Φρεντ Μπουασονά, ο φιλέλληνας φωτογράφος των αρχών του 20ου αιώνα
29 Ιανουαρίου 2013
Ο Φρεντ Μπουασονά, (1858-1946 Γενεύη) ήταν Γαλλοελβετός φωτογράφος, ιδιαίτερα γνωστός για την φωτογραφική τεχνική του αλλά και την εκτεταμένη φωτογράφιση του ελληνικού χώρου επί τριάντα περίπου έτη, μαζί με τον συνοδοιπόρο του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης.
Το έργο του, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στην Ελλάδα θεωρείται εν γένει «πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα»
Η οικογένεια των Μπουασονά κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Φρεντ – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Φρεντ να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων…
Γόνος «φωτογραφικής δυναστείας», ως περιγράφεται, o νεαρός Μπουασονά φέρεται ως πολύπλευρο ταλέντο που συνδύαζε τα σπορ (αλπινισμός), τη μουσική και τις καλές τέχνες.
Επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Ούγγρο Κόλερ, ανέπτυξε τη δική του τεχνική στη φωτογραφία, η οποία, μαζί με τη χρήση νέων υλικών, τού απέφερε πολλές διεθνείς διακρίσεις, μεταξύ άλλων το πρώτο βραβείο της παγκόσμιας έκθεσης του Παρισιού.
Το εργαστήριο που κληρονόμησε από τον πατέρα του το διαχειρίστηκε μαζί με τον χημικό αδελφό του Εντμόν-Βικτόρ. Η ορθοχρωματική πλάκα, δική τους επινόηση έδινε βελτιωμένο φωτογραφικό αποτέλεσμα.
Εκείνα τα χρόνια ο Μπουασονά ασχολιόταν κυρίως με προσωπογραφίες, οι οποίες ήταν και πιο προσοδοφόρες. Ήδη στα 1900 το εργαστήριο πήγαινε πολύ καλά και το 1901 ο Μπουασονά άνοιξε ένα υποκατάστημα στο Παρίσι και ένα στη Ρεμς.
Φωτογραφίζοντας το Mont-Blanc, με τηλεφακό κατασκευασμένο στην Αγγλία, κατόρθωσε να διακρίνει το μπλε του ουρανού από το λευκό του χιονιού στη φωτογράφισή του, διαμορφώνοντας μια φωτογραφία που έκανε τον γύρο του κόσμου
Το 1903, μαζί με τον Ντανιέλ Μπο-Μποβί, ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το 1907 επανήλθε και το 1913, πάλι με τη συντροφιά του Μποβύ και με τον λιτοχωρίτη κυνηγό Χρήστο Κάκκαλο, είναι ο πρώτος που ανέβηκε στον Μύτικα, την υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Το 1930 πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφθηκε το Άγιο Όρος.
Οι φωτογραφίες που τράβηξε εκεί αφορούν τη μοναστική αρχιτεκτονική, είτε ως γενικά πλάνα των εσωτερικών αυλών, είτε ως πιο κοντινά και λεπτομερειακά, ενώ εντυπωσιακή είναι η απόλυτη απουσία απεικόνισης θρησκευτικής τελετής ή λειτουργίας – στοιχείο που καταδεικνύει την προσαρμογή του φωτογράφου στο αυστηρό τυπικό της αγιορειτικής κοινωνίας.
Πέθανε στη γενέτειρά του, τη Γενεύη, το 1946.
Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
Ο καλλιτέχνης, πέρα από το καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία.
Η μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ’ αυτά τα κομμάτια χαρτιού, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες….
Λίγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο Φρεντ Μπουασονά. Ο ίδιος έγραψε στα 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο λαός έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του,μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…»
Πηγή: Giorgos Pardalis