Θέματα Οικογένειας (Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα)
22 Φεβρουαρίου 2013
1. Στην διακονία του σαν πνευματικός ο όσιος Ανατόλιος έδινε όλως ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα της οικογένειας. Και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθεί τους εξομολογούμενους να λύνουν τα περίπλοκα ζητήματα της οικογενειακής τους ζωής, ώστε να μην καταντούν στην διάλυση της «κατ’ οίκον εκκλησίας».
2. Πολλές φορές κατέφευγε στον π. Ανατόλιο μια έγγαμη γυναίκα η Όλγα Πετρόβνα Μ. Αγαπούσε πολύ τον Κύριο. Είχε όμως και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που την πίκραινε: ο σύζυγός της ήταν λουθηρανός. Και όλες της οι προσπάθειες να τον προσελκύσει στην Ορθόδοξη Πίστη απέβησαν άκαρπες. Και όχι μόνο! Έξ αιτίας τους διεταράχθη η ειρηνική και αγαπητική μεταξύ τους σχέση! Έτσι η Όλγα κατέφυγε στον π. Ανατόλιο. Ο γέροντας της είπε αυστηρά να μην ξανατολμήσει να κάνει τον δάσκαλο στον άνδρα της· και να πάψει να θέλει να τον πείσει· και πρώτη της επιδίωξη να έχει την διατήρηση της ειρήνης στο σπίτι· και να μην χάνει την ελπίδα.
Μετά από αυτά, ο σύζυγός της, μόνος του ζήτησε να γίνει ορθόδοξος, γιατί δεν ήθελε να αποχωρίζεται από την γυναίκα του, ούτε εδώ πρόσκαιρα στην λατρεία, ούτε για πάντα στην αιώνια ζωή. Πέθανε ορθόδοξος. Και η Όλγα, αφού τον ενταφίασε στην Όπτινα, η ίδια έγινε μοναχή στο Σαμορντίνο.
3. Μια άλλη περίπτωση, είναι του ιερέα π. Αλεξάνδρου Μπ. από την Σαμάρα. Αυτός, αφού διορίστηκε εφημέριος σε μια εργατική συνοικία, άρχισε να χτίζει νέα εκκλησία. Όλα πήγαιναν καλά. Αλλά η νεαρή παπαδιά-σύζυγός του, επέρασε μεγάλο πειρασμό. Ο ιερέας ερχόταν όλο και λιγώτερο στο σπίτι· και όλο και πιο κουρασμένος. Μερικές φορές δεν προλάβαινε, ούτε να βάλει κάτι στο στόμα του· και έφευγε πάλι. Και, όταν ήλθαν και τα πρώτα παιδάκια, η παπαδιά ήταν υποχρεωμένη να βαστάζει μόνη της όλα τα βάρη. Άρχισε λοιπόν να παραπονιέται∙ να γκρινιάζει· να γογγύζει. Ο παπάς δικαιολογιόταν:
— Και τι θέλεις να κάμω; Να αφήσω την εκκλησία στην μέση;
Και η γκρίνια όλα και φούντωνε. Τελικά, μια ημέρα η παπαδιά του το ξεφούρνισε:
— Αν δεν αλλάξεις τρόπο ζωής, εγώ θα φύγω. Θα πάω στον πατέρα μου!..
Στην κατάσταση αυτή ο ιερέας π. Αλέξανδρος απευθύνθηκε στον π. Ανατόλιο με το ερώτημα:
— Τι να κάμω; Τι να προτιμήσω; Την εκκλησία; ή την γυναίκα μου;
Ο στάρετς, όσο εκείνος μιλούσε, τον άκουγε σιωπηλός· και με τα μάτια κάτω· καρφωμένα στο πάτωμα. Στο τέλος κούνησε με θλίψη και πίκρα το κεφάλι του και είπε:
— Ω, Θεέ μου. Τι πρόβλημα! Τι συμφορά! Και στην συνέχεια, χωρίς καθόλου να διστάζει,
χωρίς καμμιά εσωτερική ταλάντευση, ούτε την παραμικρή, του είπε:
— Την παπαδιά σου να ακούσεις. Διαφορετικά, ω Θεέ μου, τι κακό, τι κακό που θα σε εύρει!.. Είναι βέβαια μεγάλο και άγιο έργο να κτίσει κανείς εκκλησία. Αλλά και η ειρήνη στο σπίτι, είναι έξ ίσου άγιο θέλημα του Θεού. Να αγαπάς την γυναίκα σου, όσο αγαπάς τον ίδιο τον εαυτό σου (Έφεσ. 5, 25-33). Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Το μυστήριο τούτο, ο γάμος, μέγα εστί· εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»! Τι πιο μεγάλο! Να την φτιάξεις και την εκκλησία. Κύττα όμως και το σπίτι σου. Διαφορετικά, να το καταλάβεις, το χτίσιμο της εκκλησίας, δεν θα είναι έργο ευάρεστο στο Θεό. Ο παμπόνηρος εχθρός μας, με πρόφαση το καλό έργο, προσπαθεί να σου κάμει μεγάλο κακό. Πρόσεξε τις παγίδες του. Φυλάξου από τις παγίδες του. Να πηγαίνεις στην ώρα σου για φαγητό. Και να μπής σε πρόγραμμα.
Σκέφθηκε λίγο και πρόσθεσε:
— Άχ, τι ωραίο, τι μεγάλο έργο να κτίσει κανείς εκκλησία! Μα τι κακό να γεμίζει η καρδιά του ματαιοδοξία και κενοδοξία!.. Και δυστυχώς έρχεται! Ναι, έρχεται. Και μπαίνει μέσα σου, χωρίς να το καταλάβεις!.. Και θέλεις να τελειώσεις, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να κερδίσεις έτσι τον έπαινο των ανθρώπων!.. Και μετά – Βάλε και μια πλάκα με αναμνηστική επιγραφή… Και γράψε…
Μετά από την παρέμβαση αυτή του γέροντα Ανατόλιου, όλα διορθώθηκαν.
