Η θεραπεία της συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17)
10 Δεκεμβρίου 2012
Γιαννακόπουλος Ιωήλ (Αρχιμανδρίτης)
Η θεραπεία αύτη εγένετο ως εξής: Ολίγον χρόνον μετά τα ανωτέρω, ο Κύριος «ην διδάσκων εν μια των συναγωγών εν τοις Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ο Κύριος εδίδασκεν εις κάποιαν Συναγωγήν «Ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ». Αιφνιδίως εμφανίζεται μία γυναίκα ασθενής επί 18 έτη, της οποίας η νόσος προήρχετο εκ δαιμονικής ενεργείας. Η γυνή αύτη ήτο ευσεβής, διότι παρά την νόσον της μετέβη εις την Συναγωγήν, ίνα ακούση τον Θείον λόγον. Αύτη «ην συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές». Έπασχε δηλαδή εκ ραχιτικής τινος νόσου, ήτο κεκυφυία τον κορμόν, μη δυναμένη να ανακύψη ουδόλως την κεφαλήν άνω˙ ήτο διπλωμένη εις τα δύο επί δεκαοκτώ έτη.
«Ιδών αυτήν ο Ιησούς» ευσπλαγχνισθείς αυτήν και άνευ παρακλήσεώς της αμείβει την ευσέβειάν της, διότι παρ’ όλην την παραμορφωτικήν νόσον δεν απουσιάζει της Συναγωγής «προσεφώνησε και είπεν αυτή» την εκάλεσε και της είπε «γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου» έσο ελευθέρα εκ της νόσου. «Και απέθηκεν αυτή τας χείρας» ακούμπησε τας χείρας Του εις αυτήν προς ενίσχυσιν της συγκυπτούσης και εις δήλωσιν, ότι η θεραπεία προήρχετο εκ των παναχράντων χειρών Του.
«Και παραχρήμα» αμέσως «ανωρθώθη» εσηκώθη «και εδόξαζε τον Θεόν». Θεραπευθείσα δηλαδή αύτη, ανακύψασα και ιδούσα τον Χριστόν πρώτον δοξάζει τον Θεόν δια την θεραπείαν της.
Ο Αρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκών προλήψεων, αγανακτεί από φθόνον δια την θεραπείαν ταύτην κατά το Σάββατον και μη δυνάμενος να απευθυνθή προς τον Ιησούν απ’ ευθείας λέγει προς τον λαόν πομπωδώς και ανοήτως «εξ ημέραι εισίν, εν αις δει εργάζεσθαι˙ εν ταύταις ουν ερχόμενοι, θεραπεύεσθε και μη τη ημέρα του Σαββάτου». Εξ ημέραι της εβδομάδος είναι εργάσιμοι. Κατ’ αυτάς γίνονται και θεραπείαι. Κατά την ημέραν του Σαββάτου απαγορεύεται η θεραπεία. Έγινε όμως! Είχε την απαίτησιν ούτος από την γυναίκα να αναβάλη την ανόρθωσίν της δια την επομένην ημέραν, επειδή ήτο αργία!
Απεκρίθη εις αυτόν ο Κύριος και είπεν «υποκριτά, έκαστος υμών τω Σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού η τον όνον» κατά την ημέραν του Σαββάτου ο Εβραίος δεν λύει το βόδι του η το γαϊδούρι του «από της φάτνης και απαγαγών» και οδηγών αυτό εις την βρύσην «ποτίζει αυτό; ταύτην δε θυγατέρα Αβραάμ ούσαν» αυτή η οποία είναι άνθρωπος και Εβραία, απόγονος του Αβραάμ, «ην έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη» την οποίαν δια νόσου έδεσεν ο Σατανάς 18 έτη, «ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του Σαββάτου;» δεν έπρεπε να λυθή της νόσου εκ δαιμονικής ενεργείας κατά την ημέραν του Σαββάτου; Ο Κύριος ονομάζει τον Άρχοντα της Συναγωγής υποκριτήν, διότι εις μεν τα χείλη είχε την ευσέβειαν εις δε την καρδίαν τον φθόνον. Ο Νόμος επέτρεπε το λύσιμον και πότισμα των ζώων κατά την ημέραν του Σαββάτου. Το μέγεθος του συλλογισμού του Κυρίου αφ’ ενός και της υποκρισίας και του φθόνου των Φαρισαίων αφ’ ετέρου φαίνεται εκ των αντιθέσεων ως εξής: Κόρη Αβραάμ η μεν, ζώον άλογον το δε! Δέσιμον της μεν ήτο ασθένεια φρικτή, δέσιμον του ζώου υπό του ανθρώπου δια σχοινίου! Επί δεκαοκτώ έτη η μεν δεμένη εις την ασθένειαν, ούτε μίαν ημέραν το ζώον δεμένον! Και όμως δια το ζώον παρεβαίνετο η αργία του Σαββάτου δια να ποτισθή!
