Η Γέννησις του Χριστού
21 Δεκεμβρίου 2012
Απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων στις 24 του Δεκέμβρη μέχρι τα Θεοφάνια στις 6 του Γενάρη είναι δώδεκα μέρες, γνωστές σαν Δωδεκάημερο ή Δωδεκάμερο. Σ’ αυτό το διάστημα γιορτάζουμε τρεις μεγάλες γιορτές που έχουν σχέση με το Χριστό: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια ή Φώτα. Τα Χριστούγεννα για τη γέννηση του Χριστού, την Πρωτοχρονιά για την περιτομή του αλλά και την αρχή του χρόνου, και τα Θεοφάνια για τη βάφτισή του.
Πότε καθιερώθηκε η γιορτή της Γέννησης
Ούτε στην Π.Διαθήκη ούτε στην Καινή αναφέρεται ποιο μήνα ή μέρα γεννήθηκε ο Χριστός. Έτσι, τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η γέννησή του δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή, αλλά οι χριστιανοί γιόρταζαν μαζί γέννηση και βάφτιση στις 6 του Γενάρη. Το 354 μ.Χ., ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρρήσεις, ορίστηκε στη Ρώμη σαν μέρα γιορτής της γέννησης η 25η Δεκεμβρίου για τούτο το λόγο: Η ημέρα αυτή ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους ως ημέρα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα, του «αήττητου θεού Ήλιου». Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι, επιστρέφοντας από τους πολέμους της Ανατολής, έφεραν μαζί τους τη λατρεία πολλών θεών της. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας, γιατί ήταν ο θεός του φωτός,του Ήλιου, που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι. Το Γενέθλιόν του, η μέρα δηλαδή που γεννήθηκε, είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου, που γύρω στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο ουράνιο στερέωμα. Η μέρα αυτή για τους Ρωμαίους ήταν ημέρα ευφροσύνης. Έφευγαν τα σκοτάδια, ερχόταν το φως! Τη γιόρταζαν, λοιπόν, με μεγάλη λαμπρότητα και πολλά ξεφαντώματα. Ήταν τόσο αγαπητή γιορτή και τόσο διαδεδομένη, ώστε καμιά συμβουλή, καμιά προτροπή και καμιά απειλή των πατέρων της εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να την εξαφανίσει ή τουλάχιστον να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων χριστιανών. Όμως, το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι! Σαν τέτοιο οι πατέρες της εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την υποκατάσταση. Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, του νέου Ήλιου, που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας απ’ τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως. Έτσι ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο και να που στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε πια τη γέννηση του Χριστού, τα Χριστούγεννα.
Τα «αβάφτιστα» νερά και οι καλικάντζαροι
Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα». Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι καλικάντζαροι ν’ αλωνίζουν τον κόσμο. Ας δούμε όμως πρώτα πώς τους φαντάζεται και τι πιστεύει γι’ αυτούς ο ελληνικός λαός. Οργιάζει κυριολεκτικά η λαϊκή φαντασία σχετικά με την εμφάνισή τους: «είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι κι άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα», πιστεύουν μερικοί. Για άλλους είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα». Άλλοι πάλι τους θέλουν «κουτσούς, στραβούς, μονόμματους, μονοπόδαρους και πολύ κουτούς… Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια, φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια απ’ την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό».
Τα ονόματά τους
Τα ονόματα που τους έχουν δώσει είναι ποικίλα, ανάλογα με τον τόπο: λυκοκάντζαροι, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, καλιοντζήδες, μνημοράτοι, (π)αρωρίτες, κολοβελόνηδες, πλανητάροι, τσιλικρωτά, παγανά, είναι μερικά απ’ αυτά.
Ποιοι γίνονται καλικάντζαροι
Ο λαός πιστεύει πως καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα τα Χριστούγεννα. Γιατί τότε σημαίνει πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα με τη σύλληψη του Χριστού, πράγμα που για κάθε χριστιανό είναι αμάρτημα βαρύτατο. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το δένουν απ’ το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο. Έτσι δεν μπορεί να φύγει μαζί τους. Ή του καίνε τα νύχια των ποδιών, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δε γίνεται.
