει, θα καταλήξει στη Λογγοβάρδα.
Προσπάθησε να μεταβεί στο «Περιβόλι της Παναγίας», μα στάθηκε αδύνατον. Κινδύνεψε η ζωή του από τους Τούρκους που τότε κατείχαν τη Θεσσαλονίκη. Σώθηκε κατόπιν θαυματουργικής επεμβάσεως του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Έτσι κατάλαβε ότι το θέλημα του Θεού ήταν να μονάσει στη Λογγοβάρδα και όχι στον Άθωνα.
Η Ζωοδόχος Πηγή τον δέχθηκε στο ονομαστό Μοναστήρι της στην Πάρο. Το έτος 1907 έγινε μοναχός και ονομάσθηκε Φιλόθεος. Μετά από λίγο, κάνοντας υπακοή στον Γέροντά του, με φόβο και τρόμο δέχθηκε τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης. Το 1912 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ακολούθησε η χειροθεσία του σε πνευματικό και αρχιμανδρίτη. Προσπάθησε όσο μπορούσε να υπηρετήσει επάξια στο ιερό θυσιαστήριο. Ταυτόχρονα εξελίχθηκε σε έναν πολύ έμπειρο και φωτισμένο πνευματικό. Χιλιάδες ψυχές από ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα και από το εξωτερικό ακόμη, εμπιστεύθηκαν τη σωτηρία τους στη διακριτική του καθοδήγηση, καθώς ενεργούσε με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Το 1930 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της Μονής της Μετανοίας του και πολυσέβαστος Γέροντάς του Ιερόθεος Βοσυνιώτης. Με διαθήκη του τον όρισε διάδοχό του. Επί των ημερών του Οσίου Φιλοθέου η Λογγοβάρδα αναδείχθηκε σε έναν φωτεινό φάρο της Ορθοδοξίας. Ο Όσιος πλήρης ημερών κοιμήθηκε οσιακά στην Ιερά Μονή Θαψανών στις 8 Μαΐου του έτους 1980.
Ο Όσιος Φιλόθεος έζησε σε μια εποχή που υπήρχαν έντονα κοινωνικά προβλήματα. Χωρίς να παραμελεί καθόλου τη διδασκαλία της πίστεως, την εξομολόγηση και τα υπόλοιπα πνευματικά του καθήκοντα φρόντιζε παράλληλα τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Σε όλη του τη ζωή τον διέκρινε μία θυσιαστική διάθεση προσφοράς στους πονεμένους συνανθρώπους του με ανιδιοτέλεια. Η ελεημοσύνη ήταν μια συνεχής και έμπρακτη εκδήλωση αγάπης προς τον συνάνθρωπο, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε τον ίδιο τον Κύριο. Ο ίδιος, ακτήμων και φτωχός από υλικά αγαθά, είχε πάντα να δίνει απλόχερα σε όσους πρόσφευγαν στη βοήθειά του. Είχε πάντοτε στον νου του τον λόγο της Γραφής κατά τον οποίο δεν είναι δυνατόν να αγαπά κανείς τον Θεό, χωρίς να αγαπά ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό του. Έτσι, μόλις εγκαταβίωσε στη Μονή της Λογγοβάρδας άρχισε αμέσως να φροντίζει όσους είχαν ανάγκη. Υπηρετούσε με αγάπη τους ασθενείς και γέροντες αδελφούς του. Τους έπλενε, τους καθάριζε, τους πήγαινε φαγητό, τους παρηγορούσε. Την υπηρεσία αυτή την πρόσφερε με πολλή χαρά και ευχαρίστηση, γιατί υπηρετώντας τους ασθενείς υπηρετούσε τον ίδιο τον Χριστό. Εφάρμοζε πιστά αυτό που μας ζητά ο Κύριος στην παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».
Ως Ηγούμενος της Λογγοβάρδας κατόπιν, όχι μόνο συνέχισε την παράδοση της Μονής να προσφέρει ελεημοσύνη σε όσους είχαν ανάγκη, αλλά αύξησε όσο μπορούσε περισσότερο την προσφορά αγάπης. Η φιλοξενία του Μοναστηριού στις ημέρες του έμεινε παροιμιώδης! Κανένας από αυτούς που επισκέπτονταν το Μοναστήρι δεν έφευγε νηστικός. Φεύγοντας μάλιστα, του έδιναν να πάρει και μαζί του διάφορα εφόδια απαραίτητα για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Η τακτική αυτή ήταν κάτι το πολύ σημαντικό για τα δύσκολα χρόνια της ανέχειας και της δυστυχίας. Δεν χρειαζόταν να ζητήσει κάποιος για να του προσφέρουν. Έτσι, όταν κάποιος Παριανός ήταν πολύ φιλόξενος στο σπίτι του, έλεγαν με θαυμασμό οι συνάνθρωποί του: «αυτός έκανε το σπίτι του Λογγοβάρδα!»
Στά δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1941 – 44) η έμπρακτη εκδήλωση αγάπης με την προσφορά ελεημοσύνης ήταν καθημερινή πρακτική. Η Μονή τότε έσωσε από την πείνα πολλούς Παριανούς προσφέροντας καθημερινά 150 – 200 μερίδες φαγητού. Ο Άγιος Γέροντας Φιλόθεος αναφέρει στα βιβλία του πως η Υπεραγία Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή, η οποία προστάτευε το Μοναστήρι, πλήθαινε τα ελάχιστα διαθέσιμα τρόφιμα και γλύτωσε έτσι τους Παριανούς από τον αφανισμό εξ αιτίας της πείνας.
Όταν τελείωσε αυτή η φοβερή λαίλαπα και πάλι συνέχισε η Μονή το πλούσιο κοινωνικό έργο της με πολλούς τρόπους. Ήταν καθιερωμένο, μία μέρα της εβδομάδας να έρχονται οι φτωχοί από όλο το νησί για να πάρουν τρόφιμα και άλλα απαραίτητα εφόδια. Αρκετά παιδιά φτωχά και ορφανά σπούδασαν στηριζόμενα αποκλειστικά στη χορηγία της Μονής.
Αξίζει να μνημονεύσουμε ακόμη, ότι ο Άγιος Γέροντας συνέχισε τα έργα αγάπης και φιλανθρωπίας και όταν ακόμη αποσύρθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Μονή Θαψανών. Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά του έδιναν ελεημοσύνη, από το περίσσευμα και από το υστέρημά τους, για να έχει χρήματα ο Γέροντάς τους να συνεχίσει να προσφέρει σε όσους είχαν ανάγκη. Έδινε τα πάντα και ο Θεός του έδινε πάλι μέσω των πνευματικών του παιδιών, για να έχει να ξαναδώσει. Ήταν άνθρωπος αγάπης και θυσίας για τον συνάνθρωπο. Αγαπούσε τους πάντες χωρίς όρια. Ο πιστός δούλος του Θεού, Φιλόθεος, αγαπούσε όσο γινόταν πιο ολοκληρωμένα τον σταυρωθέντα Κύριό του και όλους τους αδελφούς του ταυτόχρονα.
Από το Περιοδικό «Πνευματική Κιβωτός», τεύχος Απρίλιος-Μάϊος 2005