«Και ταύτα λέγοντος Αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι Αυτώ και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ Αυτού». Η εντύπωσις εις τον λαόν υπήρξε τεραστία και εις τας δύο μερίδας εχθρικάς και φιλικάς προς τον Ιησούν. Και οι μεν εχθρικώς διακείμενοι έμειναν βωβοί από εντροπήν, οι δε φιλικώς διακείμενοι ήσαν πλήρεις χαράς και θαυμασμού.
Θέμα: Περί Κατακρίσεως
Ο Κύριος θεραπεύει την συγκύπτουσαν. Ο Αρχισυνάγωγος όμως την αγαθοεργίαν ταύτην του Κυρίου θεωρήσας ως αμαρτίαν κατακρίνει Αυτόν. Θέλων δε να δικαιολογήση την κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εις την Αγίαν Γραφήν. «Εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι…» και έτσι δικαιολογεί την κατάκρισίν του. Ο Κύριος θέλων να θεραπεύση την κατάκρισιν του Αρχισυναγώγου δεν ομιλεί όπισθεν του Αρχισυναγώγου, αλλά κατά πρόσωπον αυτού αποκαλύπτων την κακίαν του δια του «υποκριτά» και ανατρέπων την δικαιολογίαν της αργίας του Σαββάτου δι’ άλλων Γραφικών χωρίων συνιστώντων την δια λόγους ανάγκης εις τινας περιστάσεις κατάργησιν της αργίας ταύτης.
Έχομεν επομένως ενώπιόν μας τον Αρχισυνάγωγον κατακρίνοντα και τον Κύριον ελέγχοντα αυτόν. Έχομεν τον Αρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα την θεραπείαν του Κυρίου και εν απουσία του θύματός του, τον δε Ιησούν αποκαλύπτοντα την κακίαν αυτού. Συνεπώς δυνάμεθα να ομιλήσωμεν περί κατακρίσεως έχοντες υπ’ όψιν μας τον πρώτον, τον Αρχισυνάγωγον, περί θεραπείας ταύτης έχοντες υπ’ όψιν μας τον δεύτερον, τον Ιησούν, τον Σωτήρα.
Α’. Κατάκρισις: Κατάκρισις είναι η εν απουσία τινός διαπόμπευσις των κατά την γνώμην μας κακιών του. Είναι αλήθεια, ότι πάντες έχομεν τας ασθενείς μας πλευράς, τα σφάλματά μας και η κρίσις είναι αυτόματος λειτουργία του μυαλού μας. Επομένως η κατάκρισις φαίνεται εκ πρώτης όψεως θεμιτή. Αν δε λάβωμεν υπ’ όψιν μας, ότι είμεθα κατ’ εικόνα του Θεού του κρίνοντος τον κόσμον, θέλει φανή, ότι και ημείς ως κατ’ εικόνα του Θεού έχομεν το δικαίωμα να κρίνωμεν.
Βεβαίως το δικαίωμα και η ικανότης να κρίνωμεν μίαν πράξιν, αν είναι καλή η κακή, είναι δώρον Θεού, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον θα γίνωμεν ενάρετοι, διότι θα αποφεύγωμεν το κακόν και θα πράττωμεν το καλόν. Από του σημείου όμως του να χωρίζωμεν μίαν πράξιν καλήν από την κακήν μέχρι του σημείου να διαπομπεύωμεν τον πράττοντα υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η κατάκρισις, η διαπόμπευσις των κακιών του άλλου δεν είναι μόνον δημοσίευσις των κακιών τούτου, αλλά έκφρασις και της ιδικής μας κακίας, είναι εμπάθεια! Τότε η γλώσσα του κατακρίνοντος γίνεται «πυρ και ο κόσμος της αδικίας», κατά τον Απόστολον Ιάκωβον.
Ο Αρχισυνάγωγος κατακρίνει τον Ιησούν όχι κατά πρόσωπον, αλλά όπισθεν «τω όχλω» όπως λέγει ο Ευαγγελιστής. Το αυτό συμβαίνει και παρ’ ημίν. Η κατάκρισις γίνεται όπισθεν του κατακρινομένου. Η κατάκρισις είναι πολύμορφος, εύκολος και δικαιολογήσιμος.