Το δέντρο της γης
Όλο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν κάτω απ’ τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, είτε πελεκώντας το με τσεκούρια είτε ροκανίζοντάς το με τα μακριά και σουβλερά τους δόντια. Μα εκεί που λίγο θέλει να πέσει το δέντρο, να γκρεμιστεί μαζί του κι η γη, να σου και φτάνουν τα Χριστούγεννα. Τότε οι καλικάντζαροι ξεχύνονται στον Απάνω Κόσμο μέχρι τα Φώτα. Όταν ξαναγυρίζουν στα σπλάχνα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο πάλι και ξαναρχίζουν το ροκάνισμα μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Τα καμώματα των καλικαντζάρων
Και τι δεν κάνουν οι καλικάντζαροι, σαν ξεπροβάλουν ένας ένας απ’ τις τρύπες τους πάνω στη γη· έτσι και νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στο χωριό μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ’ όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, που λέμε. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Στα σπίτια μπαίνουν απ’ την καπνοδόχο και σαν πατήσουν το πόδι τους, αρχίζουν ν’ ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μα το πιο πολύ που θέλουν είναι να μαγαρίσουν τα φαγητά των ανθρώπων.
Πώς να τους διώξεις
Ωστόσο κανένα κακό δε στάθηκε στον κόσμο, που ο άνθρωπος να μην προσπάθησε να βρει την γιατρειά του. Έτσι και δώ. Η καλή νοικοκυρά θα συμμαζέψει πρώτα μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω. Θα βάλει στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος και περίεργος είναι και «μπιτ για μπιτ κουτός». Μόλις το δει, στέκεται κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες του· ένα δύο! Ένα δύο! Ένα δύο! Παρακάτω δεν ξέρει να μετρήσει, γιατί μπερδεύεται ή δεν τολμάει να πει το «τρία». Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξημερώσει και σαν λαλήσει ο πρώτος πετεινός πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν είναι ο μόνος τρόπος το κόσκινο· μπορούν να κρεμάσουν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ’ το αλάτι θα διώξουν μακριά τους καλικάντζαρους. Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί (τούφα) λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει φύγει.
Τους πιάνουν και με το καλό προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες, που τα πετάνε στην καπνοδόχο. Στην Κύπρο τους ρίχνουν ξεροτήγανα την τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου.
Ο φόβος τους για τη φωτιά
Όμως εκείνο που τρέμουν και φοβούνται περισσότερο -το πιο σίγουρο μέσο για να γλιτώσεις απ’ τους καλικάντζαρους- είναι η φωτιά. Αυτή τους διώχνει μακριά. Μέρα και νύχτα λοιπόν όλο το Δωδεκάμερο η φωτιά δε σβήνει στην οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έχει ξεδιαλέξει ένα χοντρό ξύλο από αγκαθερό δέντρο, γιατί τ’ αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια.
Το «Χριστόξυλο» και το «πάντρεμα της φωτιάς»
Είναι το Χριστόξυλο, που αλλιώς το λένε δωδεκαμερίτη ή σκαρκάντζαλο. Αυτό θα καίγεται μέρα νύχτα όλο το Δωδεκάμερο. Πριν το ρίξουν στη φωτιά, το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή με ξηρούς καρπούς, που τα παιδιά χύνονται να τα μαζέψουν. Αλλού βάζουν δύο ή τρία ξύλα· το ένα από ίσιο αρσενικό δέντρο, π.χ. κέδρο, που συμβολίζει το νοικοκύρη του σπιτιού. Το δεύτερο, θηλυκό πάντοτε, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, συχνά με παραφυάδες, που συμβολίζει τη νοικοκυρά, και το τρίτο, τον κουμπάρο, πρόσωπο εξίσου απαραίτητο σε κάθε γάμο. Εδώ έχουμε το έθιμο που το λένε το «πάντρεμα της φωτιάς». Στη Λευκάδα, ο νοικοκύρης, λες και κάνει σπονδή, χύνει πάνω στα ξύλα αυτά λάδι και κρασί. Σε άλλα μέρη ρίχνουν και φυτά που κάνουν κρότο σαν καίγονται (π.χ. σπαραγγιές). Κι οι κρότοι κι ο καπνός διώχνουν μακριά τα δαιμόνια κατά τη λαϊκή πίστη. Απ’ αυτή τη φωτιά, που είπαμε πως καίει ολημερίς κι ολονυχτίς, ακόμη και τα ξύλα που θ’ απομείνουν σε κάτι χρησιμεύουν. Τα μπήγουν στα χωράφια , για να αποτρέπουν τα μάγια και για να καρπίζουν τα στάρια. Τη στάχτη πάλι τη σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του σπιτιού, ολόγυρα στην αυλή και στα χωράφια, για να διώξουν κάθε κακό μακριά.
Μεγάλες φωτιές και κουδούνια
Στη Βόρεια Ελλάδα, στον Πόντο (άλλοτε) κ.α. ανάβουν μεγάλες φωτιές στην πλατεία των χωριών και των κωμοπόλεων ή στο ψηλότερο σημείο τους. Γύρω απ’ τη φωτιά, μικροί και μεγάλοι τραγουδούν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και συγχρόνως χτυπούν κουδούνια. Έτσι με τη φωτιά και με τους κρότους των κουδουνιών πιστεύουν πως διώχνουν μακριά τα δαιμόνια του Δωδεκάμερου. Για τον ίδιο λόγο οι διαβάτες, όταν ήταν υποχρεωμένοι να βγουν έξω νυχτιάτικα, κρατούσαν ένα δαυλί αναμμένο στο χέρι.
