Φιλάνθρωπη νομοθεσία στο «Βυζάντιο»
1 Δεκεμβρίου 2012
Οι «δυνατοί» και οι «πένητες»
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Καταναλωτική κοινωνία και καπιταλισμός συνδέονται με την προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου και υλικών αγαθών, αλλά και ατομικής ευημερίας. Όταν, όμως, μερικοί επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν πολλά υλικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι τα στερούναι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται η κοινωνική αδικία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε πλούσιους και πτωχούς. Βέβαια, το «πνεύμα του καταναλωτισμού», ως επιθυμία, επίδειξη και απόλαυση, συνδέεται με όλες τις κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων. Θα δούμε στην συνέχεια πως η Ρωμαϊκή Χριστιανική Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) αντιμετώπιζε τα προβλήματα που ανέκυπταν από την κοινωνική αδικία.
Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν για την φιλανθρωπία της, γι’ αυτό άντεξε χίλια χρόνια και πολλοί μελετητές σπουδάζουν την ζωή και τον πολιτισμό, αλλά και την όλη εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία εξασκούσαν οι Αυτοκράτορες. Όλα τα κοινωνικά θέματα και γενικότερα η πολιτική της είχαν εμποτισθή από την Χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, και εκεί γίνονταν διάφορα λάθη, αφού η αμαρτία δεν απουσιάζει από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, αλλά είχαν έναν ορθό προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται και από το πως προσπαθούσαν οι Ρωμαίοι-Βυζαντινοί να επιλύσουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Βυζαντινός πολιτισμός» αναφέρει πολλές πληροφορίες για την ζωή των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς. Ως προς τον τρόπο της δοίκησης γράφει ότι «τα ιδεώδη της βυζαντινής διοίκησης θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε σοσιαλιστικά. Όλοι έπρεπε να είναι καλοί πολίτες του κράτους». Όμως, η τάξη της αριστοκρατίας των μεγάλων γαιοκτημόνων δεν μπορούσε να προσαρμοσθή με τον τρόπο αυτόν της διοίκησης. Κυρίως από τον 9ο αιώνα παρατηρήθηκε μεγάλη αναστάτωση από διαφόρους λόγους, ώστε μεγάλωσε η τάση των αριστοκρατών να αυξήσουν την ιδιοκτησία τους και οι μικροί ελεύθεροι αγρότες εξαγοράζονταν και γίνονταν δουλαπάροικοι.
Στην βυζαντινή κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οι «δυνατοί» και οι «πένητες». Γράφει ο Ράνσιμαν: «Η διοίκηση έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους πλουσίους –τους δυνατούς- και τους φτωχούς -τους πένητες- και γενικά προσπαθούσε να περιορίσει τους αριστοκράτες σε καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρώντας τις πολιτικές υπηρεσίες δημοκρατικές και ελεύθερες. Όλο τον 10ο αιώνα η κυριότερη ασχολία των αυτοκρατόρων ήταν να θεσπίζουν νόμους προσπαθώντας να περιορίσουν τη δυνατότητα των αρχόντων να αγοράζουν γη των φτωχών».
Πρόκειται για την ίδια νοοτροπία που παρατηρούμε σήμερα, που ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ των πλουσίων και των μεσαίων η μεταξύ των μικρομεσαίων και των πτωχών. Στην εποχή μας παρατηρείται το φαινόμενο ότι όλο και περισσότερο διευκολύνονται οι πλούσιοι παρά ενισχύονται οι πτωχοί. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ενεργούσαν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και στον τομέα αυτόν είναι πολύ χαρακτηριστικός και αξιοπρόσεκτος.
Μια καλή ανάλυση αυτής της προσπάθειας των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Ζέραρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες τάξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί, οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν και γαιοκτήμονες που ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία και είχαν την τάση να αγοράζουν στις επαρχίες τους κομμάτια γης. Επίσης, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες επιδίωκαν να αποκτήσουν μια διοικητική θέση ώστε να έχουν αυτόν τον τιμητικό τίτλο. Έτσι, οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν συγχρόνως και γαιοκτήμονες, ασκούσαν, δηλαδή, διοίκηση και ήταν κάτοχοι εκτάσεων γης. Στις αρχές του 10ου αιώνος η περιουσία των Δυνατών είχε φθάσει στο απόγειό της και οι Αυτοκράτορες προσπαθούσαν να θέσουν φραγμούς στην επέκτασή τους.
Ο Ρωμανός Α o Λεκαπηνός με Νεαρά (Νόμο) που εξέδωσε τον Απρίλιο του έτους 922 έβαλε στόχο να περιορίση την ιδιοποίηση της περιουσίας των πτωχών από τους Δυνατούς. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όποιος πτωχός ήθελε να πουλήση την περιουσία του, λόγω διαφόρων αναγκών που είχε, ώφειλε να προτείνη να την αγοράσουν πρώτα τα μέλη της οικογενείας του και έπειτα οι γείτονές του. Αν αυτοί δεν ήθελαν να αγοράσουν αυτήν την περιουσία τότε μπορούσαν να την πουλήσουν στους Δυνατούς. Αλλά δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου και απεδείχθησαν οι αδυναμίες του, γιατί συγχρόνως επικρατούσε η μακροχρόνια μίσθωση, βάσει της οποίας ο Δυνατός εμίσθωνε το χωράφι του πτωχού και έπειτα παρεβίαζε τους όρους, οπότε τα δικαστήρια, στα οποία κατέφευγε ο εκμισθωτής υποστήριζαν τους Δυνατούς. Δηλαδή, εδώ παρατηρείται διαπλοκή μεταξύ πλουσίων και δικαστών. Εξ άλλου την περίοδο μεταξύ του 927-928 η αγροτική παραγωγή έπαθε μεγάλη ζημιά με αποτέλεσμα να μη μπορούν οι συγγενείς και οι γείτονες του πεινασμένου πωλητού να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα του νόμου και έτσι οι Δυνατοί αγόρασαν την γη των πτωχών ανθρώπων σε μικρή τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ως προκαταβολή.
