Ο άγιος Νεομάρτυς Αγγελής
3 Δεκεμβρίου 2012
Μαρτύρησε στη Χίο στις 3 Δεκεμβρίου 1813
Ο άγιος καταγόταν από το Άργος της Πελοποννήσου και ζούσε στο Κουσάντασι ( Έφεσο) της Μικράς Ασίας . Εργαζόταν ως πρακτικός γιατρός. Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ευλαβής , φιλακόλουθος και ελεήμων.
Κάποια μέρα σε μια συναναστροφή έτυχε να βρίσκεται ένας Γάλλος άθεος ο οποίος χλεύαζε τη χριστιανική πίστη. Ο άγιος ούτε ντράπηκε ούτε φοβήθηκε αλλά αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Φράγκου. Του πρότεινε μάλιστα να μονομαχήσουν, εκείνος πάνοπλος και ο άγιος μόνο με ένα ξύλο, πιστεύοντας πως θα τον νικήσει με τη δύναμη της πίστης. Ο Φράγκος δέχτηκε, έκαναν μάλιστα και έγγραφη συμφωνία στην πρεσβεία. Ο άγιος έτρεξε στον πνευματικό του, εξομολογήθηκε και του ζήτησε την ευχή του. Ο πνευματικός πάσχισε να τον αποτρέψει αλλά ο άγιος επέμενε και ο ιερέας τελικά τον ευχήθηκε.
Ο Αγγελής πέρασε άγρυπνος όλη τη νύχτα με θερμή προσευχή ζητώντας από τον Κύριο να τον ενδυναμώσει εναντίον του βλάσφημου Φραντσέζου. Έτσι προετοιμάστηκε πνευματικά για τη μονομαχία όμως ο Θεός δεν επέτρεψε να γίνει τελικά ανθρωποκτονία.
Αφού κοινώνησε ο Αγγελής των αχράντων Μυστηρίων εμφανίστηκε μπροστά στον αλλόφυλο .Τότε τρόμος απερίγραπτος και δειλία θανάτου κυρίευσε τον Φράγκο ,με αποτέλεσμα , μπροστά σε όλους, να εγκαταλείψει καταντροπιασμένος τη μονομαχία . Έτσι νικητής ανακηρύχθηκε ο άγιος.
Μετά το γεγονός αυτό ο μάρτυς κλείστηκε στον εαυτό του . Έμενε συνεχώς στο σπίτι του. Μόνο δύο φίλοι του τον επισκέπτονταν, του έφερναν τροφή και προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να του διώξουν τη μελαγχολία και την υποχονδρία, όπως νόμιζαν. Αυτός όμως τους έλεγε :
Μην κοπιάζετε μάταια, αποφάσισα να μαρτυρήσω για τον Χριστό. Νυχθημερόν φανταζόταν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του ,πέφτοντας στην πλάνη της υπερηφάνειας, ότι τάχα νίκησε τον αντίπαλο λόγω της μεγάλης πίστης του. Βρίσκοντας τότε ευκαιρία ο ανθρωποκτόνος διάβολος του υπέβαλε την ιδέα να τουρκέψει για να μαρτυρήσει στη συνέχεια.
Έτσι το Σάββατο του Αγίου Λαζάρου πήγε και ζητούσε να γίνει μουσουλμάνος. Οι Τούρκοι αρχικά τον έδιωχναν με βρισιές, ύστερα όμως, μπροστά στην επιμονή του, τον δέχθηκαν. Αμέσως μετά την εξώμοσή του άρχισε να κάνει διάφορες παράλογες πράξεις ,ώστε να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει αλλά αυτό δεν έγινε και τελικά τον έδιωξαν ως τρελό και τον έστειλαν στη Χίο.
Στη Χίο συνέχισε την παράξενη συμπεριφορά. Όπου έβρισκε εκκλησία έμπαινε μέσα και με δάκρυα κατέβρεχε το δάπεδο, έκανε μετάνοιες, χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του στις πλάκες, τόσο που ο χτύπος ακουγόταν μακριά και ύστερα ασπαζόταν με πολλή ευλάβεια τις εικόνες. Συμμετείχε στις ακολουθίες , μάλιστα έλεγε τόσο κατανυκτικές προσευχές στον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους ,που όλοι θαύμαζαν πώς είχε προσαρμόσει τόσο ωραία και είχε αποστηθίσει όλες εκείνες τις ευχές , οι οποίες προκαλούσαν σε όλους δάκρυα και συμπάθεια προς τον μάρτυρα. Άλλοτε πάλι μοίραζε λειτουργιές στους ιερείς, ελεημοσύνες στους φτωχούς, για να παρακαλούν τον Θεό γι’ αυτόν. Στους Χριστιανούς δε έλεγε να προσεύχονται στον Θεό για να τελειώσει τον αγώνα του. Αν τον επαινούσαν για την επιθυμία του αυτή, αγρίευε , τους έβριζε και τους φοβέριζε. Έκανε κι άλλες προκλητικές πράξεις προς τους Τούρκους, για να τους ερεθίσει ,ώστε να επιτύχει τον σκοπό του.
