Η πίστη στο Χριστό ως φορέας της χάριτος
24 Φεβρουαρίου 2013
Στην κοινωνία που ζούμε, οποίος θα θελήσει να ακολουθήσει ένα ορισμένο δρόμο ζωής, π.χ. να σπουδάσει, να ασχοληθεί με την τεχνολογία η στρατό η άλλα παρόμοια, δίνει πρώτα τα στοιχεία της ιδιότητάς του: καταγράφεται π.χ. στους καταλόγους των υποψηφίων σπουδαστών, ομολογεί πίστη και υποταγή στους σχετικούς νόμους και κανόνες, και μετά αρχίζει την πρακτική ενέργεια της μαθητείας που θα αναδείξει, όπως είναι και ο σκοπός του, ένα πεπειραμένο παράγοντα στον κλάδο που διάλεξε. Η εισαγωγή του στην επιστήμη του αρχίζει από τη θεωρητική διδασκαλία η οποία είναι αναγκαία για να μπει στο νόημα της ουσίας αυτού που τον ενδιαφέρει, και μετά εισέρχεται στην πρακτική εφαρμογή των νόμων και όρων του επιτηδεύματός του σύμφωνα με την παράδοση των καθηγητών του, μέχρι που να γίνει πλήρως κάτοχος της επιστήμης του. Σαν απόδειξη της επιτυχίας του θα είναι, τελικά, η λήψη του πτυχίου.
Κάτι ανάλογο ισχύει και στη χριστιανική μας ζωή. Κι’ εμείς με την εισαγωγική πίστη στον αληθινό Θεό, με τη συμμετοχή μας διά των Μυστηρίων στο Σώμα του Χριστού μας, την Εκκλησία, με την ομολογία της πίστης μας και την εργασία των θείων εντολών, καθώς και την τήρηση όσων άλλων η ιερά μας παράδοση περιέχει, βρισκόμαστε μέσα στο σωστό δρόμο προς την επιτυχία. Αυτήν όμως την επιτυχία, το στόχο, το αποτέλεσμα, αυτό που θάναι για μας το «πτυχίον» ακόμα δεν το έχουμε πετύχει. Πιο κάτω θ’ ασχοληθούμε γι’ αυτό ακριβώς το θέμα, την επιτυχία του σκοπού μας.
* * *
Σε προηγούμενη ομιλία ασχοληθήκαμε με τη θεία αγάπη και όλες της τις συνέπειες, η οποία με κύριο στόχο της τον άνθρωπο εκδηλώθηκε σε όλη της την πληρότητα, φανερώνοντας τη σχέση του Θεού προς εμάς. Τώρα θα εξετάσουμε τη δική μας θέση: ποιά είναι μετά την πτώση και την υποταγή μας στη φθορά και το θάνατο, ώστε να μπορέσουμε ενσυνείδητα και σωστά να ενεργήσουμε στο στάδιο αυτό όπου βρισκόμαστε, για να πετύχουμε την ανάκληση και σωτηρία μας. Άλλωστε, το «γνώθι σαυτόν» είναι και το βασικώτερο σύνθημα κάθε υγειούς φιλοσοφίας.
Για την αυτογνωσία αυτή και τη μετά το χωρισμό μας από το Θεό πανανθρώπινη δυστυχία, ας αφήσουμε τον Απ. Παύλο να μας μιλήσει, σαν τον βαθύτερο στοχαστή και ψυχολόγο όλων των αιώνων: «Οίδα -λέγει- ότι εγώ (ο άνθρωπος) σαρκικός είμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν. Ο γάρ κατεργάζομαι ου γινώσκω· ου γάρ ο θέλω τούτο πράσσω, άλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ». Και συνεχίζει: «Νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία. Οίδα γάρ ότι ούκ οικεί εν εμοί, τούτ’ έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν το γάρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω· ου γάρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, άλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω». Και συνεχίζοντας ο θεόσοφος ανατόμος της ανθρώπινης ύπαρξής μας αποκαλύπτει το ελατήριο της διεστραμμένης αυτής κινήσεως: «Ει δε ο ού θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία» (Ρωμ. ζ’ 15-20).
