Υποστράτηγος Παναγιώτης Γαργαλίδης (1870-1942): μια βιογραφία
30 Νοεμβρίου 2012
Ο Παναγιώτης Γαργαλίδης γεννήθηκε στην Μεσσήνη Μεσσηνίας το 1870. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος και η καταγωγή του ήταν από την Καλαμάτα. Όταν ο Γαργαλίδης τελείωσε το γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο του 1887 εισήλθε στην προπαρασκευαστική σχολή της Κέρκυρας και το 1896 έγινε δεκτός στην σχολή υπαξιωματικών. Ως εύελπις έλαβε μέρος στον “ατυχή” πόλεμο του 1897 και κατά την μάχη στο Δομοκό τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι από βλήμα βολιδοφόρου οβίδας. Αποθεραπεύτηκε και συνέχισε τις σπουδές του στην σχολή υπαξιωματικών από όπου αποφοίτησε το 1899 ως ανθυπολοχαγός πεζικού.
Στους Βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν διακρίθηκε για την ψυχραιμία και την ικανότητα του στην διοίκηση μονάδων εν ώρα μάχης. Για τις υπηρεσίες του στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο προήχθη από Λοχαγός σε Ταγματάρχη και του ανετέθη η διοίκηση του τομέα Νιγρίτας που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους Βούλγαρους, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν την Θεσσαλονίκη και δημιουργούσαν συνεχώς μεθοριακά επεισόδια. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος το τάγμα του Γαργαλίδη πολέμησε πρώτο κατά των Βουλγάρων στον τομέα της Νιγρίτας αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τριπλάσιες Βουλγαρικές δυνάμεις και παρακούοντας τις σχετικές διαταγές του Γενικού Επιτελείου για σύμπτυξη. Τότε ζητήθηκε από αξιωματικούς του Γενικού επιτελείου να τιμωρηθεί για την πρωτοβουλία του, αλλά ο αρχιστράτηγος -και Βασιλιάς τότε- Κωνσταντίνος εμπόδισε την σχετική διαδικασία στέλνοντας τα συγχαρητήρια του για την ανδραγαθία που επέδειξε το τάγμα και τιμώντας τον Γαργαλίδη με το ανώτατο μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας.
Ως διοικητής τάγματος ο Γαργαλίδης έλαβε μέρος στην επική εξόρμηση του Ελληνικού στρατού κατά των Βουλγάρων. Έλαβε μέρος διαδοχικά στις μάχες της Μοσθένης, Κιλκίς, Λαχανά, Κρέσνας, Τζουμαγιάς στην οποία και τραυματίστηκε σοβαρά. Αργότερα, κατά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο ήταν από τους λίγους ανώτερους αξιωματικούς που ακολούθησε τον Βενιζέλο στο κίνημα της “Εθνικής Αμύνης” στην Θεσσαλονίκη. Το 1918 διοικώντας το 35ο Σύνταγμα πεζικού διεξήγαγε μια επική και καλά μελετημένη προέλαση στον τομέα του κατά των Γερμανοβούλγαρων πετυχαίνοντας την ταχύτατη κατάληψη του ορεινού όγκου Πρεσλάπ, επίθεση που επέφερε τελικά την διάσπαση όλου του Μακεδονικού μετώπου. Η επίθεση του τάγματος του Γαργαλίδη ήταν τόσο σημαντική ώστε ο Γαργαλίδης παρασημοφορήθηκε αμέσως στο πεδίο της μάχης από τον Γάλλο Διοικητή του Μακεδονικού μετώπου Ντ΄ Άνσέλμ με τον Γαλλικό πολεμικό Σταυρό, ενώ λίγο μετά παρασημοφορήθηκε από τον Γάλλο Αρχιστράτηγο της στρατιάς της Ανατολής Ντε Σπεραί με το ανώτατο Γαλλικό Παράσημο της Λεγεώνας της τιμής.
