Ορθόδοξη πίστη

Αιρετική διδασκαλία από την Εκκλησία μας (Η ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης)

3 Δεκεμβρίου 2012

Αιρετική διδασκαλία από την Εκκλησία μας (Η ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης)

cebc-cf80ceadcebccf80cf84ceb7-2011-ceb1ceb3-cf83cebaceadcf80ceb7-032ceb1ceb1ceb1

Εισαγωγικά

Εξ αφορμής αιρετικής διδασκαλίας, που καταγράφεται στο βιβλίο της Αποστολικής Διακονίας: “ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ Προς χρήσιν των την Ορθόδοξον Πίστιν, Πράξιν και Λατρείαν διδασκομένων” εγράφη το παρόν, στο οποίον επισημαίνεται η ανάγκη αφαίρεσης ετεροδιδασκαλιών και μάλιστα στον πολύ λεπτό τομέα της Κατήχησης και η αντικατάστασή τους με τις Ορθόδοξες θέσεις, όπως αυτές καταγράφονται στα έργα των θεοπτών Πατέρων της Εκκλησίας μας.

Ι.Κ.

Δεν θα είμαστε τόσο κατηγορηματικοί στον τίτλο μας, που είναι βαρύς και οδυνηρός για τη Διοίκηση της Εκκλησίας μας, αν δεν βλέπαμε ετεροδιδασκαλίες του Παπισμού να διδάσκονται και μάλιστα ως Κατήχηση σε επίσημα βιβλία της Εκκλησία μας. Βέβαια, για να χαρακτηρίσει κάποιος μια διδασκαλία ως αιρετική, θα πρέπει πρώτα να έχει χαρακτηρίσει τον ΡΚαθολικισμό ως αίρεση και κάτι τέτοιο δεν έχει υπάρξει από την Διοίκηση της Εκκλησίας μας, άσχετα αν αυτός ο χαρακτηρισμός έχει δοθεί παλαιότερα επίσημα από Πανορθόδοξες Συνόδους.

Εδώ και πολύ καιρό ασκείται κριτική (και πολύ σωστά) σε εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κληρικούς και Καθηγητές Πανεπιστημίου), για τα λεγόμενα οικουμενιστικά ανοίγματα προς τη Δύση και, ως επακόλουθο αυτών, τις συναντήσεις, συμπροσευχές και συλλείτουργα με τους αιρετικούς Παπικούς. Και ορθώς καυτηριάζονται πολλές τέτοιες ενέργειες, οι οποίες εν πολλοίς αποτελούν –προς το παρόν- αντικανονικές ενέργειες με παραβάσεις Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. Δεν μπορείς πράγματι να συμπροσεύχεσαι με αιρετικούς, όταν π.χ. ο Μ. Βασίλειος εύχεται: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου, καθολική και αποστολική Εκκλησία», εκτός βέβαια και εάν δεν τους θεωρείς πεπλανημένους.

Εκτός όμως από τα ανωτέρω, ήδη από πάρα πολλά χρόνια ασκείται μια αιρετική διδασκαλία στην Εκκλησία μας, για την οποίαν δεν υπάρχει καμία αντίδραση και μάλιστα σε ένα θέμα καθαρά δογματικής φύσεως, το οποίον διαπραγματεύεται το ερώτημα περί της προσφοράς του Χριστού με την σταύρωση και το θάνατό του, το αποκαλούμενο: «ικανοποίηση της θ. δικαιοσύνης».

Ένα από τα κύρια δογματικά θέματα, που χωρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον Παπισμό είναι και αυτό της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει, ότι ο θάνατος είναι δημιούργημα του Διαβόλου, ο δε Λόγος εσαρκώθη για να καταποντίσει το κράτος του θανάτου («θανάτω θάνατον πατήσας»), πράγμα που έγινε με την σταύρωση και ανάστασή Του, για τον Παπισμό, ο θάνατος είναι δημιούργημα του Θεού, ο δε Λόγος εσαρκώθη και εσταυρώθη προς ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και για να δώσει το καλό παράδειγμα της αγάπης και της υπακοής, ως προϋπόθεση ένωσης με τον Θεό, αυτός δε ο θάνατος θα καταργηθεί με την β΄ παρουσία.