Η αμαρτία, λοιπόν, το κέντρο του θανάτου, ο εμπρυστής της πανανθρώπινης ευτυχίας, η υπόσταση της κολάσεως και του ολέθρου, η ανατροπή κάθε αρμονίας, κάθε τάξεως και ευπρέπειας, ο αφανισμός κάθε αξίας και τιμής και αξιοπρέπειας των όσων ο Δημιουργός «εποίησε λίαν καλώς»!
Αφού λοιπόν ο θειος Απόστολος αποκάλυψε την αιτία της καταστροφής μας, κι ότι αυτή δεν είναι περιοδική αλλά ενδημούσα, μόνιμη και ένοικη εντός μας, στη συνέχεια μας περιγράφει λεπτομερέστερα τους τρόπους της ενεργείας της στον ψυχοσωματικό μας κόσμο: «Ευρίσκω -λέγει- τούτον τον νόμο, ότι δηλαδή ενώ εγώ θέλω να κάμω το καλό, μέσα μου υπάρχει πρόχειρο το κακό. Αισθάνομαι μεγάλην ευχαρίστηση στο νόμο του Θεού κατά τον εσωτερικό μου άνθρωπο, αλλά βλέπω άλλο νόμο στα μέλη μου, ο οποίος αντιστρατεύεται το νόμο του νοός μου και με αιχμαλωτίζει διά του νόμου της αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου». Και καταλήγει με το εξής, το οποίο αποτελούσε τον κοινό θρήνο όλων των ανθρώπων: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα τούτο το καταδικασμένο στον θάνατο;» (Ρωμ. ζ’ 21-24). Πράγματι, τίποτε άλλο δεν θα ήταν πιο κατάλληλο σαν τελικό συμπέρασμα από αυτό, που με τόσο στεναγμό ο Παύλος έγραφε!
Ας επανέλθουμε στο κείμενο κι ας επιχειρήσουμε να κάνουμε τη διάγνωση προκειμένου να βρούμε τη θεραπεία: «…θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, εμοί το κακόν παράκειται» (δηλ. ενώ εγώ θέλω να κάμω το καλό, μέσα μου υπάρχει πρόχειρο το κακό). Πρέπει να μας συγκλονίζουν τα λόγια αυτά! Δηλαδή δεν απολέσαμε μεταπτωτικά μόνο την έννοια του καλού, του αγαθά σκέπτεσθαι και ενεργείν, αλλά αποκτήσαμε και έμμονη διαστροφή και κλίση προς το κακοποιείν, εκβιασμό της σκέψεως και θελήσεως μας προς το ποιείν το πονηρό. Ενώ διατηρήθηκαν μέσα μας οι στοιχειώδεις ιδιότητες της «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού δημιουργίας μας, συλλαμβάνουμε δυνάμει το καλό, εκβιάζεται όμως δυναστικά η θέλησή μας για εφαρμογή του μισουμένου κακού. Αυτό που λέγει ο Παύλος, ότι «αισθάνομαι μεγάλην ευχαρίστηση στο νόμο του Θεού κατά τον εσωτερικό μου άνθρωπο», αφορά την ελεύθερη σκέψη του νου που συλλαμβάνει το καλό· αλλ’ η δύναμη της αμαρτίας, έχοντας τρόπον τινά την έδρα της στα μέλη μας, αντιδρά˙ έτσι, «ενώ εγώ θέλω να κάμω το καλό, μέσα μου υπάρχει πρόχειρο το κακό».
Ο άνθρωπος λοιπόν έχει να κάμει δυο αγώνες τώρα: πως να πετύχει ώστε η λογική του να εκλέξει το αγαθό αντί το πονηρό, και πως να νικήσει την αντιστρατευόμενη το νόμο του νοός του δύναμη της αμαρτίας, που βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και η οποία μας εκβιάζει κατά τρόπον αντίθετο προς τον εσωτερικό μας κόσμο, ώστε ο καθένας να βλέπει χωρίς προκάλυμμα τι βρίσκεται μέσα του. Τα λόγια του μοιάζουν με καθρέφτη διαφορετικό από τους άλλους, που δεν δείχνει τις ρυτίδες και τα άλλα ψεγάδια του προσώπου μας, αλλά τον εσωτερικό μας κόσμο σ’ όλο του το βάθος.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν τα λόγια του Μωυσή στη Γένεση, ότι «έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (η’ 21), όπως ακριβώς σ’ ενα αρρωστημένο οργανισμό οι φυσικοί νόμοι λειτουργούν αντίθετα από το κανονικό.