4. Μια νεαρή κοπέλλα είχε δώσει τον λόγο της (= όρκο) στον αρραβωνιαστικό της, που ήταν στο μέτωπο. Του είχε υποσχεθή, ότι, ό,τι δήποτε και αν ήταν να της συμβή, θα επήγαινε εκεί που εκείνος θα τύχαινε να ευρίσκεται να τον ιδεί: ακόμη και αντίθετα στην γνώμη της μάνας της. Και πράγματι η μάνα της τα στήλωσε. Και για να λύσουν την διαφορά τους κατέληξαν στην Όπτινα, στον π. Ανατόλιο. Ήταν το φθινόπωρο του 1915. Και γράφει η κοπέλλα:
«Εφρόντισα και επήγα εγώ στο κελλί του γέροντα κρυφά μόνη μου, χωρίς την μητέρα.
Έκανα την σκέψη: Θα του τα ειπώ όλα, όπως εγώ θέλω∙ και θα μου δώσει, την ευχή του, να πάω. Και όταν πια αυτός θα έχει δεσμευθή, (τι θα κάμει;), θα συμφωνήσει και η μητέρα μου!.. Και θα με αφήσει!..
Και να βλέπω και ανοίγει μία πόρτα. Και μπαίνει ένα μικρόσωμο γεροντάκι-καλόγερος φορώντας μόνο το ζωστικό του -εσώρασό του∙ και μια πλατειά δερμάτινη ζώνη. Και απευθύνεται σε μένα. Και μου λέγει:
— Ά, σύ είσαι. Έλα μαζί μου!..
Κυττάζω. Και βλέπω ενα ασυνήθιστα τρυφερό χαμόγελο, που δεν περιγράφεται με τίποτε. Μόνο αν το ιδείς, καταλαβαίνεις. Επήγα μαζί του στο κελλί του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Μου έρριξε μια ματιά. Και εγώ το κατάλαβα στην στιγμή, ότι θα ήταν ανόητο να θελήσει κανείς να του κρύψει κάτι. Αισθάνθηκα έτοιμη να λιποθυμήσω. Τον κυττάζω και σιωπώ. Και εκείνος; Με ένα χαμόγελο όλο τρυφερότητα, μου λέει:
— Ώστε έτσι, κορίτσι μου. Δεν θέλεις να την ακούσεις την μάνα σου!..
Εγώ μένω σιωπηλή. Και εκείνος συνεχίζει:
— Άκουσε, τι θα σου ειπώ. Η μητέρα σου σε ξέρει πιο καλά. Στο μέτωπο δεν έχεις θέση!.. Και τώρα, είπε μου: Θέλεις να παντρευτείς;
Εγώ σιωπώ.
— Τώρα τον αγαπάς για τα νειάτα του και την ομορφιά του. Να τον παντρευτής! Αλλά, όταν θα το αισθανθής μέσα σου, ότι χωρίς αυτόν δεν θέλεις να ζής!.· Έχω ύπ’ όψη μου μια περίπτωση. Ο νεαρός ήταν στο μέτωπο. Και εκεί σκοτώθηκε. Και η κοπέλλα μόλις το έμαθε, πέθανε. Άμα και σύ, έτσι το έχεις μέσα σου, πήγαινε!..
Στο σημείο αυτό ο π. Ανατόλιος επήρε μια καρέκλα, ανέβη επάνω της, έπιασε μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας του Καζάν σε σχήμα τετράγωνο με διαστάσεις ένα τέταρτο του πήχυ μήκος και πλάτος. Με έβαλε και γονάτισα μπροστά του, με ευλόγησε και μου είπε:
— Όταν θα πάς στην Πετρούπολη, μη σε πιάσει αγωνία, τι θα κάμεις. Θα βρεις αμέσως δουλειά!».
Και πράγματι. Μετά λίγες ημέρες, μόλις ξαναγύρισε στην Πετρούπολη, της πρότειναν να εργασθή σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί γνωρίστηκε με ένα άλλο αγόρι. Και σε λίγο βρέθηκε παντρεμένη…
5. Σε μια άλλη περίπτωση, ένα νεαρό παλληκαράκι τον παρακαλούσε μαζί με την κοπέλλα του, να τους δώσει την ευχή του να προχωρήσουν σε γάμο. Τους λέγει:
— Δεν είναι θέλημα Θεού…
Πέρασε λίγος καιρός. Και νάσου τα ίδια παιδιά πάλι μπροστά του με το ίδιο αίτημα. Απαντάει πάλι:
— Δεν είναι θέλημα Θεού. Ζητήστε για το κορίτσι άλλο αγόρι!..
Έφυγαν πικραμένοι. Και μετά λίγο καιρό ξαναπήγαν για τρίτη φορά. Έπεσαν στα γόνατά του παρακαλώντας τον να τους δώσει ευλογία. Τους λέει:
— Αφού επιμένετε τόσο, καλά. Στεφανωθήτε!.. Να σας δώσω και ένα δωράκι.
Και τους έδωκε μια πετσέτα που είχε στην μία άκρη κεντήματα όμορφα πολύχρωμα· και στην άλλη κεντήματα με μαύρη κλωστή.
Παντρεύτηκαν. Ήλθαν και παιδιά. Και εντελώς απρόσμενα ήλθε η πίκρα και ο πόνος.
Εκδηλώθηκε φυματίωση· και σε ελάχιστο χρόνο έσβησε η ζωή του νεαρού παιδιού. Και έμεινε η κοπέλλα χήρα με ορφανά, να ταλαιπωριέται σε όλη της την ζωή.
6. Κάποτε επήγε στον γέροντα ένας χωρικός αμαξάς, που είχε μείνει χωρίς κεραμίδι, με πενήντα μόνο ρούβλια στην τσέπη του. Ήταν σε μια οριακή κατάσταση απελπισίας. Και του είπε:
— Κουδούνισε το κεφάλι μου από την αίσθηση της κατάστασής μου. Και σκεπτόμενος με τον χωριάτικο τρόπο, είπα να τα πιώ όλα, να αφήσω την γριά με τα παιδιά στο χωριό και να πάω στην Μόσχα για δουλειά. Μα το πρωί μου ήρθε μια καλύτερη σκέψη, που μου έλεγε: Σύρε καλύτερα στον π. Ανατόλιο!
Ο άμαξας άκουσε στον λογισμό που του έβαλε άνωθεν ο Θεός· και επήγε. Και εκεί ενώπιον όλων των προσκυνητών διηγήθηκε στον γέροντα φωναχτά το πρόβλημά του. Εκείνος ευλογούσε. Και ο χωριάτης φώναζε:
– Χάνομαι, γέροντα, χάνομαι. Χάθηκα. Καλλίτερα να πέθαινα!..