Ένα άλλο έθιμο, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους, είναι οι μεταμφιέσεις. Το έθιμο παρουσιάζεται στη Βόρεια Ελλάδα -Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία- και τους μεταμφιεσμένους τους ονομάζουν Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια
ή Μωμόερους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, αρκούδες, καμήλες, τράγους κ.ά. φορώντας τα τομάρια τους. Αλλά συνηθίζουν να ντύνονται και με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και άλλα όπλα. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά, μπαίνουν στα σπίτια, τραγουδουν και μαζεύουν δώρα. Άμα συναντηθούν δυο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μια ομάδα να νικήσει κι η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Τα κάλαντα
Αρκετές μέρες πριν τα Χριστούγεννα, τα παιδιά ετοιμάζουν την παρέα τους για τα κάλαντα. Την παραμονή, αγουροξυπνημένα ακόμη, πετάγονται βιαστικά απ’ το κρεβάτι και ετοιμάζονται. Χαράματα σχεδόν ξεχύνονται στους δρόμους, για να περάσουν στα σπίτια και ν’ αναγγείλουν τη γέννηση του Χριστού. Στα χέρια τους κρατούν φανάρια πολύχρωμα ή καραβάκια φωτισμένα. Κρατούν και ραβδιά που τα χτυπούν ρυθμικά στις πόρτες των σπιτιών «για το καλό» και τραγουδούν τα κάλαντα. Οι τρυφερές φωνές που συνοδεύονται κι απ’ το ρυθμικό χτύπημα του τριγώνου. Όλες οι πόρτες ανοίγουν μπροστά τους, ν’ ακουστεί το μήνυμα της μεγάλης μέρας, μαζί μ’ ευχές κι επαίνους για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τ’ άλλα πρόσωπα του σπιτιού:
Καλήν εσπέραν άρχοντες, (αν εί-), αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση (να πω), να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον (εν Βη-) εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, (χαίρει) χαίρει η κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται (εν φα-) εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών (και ποι-) και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι (το δο-) το δόξα εν Υψίστοις
………………………………………………………………..
Δεν είναι βέβαια τα μοναδικά κάλαντα. Κατά τόπους υπάρχουν κι άλλα, πιο λαϊκά, πιο άμεσα, πιο ανθρώπινα, όπου η Παναγία περιγράφεται σαν μια απλή γυναίκα που κοιλοπονάει, μια λεχώνα, κι ο Χριστός ένα οικείο τρυφερό βρέφος.
Χριστός γεννιέται,
σαν γήλιος φέγγει,
σαν νιο φεγγάρι,
σαν παληκάρι.
Κυρά Θεοτόκο
εκοιλοπόνα,
εκοιλοπόνα
και παρεκάλιε!
Βοηθήσετέ με
αυτή την ώρα
τη βλογημένη
και δοξασμένη,
μαμή να πάτε,
μαμή να φέρτε.
Ώστε να πάσι
και να γυρίσου,
Χριστός γεννήθη
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι.
Κάθε νοικοκυρά ανταμείβει γενναιόδωρα τα παιδιά, ανάλογα βέβαια με το «έχει της», με κουλούρια, κάστανα, καρύδια, και τα νεότερα χρόνια με γλυκά και νομίσματα. Το ‘χουν «σε κακό» να διώξουν χωρίς τίποτε τα παιδιά ή να μην τους ανοίξουν την πόρτα. Σ’ αυτή την περίπτωση τα παιδιά αντιδρούν κοροϊδεύοντας:
Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν.
………………………………………………..
Χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες
Μολονότι η νηστεία πριν τα Χριστούγεννα είναι ελαφριά κι ελαστική, γι’ αυτούς που νηστεύουν είναι μια μέρα ξεχωριστής καλοφαγίας, Χοίρο σφάζουν συνήθως στα χωριά, όπου δε σφάζουν τα χοιρινά τους τις Αποκριές. Όπου δε σφάζουν χοίρο, σφάζουν όρνιθα ή πετεινό. Κι η γαλοπούλα; Αυτή μπήκε στο ελληνικό τραπέζι από τον ευρωπαϊκό χώρο μετά το 16ο αι. Τώρα βέβαια, στα περισσότερα σπίτια δεν κάθονται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι χωρίς μια τροφαντή γαλοπούλα, συνήθως παραγεμισμένη με κάστανα, κουκουνάρια κ.λ.π.