Λίγα χρόνια μετά, το 934, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, επειδή απέτυχε το προηγούμενο μέτρο, εξέδωσε άλλη Νεαρά με την οποία διέταζε τους Δυνατούς να επιστρέψουν, με ορισμένους όρους, τα κτήματα στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν υποχρεωθή να τα πωλήσουν κάτω από την πίεση της ανάγκης. Η εισαγωγή της Νεαράς αυτής είναι συγκινητική:
«Οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν την ψυχή τους, για να μοιάσουν με τον Δημιουργό. Όσοι παραγνωρίζουν αυτό το καθήκον, είναι μοιραίο να γίνουν σκλάβοι των παθών τους. Απ’ αυτό ξεπηδούν οι απειράριθμες αδικίες, απ’ αυτό η μεγάλη και αιώνια μιζέρια των φτωχών, οι ατελείωτοι βόγγοι τους, που η ηχώ τους αφυπνίζει τον Κύριο. Αν ο Θεός ξεσηκώνεται για να εκδικηθεί τους πόνους τους, πως εμείς μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα παράπονά τους;
Όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν οδηγούμαστε από το μίσος η τον φθόνο εναντίον των Δυνατών, αλλά από την αγάπη μας για τους φτωχούς, από την πρόθεσή μας να τους προστατεύσουμε και από την επιθυμία μας να σώσουμε την αυτοκρατορία, γιατί αυτοί στους οποίους η Θεία Πρόνοια έδωσε δύναμη και πλούτο δεν φροντίζουν για τους φτωχούς, αλλά αντίθετα τους βλέπουν σαν λεία και δύσκολα συγκατατίθενται να μη τους αρπάξουν αμέσως τα κτήματά τους».
Παρατηρώντας αυτήν την εισαγωγή στον νόμο για την βελτίωση της κοινωνικής αδικίας βλέπουμε την θεολογική υποδομή του. Αναφέρεται στα πάθη που επικρατούν στους ανθρώπους, όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και τα οποία πάθη τους παρακινούν στην αύξηση της περιουσίας τους και την αδικία των πτωχών, αλλά και στο ότι η θέσπιση νόμων για την επικράτηση της κοινωνικής αδικίας γίνεται από αγάπη και κατά την Πρόνοια του Θεού και ακόμη για την σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι Αυτοκράτορες δεν κινούνταν από κάποιο ιδεολογικοκοινωνικό μοντέλο, αλλά από την θεολογία της Εκκλησίας. Αλλά και αυτός ο νόμος δε είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στην συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος «εξέδωσε έναν νόμο που πρόβλεπε την άμεση και χωρίς αποζημίωση επιστροφή όλων των κτημάτων, που είχαν αγοράσει οι Δυνατοί από τους μικροϊδιοκτήτες από την έναρξη της βασιλείας του».
Όμως, είκοσι χρόνια μετά ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς εξέδωσε νόμο, ο οποίος επέτρεπε στους Δυνατούς να αγοράζουν κτήματα όχι από τους πτωχούς, αλλά από τους ιδιοκτήτες της δικής τους κοινωνικής τάξεως. Με αυτόν τον τρόπο προστάτευαν τους πτωχούς από την πίεση των Δυνατών.
Ο Βασίλειος ο Β ακολούθησε την ίδια τακτική. «Κατάργησε την παραγραφή των σαράντα ετών, που ίσχυε για τις αιτήσεις επιστροφής των απαλλοτριωμένων γαιών, ύστερα από την πείνα του 927. Διέταξε, επίσης, την επιστροφή στους δυστυχισμένους πωλητές η στους απογόνους τους, όλων αυτών των κτημάτων, χωρίς οι Δυνατοί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα για την επιστροφή των χρημάτων που πήραν η για την είσπραξη αποζημιώσεως, αναφορικά με τις βελτιώσεις, που είχαν γίνει απ’ αυτούς. Και πρόσθετε: “Δεν δικαιούνται να πάρουν τίποτε πίσω. Θάπρεπε μάλλον να τιμωρηθούν”».
Αυτά έκαναν τότε οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για να περιορίσουν την απληστία των δυνατών-πλουσίων γαιοκτημόνων και να προστατεύσουν τους πτωχούς. Μακάρι αυτό να τεθή ως πρότυπο στους σύγχρονους ηγέτες των Κρατών, και κυρίως των λεγομένων Χριστιανικών Κρατών, ώστε να αντιμετωπίζουν τις κρίσιμες καταστάσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία μας. Σήμερα, οι Δυνατοί είναι «οι έχοντες και κατέχοντες», όσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία και συνεχώς την αυξάνουν σε βάρος των αδυνάτων ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι υπεύθυνοι για την οικονομία μας δεν πρέπει απλώς να εφαρμόζουν οικονομικά συστήματα που ισχύουν σήμερα, αλλά να παραδειγματίζονται και από τους φιλάνθρωπους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τα θέματα αυτά. Όπως είδαμε οι Νεαρές των Αυτοκρατόρων δεν ήταν προϊόντα κάποιου κοινωνικού συστήματος και κοινωνικής ιδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης η σοσιαλιστικής, αλλά καρποί και έκφραση της θεολογίας. Όταν κανείς επιλύη τα κοινωνικά ζητήματα μέσα από το πρίσμα της θεολογίας, τότε η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι φιλάνθρωπη, αφού διατηρείται και η αγάπη και η ελευθερία.–