– Τι σου συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις;
– Μα σου το είπα. Και σου το ξαναλέω. Για το σπίτι μου φωνάζω.
Ο στάρετς του έκαμε μετάνοια και του φώναξε:
– Και σύ το ξέρεις. Αν θέλεις από εμένα βοήθεια, πρέπει να μου τα ειπείς όλα∙ με τη σειρά του το καθένα. (Στάθηκε για λίγο και πρόσθεσε). Και μην ολιγοπιστείς! Σε τρεις μήνες θα είσαι σε δικό σου σπίτι.
Τον ευυλόγησε για μια ακόμη φορά. Και εκείνος έφυγε τρελλός από χαρά. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Είχε ξαναζωντανέψει.
Τα λόγια του γέροντα σταμάτησαν τον χωριάτη από τον ολέθριο δρόμο, που ήθελε να πάρει. Τον έκαμαν και στερεώθηκε στην υπομονή. Και έγιναν όλα, όπως του τα είπε ο π. Ανατόλιος. Την ίδια ημέρα κάποιος του πρότεινε να αγοράσει ξύλα πελεκούδια στο ένα τέταρτο της τιμής τους. Τα αγόρασε. Και η οικογένεια του σώθηκε.
Και μετά ο χωριάτης έλεγε:
— Από τότε, ό,τι και αν μου συμβαίνει, εγώ πάω και απευθύνομαι στον σεβάσμιο αυτό γέροντα. Και είναι για μένα σε όλα μου τα προβλήματα σαν άγγελος-φύλακας. Και ό,τι λέει, αμέσως γίνεται.
Πνευματική καθοδήγηση (Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα)
1. Η πνευματική καθοδήγηση του γέροντα Ανατόλιου ήταν μια πλήρης αποδοχή της ελευθερίας. Ποτέ δεν απαιτούσε από κανέναν να δεχθή να κάμει κάτι που δεν το είχε καταλάβει ο ίδιος· μόνο και μόνο γιατί ήταν εντολή του. Πάντοτε άφηνε στα πνευματικά του τέκνα την άνεση, να κάμουν, ή να μη κάμουν, αυτό που τους έλεγε. Η ευλογία του δεν ήταν ποτέ εντολή. Ήταν πάντοτε μια πρόσκληση· μια υπόδειξη.
Έλεγε:
— Τι είναι αυτά που λέτε; Ο Θεός την αγαπάει την ελευθερία. Όπου το πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία, όπως λέει ο απόστολος. Με το ζόρι δεν θέλει να γίνεται τίποτε! Κανέναν δεν τραβάει κοντά Του με το ζόρι! Δεν δεσμεύει κανέναν. Καλούμε να ρθούν στο σπίτι μας, επειδή το θέλουν. Έτσι και ο Χριστός κάλεσε τους Ιουδαίους. Δεν αποκλείει κανέναν. Όλους, μας υπόσχεται να μας αναπαύσει κοντά Του! «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι· καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28). Και όταν εμείς δεν πηγαίνωμε κοντά Του, δεν μας τραβάει με το ζόρι!
2. Η πνευματική καθοδήγηση του π. Ανατόλιου ήταν όλο πραότητα και γλύκα. Συμβουλές και ευλογίες δεν έδινε ποτέ με το πρώτο, αλλά πάντοτε μετά από μερικές σοβαρές επικοινωνίες, κατά τις οποίες προσπαθούσε να κάμει τα πνευματικά του τέκνα να καταλάβουν, ποιο ήταν το θέλημα του Θεού γι’ αυτούς.
Του έγραψε μια μοναχή:
«Έλαβα γράμμα από την Γερόντισσα, προεστώσα της Μονής μας. Με καλούσε στο Όνομα του Χριστού, να πάω να με φιλοξενήσουν και να πάρω τα πράγματα μου. Πώς το αισθάνεσαι; Πως θα τό έβλεπες; Θα το δεχόσουν, ό,τι και αν επέτρεπε ο Κύριος να σου συμβή; Ειπέ μου: Πως τό βλέπεις; Πως τό αισθάνεσαι»;
Συνήθως, ο γέροντας πριν λάβει μια σοβαρή απόφαση, έδινε πρώτα ευλογία στο πνευματικό του τέκνο να εκφράσει την επιθυμία του με την προσευχή του Ιησού.
Σε ερώτημα της πνευματικής του θυγατέρας μοναχής Αμβροσίας, σε ποιο μοναστήρι θα έπρεπε «να πάει», ο γέροντας της απάντησε:
— Παρακάλεσε τον Κύριο, να σε στηρίζει και να σου δείχνει τον δρόμο Του.
3. Ο γέροντας αισθανόταν μεγάλη χαρά, όταν έβλεπε τα πνευματικά του παιδιά να βιάζουν τον εαυτό τους να τηρούν τις εντολές του∙ και τα ευχαριστούσε με πολύ θερμά λόγια γι’ αυτό.
— Να σε ευλογεί ο Θεός, που με ακούς!..
Η σχολή υπακοής του στάρετς Ανατόλιου απαιτούσε υπομονή και εκκοπή του θελήματος.
Γράφει μία πνευματική του θυγατέρα, η Α. Ι. Σαπόσνικωφ:
«Κάποτε με προσκάλεσε ο ιερομόναχος π. Τυχών, να πιούμε τσάι. Συμφώνησα∙ και έτρεξα στον π. Ανατόλιο.
— Γέροντα, με προσκαλεί ο π. Τύχων να πιούμε μαζί τσάι!
Μου απάντησε:
— Τι είναι αυτά που λες; Τι εξυπνάδες είναι αυτά που λες; Που το βρήκατε σεις να πίνετε τσάι με μοναχούς; Ποτέ!
Έφυγα κατασυγχυσμένη! Και καταπικραμένη! Και στο απόδειπνο είδα τον π. Τύχωνα. Και εκείνος με είδε. Και με ερώτησε:
— Τι σου συνέβη; Γιατί δεν ήλθες; Σε περίμενα! Του είπα, γιατί. Και του ζήτησα συγγνώμη. Την άλλη ημέρα ξαναπήγα στον π. Ανατόλιο.