Τα χριστόψωμα και τα στολίδια τους
Απαραίτητα και τα «χριστόψωμα» ή οι «κουλούρες» των Χριστουγέννων με τα χίλια δυο στολίδια τους. Τα φτιάχνουν από ζυμάρι και τα σχέδια είναι ανάλογα με τις ασχολίες της κάθε οικογένειας. Οι νοικοκυρές των γεωργών τα δικά τους· εδώ θα βάλουν το αλέτρι με τα βόδια, εκεί το βαρέλι του κρασιού, να και το σπίτι, πιο κει μια μαργαρίτα από μύγδαλα άσπαστα, παραπέρα τ’ αμπέλι (δηλαδή κλωνάρι κληματαριάς), και αστράκια και καρύδια. Κι οι γυναίκες των τσοπάνηδων, εκτός από το σταυρό και το δικέφαλο αετό, που ‘ναι κοινά στολίδια σε όλους, θα πλουμίσουν το χριστόψωμό τους με το μαντρί και μέσα θα σκορπίσουν μπόλικα αρνάκια και κατσικάκια.
Γυρω απ’ το χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Κι όλα είναι έτοιμα πια για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Θα συγκεντρώσει γύρω του παιδιά εγγόνια, παπούδες και γονιούς, νύφες και πεθερές και ξενιτεμένους. «Μέρες που ‘ναι» τους πιάνει το παράπονο κι η νοσταλγία για τον τόπο και τους δικούς, και τρέχουν να γιορτάσουν μαζί τους, στην αγκαλιά της οικογένειας και την ασφάλεια της πατρικής στέγης. Από την παραμονή στρωμένο το τραπέζι. Την πρώτη θέση κατέχει το χριστόψωμο, η βασική τροφή του Έλληνα, κι ένα πιάτο μέλι. Γύρω τους σκόρπια φουντούκια, καρύδια, μύγδαλα ή φρούτα: πορτοκάλια, μήλα και σύκα ξερά. Η βασική τροφή κι η σκόρπια αφθονία! Πρώτα τρώνε μέλι
κι ύστερα «υψώνουν το τραπέζι», δηλαδή σηκώνουν ψηλά το χριστόψωμο. Στη Σινώπη, καθώς το σήκωναν, έλεγαν τρεις φορές: «Χριστός γεννάται στον Κόσμο, κεράς (κυράς) τραπέζια, Παναγίας τραπέζια». Έτσι, μ’ ευλογημένο το χριστόψωμο και το τραπέζι, ρίχνονται με όρεξη στα φαγητά που κάθε τόπος συνηθίζει τέτοια μέρα.
Οι φτωχοί και οι νεκροί
Μπορεί ο ελληνικός λαός ποτέ να μην υπήρξε πλούσιος σε αγαθά, είναι όμως πλούσιος σε αισθήματα. Πριν καλοκαθίσουν στο τραπέζι, αναλογίζονται τους φτωχότερους. Θα τους «αγγελίσουν», θα τους βοηθήσουν δηλαδή προσφέροντάς τους ένα καλό μερίδιο. Κι ούτε ζητιάνος θα παραπονεθεί κανείς μια τέτοια μέρα., γιατί η μερίδα του είναι καλά φυλαγμένη και πλούσια. Στην Κορώνη, η «πρώτη αγκωνή του τσουρεκιού» θα δοθεί σ’ ένα ζητιάνο. Σκέφτονται ακόμη κι αυτούς που τα περασμένα χρόνια κάθονταν δίπλα ή αντίκρυ τους στο γιορτινό τραπέζι και τώρα βρίσκονται σ’ έναν άλλο κόσμο. Τους ετοιμάζουν τα πολυσπόρια τους, όσπρια και σπόρους, φασόλια και κολλυβοζούμι ή κι άλλα φαγητά. Τα διαβάζουν και τα μοιράζουν στην εκκλησιά, χωρίς να παραλείψουν να τους επισκεφτούν στο νεκροταφείο.
Για την ευτυχία του σπιτιού
Βέβαια, δε λείπουν και τα έθιμα που σκοπό τους έχουν την πλούσια σοδειά, την αφθονία, την ευτυχία του σπιτιού. Μια χαρακτηριστική ευχή είναι: «Καλή γεια, καλή χρονιά, καλό μπερεκέτ’ ». Αλλού θυμιάζουν μια πίτα, τα ζώα, το στάβλο, τα γεωργικά εργαλεία. Αλλού μεταλαβαίνουν λίγο κρασί κι άλλοι βάζουν το υνί του αλετριού δίπλα στη φωτιά, στην οικογενειακή εστία. Και στη βρύση του χωριού κάνουν προσφορές, έπειτα κλέβουν νερό και λένε: «όπως τρέχει το νερό σου, βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει το βιο μου».