Μέχρις εδώ περιγράψαμε με βάση την αποκάλυψη της Αγίας Γραφής τη γυμνή και χωρίς θεία χάρη ανθρώπινη φύση, την υποκειμένην εξ ολοκλήρου στον διπλό θάνατο. Τώρα ας περιγράψουμε, πάλι από τις ίδιες πηγές, «την περίσσειαν της Χάριτος» που εξέχεεν ο Θεός στον άνθρωπο. Γιατί, πράγματι, η άπειρη αγάπη του Θεού προς τα πλάσματάα Του οικονόμησεν ώστε, «εκεί όπου επλεόνασεν η αμαρτία να υπερπερισσεύση η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). «Ευχαριστώ τον Θεό διά Ιησού Χριστού του κυρίου μας» -λέγει ο Παύλος έξ ονόματος όλων μας- «διότι εν Χριστώ Ιησού ο νόμος του Πνεύματος, που δίνει ζωήν, με ελευθέρωσε από τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ. η’ 2). Κι όχι μόνο αυτό. Ο Ιωάννης λέγει και κάτι άλλο ακόμα που είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερο: «Σε όσους Τον δέχτηκαν, έδωκεν εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού,…οι οποίοι ούτε από αίματα ούτε από το θέλημα της σάρκας ούτε από το θέλημα ανδρός, άλλ’ από το Θεό γεννήθηκαν» (Ίω. α’ 12-13).
* * *
Συγκρίναμεν εδώ δυο ακραίες καταστάσεις. Από τη μια την απογύμνωση και αδυναμία της ανθρώπινης φύσης μετά την πτώση, αδυναμία σε σημείο που σχεδόν να μη φαίνεται κανένα σημάδι ικανότητας για τη διενέργεια του καλού. Από την άλλη τονίσθηκε η απελευθέρωσή μας από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου διά του «νόμου του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού»· αυτό έγινε κατορθωτό όταν ο θείος Λόγος διά της ενανθρωπήσεώς Του «προσέλαβε» την ανθρώπινη φύση στους κόλπους της ίδιας της Θεότητας, οπότε διά της θείας Χάριτος ο άνθρωπος ανυψώθηκε στην κατά χάρη θέωση. Εκτός όμως από τις δυο αυτές ακραίες πραγματικότητες, υπάρχει και κάτι άλλο, ένα ενδιάμεσο τόσο σημαντικό και σπουδαίο, ώστε χωρίς αυτό τίποτε να μην πραγματοποιείται. Για το ενδιάμεσο αυτό θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Ας προσέξουμε κάτι που τονίζει ο Παύλος στα πιο πάνω κείμενα που αναφέραμε: «Αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση στο νόμο του Θεού κατά τον εσωτερικό μου άνθρωπο», λέγει, πράγμα που σημαίνει ότι η δύναμη της θελήσεως και της ελευθέρας εκλογής υπάρχει μέσα μας και άρα αποτελεί αναφαίρετο κτήμα του ανθρώπου. Είναι γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης που διεξάγεται ο ασυμβίβαστος αγώνας του καλού και του του κακού. Ο «νόμος της αμαρτίας» (που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός μας και μας θέλει αιχμαλώτους παρά την αντίθεση της θελήσεώς μας) και ο «νόμος του Πνεύματος της ζωής» τραβούν με δύναμη τη θέληση μας προς το μέρος τους.