Και ο γέροντας μου λέει αυστηρά:
— Χθες ήθελες να πας να πιής τσάι με τον π. Τύχωνα! Πήγαινε σήμερα!..
— Γέροντα, πως να πάω σήμερα; Δεν με κάλεσε για σήμερα!
— Συ πήγαινε. Και πιε το, το τσάι!.. Επιλογή άλλη δεν είχα. Επήγα. Και προς μεγάλη μου χαρά, ευρήκα την πόρτα κλειδωμένη!
— Δόξα Σοι, Κύριε!
Τρέχω πάλι στον π. Ανατόλιο. Με βλέπει και γελάει!..
— Λοιπόν; το ήπιατε το τσάι;
Και μετά ένα τέτοιο μάθημα, ο γέροντας μου ειπε επιγραμματικά:
— Να έχεις την ευχή μου και ευλογία, που κάνεις υπακοή και με ακούς!..».
Η ίδια η Άννα Ιβάνοβνα Σαπόσνικωφ διηγήθηκε και άλλη μια ιστορία:
«Ήταν Οκτώβριος. Και έκανε ένα τρομερό κρύο. Και ο γέροντας μου έδωκε εντολή να πάω να κάμω μπάνιο στην λίμνη του αγίου Παφνουτίου.
— Γέροντα, σοβαρά το λες; Να πάω; Μόνο που το ακούω, ξυλιάζω! Πως να μπώ και στο νερό;
Την άλλη ημέρα, πάλι τα ίδια. Ο γέροντας με στέλνει να κάμω μπάνιο στην λίμνη του αγίου Παφνουτίου. Μα εγώ δεν το αποτολμώ.
Την τρίτη ημέρα, βλέπω, το πρόσωπο του γέροντα είχε εντελώς αλλάξει. Είναι απέναντι μου παγερός. Και πάλι μου λέει τα ίδια!
Ετρόμαξα και συμφώνησα:
— Καλά, γέροντα. Θα πάω!..
Και επήγα. Και εκεί ήταν μια γνωστή μου. Και εζήτησε και αυτή ευλογία. Να κάνει και αυτή μπάνιο μαζί μου.
Της λέγει:
— Δεν νομίζεις πως κάνει κρύο; Απάντησε:
— Γέροντα, αφού θα κάνει αυτή, γιατί να μην κάνω και εγώ; Γιατί θα κρυώσω εγώ;
— Καλά τότε. Να είναι ευλογημένο!.. Μόνο κύτταξε να μην κρυώσεις.
Επήγαμε. Εγώ εφόρεσα, ό,τι πιο ζεστό είχα. Και παρά ταύτα, μόλις που έφθασα εκεί είχε παγώσει η μύτη μου. Αλλά μόλις εμπήκα στο νερό, με τις ευχές του γέροντα, το νερό μου φάνηκε ζεστό. Και όχι μόνο εμπήκα στο νερό, αλλά και εκολύμβησα. Και όταν εβγήκα, δεν ειχα διάθεση να σκουπιστώ. Αισθανόμουν πολύ καλά· ζεστά. Η άλλη κυρία, μόλις που έβαλε τα πόδια της στο νερό μπλάβιασε ολόκληρη από το κρύο. Και εγώ την έβγαλα, σχεδόν αναίσθητη, από το νερό. Έκαμε μερικές προσπάθειες, να ξαναμπή στο νερό, μα δεν μπόρεσε. Και όταν γύρισα, ο γέροντας με δέχθηκε χαρούμενος. Και με ευχαρίστησε και με ευλόγησε για την υπακοή μου».
4. Ο πνευματικός πρέπει να καταδικάζει την αμαρτία. Και να βάζει επιτίμια.
Ο στάρετς Ανατόλιος το έκανε πάντοτε με πολλή πραότητα και λεπτότητα.
Ακούσατε, πως κάποια φορά «επέπληξε» την γνωστή μας Όλγα Κωσνσταντίνοβνα, γιατί είχε πέσει στο αμάρτημα της οργής.
Είχε πάει στον γέροντα με μια βαρώνη, που ήθελε να την βοηθήσει. Ο π. Ανατόλιος επήρε την βαρώνη και ασχολήθηκε μαζί της δύο φορές. Την κ. Όλγα «την άφησε στην άκρη». Αυτό συνέβη στο Σαμορντίνο. Εκεί και η κ. Όλγα και ο γέροντας έμεναν στον ξενώνα. Και η κ. Όλγα μη μπορώντας να το ανεχθή, πως ο γέροντάς της ασχολήθηκε δυο φορές με μια «απρόκοφτη» κοπέλλα, το επήρε απόφαση να μη ξαναπατήσει για εξομολόγηση σ’ αυτόν!
Και, όταν μια αδελφή της πρότεινε να καλέσουν τον γέροντα στο δωμάτιό τους, αυτή δεν δέχθηκε. Και ξάπλωσε να κοιμηθή. Επίτηδες. Για να το αποφύγει… Οργή και κακία βασάνιζαν την καρδιά της. Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Και την νύχτα βγήκε στον διάδρομο. Και επήγαινε πέρα-δώθε νευρικά. Ο γέροντας άκουσε τα βήματα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου, την είδε και της ειπε:
—Σύ είσαι, Όλγα; Έλα εδώ! Τι σου συμβαίνει;
Με δάκρυα στα μάτια εκείνη του ομολόγησε, ότι είχε θυμώσει εναντίον του!
— Ά έτσι! Έπρεπε να μου το είχες ειπεί. Δεν το είχα καταλάβει, ότι έχεις τέτοιο ψυχικό κόσμο! Θα σε έπαιρνα πρώτη!..
Και η Όλγα κατάλαβε, ότι ο ψυχικός της κόσμος δεν ήταν καλός· και έφυγε ντροπιασμένη και ταπεινωμένη.
Ο γέροντας επέπληττε και χωρίς να λέει τίποτε.
Μια άλλη φορά η Όλγα Κωνσταντίνοβνα είχε πάει πάλι στην Όπτινα. Μαζί με την Νίνα Βλαδίμηροβνα. Και επήγαν μαζί στον γέροντα.
Διηγείται η Νίνα Βλαδίμηροβνα:
«Ο γέροντας της έδωκε τότε ένα πιατάκι γεμάτο καραμέλλες και κουφέτα, λέγοντας:
— Τα μισά για την Νίνα.
