Όσιος Άνθιμος της Χίου, Λόγος περί αγάπης του Θεού
18 Φεβρουαρίου 2013
Η αγαθότης του Θεού, αδελφές, είναι τόσον πλουσία εις χάριτας, ώστε γυρεύει αιτία να ελεήση τον άνθρωπον.
Η χάρις του Θεού είναι έτοιμη κάθε στιγμή να κάμη αντανάκλαση μέσα στην καρδία του ανθρώπου και να του δώσει μόρφωση, να του δώσει χάρη και έλεος, θέλει όμως να της δoθή αφορμή. Λέγουν ότι ο βασιλεύς Ναπολέων επήγε κάποτε να συργιανίση σε ένα δάσος, για να πάρη τον αέρα του, να απoλαύση εκεί την ομορφιά της φύσεως. Εκεί είδε ένα ωραίο δένδρο, μα ήταν πανόραμα: υψηλό, δροσερό, κατάσκιο, ο φλοιός του εγυάλιζε σαν καθρέφτης. Τόσο άρεσε στον βασιλέα το δένδρο εκείνο, τόσο του επροξένησε τον θαυμασμόν και την περιέργειαν, ώστε εκάθισεν απέναντι στο δένδρο και το έβλεπε και το εκαμάρωνε.
Μέσα η καρδιά του είχε γεμίσει από την ομορφιά του δένδρου.
Όλοι οι στρατιώται του βασιλέως και ο κόσμος όλος το είχε μάθει αυτό και όλοι το εκτιμούσαν το δένδρο του βασιλέως και το είχαν σε προφύλαξη μεγάλη. Μετά καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς, την ίδια ημέρα ξεράθηκε και το δένδρο.
Έκριναν τότε όλοι καλό να κόψουν το δένδρο και με τα ξύλα του να κάμουν το σεντούκι του βασιλέως, αφού το αγαπούσε τόσο πολύ.
Πράγματι, έκοψαν το δένδρο, και την ώραν που πήγαν να το ρουκανίσουν είδαν μέσα στο ξύλο το πρόσωπον του βασιλέως σαν φωτογραφία. Ήταν δε τόσο επιτυχημένο, ώστε η πιό καλή φωτογραφική μηχανή δεν θα μπορούσε τόσο να το επιτύχη.
Eθαύμαζαν λοιπόν όλοι και απορούσαν πως να έγινε αυτό το περίεργο πράγμα. Ως φαίνεται εκείνη την ώρα που πρωτοείδε ο βασιλεύς το δένδρο και του άρεσε τόσο πολύ και εκάθισε και το παρατηρούσε έγινε κάποια αντανάκλασις, έγινε κάτι σαν μαγνητισμός. Όπως η φωτογραφική μηχανή τραβά με τον ηλεκτρισμό και τυπώνει εκείνο που βλέπει απέναντί της, έτσι και ο χυμός του δένδρου ηλέκτρισε και εμαγνήτισε διά των ακτίνων του ηλίου την μορφή του βασιλέως, την παρέλαβε σαν φωτογραφική μηχανή και την εχάραξε πάνω στο ξύλο τόσο ωραία.
Δεν πρέπει, αδελφές, και ημείς οι άνθρωποι να παραλάβωμεν την μορφήν του βασιλέως μας Χριστού και να την τυπώσωμεν μέσα στην καρδια μας; Δεν πρέπει να φροντίσωμεν να αγαπήσωμεν και ημείς τόσο πολύ τον Χριστόν, ώστε για την αγάπη μας να χαραχθή μέσα μας η μορφή του; Εκείνος δεν αμελεί να έλθη και να τυπωθή και τυπώνεται με την πιο μεγάλη επιτυχία. Θέλει μόνον ημείς να προσέλθωμεν, αμέσως η χάρις του Θεού έρχεται και παραλαμβάνεται.
Τόσο πολύ τον αγαπά ο Θεός τον ανθρώπoν, ώστε δεν περιγράφεται η αγάπη Του. Δεν εξεχώρησε ποτέ τον δίκαιον από τον αμαρτωλόν, δεν έκαμε σύγκρισιν ποτέ πονηρού και αγαθού. Καθώς η μέλισσα, εάν ευρεθή ένας βώλος ζάχαρη ή τίποτα άλλο γλυκό πάνω σε ένα σωρό κοπριά, δεν την νοιάζει εκείνην πως είναι πάνω σε ακάθαρτα, παρά θα πάη πάνω από την κοπριά να παραλάβη τη ζάχαρη ή ο,τιδήποτε άλλο είδος, από τα οποία θα κατασκευάση κατόπιν εκείνη το μέλι. Ούτω πως και η αγαθότης του Θεού δεν βλέπει πού βρίσκεται ο άνθρωπος, στην αμαρτία ή στην αρετή στην καλωσύνη ή στην κακία. Βλέπει μόνον την στιγμήν εκείνη που πλησιάζει κοντά Τού, δεν σε αποστρέφεται για την πρώτη σου ζωή, αλλά σε δέχεται για την στιγμήν εκείνην της επιστροφής σου. Διότι ίσως να έκλαυσες την στιγμήν εκείνην, ίσως να εθρήνησες, ίσως να έβαλες ένα λογισμόν μετανοίας και να εζήτησες συγχώρησιν από τον Θεόν.