Αυτό το δίλημμα θέλει να τονίσει ο Παύλος όταν γράφει: «Πάντα μοι έξεστιν (όλα μου επιτρέπονται), αλλ’ ου πάντα συμφέρει˙ πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τίνος» (Α’ Κορ. στ’ 12). Σαν άτομο, δηλαδή, δικαιούται κανείς, εν τη ελευθερία του, να κάμει χρήση της προτιμήσεώς του˙ τούτο όμως δεν συμφέρει όσον αφορά τον ανώτερο σκοπό της τελείωσής μας, διότι η τελειοποιούσα θεία Χάρις αντιτίθεται στο νόμο της επιθυμίας και της χωρίς διάκριση χρήσεως. Δεν σταματά όμως ο Παύλος στο ατομικό συμφέρον, αλλά τον ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο το γενικό συμφέρον της Εκκλησίας, του όλου Σώματος του Χριστού. Έτσι π.χ. συνιστά στους δυνατούς ως προς την πίστη να απέχουν από τα ειδωλόθυτα προς αποφυγήν σκανδαλισμού των υπολοίπων χριστιανών. Άρα το καθήκον μας δεν περιορίζεται στα προσωπικά μας ενδιαφέροντα, αλλά επεκτείνεται και στο στηριγμό και την ασφάλεια του συνόλου. Έτσι λοιπόν, ενώ βάσει του νόμου της ελευθερίας μας όλα μας επιτρέπονται, πρέπει εν τούτοις να σκεπτόμαστε και τον νόμο της αδυναμίας μας που μας αιχμαλωτίζει στην κακή χρήση· γι’ αυτό πρέπει να αναιρούμεν το «έξεστιν» διά του «ου συμφέρει».
Το συμπέρασμα είναι ότι ούτε η βιαιότης του κακού, που είναι στα μέλη μας φωλιασμένη, ούτε η παντοδύναμη χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία λαμβάνουμε εν τη Εκκλησία διά των θείων Μυστηρίων, μπορούν να μας παρασύρουν προς το μέρος τους εάν εμείς δεν θελήσουμε. Μεγάλο πράγμα επομένως ο ανθρώπινος παράγων, δηλαδή η θέληση. Είναι το μόνο που μας απέμεινεν ανεπηρέαστο από την καταστροφή της πτώσεως. Ούτε ο Θεός μας το στέρησε, ούτε ο διάβολος το αιχμαλώτισε. Αυτό είναι που χαρακτηρίζει όλη μας την ελευθερία και κυριότητα, είναι δε ο αποφασιστικός παράγων του όλου μας είναι διότι από τη ροπή ακριβώς της ανθρώπινης θελήσεώς μας θα εξαρτηθεί η πνευματική πρόοδος η καταστροφή μας, η ζωή η ο θάνατος. Είναι σαν το μυθικό μήλο της Έριδος που κι οι δυο υπερδυνάμεις, η του καλού και η του κακού, φιλονικούν ποιά να το κερδίσει. (Καταχρηστικά ονομάζουμεν εδώ «υπερδύναμη» το κακό, για τη θρασύτητά του και την αναίδεια του εκβιασμού του, ενώ αντίθετα η θεία Χάρη που είναι πράγματι παντοδύναμη, παρακαλεί και υποδεικνύει χωρίς να εξαναγκάζει).
Έχοντας λοιπόν ύπ’ όψιν τη θεία αποκάλυψη, η οποία μας μιλά για την αρχέγονη παραδεισιακή καταγωγή μας, έχοντας κριτήριο τη θεία αγάπη με την οποία μας περιέβαλε ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, έχοντας εγγύηση τα αιώνια αγαθά και την αθανασία όπου μας κληροδότησε ο Θεάνθρωπος Σωτήρας μας, διά του οποίου λαμβάνουμε και το ύπατο και ασύγκριτο δώρημα της «υιοθεσίας» από μέρους του Θεού Πατρός (δώρημα που αποτελεί το τέλος των πάντων, εκεί όπου τερματίζεται κάθε κίνηση και κάθε πόθος), ας κατευθύνουμε τη θέλησή μας προς την ορθή κατεύθυνση. Κανένα μαγικό αποτέλεσμα δεν συμβαίνει. Ο άνθρωπος αφ’ εαυτού κατεργάζεται είτε το θάνατο είτε την ζωή. Η εμπειρία του πρώτου εκείνου σφάλματος των προπατόρων, όπου πίστεψαν στην κολακεία και το δόλο του κακού, πρέπει να είναι αρκετή για να μας συνετίσει ώστε να μη επαναλάβουμε το ίδιο λάθος· έτσι, πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείσουμε τη στροφή μας προς τα αριστερά, προς την πλευρά του κακού.