Το καλό ποδαρικό
Θυμούνται και το καλό ποδαρικό για το σπίτι. Βάζουν ένα παιδί, το πρώτο που θα χτυπήσει την πόρτα τους, να πει τα κάλαντα, ν’ ανακατέψει τη φωτιά μ’ ένα ξύλο. Ανακατεύοντάς τη λέει: «πουλιά, κατσίκια, αρνιά, γρόσια». Τι καλύτερη ευχή για ένα αγροτικό σπίτι;
Ανοίγουν τα ουράνια
Η Γέννηση του Χριστού έχει κάτι το θαυμαστό για το λαό. Είναι το μεγάλο γεγονός, τέτοιο που την παραμονή κάνει τους ουρανούς ν’ ανοίγουν. Κι άμα δεις ν’ ανοίγουν τα ουράνια, ό,τι ευχή πεις θα πιάσει, ό,τι ζητήσεις θα γίνει, αρκεί να προφτάσεις, γιατί όλα γίνονται σαν αστραπή, τόσο γρήγορα, κι ούτε προφταίνεις καλά καλά να το καταλάβεις. Ωστόσο αυτή η πίστη κάνει πολλούς να ξαγρυπνάνε ως τα μεσάνυχτα, για να προφτάσουν τη θεϊκή λάμψη και να προφέρουν την ευχή τους.
Αφήσαμε τελευταίο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, γιατί δεν είναι έθιμο ελληνικό. Μπορεί να θυμίζει την αρχαία ειρεσιώνη, όμως σαν δέντρο ολόκληρο μπήκε στο ελληνικό σπίτι από τα χρόνια του Όθωνα. Σήμερα μπορεί να πει κανείς πως έχει την κύρια θέση στα ελληνικά σπίτια τις μέρες των Χριστουγέννων, κι είναι η μεγάλη λαχτάρα των παιδιών. Ανυπομονούν να ‘ρθει η παραμονή, ή και πιο πριν, να στήσουν το δέντρο -συνήθως ένα έλατο ή ενωμένα κλαδιά ελάτου, ακόμη κι ένα πλαστικό- και να το στολίσουν. Το μπαμπάκι αντικαθιστά το χιόνι, πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν, κεράκια χρωματιστά, καρύδια βαμμένα χρυσά ή ασημένια, κουδουνάκια και μικρά δώρα κρεμιούνται απ’ τα κλαριά του. Στη ρίζα του δέντρου όμορφα τυλιγμένα τα δώρα της οικογένειας και των προσκαλεσμένων, αν υπάρχουν. Γιατί πολλές οικογένειες συνηθίζουν να κάνουν ολονύχτια διασκέδαση, «ρεβεγιόν», την παραμονή, με πλούσια φαγητά και δώρα για όλους.
Θα μπορούσε πολλά ακόμη να γράψει κανείς για τη γιορτή των Χριστουγέννων, αναφέραμε όμως τα κυριότερα, γιατί είναι αδύνατο να τα εξαντλήσουμε σ’ αυτό το χώρο.
ΓΕΝΑΡΗΣ / ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
1 Περιτομή του Χριστού, Βασιλείου του Μεγάλου
«Γιατί το Γενάρη τον λένε Γενάρη;
Γιατί γεννά η μέρα και τ’ αρνιά»
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Πρώτος μήνας λοιπόν ο Γενάρης κι η πρώτη του μέρα «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά». Ένας καινούργιος χρόνος ανοίγεται, που χαρίζει στις καρδιές των ανθρώπων ελπίδες πως όλα μπορεί να πάνε καλύτερα. Ο λαός μας πιστεύει ότι αν τη μέρα αυτή πάνε όλα καλά, θα πάνε και τον υπόλοιπο χρόνο. Αρχή καλή, τέλος καλό! Προσέχουν λοιπόν να μην κλάψουν, να μη χάσουν τίποτε, να μη δανείσουν, γιατί θα το παθαίνουν όλο το χρόνο.
Το «καλάντιασμα»
Από τα πιο γνωστά έθιμα είναι το «καλάντιασμα». Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ή κι ανήμερα, παιδιά ή μεγάλοι άνθρωποι γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Ανάλογα με τον τόπο, άλλοι κρατούν στα χέρια τους μήλο, άλλοι πορτοκάλι. Μπορεί όμως να είναι κι ένα αστέρι ή ένα χάρτινο καράβι με χάρτινες ταινίες. Πολύ συνηθισμένο είναι να κρατούν ένα χλωρό ραβδί από κρανιά ή από άλλο σκληρό δέντρο. Την ώρα που λένε τα κάλαντα και ψέλνουν τις ευχές τους, χτυπούν ελαφρά με το ραβδί τους τους νοικοκυραίους. Το χλωρό ραβδί δίνει ζωή σ’ ότι αγγίξει! Οι νοικοκυρές φιλεύουν τα παιδιά με νομίσματα, κουλούρια, γλυκά και ξηρούς καρπούς. Στον Πόντο και την Καππαδοκία τα νομίσματα τα κάρφωναν πάνω στο μήλο.