Μια φορά, ενώ ήταν ραμαζάνι, κάθισε κάτω από ένα τούρκικο σπίτι , έπινε νερό και κάπνιζε, με αποτέλεσμα να κατέβει κάτω ο νοικοκύρης και να τον δείρει. Άλλοτε πάλι στο ραμαζάνι πήγε και κάθισε μπροστά στην πόρτα του δικαστηρίου, άπλωσε το μαντήλι του και έτρωγε και έπινε κρασί. Κανένας όμως δεν ασχολήθηκε μαζί του.
Συχνά πήγαινε στον τάφο του Αγίου Μακαρίου Νοταρά, αλείπτη πολλών νεομαρτύρων και προσευχόταν με δάκρυα αγκαλιάζοντας το μνημείο ώστε δια πρεσβειών του αγίου να αξιωθεί του μαρτυρίου.
Άλλοτε πήγαινε σ’ ένα εξωκλήσι , όπου συναντιόταν με ένα πνευματικό. Προσευχόταν με πολλή κατάνυξη και συντριβή μένοντας για πολλή ώρα εκστατικός σαν να αρπαζόταν ο νους του σε θεία θεωρία. Όμως δεν αποκάλυπτε τις πνευματικές του εμπειρίες αλλά προσποιόταν τον σαλό.
Και αφού πλέον συνειδητοποίησε ότι ξεγελάστηκε από τον δόλιο δαίμονα και αναγνώρισε την ανθρώπινη αδυναμία και μετανόησε πικρά , κρεμώντας όλη του την ελπίδα από τον Θεό, μόνο τότε ο Θεός τον αξίωσε γι’ αυτό που ποθούσε.
Μετά από παραμονή έξι μηνών στη Χίο , έντονη πνευματική προετοιμασία και συντριβή καρδιάς εισήλθε στο στάδιο του μαρτυρίου.
Μια μέρα ξύρισε τα γένια του και πήγε στο τελωνείο. Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι απορημένοι τον ρώτησαν : γιατί ξύρισες τα γένια σου ;
Και εκείνος χαμογελώντας τους απάντησε :
Όσο ήμουνα Τούρκος τα είχα, επειδή οι Τούρκοι τα έχουν περί πολλού, τώρα όμως που είμαι Χριστιανός, όπως ήμουνα πριν, τα έκοψα ως περιττά και άχρηστα, επειδή εδώ οι Χριστιανοί συνηθίζουν να ξυρίζονται.
Όταν τ’ άκουσαν αυτά προσπάθησαν να τον συνετίσουν , βλέποντας όμως ότι δεν γίνεται τίποτα τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στο κάστρο. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στον διοικητή του νησιού, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι αγάδες. Προσπάθησαν με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσουν. Θέλησαν να τον ανεβάσουν βιαίως στο τζαμί σέρνοντάς τον και χτυπώντας τον άσπλαχνα όμως ο μάρτυρας τους φώναζε :
Θανατώστε με αυτήν την ώρα, δεν ανεβαίνω στο τζαμί γιατί είμαι Χριστιανός.
Επειδή ο άγιος μάρτυρας έμενε σταθερός στον Χριστό, τον έκλεισαν και πάλι στη σκοτεινή φυλακή με τα πόδια στο τουμπρούκι. Την άλλη μέρα, μη μπορώντας τελικά να του αλλάξουν τη γνώμη, τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι όπου και τον αποκεφάλισαν .
Το μαρτυρικό λείψανο έμεινε τρία μερόνυχτα στον τόπο της εκτέλεσης. Όλοι οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του μάρτυρα ή από το αίμα του, δίνοντας χρήματα στους φρουρούς. Ένας Χριστιανός πρότεινε χιλιάδες γρόσια να πάρει το άγιο λείψανο για ταφή αλλά δεν δέχτηκαν οι Τούρκοι. Επειδή κάποιος ιερέας άρπαξε την τιμία κάρα του αγίου και την καταφιλούσε μπροστά στους Τούρκους, σκλήρυναν τη στάση τους και σήκωσαν το άγιο λείψανο μαζί με την κεφαλή και το χώμα που είχε βραχεί από το αίμα και τα πόντισαν στο πέλαγος σε 25 οργυιές βάθος.
Τη νύχτα προσπάθησαν οι Χριστιανοί να το βγάλουν αλλά δεν τα κατάφεραν.