Με τη σφραγίδα της πίστης στο Χριστό μας μπαίνουμε στις τάξεις των κατά «πρόγνωσιν» προορισθέντων (Ρωμ. η’ 29). Με την υπακοή και υποταγή μας στους όρους και νόμους του αγίου Του θελήματος αποδεικνύομεν την πρακτική μας ομολογία, και με την άσκηση των αγίων αρετών και της συμμετοχής στα μυστήρια γινόμαστε μέτοχοι του αγιασμού, που είναι η ιδιότης του ουρανίου μας Πατρός: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος είμι» (Α’ Πετρ. α’ 16), και «τούτο έστι θέλημα του Θεού, ο αγιασμός ημών» (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι χωρίς εμάς τίποτε δεν γίνεται, όπως ασφαλώς και χωρίς τη θεία Χάρη του Χριστού μας πάλιν τίποτε δεν δυνάμεθα. Παρ’ όλον ότι, βασικά, ο Θεός είναι εκείνος που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία («ο Θεός γάρ έστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλ. β’ 13) εν τούτοις μπορούμε να πούμεν ότι υπάρχει μια αλληλεγγύη όπου οι δυο όροι (θείος και ανθρώπινος) εναλλάσσονται ισότιμα. Άλλοτε ο άνθρωπος εργάζεται και ο Θεός συνεργάζεται και άλλοτε ο Θεός εργάζεται και ο άνθρωπος συνεργάζεται, ποτέ όμως χωριστά ο καθένας.
* * *
Αναφέραμε άλλοτε για τις αρετές που αποτελούν τους χαρακτήρες της θεομοιώσεώς μας και τα σκαλοπάτια που μας ανεβάζουν προς τον αγιασμό. Όταν δεν υπάρχουν οι αρετές αυτές, κατ’ ανάγκην θα υπάρχουν οι αντίστοιχες κακίες. Οι κακίες, δηλ. τα πάθη που αποτελούν τον νόμο και τον κόσμο της διαστροφής και της παραφύσεως, βρίσκονται ήδη στον πεσόντα άνθρωπο και λέγονται με μια λέξη «ο παλαιός άνθρωπος». Τώρα, λοιπόν, καθώς «εφορέσαμε» τον παλαιόν άνθρωπο, όπως λέγει ο Παύλος, πρέπει να φορέσουμε και τον νέον, τον «καινόν», τον «κατά Θεόν κτισθέντα», που είναι ο Κύριος μας Ιησούς. Γεννώμεθα με την κληρονομιά αυτή του «παλαιού ανθρώπου» και παρ’ όλο που με την πίστη μας και το βάπτισμα ελευθερούμεθα από αυτήν, εν τούτοις η ροπή προς το κακό παραμένει. Γι’ αυτό πρέπει να αγωνιστούμε να ελευθερωθούμε από αυτήν και «ενεργεία», διά της εργασίας των θείων εντολών.
Ο πρακτικός τρόπος της αποκτήσεως των θείων αρετών είναι ακριβώς η εργασία των θείων εντολών και η σταθερά μας αντίσταση σε κάθε υπάρχουσαν κακία. Ο γλυκύτατός μας Ιησούς, ο Σωτήρας και καθηγητής μας δεν μας μίλησε μόνο με λόγια για τα νέα μας καθήκοντα, δεν μας έδωσε εντολές μόνο με τρόπο προστακτικό, αλλά και προσωπικά συναναστράφηκε μαζί μας, μπήκε μπροστά σαν στρατηγός και μας έδειξε με το πρακτικό του παράδειγμα τον ακριβή τρόπο της επιτυχίας.
Όπως ο Ευαγγελιστής λέγει, «ο Ιησούς ήρξατο ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. α’ 1). Ο Ιησούς μας, όταν θέλησε ν’ αρχίσει το θείον Του κήρυγμα, παρουσιάσθηκε στον Ιορδάνη αρχίζοντας από το Βάπτισμα, αν και δεν είχε αμαρτίες, για να γίνει δικό μας πρότυπο, και εκεί φανέρωσε τον στόχο της αληθινής πίστεως (διότι, όπως ξέρουμε, η είσοδος, η αρχή, είναι η πίστη). Έπρεπε να γνωρίσει ο άνθρωπος σε ποιόν να πιστεύει, γι’ αυτό ακριβώς φανερώθηκε εκεί το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, του άληθινού Θεού. Εκεί ο Χριστός ομολογήθηκε από τον Πατέρα Υιός Του αγαπητός και μαρτυρήθηκε από το Άγιο Πνεύμα σαν ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Σωτήρ του κόσμου.