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Αναφέρουμε εδώ μια που τραγουδιόταν στην Κάρπαθο:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ Άγιος Θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη Γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε;
Από την Καισαρεία, σύ ‘σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί ντζαχαροκάντιοτζύμωτη,
χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάριν έγραφε, η μοίρα μου το έγραφε
και το χαρτίν εμίλει, άσπρε μου χρυσέ μου σκρίνε.
-Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι;
Και πόθεν κατεβαίνεις και δε μας συντυχαίνεις;
Από της μάνας μου ‘ρχομαι κι εγιώ σας καταδέχομαι
και στο σκολειό μου πάω, δε μου λέτε τι να κάμω;
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις κι αμ’ μ’αγαπάς να μου το πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα,
τραγούδια δεν ηξεύρω, αντικρύ μου να σας εύρω.
-Και σαν ηξεύρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα,
πες μας την αρφαβήτα, πως επέρασες τη νύχτα.
Ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί, πότε στην πόρτα σου να βγεις
χλωρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα,
και πάνω στα βλαστάρια της και στα περικλωνάρια της
πέρδικες κελαηδούσαν, αμέ δε μου το μιλούσαν.
Δεν ήτο μόνο πέρδικες, γαριφαλιές λεβέντικες,
μον’ και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κατέβηκεν η πέρδικα, που περπατά λεβέντικα,
να βρέξει το φτερό της μες το δροσερό νερό της
και ραίνει τον αφέντη μας, Βασίλη το λεβέντη μας,
τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
«Και εις έτη πολλά» ή «και του χρόνου».
Ας δούμε και μια άλλη παραλλαγή που τραγουδούσαν στη Ζάκυνθο, στα σπίτια των ευγενών, καλλίφωνοι τραγουδιστές:
Είναι με τον ορισμό σας έδωπα όξω να καθίσω
και να σας καλησπερίσω κι άξια λόγια να σας πω.
Τ’ αποβραδίς που εσμίξαμε η συντροφιά που μένει,
να τραγουδήσουμε ήρθαμε το χρόνο που μας μπαίνει.
Αρχιμενιά, καλή χρονιά, αρχή του Γεναρίου
να τραγουδήσουμε ήρθαμε τ’ Αγίου Βασιλείου.
Η (Αρχή κι αρχή τα κάλαντα κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου).
Ο Άης Βασίλης έρχεται από τη Ρίτσα-ρίτσα·
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
και το ραβδί του ακούμπησε να πει τ’ αλφαβητάρι.
Και το ραβδί του ήτο ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα,
κι απάνου τσοι χλωρούς βλαστούς περδίκια εκακαριόταν,
όχι περδίκια μοναχά, αλλά και περιστέρια,
και κάτω στη ριζούλα τσους μια κρουσταλένια βρύση,
που κατεβαίναν πέρδικες και λούζαν τα φτερά τσους,
και λούζαν τον αφέντη τσους, και λούζαν την κυρά τσους.
Κυρά, πο ‘χεις τσοι τρεις υγιούς, τσοι μοσκοαναστημένους,
λούζεις τσοι και χτενίζεις τσοι και στο σκολειό τσοι στέρνεις,
να μην τσοι δείρει ο δάσκαλος, να μην τσοι μαγκλανίσει
με τρία κλωνιά βασιλικό, με πέντε αστάχυα μόσκο.
Μα κειο τσοι δέρνει ο δάσκαλος, μα κειο τσοι μαγκλανίζει,
που έχουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.
Στους ουρανούς τα διάθουνται, στους κάμπους τα τυλίγουν.
Μωρές και πού είν’ τα γράμματα; Μωρές και πού είναι ο νους σας;
-Τα γράμματά ειναι το χαρτί κι ο νους μας στους διαβάτες,
κι ο λογισμός μας έπεσε κάτου στες μαυρομάτες.
Κλωνί σταράκι έσπειρα κάτου στους λινοκάμπους,
το θέρισα, το λίχνισα, έκαμα χίλια μούδια,
και τ’ αποκοσκινίδια του χίλια και πεντακόσια.
Βεργούλα εκαθάριζα απάνου σε ριζιώνα,
τη θέρισα, την έκοψα κι έκαμα χίλια μέτρα,
και τ’ αποκοσκινίδια τση χίλια και πεντακόσια.