Και την βλέπω να βγαίνει και με τις δύο χούφτες της γεμάτες. Την ίδια στιγμή με κάλεσαν να πάω στον γέροντα. Και επήγα. Και αφού μιλήσαμε, μου δίνει και καραμέλλες, και μήλα και μπισκότα. Βλέποντάς με η Όλγα, φώναξε.
— Σένα σου έδωκε πιο πολλά. Λοιπόν, δεν θα σου δώσω και από τα δικά μου!..
Δεν είπα τίποτε. Καθήσαμε μαζί στην αίθουσα αναμονής να τον ξαναϊδούμε, όταν θα έβγαινε, για να δώσει ευλογία σε όσους θα είχαν μείνει εκεί. Και λοιπόν, βγαίνει ο πατέρας μας, πάει κοντά στην Όλγα· και άρχισε να παίρνει από τα χέρια της κουφέτα και να τα βάζει στα δικά μου χέρια! Γέμισαν τα χέρια μου. Και εκείνος ακόμη μου έβαζε!.. Η Όλγα αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Όταν γυρίσαμε, ήλθε στο σπίτι μου και μου ζήτησε συγγνώμη.
Είχε καταλάβει το λάθος της».
5. Ο π. Ανατόλιος είχε προορατικό. Έβλεπε. Και γι’ αυτό ενεργούσε με τόλμη, σε θέματα που ανθρώπινα κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτε.
Διηγήθηκε η μοναχή Μιχαήλα (Κουντίμοβα).
«Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ειχα καταταγή εθελόντρια στον στρατό να πολεμήσω και εγώ για την πίστη, για τον τσάρο, για την πατρίδα. Σε μια μάχη, ενώ προσπαθούσα να βοηθήσω ένα τραυματία, ήλθε ένα βλήμα και μου έκοψε το χέρι μέχρι τον αγκώνα. Με μετέφεραν στο Νοσοκομείο στο Τσάρκοε Σέλο. Εκεί με περιποιόταν η ίδια η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Θεόδωροβνα και οι πριγκήπισσες θυγατέρες της. Ο αδελφός μου ήταν μοναχός στην Όπτινα. Το όνομά του ήταν Ιννοκέντιος. Το 1918, χωρίς χέρι πιά επήγα στην Όπτινα να τον ιδώ. Αλλά δεν τον ευρήκα εκεί. Τον είχαν επιστρατεύσει. Πικράθηκα, όσο δεν μπορεί κανείς να φαντασθή. Και τότε ήλθαν να με ιδούν οι γέροντες Ανατόλιος και Νεκτάριος. Και οι δύο μαζί επέμεναν ότι πρέπει να γίνω μοναχή. Αφού έδωκα για τον επίγειο τσάρο (= βασιλιά) το χέρι μου, έχω χρέος, μου έλεγαν, να δώσω στον επουράνιο βασιλέα ολόκληρο τον εαυτό μου. Και συμφώνησα. Και έγινα. Μου έδωσαν το όνομα Μιχαήλα, προς τιμήν του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι «των ουρανίων στρατιών αρχιστράτηγος». ‘Ήμουν τότε 18 ετών».
Με τις ευχές των γερόντων η Μιχαήλα ευρήκε και τον αδελφό της. Και έφυγαν μαζί. Και έζησαν πρώτα στην Νότιο Αμερική. Και μετά στην Αυστραλία.
6. Σώθηκαν τα απομνημονεύματα μιας κοσμικής γυναίκας. Και δημοσιεύτηκαν το 1917 στο περιοδικό «Τρόϊτσκοε Σλόβο». Γράφει:
«Η τύχη μου ήταν κακή. Αισθανόμουν παραπεταμένη. Γιατί; Δεν θα το περιγράψω. Έκανα ζωή εύθυμη. Διασκέδαζα. Μα δεν βρήκα ποτέ εκείνο που γύρευα. Η ψυχή μου ήταν πάντα πεινασμένη· νηστική. Έψαχνα για ζωή γεμάτη θόρυβο. Πίστευα ότι κάπως έτσι θα μπορούσα να λησμονήσω λίγο τον εαυτό μου. Μου φαινόταν, ότι όσο πιο πολύς θόρυβος γινόταν γύρω μου, τόσο πιο καλά θα ήταν για μένα, αλλά μάταια. Όλα έγιναν συνήθεια. Και το κακό έμενε ακέραιο μέσα μου. Κάτι έκτακτα γεγονότα με έκαμαν να κλειστώ για λίγο στο σπίτι μου. Και έζησα λίγο την ήσυχη ζωή στο σπίτι, μέχρι που βρέθηκα στην Όπτινα.
Κουρασμένη από τα τρεχάματα και τον θόρυβο, και μη βρίσκοντας τίποτε και «στο σπίτι», σκέφτηκα, ότι — τέλος πάντων— θα έπρεπε να πάρω έναν δρόμο· τον ένα από τους δύο!..
Είχα τότε γνωστή μια καλή κοπέλλα, με πολύ ευσεβή ζωή. Μια ημέρα λοιπόν, μου λέει:
— Κάποιος μου έδωσε το βιβλίο του Βλ. Π. Μπικώφ «Γαλήνιο λιμάνι για ανάπαυση πονεμένης ψυχής». Μιλάει πολύ για το μοναστήρι της Όπτινα και για τους θαυμάσιους γεροντάδες της, πνευματικούς οδηγούς: πως δέχονται τους πάντες· και πως τους συμβουλεύουν όλους· με καλωσύνη· και με φωτισμό Θεού.
Μου άρεσε η σκέψη. Και επήραμε την απόφαση να πάμε μαζί. Πρώτα όμως επήγε εκείνη· μόνη της. Όταν γύρισε μου έλεγε, ότι ευρήκε εκεί κάτι το ανεπανάληπτο∙ κάτι που όμοιο του δεν θα βρεις πουθενά. Και μου διηγήθηκε πολλά για τους αγίους γέροντες της Όπτινα.
