Η Ζωὴ ενὸς Οσιομάρτυρα
19 Δεκεμβρίου 2012
Φώτης Κόντογλου – Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. Η Ζωή ενός Οσιομάρτυρα
(από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996)
Προχθές στις 30 του Νοέμβρη ήτανε η μνήμη του αγίου αποστόλου Ανδρέα του
Πρωτοκλήτου. Όλοι οι απόστολοι πεθάνανε με μαρτυρικό θάνατο, κηρύχνοντας το
Ευαγγέλιο σε διάφορες χώρες. Στην Ελλάδα μαρτύρησε μοναχά ένας απ αὐτούς, ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, δηλαδή που
πήγε πρώτος κοντά στον Χριστό. Μαρτύρησε στην Πάτρα. Πολύ τιμημένη είναι η
Πάτρα μέσα στον κόσμο, γιατί αξιώθηκε να ποτισθεί το χώμα της με το αίμα εκείνου
που τον κάλεσε ο Χριστός πριν από τους άλλους έντεκα, πριν από τον αδερφό του
τον Πέτρο. Ο Ανδρέας ήτανε στην αρχή μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου. Μια μέρα καθότανε ο Πρόδρομος μαζί με τους δυό μαθητές του, κ εἶδε από μακριά τον Χριστό να περπατά, και
γυρίζει και τους λέει: «Να, αυτός είναι το αρνί του Θεού». Και σαν ακούσανε οι
μαθητές το δάσκαλό τους να μιλά έτσι, πήγανε ξοπίσω από τον Χριστό. Και Κείνος
γύρισε και τους είδε να τον ακολουθάνε, και τους λέγει: «Τι ζητάτε;» Κι αὐτοὶ του είπανε: «Δάσκαλε, που κάθεσαι;»
Κι ὁ Χριστός τους αποκρίθηκε: «Ελάτε να
δήτε». Πήγανε λοιπόν κ εἴδανε που
καθότανε, κι ἀπομείνανε μαζί του εκείνη
την ημέρα. Ο ένας απ αὐτοὺς τους δυό
ήτανε ο Ανδρέας. Ο άλλος είναι φανερό πως ήτανε ο Ιωάννης, γιατί αυτά που
είπαμε παραπάνω τα γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του (Ιω. α´ 35), και
λέγει «ην Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου εις εκ των δύο των ακουσάντων παρά
του Ιωάννου και ακολουθησάντων αυτώ» (Ιω. α´ 41). Βλέπεις πως κρύβει τον εαυτό
του, που ήτανε μαζί με τον Ανδρέα; Και το κάνει από σεμνότητα, όχι μοναχά
σ αὐτὸ το μέρος του Ευαγγελίου του, αλλά
και σε άλλα. Κ ἐνῶ είναι πάντα λιγόλογος
στα καθέκαστα της ιστορίας του, σ αὐτὸ το
μέρος γράφει και την ώρα που πήγανε κοντά στον Χριστό, κι ἀπ αὐτὸ
φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στην ψυχή του εκείνη η στιγμή που πρωτογνώρισε τον
αγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: «Ώρα ην ως δεκάτη» (Ιω. α´ 40). Ύστερα,
πηγαίνει ο Ανδρέας και βρίσκει τον αδελφό του τον Πέτρο που τον λέγανε τότε
ακόμη Σίμωνα και του λέγει: «Βρήκαμε τον Μεσσία που θα πει Χριστός». «Ευρήκαμεν
τον Μεσσίαν, ο εστι μεθερμηνευόμενον Χριστός». Και τον πήρε και τον πήγε στον
Χριστό. Κι ὁ Χριστός, σαν γύρισε και
είδε τον Σίμωνα, είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμωνας ο γυιός του Ιωνά· εσένα τόνομά σου
θα γίνει Κηφάς, που θα πει Πέτρος».
Ο Ανδρέας γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, ένα ψαραδοχώρι χτισμένο στην
ακρογιαλιά της λίμνης Γεννησαρέτ. Κατά τα παραπάνω που είπαμε, ο Πέτρος ήτανε
αδελφός του Ανδρέα, κ οἱ δυό ήτανε γυιοί
του γέρο Ιωνά, ψαραδόσογο. Ο Πέτρος ήτανε φουριόζος και ενθουσιαζότανε εύκολα,
ενώ ο Ανδρέας ήτανε ήσυχος και λιγόλογος, όπως γράφει ο άγιος Επιφάνιος:
«Πέτρος θερμός τω πνεύματι ην πάνυ και εις κοσμικών χρεών μέριμναν επιτήδειος,
ο δε Ανδρέας πραύς και ολιγόλαλος».