Η ανωτέρω Ορθόδοξη θέση τεκμηριώνεται από πάμπολλους Πατέρες της Εκκλησίας (Άγ. Ειρηναίο, Μ. Αθανάσιο, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο, Μάξιμο Ομολογητή, Νικόλαο Καβάσιλα, Γρηγόριο Παλαμά κ.ά.) και αποτελεί την επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ο Παπισμός βασιζόμενος σε Δυτικούς πατέρες (Αυγουστίνο, Αβελάρδο, Άνσελμο κυρίως, Θωμά Ακινάτη κ.ά.) εκφράζει την εντελώς αντίθετη δογματική θέση, που εδράζεται στη διαφορετική της άποψη έναντι του προπατορικού αμαρτήματος και της δημιουργίας του Σατανά, τον οποίον θεωρεί ως όργανο και υπηρέτη του Θεού προς τιμωρία του ανθρώπου ένεκα της θείας οργής (με την Ορθόδοξη δογματική θέση να είναι βεβαίως εκ διαμέτρου αντίθετη).

Η περί ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης διδασκαλία πρωτοεμφανίζεται σε έργα του Αρχιεπισκόπου του Canterbury Άνσελμου (1033-1109), ιδρυτή του Σχολαστικισμού στη Δύση και αγίου από τον Παπισμό. Συνέγραψε το έργο: Cur Deus homo? (Γιατί ο Θεός (έγινε) άνθρωπος;), στο οποίον διαπραγματεύεται τη θεωρία της λύτρωσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που στηρίζεται στη φεουδαλική διάρθρωση της κοινωνίας, ο πεπερασμένος άνθρωπος διέπραξε ένα έγκλημα (αμάρτημα) κατά του απείρου Θεού. Στη φεουδαλική κοινωνία, ο προσβάλλων αναγκαζόταν να παράσχει ικανοποίηση ή να καταβάλει αποζημίωση στον προσβληθέντα, που ήταν ανάλογη προς τη θέση του τελευταίου. Έτσι, ένα έγκλημα εναντίον ενός βασιλιά απαιτούσε μεγαλύτερη ικανοποίηση από ένα έγκλημα εναντίον ενός βαρώνου κ.ο.κ. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο πεπερασμένος άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε ποτέ να παράσχει ικανοποίηση στον άπειρο Θεό, θα έπρεπε να περιμένει μόνο τον αιώνιο θάνατο. Το όργανο για την επαναφορά του ανθρώπου σε μια ορθή σχέση με τον Θεό θα έπρεπε να είναι ένας Θεάνθρωπος (Χριστός), με του οποίου την άπειρη αξία ο άνθρωπος εξαγνίστηκε σε μια πράξη συνεργασίας –αναδημιουργίας.

Αυτή η θεωρία επικυρώθηκε με τη σύνοδο του Τριδέντου, η οποία καθόρισε ότι η αξιομισθία του ανθρώπου αδυνατεί να προσφέρει τη σωτηρία, εκτός αν συναφθεί με την αξιομισθία του Χριστού. Διέκρινε δε δυο είδη ποινών, την αιώνια και την πρόσκαιρη. Από την πρώτη απαλλάσσεται ο άνθρωπος μόνο δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού, ενώ από τη δεύτερη με τα έργα της μετανοίας. Οι λυσίποινες αυτές αφέσεις αμαρτιών βάσει των αξιομισθιών του Χριστού και των Αγίων προφανώς βασίζονται στην εκδοχή περί ικανοποιήσεως της θ. δικαιοσύνης. Εν προκειμένω εξαγοράζονται μόνον οι πρόσκαιρες ποινές και όχι οι αιώνιες, οι οποίες εξαλείφονται μόνο δια του σταυρικού θανάτου.