Η ομολογία πίστεως στον Τριαδικό Θεό, που είναι ο μόνος αληθινός, αποτελεί τον απαραίτητο όρο για την σωτηρία μας. Εκεί όπου η Εύα πεισθείσα στις προτροπές του αρχαίκακου δαίμονος απαρνήθηκε με την παρακοή της το Θεό και κέρδισε το θάνατο αντί τη θέωση που της υποσχόταν ο διάβολος, εμείς τώρα, στο Βάπτισμα, ομολογούμε Κύριό μας το Θεό για να ξανακερδίσουμε τη ζωή που χάσαμε και να φθάσουμε, με τη χάρη Του, στην αληθινή θέωση για την οποία μας έπλασε.
Αφού λοιπόν ο Χριστός, με την όρθή πίστη και το Βάπτισμα, έδωσε τη σφραγίδα του πιστού, αναχώρησε αμέσως στην έρημο και εκεί άρχισε πρακτικά την εργασία των αρετών, πολεμώντας μια μια τις αντίθετες κακίες. Ας προσέξουμε με πόση σύνεση άρχισε τη μάχη της ανακαταλήψεως του αιχμαλωτισθέντος παλαιού οχυρού: η πρώτη εντολή στον άνθρωπο ήταν «ου φάγεσθε» (Γεν. β’ 17), και όμως έφαγε και απέθανε. Τώρα ο Ιησούς αρχίζει από τη νηστεία για να θεραπεύσει την πρώτη πληγή. «Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου, και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα…» λέγει ο Ευαγγελιστής (Ματθ. δ’ 1-2). Όπως ένας γενναίος αθλητής που προπονεί κατάλληλα τον εαυτό του για τον οριστικό αγώνα, έτσι και ο Κύριός μας έδειξε σαν όρον απαράβατο του αγώνα μας τη νηστεία, και αμέσως μετά δέχεται τις επιθέσεις του εχθρού.
«Και προσελθών αυτώ ο πειράζων είπεν ει Υιός εί του Θεού, είπε ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται». Βλέπετε τον ευλογοφανή τρόπο της προσβολής του πειρασμού; Ύστερα, λέγει ο Ευαγγελιστής, από την παρατεταμένη νηστεία, επείνασεν ο Χριστός και τότε, με αφορμή δήθεν την πείνα, τον προκαλεί ο διάβολος να φάγει, δηλαδή να σταματήσει τη νηστεία. Το βαθύτερο νόημα αυτού του νομιζομένου αθώου πειρασμού είναι το πάθος της φιλαυτίας, που είναι από τα τρία περιεκτικά κακά. Αλλά ο Ιησούς μας τον αποστομώνει λέγοντας του: «ουκ έπ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Δηλαδή, δεν ζη ο άνθρωπος μόνο με αισθητή τροφή, αλλά και με τον λόγο του Θεού· διότι δεν είναι μόνο σώμα, αλλά και ψυχή, και αυτή προτιμάται του σώματος, και αυτή κρατεί το σώμα, τρεφόμενη διά του Θεού. Αυτός ήταν ο πρώτος πειρασμός.
Αφού δεν μπόρεσε, παρά την ανάγκη της φύσεως, να υποτάξει ο βύθιος δράκων τον θείον αθλητή, δεν παραιτείται αλλά κτυπά με άλλο μέσο. Δεν νίκησε στη λαιμαργία, στη φιλαυτία· τον πειράζει τώρα στην κενοδοξία, στην οίηση, στον εγωϊσμό, στην υπερηφάνεια. Τον ανεβάζει, λέγει ο Ευαγγελιστής, στο δώμα του ιερού και του λέγει: «Εάν είσαι Υιός του Θεού πέσε κάτω, διότι είναι γραμμένο στην Αγ. Γραφή ότι θα διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει το πόδι σου σε πέτρα». Και ο Κύριός μας απαντά με τον ίδιο όπως και πριν τρόπο: «Πάλιν είναι γραμμένο, ότι δεν πρέπει να πειράζεις Κύριον τον Θεόν σου». Ο πράος και «ταπεινός τη καρδία» Ιησούς μας, αν και είναι αυτός που «κρατεί τα πάντα διά του παντοδυνάμου Του λόγου» (Έβρ. α’ 3), δεν παρασύρεται από τον απατεώνα σε επίδειξη δυνάμεως, και αφήνει να εξαρτώνται τα πάντα από τη φυσική πρόνοια του Θεού.