Πολλά είπαμε για την κυρά, να πούμε και τ’ αφέντη.
-Βάγια μου, άναψ’ τα κεριά, Βασίλη, τα φανάρια.
Ακόμα δεν ακούσαμε το μάνταλο ν’ ανοίξει,
να φέρει το χριστόψωμο να μας καλοκαρδίσει.
Αφέντη μου σιορ [δείνα], ολόχρυση μερτία,
οπού στο φόρο προβατείς μ’ όλη την αρχοντία.
Χίλια καλώς ευρήκαμε στου φίλου μας το σπίτι,
ψωμί, κρασί του βρήκαμε, τίποτα δεν του λείπει.
Τούτο το σπίτι το ψηλό με τσοι πολλές θυριάδες,
εδώ κοιμάται ο αφέντης μας με τσοι πολλές χιλιάδες.
(Τούτο το σπίτι το ψηλό γιομάτο όλο βελούδα,
ούλοι αγαπάνε την κυρά κι εγώ αγαπάω τη δούλα.)
Τούτο το σπίτι το ψηλό το μαρμαροχτισμένο
ογλήγορα θα μπάσουνε γαμπρό καμαρωμένο.
Τούτο το σπίτι το ψηλό πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει.
Ν’ αλυσοδένει το πουγκί τ’ αργυροξομπλιασμένο,
οπού του το ξομπλιάσανε απάρθενα κορίτσια,
του πρίντσιπε, του ρήγα μας και του μεγάλου αφέντη.
Κι αν είναι ασήμι δώσ’ μας το, κι αν είναι και λογάρι,
αν είναι και γλυκό κρασί πίσω να μην το πάρει.
Το καλό ποδαρικό
Πρωί πρωί της Πρωτοχρονιάς όλοι νοιάζονται για το καλό ποδαρικό. Κάποιο παιδί, που το θεωρούν τυχερό, ή ο πρωτότοκος γιος ή ο ίδιος ο νοικοκύρης κρατούν ένα ρόδι που το σπάνε μπαίνοντας στο κατώφλι της ξώπορτας, Τα σπειριά του ροδιού, που σκορπίζονται ολόγυρα στο σπίτι, συμβολίζουν την αφθονία και την ευτυχία του σπιτιού. Στην Αράχωβα, μαζί με το ρόδι κρατούν κι ένα λιθάρι που το «ξαστρίζουν» αποβραδίς, τ’ αφήνουν δηλαδή τη νύχτα κάτω απ’ τ’ άστρα. «Σαν το λιθάρι γεροί και σαν το ρόιδι γεμάτοι!» φωνάζουν πετώντας τα.
Το τραπέζι του κάθε σπιτιού την Πρωτοχρονιά είναι γεμάτο καλούδια· φαγητά και γλυκά συνήθως με μέλι: μελομακάρονα, τηγανόπιτες, λουκουμάδες, δίπλες, ανάλογα με τον τόπο. Πλούσια αγαθά την πρώτη μέρα, πλούσια ολοχρονίς! Βάζουν κι ένα ρόδι, για να ‘ναι το τραπέζι όπως το ρόδι γεμάτο. Πρωτοχρονιά χωρίς βασιλόπιτα δε γίνεται, έχει την πρώτη θέση στο τραπέζι. Στα χωριά και στις επαρχίες τη ζυμώνουν με αλεύρι, ζάχαρη, μυρωδικά και τη στολίζουν με διάφορα στολίδια, Μέσα στη βασιλόπιτα βάζουν ένα νόμισμα. Όταν έρθει η ώρα για το κόψιμο της πίτα;, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Τώρα θα φανεί ποια τύχη την περιμένει το χρόνο που έρχεται! Ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει με επισημότητα το κόψιμο της πίτας. Πρώτο κομμάτι του Αϊ-Βασίλη, που με μορφή φιδιού κάνει συχνά την εμφάνισή του, ύστερα του νοικοκύρη, της νοικοκυράς και των υπολοίπων μελών της οικογένειας. Σ’ όπιου το κομμάτι βρεθεί το νόμισμα, εκείνος θα είναι και ο τυχερός της χρονιάς! Στα χωριά δεν αφήνουν παραπονεμένα μήτε τα ζώα μήτε τα χωράφια. Έχουν κι αυτά το κομμάτι τους. Αν υπάρχει βάρκα ή καΐκι, παίρνει κι αυτό το μερίδιό του. Δεν ξεχνάνε και το κομμάτι του φτωχού.
Το γούρι
Το σκιλλοκρέμμυδο (κρεμύδα), και να το βγάλεις απ’ τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη, γιατί μέσα του υπάρχει μεγάλη δύναμη ζωής. Αυτή τη ζωτική δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα. Έτσι πιστεύει ο λαός μας, γι’ αυτό την αρχιχρονιά κρεμούν σκιλλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.