Η Ορθόδοξη θέση επ’ αυτών εκφράζεται κυρίως από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο Θεολόγο, αλλά και από θεολόγους Καθηγητές. Έτσι:

Α/ Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει: «Δεύτερον δε, τις ο λόγος, Μονογενούς αίμα τέρπειν Πατέρα, ως ουδέ τον Ισαάκ εδέξατο παρά του πατρός προσφερόμενον, αλλ’ αντηλλάξατο την θυσίαν, κριόν αντιδούς του λογικού θύματος; Ή δήλον, ότι λαμβάνει μεν ο Πατήρ, ουκ αιτήσας, ουδέ δεηθείς, αλλά δια την οικονομίαν, και το χρήναι αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον άνθρωπον. ιν’ αυτός ημάς εξέληται, του τυράννου βία κρατήσας, και προς εαυτόν επαναγάγη δια του Υιού μεσιτεύσαντος, και εις τιμήν του Πατρός τούτο οικονομήσαντος, ώ τα πάντα παραχωρών φαίνεται. Τα μεν δη Χριστού τοιαύτα, και τα πλείω σιγή σεβέσθω. Ο δε χαλκούς όφις κρεμάται μεν κατά των δακνόντων όφεων, ουχ ως τύπος δε του υπέρ ημών παθόντος, αλλ’ ως αντίτυπος. και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη πιστευόμενος, αλλ’ ότι νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ’ αυτόν δυνάμεις, καταλυθείς, ώσπερ ην άξιος. Και τις ο πρέπων αυτών παρ’ ημών επιτάφιος; Που σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, άδη, το νίκος; Τω σταυρώ βέβλησαι, τω ζωοποιώ τεθανάτωσαι. Άπνους, νεκρός, ακίνητος, ανενέργητος, και, ει το σχήμα σώζεις όφεως, εν ύψει στηλιτευόμενος» (Λόγος με΄, Εις το Άγιον Πάσχα, 22, Migne, P.G., 36, 653).

B/ Ο καθ. Ι. Καρμίρης αναφέρει: «Ακόμη και ο όρος «ικανοποίησις» ή «Satisfactio» είναι ξένος προς τους Έλληνας Πατέρας» (Ετερόδοξοι επιδράσεις επί της ομολογίας του ΙΖ΄ αιώνος. Ιεροσόλυμα 1949, σελ. 64, σημ. 3).

Γ/ Ο καθ. π. Ι. Ρωμανίδης αναφέρει: «Η εν τη Δύσει επικρατούσα περί απολυτρώσεως διδασκαλία είναι εν γενικαίς γραμμαίς η περί ικανοποιήσεως θεωρία του Ανσέλμου, η οποία δεν προϋποθέτει ως αναγκαίαν την συνεχή και αδιάκοπον κοινωνίαν και παρουσίαν του Χριστού εν τοις σώμασι των πεφωτισμένων. όπου δε η προϋπόθεσις αύτη δια βιβλικούς λόγους απαντά, είναι δευτερευούσης σημασίας. Εφ’ όσον δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ικανοποιείται η θεία δικαιοσύνη, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική ανάγκη της διαρκούς και πραγματικής εν τη Εκκλησία παρουσίας Αυτού προς σωτηρίαν των πιστών» (Το προπατορικόν αμάρτημα. Αθήνα 1992, σελ. 2-3).

Δ/ Ο καθ. Ν. Ματσούκας κινείται παρομοίως αναφέροντας, ότι η θεωρία αυτή του Άνσελμου ορμάται εκ προϋποθέσεων και σκέψεων ξένων προς την βιβλική και την ανατολική πατερική διδασκαλία. Η θεωρία αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί εις τας παραστάσεις περί «θυσίας» και «λύτρου» υπέρ των ανθρώπων, ως αναπτύσσεται εις την ορθόδοξη ανατολική παράδοση, όπου εξαίρεται η πράξη του Σταυρού ως προσφορά υπέρ του ανθρώπου και όπου δεν γίνεται λόγος περί της συνδιαλλαγής της αγάπης και της δικαιοσύνης στο Θεό. Η ερμηνεία αυτή του απολυτρωτικού έργου μετατόπισε το πρόβλημα από την ανθρώπινη περιοχή στη θεία. Η βιβλική διδασκαλία και η Ορθόδοξη παράδοση δέχονται το απολυτρωτικό έργο ως προελθόν εκ της αγάπης του Θεού, ο οποίος εισέβαλε στην ιστορία και ελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα χέρια του Διαβόλου και από τη δύναμη της φθοράς και την άλωση από το κράτος του θανάτου (Θ.Η.Ε. τ. 6, σελ. 857-858).

