«Επήαν και τ’ αυκά και το καλάθιν»: Κυπριακό παραμύθι
13 Ιανουαρίου 2013
Μιαν βολάν κ’ έναν καιρόν είχεν έναν κοπελλούιν κι αγγιόστην* δκυό σελίνια. Εκράτεν τα κάμποσες ημέρες κ’ εσκέφτετουν είντα να τα κάμη.
Να τα φυλάξη έσσω;* Αν του τα κλέψουν; Να τα παίξη κουμάριν* να τα πολλύνη;
Αν του τα πάρουν; Σκέφτου-σκέφτου, αποφάσισεν ν’ αγοράση τίποτε, να το πουλήση, να τα πολλύνη. Εγόρασεν αυκά*.
Εγέμωσεν ένα καλάθιν, επήεν στην Χώραν,* επούλησέν τα και κείνα κ’ εκέρτισεν κι άλλα.
Τε, τε,* επόλλυνεν τα σελίνια.
Εγινήκαν δκυό λίρες.
Μιαν ημέραν εγέμωσεν το καλάθιν του αυκά κ’ ελάμνησε* που το Δάλιν* να πά΄στην Χώραν.
Άμαν έφτασεν στον Αλυκόν* ηύρεν τον κατσασμένον.*
Εσκέφτην να κάτση νάκκου* να πνάση* ώστοι να κάτση λλίον ο ποταμός να μπορήση να ρέξη.*
Έβαλεν το καλάθιν χαμαί κ΄έκατσεν πα΄στην πέτραν.
Σαν εκάθετον έπκιασέν τον η συλλοή.
Ελάλεν ΄που μέσα του «Έτσι που πάω, εννά κερτίσω πολλά ριάλια. Άμαν κερτίσω άλλα λλία, να γοράσω έναν γαούριν να μεν τυραννιούμαι μέσ΄στες στράτες.
Άμαν τα πολλύνω κι άλλον, να πουλήσω το γαούριν να γοράσω μούλαν, κ΄ύστερα να πουλήσω την μούλαν να γοράσω άππαρον*, να περνώ ππασιάς.
Να πααίνω στον καβενέν να βάλλω τό΄ναν πόϊν πα΄στ΄άλλον, έτο* έτσι.»
Την ώραν που σήκωσεν το πόϊν του νκρίζει* του καλαθκιού, εποκουππίστην* μέσ΄τον ποταμόν κ’ έπαιρνέν το το νερόν.
Ήτουν να σκάση ΄που το μαράζιν του.
Κείνην την ώραν έφτασεν κειαμαί ένας που τον έξερεν κι αρώτησεν τον είντα ΄παθεν κ΄ εν΄μαραζωμένος.
Με δκυό χείλη καμένα λαλεί του: «Επήαν και τ’ αυκά και το καλάθιν».
Και είπεν του την ιστορίαν, καλή ώρα, όπως σας την λαλώ εγιώ τωρά.
Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου
αγγιόστην = απόκτησε, έσσω = μέσα στο σπίτι, κουμάριν = στα χαρτιά, πολλύνη = πληθύνη, αυκά= αυγά, Χώρα = Λευκωσία, τε, τε = σιγά, σιγά, ελάμνησε = ξεκίνησε, Δάλιν = χωριό στην επαρχία Λευκωσίας, Αλυκός = παραπόταμος του ποταμού Γιαλιά, κατσασμένον = φουσκωμένο ή ανεβασμένο, νάκκου = λίγο, πνάση= ξεκουραστεί, ρέξη = περάσει, άππαρος = άλογο, έτο = νά, νκρίζει = αγγίζει ή σπρώχνει, εποκουππίστην = αναποδογύρισε.