6 Τα Άγια Θεοφάνια
Σήμερο ‘ν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στον Κύργιο μας.
Αύριο ‘ν’ η κυρά μας Παναγιά
με τα θυμιατήρια στα δάκτυλα,
σπάργανα του στέλλει και γιον κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί:
«Αγιου-Γιάννη αφέντη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και σώνω και προθυμώ
ν’ ανεβοκατέβω στον ουρανό
να καταλογιάσω τα Πόντιλα,
να καταπραΰνω τα είδωλα
……………………………………
(Κάλαντα Φώτων, Βλαχοφώνων Πίινδου)
Έτσι αρχίζουν τα κάλαντα την παραμονή των Φώτων τα παιδιά, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι. «Μεγάλη γιορτή» κι αυτή, «θεότρομη», γιατί τότε αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα παγανά. Είναι η μέρα που βαφτίστηκε ο Χριστός από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαφτιστή.
Η «πρωτάγιαση»
Ο πρώτος αγιασμός των Θεοφανίων, «η πρωτάγιαση ή φώτιση», γίνεται την παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει ένα ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει μ’ ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού. Την πρωτάγιαση τη ρίχνουν οι χωρικοί και στα κτήματα και στις βρύσες. Έτσι σίγουρα διώχνουν τους καλιοκάντζαρους που μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Αυτή θα ‘ναι η τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου και για στερνή τους φορά θα σκαρφαλώσουν στις καμινάδες, θ’ αναστατώσουν κάθε σπίτι, θα τραβολογήσουν κάποιους διαβάτες, και για στερνή φορά θ’ αχολογήσουν τα σοκάκια του χωριού από τα ποδοβολητά τους. Γιατί τα κυνηγάει η αγιαστούρα του παπά, κι όταν φεύγουν λένε μεταξύ τους:
Φεύγετε να φεύγουμε
κι έρχετ’ ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Τώρα, λοιπόν, πριν χαράξει η αυγή και βγει ο παπάς με την αγιαστούρα του, μόλις ακούσουν το τρίτο κράξιμο του μαύρου πετεινού, ξαναγυρίζουν πανικόβλητοι κάτω στη γη. Εκεί μέσα ξαναρχίζουν να πριονίζουν ολοχρονίς το δέντρο που είχαν παρατήσει σχεδόν κομμένο και που ξανάγινε στο μεταξύ ακέραιο. Μα την άλλη χρονιά το Δωδεκάμερο, και πριν το αποτελειώσουν, θ’ ανέβουν πάλι στη γη να ξαναρχίσουν τα ίδια.Αλίμονο όμως όποιος από δαύτους χάσει το δρόμο του γυρισμού, τίποτε δεν τον σώζει! Θα μείνει σκλάβος των ανθρώπων μέχρι τον άλλο χρόνο.
Ο μεγάλος αγιασμός
Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνια. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Προτύτερα, στο προαύλιο της εκκλησίας, ο Σταυρός ή η εικόνα της βάφτισης βγαίνει σε πλειστηριασμό· όποιος δώσει τα περισσότερα χρήματα, αυτός θα τον κρατήσει την ώρα της πομπής. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη. Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό. Πηδούν οι βουτηχτάδες στα παγωμένα νερά και συναγωνίζονται ποιος θα τον πρωτοπιάσει. Αυτός που θα τον ανεβάσει στην επιφάνεια, δικαιωματικά πια γυρίζει το Σταυρό στα σπίτια και μαζεύει φιλοδωρήματα απ’ τον κόσμο.
Κανένας δε γυρίζει σπίτι του χωρίς να πάρει αγιασμό. Πίνουν όλοι και ραντίζουν μ’ ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού κάθε γωνιά του σπιτιού, τον κήπο με τα καρποφόρα δέντρα, τα χωράφια, τ’ αμπέλια, τα ζώα και τις στάνες. Έτσι είναι για όλο το χρόνο αγιασμένοι. Στα παραλιακά μέρη δεν παραλείπουν βέβαια να κατεβάσουν στη θάλασσα τις άγιες εικόνες απ’ το εικονοστάσι τους και τα γεωργικά εργαλεία του σπιτιού, για να τα πλύνουν με θαλασσινό νερό, που είναι πια αγιασμένο. Με την πράξη αυτή, το κάθε πράγμα, που είχε μολυνθεί με το πέρασμα του χρόνου, ξαναγίνεται «καθαρό» κι αποκτά πάλι τη δύναμη και την αξία του.
Αικ. Τσοτάκου – Καρβέλη ,Από το βιβλίο Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Εκδόσεις Πατάκη, 1988 (8η έκδοση)
Πηγή:myriobiblos.g