Πλην όμως υπάρχουν και αντίθετες θέσεις καθηγητών επηρεασμένων από τη σχολαστική θεολογία της Δύσης και κυρίως του Άνσελμου, αλλά και του Ακινάτη. Έτσι:

Α/ Ο καθ. Θεοδώρου Α. στο έργο του «Η ουσία της Ορθοδοξίας» καταγράφει πως η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης είναι διδασκαλία ορθόδοξη!: «Επί του σταυρού ο Σωτήρ αναλαβών πάσας του κόσμου τας αμαρτίας και γενόμενος υπέρ ημών κατάρα, υπήνεγκεν ανθ’ ημών όλας τας εκ της αμαρτίας ποινάς και δη τον θάνατον, όσα πάντα έπρεπε να υποστή το αμαρτήσαν των ανθρώπων γένος. Δια του αίματός του ο Χριστός ικανοποίησε πλήρως την θείαν δικαιοσύνην, την απαιτούσαν την τιμωρίαν του παραβάτου». Ωστόσο κατά την ορθόδοξη θεολογία (και μάλιστα κατά την ουσία της) ούτε ο θάνατος, ως αρρώστια και φθορά, είναι ποινή ούτε ο σκοπός της σωτηρίας είναι η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Βιβλικά και πατερικά κείμενα, που κάνουν λόγο για το θάνατο του Χριστού «ως λύτρον», απλώς αναφέρονται στις γνωστές εικόνες απελευθέρωσης των δούλων και φυσικά έχουν σκοπό να παρουσιάσουν τη σωτηρία ως απελευθέρωση από τον τύραννο Διάβολο και την αμαρτία και εν πάση περιπτώσει πουθενά δεν κάνουν λόγο για ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.

Β/ Ο καθ. Τρεμπέλας Π. είναι και αυτός επηρεασμένος από τον σχολαστικισμό της Δύσης, τον Άνσελμο και τον Ακινάτη και όχι μόνον ενστερνίζεται τις θέσεις τους, αλλά και τις υπερασπίζεται ενθέρμως, όπου εκτός της ικανοποίησης της θ. δικαιοσύνης του Άνσελμου, έχουμε τα περί της κτιστής χάριτος στην Αγία Τριάδα, του Ακινάτη, ότι η Ουσία του Θεού είναι ο Νους, του Αυγουστίνου, ότι ο μόνος άκτιστος είναι ο αγέννητος Πατήρ (άρα ο Υιός που είναι γεννητός τι είναι;), ότι είναι βλασφημία η άρνηση του Actus purus (της καθαρής ενέργειας του Ακινάτη), ότι η θ. Ενέργεια είναι η θ. Ουσία, ότι η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία, ότι η αγιότητα του Χριστού είναι ελάσσονα του Πατέρα κ.ά. (Αλληλογραφία π. Ι. Ρωμανίδη και Π. Τρεμπέλα, εκδόσεις Αρμός, 2009).

Παρ’ όλο λοιπόν, που οι δογματικές θέσεις Ορθοδοξίας και Παπισμού είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, καθότι εδράζονται σε διαφορετικές θεωρήσεις του θανάτου, του Σατανά, της πτώσης και της απολύτρωσης του ανθρώπου, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν και επιζούν οι επιδράσεις από την ΡΚαθολική και Προτεσταντική κατήχηση, κατάλοιπα του σχολαστικισμού και διαφωτισμού, της προσπάθειας δυτικοποίησης της Ορθοδοξίας, της βλαπτικής επίδρασης των ιδεών του Α. Κοραή, ο οποίος αντικατέστησε: α/ την κάθαρση της καρδιάς με την φιλοσοφική ηθική, β/ τον φωτισμό του νου με τον μεταφυσικό φωτισμό της διάνοιας και γ/ την θέωση με το τίποτε και τέλος την εκρίζωση του μοναχισμού στην χώρα μας από την βαυαροκρατία.