Αφού ο διάβολος απέτυχε κι’ εδώ, ετοιμάζει τώρα το τρίτο και σπουδαιότερο όπλο του. Ανεβάζει τον Χριστό, λέγει το Ευαγγέλιο, σε όρος υψηλό και του δείχνει όλες τις βασιλείες της γης με όλη τους τη δόξα, και του λέγει: «Αυτά όλα θα σου τα δώσω, εάν πέσεις και με προσκυνήσεις». Σ’ αυτό τον πειρασμό σαν να ταράχθηκε ο Ιησούς μας, σαν να αγανάκτησε με την αναίδεια και τον κυνισμό του σατανά. Στους προηγούμενους πειρασμούς δεν ταράχθηκε, αλλά τους απέκρουσε ήρεμα με τα ίδια όπλα, από την Αγ. Γραφή. Στον τρίτον όμως πειρασμό πρώτα τον επετίμησε και μετά τον αντέκρουσε με τις αγίες Γραφές: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά˙ Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις». Με αυτή την επιτίμηση του υπενθύμιζε την αιτία της πτώσεως του. Σαν να του έλεγε: από αυτή την αρρώστεια της ισοθεΐας γκρεμίστηκες από τον ουρανό και επιμένεις ακόμα σ’ αυτήν και θέλεις να σε προσκυνούν;
Διάφορες θεωρίες και πολλά διδάγματα πηγάζουν από αυτά τα περιεκτικά μυστήρια. Οι τρεις αυτοί πειρασμοί, τους οποίους ο Κύριός μας νίκησε για λογαριασμό μας, είναι η περιεκτική δύναμη όλων των κακών, όλη η δύναμη του σατανά, όλο το βάθος της κακίας και πονηρίας. Είναι, κατά τους Πατέρες μας, οι γίγαντες των παθών που, σαν κεντρικές ρίζες, συνέχουν και συγκρατούν όλη την πολύκλαδη και πολύπλοκη αμαρτωλότητα. Αφού λοιπόν ο εχθρός ηττήθηκε, παρεδόθη το φρούριο άνευ όρων. Να τι λέγει ο Ευαγγελιστής: «Τότε αφίησιν αυτόν ο διάβολος και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκάνουν αυτώ».
Βλέπομεν λοιπόν ότι διά της νηστείας έρχεται η ετοιμασία, η κάθαρση, ο φωτισμός· διά του φωτισμού η σωστή διάγνωση· η σωστή διάγνωση προκαλεί τον ζήλο· ο ζήλος την αντίσταση και τη μάχη· η μάχη τη νίκη και η νίκη τη χάρη˙ αυτή δε η χάρις είναι που κάμνει να έρχονται και να διακονούν οι άγγελοι. «Δι’ εγκρατείας των παθών, τας πυριφλέκτους απονεκρώσαντες ορμάς και τας κινήσεις, του Χριστού οι μάρτυρες έλαβον την χάριν», λέγει ένας ύμνος της Εκκλησίας μας που πιστοποιεί τα πιο πάνω.
Ποιος από μας, λοιπόν, είναι δυνατό να μη ποθεί τη θεία Χάρη που είναι το «ένδυμα του γάμου», ο αρραβώνας της Βασιλείας και το διαβατήριο, τρόπον τινά, για την ελεύθερη είσοδό μας στην αιώνιο ζωή; Ο Χριστός που είναι το πρότυπό μας, ο αρχηγός μας, προπορεύεται και μας χαράζει την πορεία πλεύσεώς μας. Ας τον ακολουθήσουμε με πίστη. Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998