Τα τρία δικαιώματα
26 Νοεμβρίου 2012
Την τελειότητα αναζητούσε ένας πλούσιος άρχοντας και γι’ αυτό, με πειρακτικό τρόπο, δοκιμάζει το Χριστό. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης όμως διαπιστώνει ότι ο Κύριος ήταν όντως διδάσκαλος που ξεχώριζε, καθότι μίλησε με τρόπο που άγγιζε την καρδιά του, ακόμη κι αν ο άρχοντας δεν συμφωνούσε με τα λεγόμενα. Πρώτα ο Χριστός του έδειξε τι λέει ο Νόμος για να μπορέσει ο άνθρωπος να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Να τηρήσει κάποιος τις εντολές, να μην μοιχεύσει, να μη φονεύσει, να μην κλέψει, να μην ψευδομαρτυρήσει έναντι του Θεού και των ανθρώπων και να τιμά τους γονείς του. Στην διαβεβαίωση εκ μέρους του πλούσιου ότι όλα αυτά τα είχε τηρήσει από τη νεανική του ηλικία, ο Χριστός θα του πει καθαρά: «έτι έν σοι λείπει». «Ένα σου λείπει. Το να πουλήσεις όλα όσα έχεις, να δώσεις τα χρήματα στους φτωχούς και να με ακολουθήσεις». Και η απάντηση του πλούσιου ήταν η σιωπή, η οποία προήλθε από την λύπη στην καρδιά του. «Ην γαρ πλούσιος σφόδρα» (Λουκ. 18, 18-23).
Ο πλούσιος άρχοντας του Ευαγγελίου δεν ήταν αναίσθητος ως προς το νόμο του Θεού. Είχε όντως δίψα για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και λυπήθηκε με την απάντηση του Χριστού. Το ενδιαφέρον του για την τελειότητα, που κατά τη γνώμη του οδηγούσε στην αιωνιότητα κοντά στο Θεό, δεν ήταν υποκριτικό και προσποιητό. Ο πλούτος του όμως αποτελούσε τελικά εμπόδιο πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που ίσως θα μπορούσε ο ίδιος να υποθέσει. Γι’ αυτό και ο Χριστός αποκαλύπτει τα κρύφια της καρδιάς του. Ότι τα αγαθά του είχαν δημιουργήσει στην ύπαρξή του την αίσθηση της κτήσης και του δικαιώματος. Έβλεπε τα αγαθά του ως κτήματα που του ανήκαν. Τα θεωρούσε απαραίτητο συμπλήρωμα της ύπαρξής του και της ζωής του, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί ότι αυτά χώριζαν τον ίδιο από τη Βασιλεία του Θεού.
Κι αυτό του το δείχνει ο Χριστός με τις τρεις κινήσεις, τις οποίες τον καλεί να κάνει. Να πουλήσει αυτά που θεωρεί ότι του ανήκουν. Να μην κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του από τα όσα θα αποκτήσει από την πώληση, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς και να θησαυρίσει στον ουρανό. Και να ακολουθήσει το Χριστό στον δρόμο της αγάπης, της διακήρυξης του Ευαγγελίου, της σχέσης μαζί Του. Για κανέναν από τα τρία βήματα ο πλούσιος όχι μόνο δεν ήταν έτοιμος, αλλά ούτε να τα εξετάσει ως ενδεχόμενα μπορούσε. Και τα τρία βήματα στην ουσία αποτελούσαν την έμπρακτη παραίτηση από τα δικαιώματα τα οποία είχε, με την ύπαρξη των αγαθών. Το πρώτο δικαίωμα ήταν να έχει ως δικά του τα αγαθά. Το δεύτερο δικαίωμα ήταν να τα κρατά αποκλειστικά για τον εαυτό του ή να τα μοιράζεται με όποιους ήθελε και αν ήθελε. Το τρίτο ήταν να βλέπει τη σχέση του με το Θεό ως μια τυπική σχέση υπακοής σε εντολές, παραδόσεις, βεβαιότητες και ανταμοιβής γι’ αυτού του είδους τη σχέση.