Από το Ευαγγέλιο φαίνεται πως ο Ανδρέας ήτανε ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού
που είχανε πιο πολύ θάρρος μαζί του, σαν τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Φίλιππο.
Ωστόσο τα λόγια που έλεγε ήταν πάντα λιγοστά. Τη μέρα που μαζεύθηκε πολύς
κόσμος κι ἄκουγε τη διδαχή του Χριστού
και πεινάσανε, γύρισε ο Χριστός κ εἶπε στον
Φίλιππο: «Από που θε ν ἀγοράσουμε ψωμιά
για να φάει ο κόσμος;» Κι ὁ Φίλιππος του
είπε: «Διακόσια τάλληρα ψωμιά δεν φτάνουνε για να φάγει ο καθένας τους από μία
μπουκιά». Τότε ο Ανδρέας λέγει στον Χριστό: «Είναι εδώ πέρα ένα παιδάριο που
έχει πέντε ψωμιά κριθαρένια και δυό ψάρια» (Ιω. στ´ 5-10).
Κι ἄλλη φορά πάλι, τη μέρα που μπήκε ο
Χριστός στην Ιερουσαλήμ με τα βάγια, κάποιοι Έλληνες θέλανε να τον δούνε, και
πήγανε στον Φίλιππο και του είπανε: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Και ο
Φίλιππος πήγε και το είπε στον Ανδρέα, κ
ὕστερα κ οἱ δυό μαζί το είπανε
στον Χριστό. Και τότες ο Χριστός είπε: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του
ανθρώπου» (Ιω. ιβ´ 23). «Έφταξε η ώρα για να δοξασθεί ο γυιός του ανθρώπου»,
δηλαδή με τους Έλληνες θα κηρυχθεί το Ευαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ο
Ανδρέας του μίλησε. Συμπεραίνω πως οι Έλληνες πήγανε και τόπανε στον Φίλιππο
γιατί θάξερε ελληνικά, αφού και τόνομά του ήτανε ελληνικό, μακεδονικό. Κι αὐτὸς πάλι το είπε στον Ανδρέα, που είχε
κι αὐτὸς ελληνικό όνομα, κ ἴσως γνώριζε και τη γλώσσα. Από τους δώδεκα
μαθητές του Χριστού, μοναχά αυτοί οι δυό είχανε ελληνικά ονόματα.
Μετά την Ανάσταση, την τελευταία φορά που φανερώθηκε ο Χριστός στους μαθητές
του, τους είπε: «Πηγαίνετε και μαθητέψετε όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τα στο όνομα
του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και διδάσκοντας τα να κρατάνε
όλα όσα σας παράγγειλα. Κ ἐγὼ θάμαι
πάντα μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του κόσμου». Αφού λοιπόν
πήρανε τη χάρη του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, τραβήξανε ο
καθένας κατά τη φώτιση που πήρε, στόνα και στ
ἄλλο μέρος. Ο άγιος Ανδρέας τράβηξε, κατά την παράδοση, και πήγε κατά
πρώτο στα μέρη της Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Τραπεζούντα και
στην Αμισό, έχοντας μαζί του κάποιους από τους Εβδομήντα αποστόλους, και γύρισε
στη θρησκεία του Χριστού χιλιάδες Έλληνες και Ιουδαίους. Από κει τράβηξε στην
Κολχίδα, δηλαδή στο σημερινό Λαζιστάν, που κατοικούσανε οι άγριοι κουρσάροι οι
λεγόμενοι Κερκέτες. Κατόπι γύρισε πίσω στην Ιερουσαλήμ για να δει τον αδελφό
του τον Πέτρο και τους άλλους αποστόλους, και πάλι ξανάφυγε μαζί με τον Ιωάννη
τον Θεολόγο και πήγανε στην Έφεσο. Στην Έφεσο είδε στόνειρό του τον Χριστό, που
τον πρόσταξε να πάγει στους Σκύθες να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Πηγαίνοντας στη
Σκυθία, πέρασε από τη Βιθυνία και κήρυξε στη Νικομήδεια, στη Χαλκηδόνα και στην
Ποντοηράκλεια. Από κει πήγε στην Παφλαγονία και κήρυξε στην Άμαστρη και στη
Σινώπη, κ ἐκεῖ βάφτισε τους πιο πολλούς
χριστιανούς και κατόπι πήγε πάλι στην Αμισό και στην Τραπεζούντα. Από κει πήγε
στα Σαμόσατα που βρισκότανε απάνω στον ποταμό Ευφράτη και δίδαξε τους Έλληνες,
που κατοικούσανε πολλοί σ αὐτὸ το μέρος.