Έτσι φθάνουμε σήμερα να διαβάζουμε σε βιβλίο Ορθόδοξης κατήχησης: «Και διατί ο θάνατος ούτος; Προς εξιλέωσιν της καθ’ ημών θείας οργής. Επ’ αληθείας, ημείς ήμεθα οι ένοχοι και ημείς έπρεπε να τιμωρηθώμεν, δια να αποκατασταθή η ηθική εν τω κόσμω τάξις, η δια της παραβάσεως ημών διαπραχθείσα. Αλλ’ επειδή, δια να εξιλεωθή ο άπειρος Θεός, απητείτο και Θύμα απείρων διαστάσεων, τοιούτον δε η γη δεν ηδύνατο να προσφέρη, παρ’ όλας τας μηδέποτε διακοπείσας αιματηράς της θυσίας, τας διαλαλούσας την παγκόσμιον ενοχήν, δια τούτο ο Θεάνθρωπος προσέφερεν εαυτόν επί του Σταυρού ως σφάγιον εξιλαστήριον, αντιπροσωπεύσας μεν δια της ανθρωπίνης φύσεώς του τον πταίσαντα, παρασχών δε δια της θείας τοιαύτην αμύθητον αξίαν εις τον θάνατόν του, ώστε να κάμψη τα σπλάχνα του Απείρου Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ο υπέρ ημών Σταυρωθείς ικανοποίησε την θείαν δικαιοσύνην, ειρηνοποίησε τα πάντα εν εαυτώ και εδώρησεν εις ημάς την απολύτρωσιν «δια του αίματος αυτού» (Εφεσ. α΄ 7)».(Ιερά Κατήχησις. π. Κ. Καλλίνικου. Έκδοση ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝIΑΣ, Αθήνα 1997, σελ. 55-56). Δηλ. με άλλα λόγια, ο Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του στο Σταυρό, για να ξεθυμώσει ο Πατέρας του, λόγω της παρακοής του Αδάμ! Οποία διαστροφή της πατερικής διδασκαλίας! Ο Χριστός να γίνεται όργανο εξευμενισμού του θείου, κάτι που η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει γενικώς και χωρίς εξαιρέσεις. Παράδειγμα έχουμε την μη συμπερίληψη των Κανόνων του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στον β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής και τούτο διότι στον α΄ Κανόνα του αγίου Ιωάννου αναφέρεται ο εξευμενισμός του θείου: «Ου μην αλλά και ει συχναίς γονάτων κλίσεσι το θείον εξευμενίζειν αιρείται, ομοίως ποιείν, και μάλιστα ει φιλότιμον προς ελεημοσύνην και της δυνάμεως ουκ αποδέουσαν την προαίρεσιν επιδείκνυται».

Δεν εκπλησσόμεθα βέβαια, για την παρείσφρηση τέτοιων ΡΚαθολικών δογμάτων σε Ορθόδοξη κατήχηση, γιατί δεν είναι τα μοναδικά, που έχουν εμφιλοχωρήσει, αλλά συγκλονιζόμεθα, όταν τέτοια κείμενα ακούγονται από αναγνώστες στις τράπεζες Μονών του Αγ. Όρους, που θεωρείται πλέον ο εναπομείνας Φάρος της Ορθοδοξίας, και από την πείσμονα άρνηση της αντικατάστασής των μετά από σχετικές υποδείξεις. Πρέπει όμως κάποτε να αρχίσουμε, έστω και αργά να αντικαθιστούμε τέτοια κείμενα με αντίστοιχα Ορθόδοξα, ώστε τουλάχιστον να σταματήσουμε σαν Ορθόδοξοι να κατηχούμεθα με θέσεις, που έχουν χαρακτηρισθεί αιρετικές από το ίδιο το Σώμα της Εκκλησίας μας, δηλ. το Σώμα του Χριστού, το Σώμα των Αγίων.