Ο π. Ανατόλιος εξομολογεί και εκατό ανθρώπους την ημέρα!.. Μιλάει γρήγορα. Και δεν σε κρατεί πολύ. Αλλά εκείνα τα λίγα λεπτά αρκούν! Πολλές φορές βγαίνει να δώσει ευλογία σε εκείνους που περιμένουν. Και απαντάει μονολεκτικά σε ερωτήματα. Και καμμιά φορά κάνει και «παρατηρήσεις». Αυτή τον είχε ιδεί για πέντε μόνο λεπτά. Και, μέσα σ’ αυτά τα πέντε λεπτά, την βοήθησε να καταλάβει όλες της τις ελλείψεις∙ πράγματα που κανείς δεν τα ήξερε. Θέλησε να τον ιδεί για μια ακόμη φορά. Να του ειπεί κάτι ακόμη· να ακούσει κάτι ακόμη. Μα δεν το κατόρθωσε. Και χρειάσθηκε να φύγει. Και ήλθε και μου είπε τις εντυπώσεις της. Από τα λόγια της, μου άρεσε πολύ ο π. Ανατόλιος. Και θέλησα να πάω και εγώ να μιλήσω μαζί του. Και επήγα. Έφθασα εκεί το Μεγάλο Σάβββατο. Έδωσα το όνομά μου. Έπια λίγο τσάι. Και έτρεξα στον π. Ανατόλιο.
Στον δρόμο, κάποιος μου έδειξε τον τάφο του π. Αμβροσίου. Γονάτισα επάνω στο μάρμαρο και τον παρακάλεσα, να δεηθή για μένα, να μου βγή σε καλό το ταξείδι μου. Και μετά τρέχω. Μπαίνω στην αίθουσα αναμονής. Και βλέπω κόσμο και κοσμάκη! Θέλησα να κάμω τον σταυρό μου. Και πριν τον τελειώσω βλέπω ένα γεροντάκι να παραμερίζει τους άλλους και να έρχεται κοντά μου. Μου λέει:
— Έλα! Έλα! Πότε ήρθες; Έσκυψα, του ζήτησα ευλογία και είπα:
— Μόλις έφτασα. Και έτρεξα σε Σας!
— Έχεις, εδώ συγγενείς; Έ; Έ;
— Όχι, γέροντα. Δεν έχω συγγενείς. Όχι εδώ. Πουθενά στον κόσμο!..
— Τι λες, παιδί μου; Τι λες, παιδί μου; Έλα κοντά μου!
Άπλωσε το χέρι του με επήρε από το χέρι και με τράβηξε στο εξομολογητήριό του. Ήταν πολύ απλό. Και πολύ φωτεινό. Έκατσε σε μια καρέκλα∙ δίπλα σε μια εικόνα. Γονάτισα μπροστά του. Και άρχισα να του διηγούμαι την ζωή μου. Εγώ του μιλούσα. Και εκείνος, πότε έπιανε και κρατούσε με τα δύο του χέρια το κεφάλι μου, και πότε σηκωνόταν και επήγαινε πέρα-δώθε, σαν κάτι να έψαχνε να βρή. Και κάθε τόσο ψιθύριζε.
— Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Όταν εγώ τελείωσα, ο π. Ανατόλιος δεν μου είπε τίποτε ακριβώς. Μα όταν εγώ τον ερώτησα:
— Πότε θα μπορούσα να εξομολογηθώ; Μου απάντησε:
— Τώρα αμέσως!
Και εξομολογήθηκα, σαν να διάβαζα βιβλίο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που κατάλαβα, τι είναι η εξομολόγηση. Είχα να εξομολογηθώ οκτώ χρόνια. Έλεγα, ό,τι καταλάβαινα. Και με μια ερώτησή του με έκανε και θυμόμουν άλλα πολλά.., αμαρτίες που δεν θα ήθελα ποτέ να τις ξεστομίσω!
Η εξομολόγηση τελείωνε. Μου διάβασε ευχή συγχωρητική. Και πρόσθεσε.
— Πήγαινε, σκέψου: Μη ξέχασες τίποτε. Και έλα πάλι σε δύο ώρες. Μου έδωσε και κάτι βιβλιαράκια και με άφησε να φύγω. Επήγα στο δωμάτιό μου. Και εκεί έφερα στον νού, πως με δέχθηκε και πως μου συμπεριφέρθηκε ο π. Ανατόλιος. Σαν να ήμουν χρόνια γνωστή του!
Στις 12 το μεσημέρι ξαναπήγα. Του είπα κάτι ακόμη.
Μου ξαναείπε:
— Σκέψου πάλι. Και έλα το βράδυ πάλι! Κατάλαβα, πως εκείνος «κάτι έβλεπε» που εγώ
δεν το έβλεπα και δεν ήθελα να το εξομολογηθώ.
Τέλος πάντων βράδυασε. Κατάκοπη από την ταλαιπωρία του ταξειδιού και τις συγκινήσεις επήγα «για λίγο» στο δωμάτιό μου να πάρω μια ανάσα. Και ξάπλωσα. Και κοιμήθηκα τόσο βαθιά, που: ούτε καμπάνες άκουσα∙ ούτε χτύπους στην πόρτα μου∙ ούτε τίποτε.
Όταν ξύπνησα έτρεξα στην εκκλησία και είδα τον ιερέα, να έχει ολοκληρώσει την μετάδοση και να μπαίνει με το άγιο Ποτήριο στο ιερό. Είχα χάσει την θεία Κοινωνία για ένα λεπτό! Άχ αυτό το ένα λεπτό!..
Πόσο ήθελα, να κοινωνούσα και εγώ! Αλλά… τελείωσε! Έφυγα από την εκκλησία καταστενοχωρημένη. Και παρ’ ότι ήταν το άγιο Πάσχα, όλη την ημέρα έκλαιγα. Το απόγευμα είδα τον π. Ανατόλιο. Τον παρεκάλεσα να μου έδινε ευλογία να κοινωνούσα την Δευτέρα ή την Τρίτη. Δεν συγκατατέθηκε. Δεν μου έδωκε ευλογία. Μου είπε ξερά:
— Χωρίς προετοιμασία δεν κοινωνούν!..
— Μα θα φύγω μεθαύριο!
— Κοινώνησε στην Μόσχα. Με την απαραίτητη προετοιμασία.