Από τα Σαμόσατα ξαναγύρισε στην Ιερουσαλήμ και τότες είδε τον Παύλο. Μετά το
Πάσχα, έφυγε πάλι και πέρασε την Καππαδοκία και τη Λαζική κ ἔφταξε στο Κίεβο της Σκυθίας, που ήτανε το
Πάνθεο της σλαυωνικής πολυθεΐας, κι ἀπάνω
σ ἕνα χαμοβούνι έστησε έναν πέτρινο
σταυρό. Κατόπι πέρασε τον Καύκασο και την Κασπία Θάλασσα, και κήρυξε στη
Χορασμία, στο σημερινό Χορωσάν. Ύστερα έστρεψε πίσω κατά το βασίλεμα και πήγε
στην Κριμαία, κι ἀφοῦ δίδαξε και βάφτισε
πολλούς, πέρασε στη Σινώπη, κι ἀπὸ κει
πήγε στο Βυζάντιο, που ήτανε τότες ένα χωριό, πριν χτιστεί η Κωνσταντινούπολη,
κι ἀφοῦ χειροτόνησε επίσκοπο τον Στάχυν,
έναν από τους Εβδομήντα αποστόλους, πήγε στη Θράκη και στη σημερινή Βουλγαρία
και Σερβία. Έπειτα κατέβηκε στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στη Ρούμελη, κι ἀπὸ κει πέρασε στον Μοριά και πήγε στην Αχαΐα
που είχε πρωτεύουσα την Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη από τους Ρωμαίους που
αφεντεύανε τον καιρό εκείνον απάνω σ ὅλον
τον κόσμο, κ ἤτανε στολισμένη με επίσημα
χτίρια και με αγάλματα. Ανθύπατος της Αχαΐας ήτανε τότες ένας που τον λέγανε
Αιγεάτη. Σε λίγο ακούσθηκε πως ο Ανδρέας γιάτρεψε πολλούς αρρώστους μονάχα με
το άγγιγμα των χεριών του κι ὁ κόσμος
έτρεχε σ αὐτόν. Έτυχε τότε ν ἀρρωστήσει κι
ἡ γυναίκα του Αιγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι ὁ άγιος Ανδρέας την έγιανε. Σε λίγον καιρό
έφυγε στη Ρώμη ο Αιγεάτης για να παρουσιασθεί στον αυτοκράτορα Νέρωνα για
κάποιες υποθέσεις, κι ἄφησε στο πόδι του
τον αδελφό του Στρατοκλή. Αυτός ο Στρατοκλής ήτανε σοφός και φημισμένος
μαθηματικός στην Αθήνα, κ εἶχε ένα δούλο
που τον λέγανε Αλκαμανά, και τον γιάτρεψε ο άγιος Ανδρέας από σεληνιασμό που
υπόφερνε. Ο Στρατοκλής κ ἡ Μαξιμίλλα
πιστέψανε στον Χριστό και βαφτισθήκανε, κι
ἄλλος πολύς κόσμος μαζί τους. Γυρίζοντας στην Πάτρα ο Αιγεάτης και
μαθαίνοντας αυτά που γινήκανε, πρόσταξε να πιάσουνε τον Ανδρέα και να τον
βάλουνε στη φυλακή, και σε λίγες μέρες, αφού τον δίκασε, έβγαλε απόφαση να
σταυρωθεί. Πριν να τον πιάσουνε, χειροτόνησε επίσκοπο τον Στρατοκλή. Σαν
ξημέρωσε η μέρα που θα τον σταυρώνανε, οι Ρωμαίοι στρατιώτες, αφού τον
βασανίσανε, τον πήγανε στην ακροθαλασσιά, στον τόπο που είναι σήμερα χτισμένη η
εκκλησιά του και που τότες ήτανε χτισμένος ο ναός της Δήμητρας. Γύρισε και
κοίταξε ατάραχος το σταυρό και τον βλόγησε, βλόγησε και τον κόσμο, κ ὕστερα τον σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω από
εβδομήντα χρονών. Ο σταυρός που μαρτύρησε ο άγιος Ανδρέας ήτανε κανωμένος από
δυό ίσια σταυρωτά ξύλα σε σχέδιο X, και κατά την παράδοση ήτανε από ξύλο της
εληάς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στη Ρώμη ο Νέρωνας. Κατά τον άγιο Επιφάνιο,
«ήτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, με γυριστή μύτη και με πυκνά φρύδια». Το