Η κατακρίνουσα γλώσσα είναι πολύμορφος, διότι είναι πλήρης πάσης κακίας. Και πράγματι. Η γλώσσα είναι φωτιά˙ Η φωτιά, ο,τι δεν δύναται να κάψη, το μαυρίζει. Το ίδιον κάμνει και η γλώσσα, η οποία κατακρίνει. Η κατάκρισις είναι μίσος, το οποίον σκορπίζει την χολήν της καρδίας, εις τα λόγια όλων, είναι χαμερπής ζηλοτυπία, η οποία πληγωμένη από τα χαρίσματα του άλλου, μεταβάλλει αυτά εις ψεγάδια, είναι απεχθής διπροσωπία, η οποία ενώ έμπροσθεν επαινεί, όπισθεν ξεσχίζει. Η κατάκρισις είναι ελαφρότης ανυπόφορος μη δυναμένη να περιορίση τα λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεί απόντας. Η κατάκρισις είναι αδικία, διότι αφαιρεί το πολυτιμότερον αγαθόν, την υπόληψιν, είναι τυφλότης, διότι δεν βλέπει τα ίδια σφάλματα. Οι έπαινοί της είναι δηλητήριον και η σιωπή της φαρμάκι! Ιδού η πολυμορφία του κακού τούτου της κατακρίσεως.
Αλλά το κακόν της κατακρίσεως αυξάνει με την ευκολίαν που γίνεται και διαδίδεται. Εις ένα μόνον έμπιστόν σου απεκάλυψας συ και ένα μόνον αμάρτημα του πλησίον σου. Ο έμπιστός σου ευρήκε άλλον έμπιστον ιδικόν του και φανείς αδιάκριτος όπως και συ ανεκοίνωσεν εις αυτόν το αμάρτημα εις δευτέραν έκδοσιν επηυξημένην δι’ ατομικών σχολίων, τα οποία ήντλησε εκ του πάθους του, του συμφέροντός του. Ο ιδικός σου έμπιστος θα έχη τον ιδικόν του έμπιστον, εκείνος πάλιν τον γνωστόν, συγγενή και φανερώς η υπό τύπον εχεμυθείας θα ανακοινώση εις αυτόν το κακόν και έτσι το κακόν απλώνεται. Ομοιάζει σαν μία σπίθα, σαν ένα σπίρτο κατ’ αρχάς, το οποίον άναψε και αργότερα μεταβάλλεται εις πυρκαϊάν και καίει δάση και χωριά. Ομοιάζει σαν ένα ρυάκιον κατ’ αρχάς, το οποίον δεχόμενον καθ’ οδόν τα νερά άλλων ρυακίων, γίνεται σιγά — σιγά ποτάμι ορμητικόν, το οποίον κατακλύζει πόλεις και χωριά. Το ίδιον είναι και η κατάκρισις.
Κατ’ αρχάς μία αστειότης, μία επιπολαιότης, μία απλή υπόθεσις, μία απλή σκέψις, ένας ελαφρός λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, υπόθεσις γενική. Ώστε το ένα αμάρτημα έγινε πολλά, ο ένας συ έγιναν πολλοί. Πηγή όλων αυτών; Η αδιακρισία σου και η ευκολία του κακού τούτου!
Αλλά το μέγεθος του κακού τούτου δεν φαίνεται μόνον εκ της πολυμορφίας και ευκολίας του αλλά και εκ της δ ι κ α ι ο λ ο γ ι α ς. Λέγουν οι κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δεν μιλούμεν περί μεγάλων αμαρτημάτων, αλλά περί μικρών, όχι δια να σκοτώσωμέν τινα, αλλά δια να περάσωμεν την ώραν, να γελάσωμεν, να διασκεδάσωμεν. Δεν έχομεν, λέγουν, κακήν διάθεσιν. Με την δικαιολογίαν αυτήν αυξάνουν τα παραγεμίσματα, μεγαλοποιούν το κακόν. Πως; Με μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, υπομειδιάματα, ιστορίας φιλοτεχνημένας επί παραγγελία, ώστε να αρέσουν. Κάμνουν νύξεις δια να ανοίξωσι περισσότερον το πνεύμα του άλλου σε χίλιες δύο υπόνοιες, σιωπώσιν δια να τον αφίσωσιν να εννοήση περισσότερα απ’ ο,τι θέλουν να είπωσιν. Ιδού το κακόν της κατακρίσεως. Ιδού η πολυμορφία, η ευκολία, η δικαιολογία. Πως θα θεραπευθή το κακόν τούτο;
Η θ ε ρ α π ε ι α. Ο Κύριος, ο ένσαρκος λόγος, ήλεγξε τον Αρχισυνάγωγον αποκαλύψας εις αυτόν την κρυμμένην κακίαν του και ανατρέψας το δικαιολογητικόν εκ της Αγίας Γραφής επιχείρημα της αργίας του Σαββάτου. Και ημείς, αν επιθυμώμεν να θεραπευθώμεν εκ του κακού της κατακρίσεως, ας τεθώμεν υπό το φως του Προφορικού και Γραπτού λόγου του Κυρίου και ας ελέγξωμεν την κακίαν της κατακρίσεως εις το σαθρόν των δικαιολογιών.