Ο Χριστός, αντιθέτως, του δείχνει ότι αν θέλει να κληρονομήσει πραγματικά τη αιώνια ζωή χρειάζεται να παραιτηθεί και από τα τρία δικαιώματα. Να αποδείξει ότι η μέγιστη προτεραιότητά του δεν είναι η παρούσα ζωή και τα αγαθά της, αλλά η σχέση με το Θεό και για χάρη αυτής της σχέσης ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα αγαθά του, να παραιτηθεί από το δικαίωμα να τα έχει και όχι σε κάποιο βαθμό, αλλά εντελώς. Υπάρχει όμως και συνέχεια. Να μοιράσει ό,τι τα αγαθά τού προσφέρουν στους ενδεείς. Δεν αρκεί η θυσία. Χρειάζεται και η προσφορά. Δεν αρκεί να παραιτείται από την νομή και κυριότητα των αγαθών. Χρειάζεται και να τα δώσει, δηλαδή να δείξει ότι για εκείνον δεν έχουν καμιά αξία. Και το τελευταίο βήμα είναι η ολοκληρωτική αφοσίωση και αφιέρωση στην αγάπη του Θεού. Τα πάντα στη ζωή του να γίνουν Χριστός. Μίμηση, οδός Χριστού. Αγάπη που γίνεται ταξίδι ζωής. Να ακολουθεί το Χριστό και να μιλά, να φέρεται, να συμπάσχει, να υπάρχει όπως Εκείνος.
Ο δρόμος αυτός, αν περιοριστεί στα υλικά αγαθά και τον πλούτο, μοιάζει μακρινός για τους περισσότερους από εμάς. Δεν είμαστε πλούσιοι, άρα τα λόγια του Χριστού απευθύνονται σε άλλους. Αν όμως αντί για τα χρήματα σκεφτούμε τον πλούτο που ο καθένας από εμάς έχει ως προς τα χαρίσματα, τις γνώσεις, τα κάθε λογής δικά του,
οικογένεια, εργασία, απόψεις, θέση στην κοινωνία, χρόνο, ο λόγος του Χριστού γίνεται επίκαιρος για όλους μας. Πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε ότι ο Χριστός είναι η προτεραιότητα της ζωής και της ύπαρξής μας; Να παραιτηθούμε από το στήριγμά μας στα κάθε λογής αγαθά; Να παραιτηθούμε από την κατοχή και τη νομή τους και να ετοιμαστούμε να τα μοιραστούμε με τον καθένα που τα χρειάζεται αληθινά; Είτε αυτό είναι λόγος, είτε ύλη, είτε χάρισμα, είτε άνοιγμα της καρδιάς. Να ακολουθήσουμε το Χριστό στην οδό του Ευαγγελίου. Και δε χρειάζεται να μην έχουμε ζωή. Στην ίδια τη ζωή μας να δείχνουμε και να ζούμε ότι θέλουμε σ’ Εκείνον να στραφούμε και Εκείνον να μοιάσουμε.
Αυτή είναι η οδός της αληθινής αγιότητας στην Εκκλησία μας.Και το μήνυμα του διαλόγου αυτού απευθύνεται στην εποχή μας, η οποία είναι πλούσια σφόδρα. Σε δικαιώματα και αγαθά. Σε απολαύσεις και ψευδαισθήσεις που κάνουν τον κόσμο να προσκολλάται στον παρόντα χρόνο. Όπου τα πάντα μετρώνται με βάση τι δικαιούμαστε και δεν είμαστε πρόθυμοι ούτε προσευχή να κάνουμε για τους άλλους, ούτε να συγχωρήσουμε, ούτε να μοιραστούμε. Και δεν είναι ουτοπία ο λόγος του Χριστού. Να εξετάσουμε πού είναι προσκολλημένη η ύπαρξή μας και να ξαναδούμε ποια θέση παίρνει ο Χριστός σ’ αυτή. Κι εκεί που όλα φαίνονται «αδύνατα παρά ανθρώποις», για το Θεό είναι δυνατά. Να μας βοηθήσει να βγει πνεύμα θυσίας, προσφοράς και αφιέρωσης στην αγάπη Του. Εδώ έγκειται η βαθύτερη αλλαγή νοοτροπίας την οποία έχουμε ανάγκη ως κοινωνία. Κέντρο να είναι όχι τα δικαιώματα, αλλά η θυσία, η προσφορά, η προτεραιότητα της ζωής και της αγάπης προς το Χριστό. Με τον τρόπο που ο καθένας μπορεί. Άλλος με προοπτική την τελειότητα. Άλλος με το ολίγο. Όλοι όμως με συναίσθηση της ανεπάρκειάς μας.