Γονατάς – Πλαστήρας
Αλλά η πλούσια στρατιωτική δράση του Γαργαλίδη δεν εξαντλείται εδώ. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919 ως διοικητής του πεζικού της ΙΙ μεραρχίας και διακρίθηκε στη διάσωση της συμμαχικής φρουράς Χερσώνας. Ως διοικητής πεζικού της ίδια μονάδας συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία με κυριότερη επιτυχία του την απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Για την επιτυχία αυτή προήχθη σε αντιστράτηγο και του ανατέθηκε η διοίκηση της ΧΙ μεραρχίας στον τομέα Κυδωνιών και Μαγνησίας. Μετά την απρόσμενη εκλογική ήττα του Βενιζελισμού στις εκλογές του 1920, ο Γαργαλίδης απομακρύνθηκε από την Μικρά Ασία για πολιτικούς λόγους καθώς ήταν γνωστός Βενιζελικός. Ο ίδιος τήρησε άμεμπτη στάση έναντι των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν, χωρίς να συμμετάσχει σε συνωμοσίες που εξυφαίνονταν από δυναμικούς παράγοντες του Βενιζελισμού για την ανατροπή τους (Πάγκαλος, Οθωναίος, Κονδύλης κτλ). Το καλοκαίρι του 1921 παραπέμφθηκε σε ανακριτικό συμβούλιο για δήθεν βαρύ στρατιωτικό παράπτωμα, αλλά όπως φάνηκε η δίωξη αυτή είχε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.
Μετά την πτώση του Μικρασιατικού μετώπου και λίγες μέρες πριν την έκρηξη στην Χίο και την Μυτιλήνη του κινήματος Πλαστήρα – Γονατά, η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου προσπάθησε να ενισχύσει το μέτωπο στην Θράκη. Μια από τις κινήσεις της ήταν να επαναφέρει στην υπηρεσία τον Γαργαλίδη. Όταν οι Πλαστήρας – Γονατάς ανέλαβαν την διακυβέρνηση στις 16 Σεπτεμβρίου 1922, προσπάθησαν επίσης να ενισχύσουν το Θρακικό μέτωπο αναθέτοντας την διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού στον υποστράτηγο Παναγιώτη Γαργαλίδη. Αυτός, καταβάλλοντας μεγάλη προσωπική προσπάθεια κατάφερε να ανασυντάξει το Σώμα συμβάλλοντας αποφασιστικό σε αυτό που αποκλήθηκε “θαύμα του Έβρου”: πολύ σύντομα ο Ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να παρατάξει μια ετοιμοπόλεμη στρατιά 100.000 ανδρών άριστα εξοπλισμένη με υψηλό ηθικό. Η στρατιά αυτή αποτέλεσε σημαντικό διπλωματικό όπλο στα χέρια του Βενιζέλου κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στην Λοζάννη. Το “θαύμα του Έβρου” πιστώθηκε από τους περισσότερους ιστορικούς εξ΄ ολοκλήρου στον Πάγκαλο ως γενικού διοικητή όλων των σχηματισμών, ενώ υποβαθμίστηκε ο ρόλος των επιμέρους διοικητών όπως ο Γαργαλίδης, ο Λεοναρδόπουλος κάτι όμως εξ΄ ολοκλήρου άδικο.
Η αρχική συμφωνία στην Λοζάννης μεταξύ Βενιζέλου – Ινονού και η κατακύρωση της οριστικής απώλειας της Ανατολικής θράκης εξόργισε τον Πάγκαλο και την στρατιωτική φατρία που εκπροσωπούσε. Ο Γαργαλίδης ήταν προσωπικός φίλος με τον Πλαστήρα, τον οποίο προειδοποίησε με επιστολή του τον Ιούνιο του 1923 για την πρόθεση του Παγκάλου να κηρύξει νέα στρατιωτική δικτατορία καταργώντας την υπάρχουσα των Πλαστήρα – Γονατά με βασικό σκοπό να επαναλάβει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας στον Έβρο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Πλαστήρας έσπευσε στην Θεσσαλονίκη όπου βρίσκονταν όλοι οι διοικητές Σωμάτων και αφού διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι τον στήριζαν, “αποκεφάλισε” με συνοπτικές διαδικασίες τον Πάγκαλο για “λόγους υγείας” τοποθετώντας τον Πιερράκο Μαυρομιχάλη νέο αρχηγό της στρατιάς του Έβρου. Οι υπηρεσίες του Γαργαλίδη όμως δεν εκτιμήθηκαν από την “επαναστατική επιτροπή” καθώς λίγο μετά του αφαιρέθηκε η διοίκηση της μονάδας του, η οποία δόθηκε στον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο παρά το γεγονός ότι ο Γαργαλίδης ήταν 10 χρόνια αρχαιότερος του στην ιεραρχία! Ο ορισμός του Οθωναίου φυσικά δεν ήταν τυχαίος, καθώς αυτός ήταν αρχηγός του μυστικού παραστρατιωτικού μηχανισμού “στρατιωτικός σύνδεσμος”.