Όταν επήγα να τον αποχαιρετήσω και του ζήτησα μια συμβουλή, μια οδηγία, τι θα έπρεπε να κάνω, δεν μου είπε τίποτε το σαφές και συγκεκριμένο. Όλα ήταν μισόλογα. Μου έλεγε, πότε ότι θα γινόμουν μητέρα με… ξένα παιδιά∙ πότε ότι θα ήταν καλύτερα να ζούσα μόνη μου∙ και τέλος μου έδωκε εντολή, στην Μόσχα πνευματικό να έχω τον π. Μακάριο∙ και να κάμω ότι εκείνος μου ειπεί.
Επήγα να αποχαιρετήσω και τον π. Νεκτάριο. Μιλήσαμε πολύ. Στο τέλος, σκύβοντας το κεφάλι του, μου λέει:
— Βλέπω στο πρόσωπο σου και γύρω σου την χάρη του Θεού! Θα γίνεις μοναχή!
Αναστατώθηκα και του είπα:
— Τι λέτε, πάτερ; Εγώ σε μοναστήρι. Τίποτε δεν μου αρέσει εκεί. Δεν το αντέχω τέτοιο πράγμα.
Πρόσθεσε:
— Δεν ξέρω, πότε θα γίνει. Τώρα ή σε δέκα χρόνια; Αλλά θα γίνει.
Του είπα ότι ο π. Ανατόλιος μου είπε να πάω στην Μόσχα στον γέροντα Μητροπολίτη Μακάριο. Και να κάμω, ό,τι εκείνος μου ειπεί.
— Ναι, έτσι είναι, είπε ο π. Νεκτάριος. Θα κάμεις αυτό που είπε ο π. Ανατόλιος. Και ό,τι σου ειπεί ο π. Μακάριος, θα το εκτελέσεις!
Μου μίλησε για λίγο ακόμη. Και όλα του τα λόγια ήταν γύρω από την ζωή στο μοναστήρι∙ γύρω από το τι πρέπει να ξέρει και τι να προσέχει ένας μοναχός.
Τετάρτη βράδυ έφθασα στο σπίτι μου, πνευματικά αναστημένη∙ και εντελώς αλλαγμένη. Και τότε θυμήθηκα, που μια φίλη μου έλεγε:
— Στην κεντρική πύλη της Όπτινα είναι τοποθετημένη μια εικόνα της Αναστάσεως. Και θέλει να μας ειπεί, ότι όποιος πάει στην Όπτινα, πρέπει να φεύγει πνευματικά ανακαινισμένος και αναστημένος».
Ένα ιδιότυπο αγώνισμα (Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα)
1. Ο στάρετς Ανατόλιος δεν δημιούργησε μαθητές του -συνεχιστές του έργου του.
Κάποτε ένας από τους διακονητές του του είπε:
— Γιατί το κάνεις έτσι; Γιατί διακονητές σου παίρνεις μόνο φτωχά παιδιά-ολιγογράμματα;
Ποίος θα σε διαδεχθή; Ποίος θα συνεχίσει το έργο σου; Ο π. Βαρνάβας είναι μόνιμα άρρωστος. Εγώ είμαι αστοιχείωτος! Ποίος θα σε αναπληρώσει;
Ο π. Ανατόλιος ακούοντας τα λόγια αυτά γέλασε∙ αλλά δεν είπε τίποτε. (Ίσως γιατί «έβλεπε», ότι δεν θα εχρειαζόταν!) Οι διακονητές του ήσαν ο π. Βαρνάβας και ο π. Ευσίγνιος. Και οι δύο διακρίνονταν για την θαυμαστή τους απλότητα και για την αφοσίωσή τους στον γέροντά τους. Και η «δουλειά» τους άρχιζε το πρωί και τελείωνε το πρωί.
2. Ο π. Βαρνάβας ήταν ψηλός· με μαύρα γένεια, που μόλις άρχιζαν να ψαραίνουν με μάτια, από τα οποία έβγαινε μια ουράνια φλόγα. Τον ξεχώριζε κανείς εύκολα από μακριά∙ από το βάδισμα∙ γιατί είχε μεγάλο πρόβλημα στο πόδι. Ήταν πολύ ευπροσήγορος∙ και όλο χαμόγελο. Έμοιαζε σ’ αυτό στον γέροντά του. Και του έδωκαν το όνομα «Βαρνάβας» σε δήλωση τίνος ήταν πνευματικός υιός. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως»∙ «υιός του παρακλήτου».
Γράφει λοιπόν ο π. Βαρνάβας:
«Δύσκολη η ζωή κοντά του! Κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερος. Και έπρεπε να τους προλαβαίνει κανείς όλους. Και από τις 4 το πρωί μέχρι τις 11 την νύχτα, όλο έρχονταν!.. Και, έτσι και γινόταν κάτι όχι καλά, ο γέροντας άρχιζε τις επιπλήξεις!.. Τώρα, και μας χαϊδεύει, πότε-πότε, και πίνοντας τσάι μας δίνει και καραμέλλες!.. και ό,τι άλλο έχει!.. Και εγώ τα παίρνω. Και μέσα μου λέω.
— Το ξέρω, γέροντα∙ το ξέρω, γιατί μας τις δίνεις!..
Μια φορά περιμέναμε να πάμε στην εκκλησία. Και εγώ κάτι έκαμα όχι καλά. Και μου τα έψαλε μπροστά σε όλον τον κόσμο. Και ο κόσμος συγχύσθηκε. Και μετά, όταν πιά τελείωσε η εκκλησία και όλοι βγήκαμε, βλέπω από απέναντι μου να έρχεται σ’ εμένα τρέχοντας! Έπεσε μπροστά μου στα γόνατα. Και φώναξε:
-Συγχώρα με! Συγχώρα με!
Έπεσα και εγώ στα γόνατα. Και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει. Ο ένας παρακαλεί τον άλλον! Και για μια στιγμή πετιέται επάνω. Με άρπαξε. Με σήκωσε… Και επήγαμε μαζί να πιούμε τσάι. Ο γέροντας ήταν πολύ θερμός στις εκδηλώσεις του. Κάποτε εγώ του είπα:
— Γέροντα, αν δεν ήξερα την αγάπη σου, που τα σκεπάζει όλα, που «πάντα στέγει», δεν θα έμενα κοντά σου ούτε δέκα ημέρες.