σκήνωμά του το έθαψε ο επίσκοπος Στρατοκλής με τη Μαξιμίλλα και κόσμος πολύς,
αφού το αλείψανε μ ἀκριβὰ αρώματα και το
ενταφιάσανε σ ἕνα μνήμα μαρμάρινο κοντά
στη θάλασσα. Ο τάφος του βρίσκεται ως τα σήμερα μέσα στην εκκλησιά του, αλλά το
άγιο λείψανο λείπει, γιατί 350 χρόνια ύστερα από το μαρτύριό του το ανακομίσανε
στην Κωνσταντινούπολη και το καταθέσανε στην εκκλησιά των αγίων αποστόλων μαζί
με των άλλων μαθητών του Χριστού. Στα 1204 πήγανε στην Πόλη οι Φράγκοι, κι ἁρπάξανε ο,τι ήβρανε. Ένας καρδινάλης Πέτρος,
από την Καπούα, πήρε το λείψανο του αγίου Ανδρέα και το πήγε στο Αμάλφι της
Ιταλίας, και κει χτίσανε εκκλησία σε μνήμη του αγίου και βάλανε μέσα με μεγάλη
πομπή το λείψανό του κλεισμένο σε ασημένια θήκη, στις 8 Μαΐου 1208. Στην Πάτρα
απόμεινε μοναχά η αγία κάρα που τη δώρισε στους Πατρινούς ο αυτοκράτορας
Βασίλειος ο Μακεδών. Μα στα 1460 που κατεβήκανε οι Τούρκοι στον Μοριά, ο Θωμάς
ο Παλαιολόγος, αδελφός του Κωνσταντίνου και τελευταίος άρχοντας της Πάτρας,
πήρε την αγία κάρα και μπαρκάρησε από την Πύλο και πήγε στη Ρώμη και την
πρόσφερε στον πάπα Πίο το Β´. Ο σταυρός του βρίσκεται στη Μαρσίλια, στο
μοναστήρι του αγίου Βίκτωρος.
Στην Πάτρα και στα περίχωρα υπήρχανε πολλές εκκλησίες του αγίου Ανδρέου, πλην
τώρα δεν σώζεται καμμιά. Η σημερινή εκκλησιά του είναι βασιλική κατά το σχέδιο
που συνηθιζότανε στα Εφτάνησα, και χτίσθηκε στα 1845. Το ταβάνι είναι
ζωγραφισμένο από τον Δημήτριο Βυζάντιο που έγραψε τη Βαβυλωνία και που ήτανε
αγιογράφος. Μ ὅλο που η εκκλησία αυτή
δεν είναι κανωμένη και ζωγραφισμένη κατά το βυζαντινό τρόπο, είναι ωστόσο
κατανυχτική. Ενώ η μισοτελειωμένη εκκλησία που φαίνεται κοντά της είναι ένα
έκτρωμα που πρέπει να το γκρεμίσουνε οι Πατρινοί. Ξέρω πως παιδεύουνται χρόνια
τώρα χωρίς να μπορούνε να κατασταλάξουνε σε μία απόφαση για το σχέδιο μιας μεγάλης
εκκλησιάς που θέλουνε να χτίσουνε. Είδα το σχέδιο που σκάρωσε ένας Φραντσέζος,
που είναι ίδια τούρτα. Μα υπάρχει πιο απλό πράγμα από τούτο: να αναθέσουνε
σ ἕναν καλόν αρχιτέκτονα, που να νογά
από βυζαντινά, να κάνει μίαν εκκλησιά, αντιγράφοντας πιστά κάποια από τις πιο
έμορφες βυζαντινές εκκλησιές, π.χ. τον όσιο Λουκά της Λειβαδιάς, το Βροντόχι
του Μυστρά η μία εκκλησιά από τη Θεσσαλονίκη η από τ Ἅγιον Όρος. Η Πάτρα είναι το λιμάνι της
Ελλάδας που κοιτάζει κατά το πέλαγο της Ευρώπης, κι όποιος έρχεται από κει,
είναι ντροπή να πρωτοδεί μίαν εκκλησιά φράγκικη στο μέρος που μαρτύρησε ο άγιος
Ανδρέας. Πρέπει να δει μία εκκλησιά ελληνική, βυζαντινή. Τι καθόσαστε και
συζητάτε χρόνια τώρα, σαν να μην έχετε την πιο σπουδαία τέχνη στον τόπο σας;
Εδώ στην Αθήνα ζωγράφισα μία μικρή και παλαιά εκκλησιά του αγίου Ανδρέα, που
βρίσκεται στην οδό Λευκωσίας, κοντά στην πλατεία Αγάμων. Η πιο πολλή δουλειά
έγινε. Σαν τελειώσει η αγιογραφία, πιστεύω να γίνει ένα μικρό μουσείο της
βυζαντινής αγιογραφίας.
Πηγή: paterikiorthodoxia.com