Τ ο σ α θ ρ ο ν τ ω ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ω ν: Λέγεις ότι ομιλείς περί μικρών αμαρτημάτων. Απάντησις: Δεν γνωρίζεις ότι όσο μικρότερα είναι τα σφάλματα του αδελφού σου, τα οποία κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος είσαι, διότι δείχνεις με αυτό ότι τίποτα δεν σου διαφεύγει; Ο,τι κατακρίνεις συ τους άλλους, είναι μηδαμινό, ο,τι μηδαμινόν ιδικόν σου κατακρίνουν οι άλλοι, είναι ανυπόφορον. Λέγεις ότι κατακρίνεις δια να γελάσης, διασκεδάσης. Απάντησις: Ποία είναι αυτή η σκληρή χαρά, η οποία στάζει φαρμάκι εις τους άλλους και βγαίνει από την δυστυχίαν του άλλου; Λέγεις ότι η πρόθεσίς σου είναι αγνή. Απάντησις: Πως είναι δυνατόν η καρδία σου να είναι αγνή, την στιγμήν κατά την οποίαν τα χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ότι κουτσομπολεύεις, δια να σκοτώσης την ώραν. Όχι. Σκοτώνεις την πολύτιμην ώραν, αλλά και τον αδελφόν σου. Οι υιοί του Νώε ετιμωρήθησαν, διότι δεν εσκέπασαν την γύμνωσιν του πατρός των, όταν εκείνος εμέθυσε. Πόσον θα τιμωρηθώμεν ημείς, όχι όταν δεν σκεπάζωμεν την γύμνωσιν του αδελφού μας, αλλά όταν δια της κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν την ψυχικήν του γυμνότητα;
Αλλά θα σε ερωτήσω κάτι άλλο. Όλας αυτάς τας δικαιολογίας θα τας εθεώρεις ως σοβαράς όχι όταν συ ενεργής την κατάκρισιν, αλλά όταν γίνεσαι θύμα κατακρίσεως, όταν κατακρίνεσαι; Όταν μάθης, δηλαδή, ότι άλλοι ασχολούνται με τας ασθενείς σου πλευράς δια να γελάσουν επιπολαίως πως δεν θα αγανακτήσης; Ασφαλώς. Διατί δεν σέβεσαι την απουσίαν του άλλου; Ιδού επομένως το σαθρόν των δικαιολογιών σου.
Τ ο μέγεθος του κακού. Δεν είναι εύκολον να επανορθωθή το γενόμενον κακόν. Έσπειρες εις τους ανέμους. Δεν είναι δυνατόν να περιμαζέψης το σπαρέν κακόν, διότι τούτο εμεγάλωσε και ξέφυγε από τα χέρια σου. Μεγάλωσε δια των διαφόρων εκδόσεων, τας οποίας θα έχη διερχόμενον από στόματος εις στόμα. Εξέφυγε από το στόμα σου και από τα χέρια σου, διότι δεν σου είναι δυνατόν να συναντήσης τα πρόσωπα, εις τα οποία περιήλθε, ώστε να διορθώνης τας εξογκώσεις του κακού, το οποίον εξεστόμισες. Πως θα περιμαζέψης τας κατά των άλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας του κακού, το οποίον κατακρίνεις δεν είναι το κουτσομπολιό, αλλά εις τινας περιστάσεις ο έλεγχος. Ο έλεγχος διαφέρει της κατακρίσεως, διότι γίνεται ενώπιον του πταίσαντος αδελφού και προς διόρθωσιν αυτού. Ενώ η κατάκρισις γίνεται όπισθεν και άνευ ωφελείας.
Είναι γνωστόν το απλούν παράδειγμα της όρνιθος, το οποίον ανέφερε Πνευματικός προς τινα εξομολογούμενον, ο οποίος εδικαιολογείτο δια τας κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδή εξομολογούμενος εδικαιολόγει εις τον Πνευματικόν του την κατάκρισίν του, ότι αύτη δεν έχει σημασίαν. Ο Πνευματικός του απήντησε: Λάβε μίαν όρνιθα και βαδίζων από ενός χωρίου εις άλλον ανά εκατόν μέτρα απόσπα, σκόρπιζε ανά ένα πτερόν της όρνιθος. Όταν φθάσης εις το χωρίον σου, επίστρεψε, ευρέ τα πτερά και θέσε αυτά εις την θέσιν των. Ο εξομολογούμενος απαντά: Αυτό είναι αδύνατον, διότι τα πτερά εξηφάνισεν ο άνεμος. Και ο Πνευματικός λέγει: το αυτό συμβαίνει και με την κατάκρισιν. Είναι αδύνατον να περιμαζεύσης, εκείνα τα οποία εσκόρπισες. Ας προσέχωμεν λοιπόν την κατάκρισιν.
Πηγή: agiazoni.gr