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης δημιουργήθηκε στις τάξεις των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών του στρατού, ένα αρνητικό κλίμα εναντίον της “επαναστατικής επιτροπής” των Πλαστήρα – Γονατά. Και αυτό γιατί ενώ αρχικά το κίνημα εμφανίστηκε ενωτικό, υπεράνω κομμάτων και της φαυλοκρατία τους, πολύ σύντομα φανερώθηκε ο Βενιζελικός χαρακτήρας του. Οι ηγέτες του Πλαστήρας και Γονατάς βρίσκονταν σε συνεχή και στενή επαφή και συνεργασία με Βενιζελικούς κομματάρχες, ενώ επηρεάζονταν αποφασιστικά και από τον Βενιζέλο που βρισκόταν αυτοεξόριστος στο εξωτερικό. Εκτός αυτού, παρατηρήθηκε μια συνδιαλλαγή στον τρόπο προαγωγής των αξιωματικών, με παρασκηνιακές διαδικασίες που καθοδηγούσε ο πανίσχυρος “Στρατιωτικός Σύνδεσμος” και
Η μεταφορά των στασιαστών από την Θεσ/νικη στον Πειραιά προωθούσε αποκλειστικά Βενιζελικούς αξιωματικούς (Οθωναίος, Τσερούλης, Λούφας κτλ). Θύμα των διεργασιών αυτών έπεσε και ο Γαργαλίδης που απόλεσε την διοίκηση του Γ΄Σώματος Στρατού από τον Οθωναίο, που ήταν όμως πολύ νεώτερος στην στρατιωτική ιεραρχία.
Πολύ σύντομα λοιπόν, όλοι οι αξιωματικοί που δεν συμμετείχαν στην φατρία αυτή και αδικούνταν στις προαγωγές οργάνωσαν μια συνωμοσία για την ανατροπή των Πλαστήρα – Γονατά. Βασική συνιστώσα των συνωμοσιών ήταν και οι βασιλόφρονες αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν εξοργιστεί από την άδικη εκτέλεση των “έξι”, αποζητούσαν εκδίκηση από τους Βενιζελικούς, όπως και διατήρηση του Θρόνου στην Ελλάδα πάση θυσία. Η οργάνωση των αξιωματικών ονομάστηκε “ομάδα Ταγματαρχών” και είχε ως κύριους αρχηγούς, τους Γεώργιο Τσολάκογλου, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, Πολύζο και Σκυλακάκη. Τα μέλη της οργάνωσης ονομάζονταν και “Μαύροι” λόγω των μαύρων κοκάλινων δαχτυλιδιών που φορούσαν ως ένδειξη πένθους για την εκτέλεση των “έξι”. Οι αξιωματικοί αυτοί βρίσκονταν σε παράλληλη συνεννόηση με τον Ιωάννη Μεταξά, αρχηγό των “Ελευθεροφρόνων” και βασικό πολιτικό ηγέτη των βασιλοφρόνων.
Αρχηγοί της κίνησης ορίστηκαν οι υποστράτηγοι Παναγιώτης Γαργαλίδης και Γεώργιος Λεοναρδόπουλος (ο τρίτος ήταν ο Γεώργιος Ζήρας). Η επιλογή τους φυσικά δεν ήταν τυχαία, καθώς είχαν μεγάλη φήμη για τις ικανότητες τους, αλλά και για την εντιμότητα τους, ενώ πολιτικά θεωρούνταν Βενιζελικοί. Το κίνημα έγινε στις 22 Οκτωβρίου 1923 αλλά δεν είχε σχεδιαστεί καλά (δεν προβλεπόταν εξέγερση στην Αθήνα) και απέτυχε παρά την αριθμητική υπεροχή των κινηματιών, λόγω της χλιαρής συμμετοχής των στρατιωτών, αλλά κυρίως λόγω των αντιθέσεων στους κόλπους των κινηματιών. Η κατάρρευση ήρθε πολύ γρήγορα και τα στρατεύματα των κινηματιών (4.500 άνδρες) που κινήθηκαν από την Πελοπόννησο προς την Αθήνα για την κατάληψη της εξουσίας
Γαργαλίδης (στο κέντρο) και Λεοναρδόπουλος (δεξιά) κρατούμενοι στην Ελευσίνα παγιδεύτηκαν στον Κιθαιρώνα από τις υπέρτερες δυνάμεις της επαναστατικής επιτροπής, που είχαν μεταφερθεί από την Θεσσαλονίκη μετά την εύκολη συντριβή του Ζήρα στο χωριό Νάρες των Σερρών. Στις 27 Οκτωβρίου οι κινηματίες παραδόθηκαν αφού ο Πλαστήρας έδωσε αμνηστία στους απλούς στρατιώτες που συμμετείχαν και υποσχέθηκε επιείκεια για τους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς.