Από τα ανωτέρω κατατεθέντα φαίνεται σαφώς, ότι η λεγομένη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών, η πολυδιαφημιζόμενη «ένωση» είναι και θα παραμείνει ένα όνειρο απατηλό. Πως μπορεί να συγχρωτισθούν Ιουδαίοι με Σαμαρείτες; Πως μπορεί να συμπλεύσουν ένας Θεός τιμωρός με ένα Θεό της Αγάπης, ένας Θεός δημιουργός του θανάτου με ένα Θεό δημιουργό της ζωής, ένας Θεός, που έχει επιλέξει ποιοι θα σωθούν με ένα Θεό που καλεί τους πάντες σε σωτηρία, ένας Θεός γεννημένος από τη Φύση του (Αυγουστίνος) και όχι αυτογέννητος από το πρόσωπό του (Καππαδόκες), ένας Θεός που έστειλε τον Υιό του να σταυρωθεί για να εξευμενίσει την οργή του με ένα Θεό, που έστειλε τον Υιό του να σταυρωθεί, ώστε με το θάνατό του να πατάξει το θάνατο; Πως μπορεί ένας Θεός που δεν είναι αποκλειστικά δημιουργός του αγίου Πνεύματος, αλλά έχει και συνδημιουργό να ταυτίζεται με ένα Θεό, που είναι αποκλειστικά μοναδικός αίτιος της ύπαρξης του Τρίτου Προσώπου; Ένας Θεός, που έχει αντιπρόσωπό του στη γη, που είναι και αλάθητος, με έναν που δεν αντιπροσωπεύεται από έναν θεό των ειδώλων πάνω στη γη;

Όλη αυτή η προσπάθεια «ένωσης» Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών μοιάζει με την προσπάθεια συνένωσης αστρονόμων και αστρολόγων σ’ ένα ενιαίο οργανισμό. Δηλαδή, είναι σαν να καλούνται οι επιστήμονες αστρονόμοι, που η επιστήμη τους βασίζεται στην εμπειρία και στην παρατήρηση με όργανα (όπως είναι και οι θεόπτες άγιοι) να συνενωθούν με ανεπιστήμονες κομπογιαννίτες, που χρησιμοποιούν τον στοχασμό, τη δεισιδαιμονία και την παρατήρηση με γυμνό μάτι (όπως είναι οι στοχαστές και φιλοσοφούντες «άγιοι» της Δύσης). Το ίδιο συμβαίνει και με την προσέγγιση Ορθοδόξων και Ετεροδόξων. Καλούνται δηλ. να ενωθούν εκείνοι, που γνωρίζουν τον τρόπο θεραπείας των ανθρώπων με εκείνους που δεν γνωρίζουν καμία θεραπεία, αλλά το μόνο που γνωρίζουν άριστα είναι το πώς να αστυνομεύουν τους ανθρώπους. Πως μπορεί ένα Νοσοκομείο να συμπλεύσει με ένα Δικαστήριο; Τι κοινό μπορεί να έχουν αυτά τα δυο καθιδρύματα. Τι κοινό μπορεί να έχει ένας γιατρός με ένα δικαστή; Τέτοιος λοιπόν αβυσσαλέος διαχωρισμός υπάρχει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που δεν είναι απλώς σχήμα λόγου το ρηθέν, ότι οι διαφορές είναι τέτοιες «όσον απέχουσιν Ανατολαί από Δυσμών». Και έτσι Εκκλησία και Ειδωλολατρία θεωρείται αδύνατο να συμπλεύσουν, οπότε «εις μάτην κοπιάζουν οι οικοδομούντες», καθότι το αποτρέπει ο ίδιος ο ευαγγελικός λόγος: «Τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ;» (Κορ. Β΄ 6. 15).

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com