Δεν βλέπει την ακαθαρσίαν του ανθρώπου, βλέπει την δική του ευσπλαχνίαν, βλέπει την συμπάθειάν του και νικάται, διά να ρίξη έλεος εις τον αμαρτωλόν. Γίνεται αντανακλάσις της χάριτος; όπως έγινε και πάνω στο Σταυρό για τον ληστήν. Το βλέμμα του ληστού είλκυσε την μορφήν του Χριστού μέσα στην καρδιά του. Διότι το βλέμμα εκείνο ήταν ικετευτικό, γεμάτο πόνο και μετάνοια και του είπε ένα λόγο γλυκό, που δεν ακούσθηκε γλυκύτερος εις όλον τον κόσμον, “Μνήσθητί μου, Κύριε”, του είπε, “όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου”. Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία Σου!”.
Τι γλυκός λόγος! Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως εκτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινεν αντανάκλασις της χάριτος. Του απήντησε λοιπόν: “αλήθεια σου λέγω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθης μαζί μου στον παράδεισο”. Για την μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που είχες καμωμένα και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου ειπώ αυτόν τον λόγον: έλα μαζί μου στην βασιλεια μου.
Μήπως και εμείς, αδελφές, δεν μοιάζωμεν καμμιά φορά με τον ληστήν; Είμεθα όλο στολισμένοι με χάριτας; Δεν έχομεν ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνομεν κάθε λίγο τας ψυχάς μας; Δεν βλέπομεν τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνομεν και κατακρίνομεν; Δεν οργιζόμεθα, δεν φθονούμεν, δεν συκοφαντούμεν; Αλλα μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας παραπέμπει; Μήπως εάν ημείς είμεθα ακάθαρτοι, εάν είμεθα μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται; Μας μισεί; Όχι. Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχομεν, δέχεται και τον δοξολογούμεν; Μ’αυτά τα ρερυπωμένα μας εντόσθια, δέχεται και τον γευόμεθα, με αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μας κρατεί μας κρατεί στη ζωή.
Τέτοια αγάπη μας έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον ανθρώπoν, τέτοια μακροθυμία για όλους μας. Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται. Και όπως τον καιρόν της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο εφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μη συνορισθής τους σταυρωτάς μου, γιατί δεν ξεύρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιός είμαι, δεν καταλαβαίνουν. Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζη ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός.
Ποσα σφάλλει κάθε ημέραν η ανθρωπότης εις τον Θεόν! Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται, ποτέ δεν μας ρίχνει κακία ποτέ! Ποτέ! Τον βλασφημούμεν, τον παροργίζομεν, τον μουτζώνομεν, τον ξανασταυρώνομεν και εκείνος πάλι μας υπομένει, πάλι μας αγαπά. Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρoμεν ημείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά. Ποτε δεν συχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός, μόνον ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλον, παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήση τον άλλον.
Ο Θεός όμως δεν κάμνει έτσι – όλο φροντίζει πως να βοηθήσει τον ανθρώπoν, όλο ζητεί να του δίδη χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικόν φανερώνει να τον συμβουλέψη, πότε κανέναν άγγελoν να τον φώτιση, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν ανθρώπoν καλόν του παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά.
Μη λησμονάτε, αδελφές, ότι τυχαινομεν και μεις σε ώρες και σε στιγμές που λυπάται ο ένας τον άλλον. Να λυπούμαι εγώ εσάς και σεις εμενά, να λυπάται η μία την άλλην σας. Δεν έχομεν ανάγκη να λέμε για τον άλλον κόσμον. Όταν βλέπετε τα λάθη μου να λέτε: στιγμή είναι και ας συμπαθήσωμεν, και να δείχνετε συμπάθεια, αδελφές, όπως έδειξε ο Παύλος για τους Εβραίους και έλεγε: “Πάτερ, μη στήσης αυτoίς την αμαρτίαν ταύτην”. Έτσι να λέτε εσείς για μένα και εγώ για σας. Εγώ μπορεί να δείξω καμμιά φορά ότι στενοχωρούμαι μαζί σας και να σας μαλώνω καμμιά φορά, πάλι για το καλό σας. Έπειτα όμως πηγαίνω πιό εκεί και ο Θεός το γνωρίζει τί λέγω. Αoράτως ακούει ο Θεός τί λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μού, άνθρωπος είναι και αυτή, πλασμένη από το ίδιο πλάσμα που είναι πλασμένος όλος ο κόσμος και σύρεται και αυτή από τα ίδια πάθη και τυραννιέται και βασανίζεται, μην της συνορισθής – συγχώρεσέ την”.
Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνον και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπιά. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάγχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλον μας. Σήμερα είσαι συ, αύριο εγώ, τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος. Kάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός. Kαι μεις να συγχωρούμεν αλλήλους μας, και μεις να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθούμεν και να συμπονέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Όσες αρετές και αν έχης, όσα καλά έργα κα προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάμης, όλα τα υπερβαίνει, εάν πης ένα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφόν μου για ό,τι μου έκαμε.
Η Ι Μονή Παναγία Βοήθεια στη Νένητα της Χίου
[Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου ο Θαυματουργός (βίος – θαύματα – διδαχές 1869-1960), Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, I.M. Παναγίας Βοήθειας Χίου, 1987, Σελίδες 212-216]
Πηγή:Maria Vikas