Όλοι οι συμμετέχοντες αξιωματικοί που συνελήφθησαν κρατούνταν σε σχολείο στην Ελευσίνα, ενώ οι πρωταίτιοι Γαργαλίδης και Λεοναρδόπουλος κρατούνταν σε πλοίο – φυλακή στο λιμάνι της Ελευσίνας. Ακολούθησε ξεχωριστή δίκη των δύο υποστρατήγων στην οποία καθαιρέθηκαν και καταδικάστηκαν παμψηφεί σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία από το στρατοδικείο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την τύχη των δύο αξιωματικών από τις πρεσβείες ξένων χωρών μέχρι και τον Πάπα Πίο ΙΑ΄, ενώ Γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος παρακολούθησε την δίκη. Τα στρατοδικεία καταδίκασαν και πολλούς άλλους αξιωματικούς σε μικρότερες ποινές, ενώ αποτάχθηκαν συνολικά πάνω από 1200 αξιωματικοί, με βασικό κριτήριο όχι μόνο την συμμετοχή τους στο κίνημα, αλλά κυρίως τα πολιτικά τους φρονήματα. Μέσα σε έξι μήνες και οι δύο υποστράτηγοι απελευθερώθηκαν, με τον Γαργαλίδη να μετατρέπεται σε σταθερό υποστηρικτή της διατήρησης της Βασιλείας. Όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή, ο Γαργαλίδης περιόδευσε στην Μεσσηνία προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινή γνώμη υπέρ της Βασιλείας, ενώ πιθανά να προσπάθησε να οργανώσει και κάποια εξέγερση.
Μέλη της Οικουμενικής Κυβέρνησης 1926 (ανάμεσα τους οι Μεταξάς και Παπαναστασίου)
Λίγο πριν γίνει το δημοψήφισμα που θα επικύρωνε την κατάργηση της βασιλείας στην Ελλάδα, ο Παπαναστασίου όρισε υπουργό έννομης τάξης τον Θεόδωρο Πάγκαλο, γνωστό για τις αυταρχικές τάσεις του και τις δικτατορικές φιλοδοξίες του. Αυτός με διαταγή του την προηγουμένη των εκλογών φυλάκισε 15 ανώτατους απόστρατους αξιωματικούς με την κατηγορία της υποκίνησης σε στάση, κατηγορία που μάλλον είχε μια δόση αλήθειας αν κρίνουμε από επιστολές των συλληφθέντων που βρέθηκαν αργότερα. Ανάμεσα τους ήταν και ο Γαργαλίδης που είχε πλέον μετατραπεί σε “κόκκινο πανί” για τους ακραίους Βενιζελικούς. Μετά την πτώση του Παγκάλου, όταν τα πολιτικά πάθη καταλάγιασαν και σχηματίστηκε Οικουμενική κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1926, αποφασίστηκε να γίνει μια συνολική επανεξέταση όσων αξιωματικών αποτάχθηκαν και να επανέλθουν στην ενεργό υπηρεσία γύρω στους πεντακόσιους. Την λύση αυτή προωθούσε το “Λαϊκό κόμμα” του Τσαλδάρη που προσπαθούσε να αυξήσει τα ανύπαρκτα ερείσματα του στον στρατό. Μέλος της επιτροπής που θα έκανε την επανεξέταση ορίστηκε και ο Παναγιώτης Γαργαλίδης, καθώς θεωρήθηκε πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής με γνώση των προσώπων και του στρατού. Αυτή ήταν και η τελευταία υπηρεσία που πρόσφερε ο Γαργαλίδης στον Ελληνικό στρατό. Η πλήρης αποκατάσταση στον βαθμό του έγινε το 1935 καθώς ευνοούσε κάτι τέτοιο η αντιβενιζελική πολιτική συγκυρία, ενώ πέθανε στην Καλαμάτα το 1942 σε ηλικία 72 ετών.
Ι. Β. Δ.
Πηγή:Μίμης Φερέτος, “Μεσσηνιακά” τόμος Β΄
Θάνος Βερέμης, Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική 1916-1936, εκδόσεις Εξάντας
Παναγιώτης Γαργαλίδης (φωτ. Πανδέκτης)
Το Κίνημα Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου Βιογραφία Παναγιώτη Γαργαλίδη στην Βικιπεδία-istorikathemata.com