Από όταν μου πόνεσε το πόδι, έπαψα να διακονώ τον γέροντα. Και οι προεστώτες αναζήτησαν άλλον διακονητή. Αλλά μου εφάνηκε βαρύ, να φύγω από κοντά του. Έπεσα επάνω του, τον αγκάλιασα, και άρχισα να κλαίω».
Κλαίει ο Βαρνάβας. Κλαίει και ο Ανατόλιος. Δάκρυα ποτάμι. Δάκρυα -γλύκα και βάλσαμο για την ψυχή. Και στην σκέψη, ότι, αν έφευγε αυτός, άλλος θα φρόντιζε τον γέροντα, ρίχτηκε στο κρεβάτι με τα μούτρα μέσα στο προσκέφαλο και συνέχισε να κλαίει.
«Και από τότε κάθε φορά που καθόμαστε, να πιούμε μαζί τσάι προσπαθώ να μη το δείχνω, ότι κλαίω. Μα δεν ξέρω∙ αυτός, το έχει καταλάβει; η όχι;».
3. Ο άλλος διακονητής του π. Ανατόλιου ήταν ο π. Ευσίγνιος. Καταγόταν από πολύ απλούς ανθρώπους. Είχε γεννηθή σε ένα από τα μικρά χωριουδάκια επάνω στα βουνά του Ροσλάβλι στην περιοχή του Σμολένσκ. Εκεί κοντά είχαν ζήσει οι περιβόητοι γέροντες του Ροσλάβλι, οι μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (|15 Νοεμβρίου 1794), και διδάσκαλοι των πρώτων γερόντων της Όπτινα, του Μωυσή και του Αντωνίου. Ο π. Ευσίγνιος έφυγε το 1911 από το σπίτι του, τάχα πως θα πήγαινε να προσκυνήσει τα λείψανα του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάσαφ επισκόπου Μπέλγκοροντ (4 Σεπτεμβρίου 1911), αλλά πράγματι επήγε στην Όπτινα. Και έμεινε εκεί με ευλογία του στάρετς Ανατόλιου. Διακονητής του τοποθετήθηκε, με ευλογία του ηγουμένου, το 1917. Ήταν ψυχικά πολύ απλός άνθρωπος∙ εντελώς ανεπιτήδευτος∙ και εντελώς αγράμματος. Και αφοσιώθηκε στον π. Ανατόλιο σαν μικρό παιδί στον πατέρα του.
Ας ακούσωμε μια διήγησή του, για τους πειρασμούς που είχε σαν διακονητής του π. Ανατόλιου:
«Δύσκολη δουλειά, βαρειά δουλειά, να διακονεί κανείς τον γέροντα. Ερχόταν κόσμος πολύς. Πολλά του έφερναν, πολλά σκόρπιζε. Μερικές φορές, έδιδαν και σε μένα χρήματα, να του τα παραδώσω: μα εγώ δεν του τα έδινα. Συνέβαινε, άλλοι του έδιναν χρήματα το πρωί, άλλοι το απόγευμα, και σε λίγα λεπτά ο γέροντας δεν είχε τίποτε…
Δεν πρόφθαναν να του τα δώσουν, και αυτός τα είχε σκορπίσει σε άλλους…
Και έλεγε χαρακτηριστικά:
— Αν δεν τα πάρεις, τους προσβάλλεις…
Και αν του έδιναν είδη ή πράγματα, ερωτούσε:
— Για ποιόν;
Και αν του έλεγαν:
— Για σένα, γέροντα,
τα έπαιρνε∙ αν του έλεγαν:
— Για τον π. Εύσίγνιο,
δεν τα έπιανε στα χέρια του∙ τους έστελνε σε μένα».
Ο στάρετς Ανατόλιος και ο στάρετς Νεκτάριος
1. Οι στάρετς (=γέροντες) Ανατόλιος και Νεκτάριος ήσαν συμμύστες στο διακόνημα αυτό. Και μεταξύ τους είχαν ένα πάρα πολύ βαθύ πνευματικό σύνδεσμο. Και μια ιδιαίτερη, μη εμφανή, συνεργασία στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που συναντούσαν, με ευλογία του κοινού πνευματικού τους πατέρα και δασκάλου τους, του οσίου Αμβροσίου.
Για πολλά χρόνια τα κελλιά τους στην Σκήτη ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Και συχνά οι δύο γέροντες έστελναν ο ένας στον άλλο τους επισκέπτες τους να πάρουν ευλογία και να ακούσουν δύο λόγια. Έδειχναν έτσι την βαθειά εκτίμηση τους ο ένας για τον άλλο∙ και την ταπείνωσή τους.
Ο Ανατόλιος έλεγε για τον Νεκτάριο:
— Είναι μεγάλος άνθρωπος!
Και ο στάρετς Νεκτάριος, κάποια φορά έκαμε για τον Ανατόλιο την εξής παρατήρηση:
— Εγώ σας δίδω, αντί για τροφή στερεά, λίγα ψιχουλάκια! Ο πάτερ Ανατόλιος σας προσφέρει ένα ολόκληρο καρβέλι!.. (Διήγηση της Μοναχής Ναταλίας)
2. Μια μοναχή είδε κάποτε ένα όνειρο, που «μιλούσε» και έλεγε πολλά για την μεταξύ τους συνεργασία:
«Είδα όραμα. Βλέπω, να στέκουν μπροστά μου οι δύο γέροντες: ο π. Νεκτάριος και ο π. Ανατόλιος. Και με ευλογούν και οι δύο∙ ο ένας μετά τον άλλον! Μπαίνω μέσα και τα χάνω! Σε ποίον να πάω; Σε ποιον να πάω πρώτα; Και, ξαφνικά, ακούω τον στάρετς Ανατόλιο να με καλεί κοντά του· και να μου λέγει:
— Έλα εδώ· έλα εδώ!
Και με ευλογεί. Και γυρίζοντας στον π. Νεκτάριο, του λέγει:
— Πάτερ Νεκτάριε, πάρε την πάρε την!.. Και ο π. Νεκτάριος απλώνει τα χέρια του σε μένα. Με ευλογάει. Και με αγκαλιάζει».
Και πράγματι, λίγο πριν πεθάνει, ο στάρετς Ανατόλιος άφησε σε όλα τα πνευματικά του τέκνα την παρακαταθήκη, να στραφούνε στον π. Νεκτάριο.
Πηγή: Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, «Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα», έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2005