Ο Ακτήμων γέρων-Φιλάρετος Καρουλιώτης
12 Νοεμβρίου 2012
Ήταν τότε στόν Άγιο Πέτρο ένας Γέροντας πού πήγαινε καί εργαζόταν στήν συλλογή
τών φουντουκιών. Παρακάλεσε τόν γερω-Φιλάρετο γιά ένα διάστημα
νά μείνη νά φυλάη τό Κελλί του. Πήγε, κάθησε δυό-τρείς μήνες, αλλά δέν
αναπαυόταν καί γύρισε στά Καρούλια. Όμως ο Γέροντας τού Αγίου Πέτρου τού ζητούσε
ενοίκιο γιά τούς μήνες πού κάθησε εκεί, άν καί δέν είχαν συμφωνήσει γιά ενοίκιο.
Ο γερω-Φιλάρετος δέν είχε νά πληρώση, γι’ αυτό στενοχωριόταν καί
πίστευε ότι φταίει ο ίδιος. Όποιον συναντούσε στόν δρόμο τού έβαζε… μετάνοια
λέγοντας: «Ευλόγησον, συγχώρησέ με. Έχασα τά χρόνια τής καλογερικής μου,
διότι δέν πληρώνω τό ενοίκιο πού χρωστάω». Τελικά, όταν τό έμαθαν οι
άλλοι πατέρες, έκαναν παρατήρηση στόν Γέροντα πού ζητούσε ενοίκιο από τόν
ακτήμονα γερω-Φιλάρετο καί εκείνος σταμάτησε τίς ενοχλήσεις πρός τόν ανεύθυνο
θαυμαστό γέροντα Φιλάρετο.
Είχε γνησία μετάνοια καί αυτομεμψία. Ήταν πολύ
ήρεμος, δέν θύμωνε ποτέ καί μέ κανέναν. Ο γερο-Γερόντιος τών Δανιηλαίων κάποια
φορά πού πήγε στό Κελλί τους καί ήταν ανυπόδητος, ως συνήθως, τόν παρατήρησε
αυστηρά λέγοντάς του: «Άλλη φορά νά μήν έρχεσαι ξυπόλυτος, αλλά νά φοράς
παντόφλες. Είσαι υποκριτής καί παριστάνεις τόν Άγιο». Μπροστά στούς
προσκυνητές καί στά νέα καλογέρια δέχθηκε ατάραχος τίς παρατηρήσεις. Έβαλε
μετάνοια επαναλαμβάνοντας: «Νά μέ συγχωρήσης».
Τήν άλλη μέρα πού πήγε στούς Δανιηλαίους, φορούσε παντόφλες τίς οποίες έβγαζε έξω από
τήν πόρτα, καί θαύμασαν τήν ταπείνωσή του. Ο γερω-Γερόντιος τού εξήγησε ότι αυτό
τό έκανε γιά νά μάθουν τά καλογέρια τήν αυτομεμψία καί τήν ταπείνωση, νά
λέγουν “ευλόγησον”, καί αυτός άς βαδίζη όπως θέλει.
Σέ εορτές συγκεντρώνονταν οι Καρουλιώτες ασκητές σέ ένα καλύβι μέ Εκκλησάκι,
διάβαζαν τήν ακολουθία, έψελναν τήν παράκληση καί όταν δέν είχαν παπά, διάβαζαν
καί τό Ευαγγέλιο. Έβαζαν τόν γερω-Φιλάρετο ως εγγράμματο νά διαβάζη τό
Ευαγγέλιο, καί αυτός τό διάβαζε εμμελώς όπως οι ιερείς. Κάποιος Γέροντας τού
έκανε παρατήρηση ότι δέν πρέπει νά τό διαβάζη έτσι, γιατί δέν είναι
παπάς. Είπε «ευλόγησον», αλλά καί τήν άλλη φορά πάλι παρασύρθηκε από τόν
πόθο του καί τό διάβασε μέ μελωδία. Δέν τό διάβαζε γιά επίδειξη αλλά από
απλότητα καί ευλαβική διάθεση, σάν προσφορά ψαλμωδίας. Στήν τράπεζα τού
έκαναν δημόσια παρατήρηση καί εκείνος έβαλε μετάνοια σέ όλους λέγοντας:
«Ευλογείτε, πατέρες, έχασα τά χρόνια τής καλογερικής μου. Πάλι διάβασα μελωδικά».
Όταν η συνοδεία τού γέροντος Γερασίμου τού Υμνογράφου άρχισε
νά κτίζη τήν Εκκλησία στό σπήλαιο τών Αγίων Πατέρων, μερικοί πατέρες τής Σκήτεως
φοβούμενοι μήπως δέν καταφέρουν νά τήν τελειώσουν, έλεγαν ότι ήταν καλύτερα νά
μήν τήν άρχιζαν. Οι Γέροντες τά άκουγαν αυτά καί στενοχωρούντο. Τότε κάποια μέρα
τούς επισκέφθηκε ο γερω-Φιλάρετος καί τούς είπε: «Πατέρες, τό έργο αυτό
είναι θεάρεστο. Είδα τόν άγιο Διονύσιο πάνω από τό σπήλαιο νά τό ευλογή καί μού
είπε ότι τήν Εκκλησία τού σπηλαίου θά τήν φυλάγει ο ίδιος καί θά διατηρηθή έως
συντελείας τού κόσμου». Έκτοτε πήγαινε τίς νύχτες κρυφά στό σπήλαιο καί
προσευχόταν.
Ο γερω-Φιλάρετος ασθένησε γιά ένα μήνα. Πονούσε τό στομάχι
του καί δέν δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε τό τέλος του καί ετοιμάστηκε.
Αποχαιρέτησε καί συγχωρέθηκε μέ τούς γειτόνους του, καί μόνος του, χωρίς άνθρωπο
κοντά του, παρέδωσε τό πνεύμα του εις χείρας Θεού ζώντος τό έτος 1956 σέ ηλικία
67 ετών. Τόν βρήκαν κεκοιμημένον μέ σταυρωμένα τά χέρια οι πατέρες καί
τόν έθαψαν στόν τάφο πού είχε προετοιμάσει. Στό Κελλί του βρήκαν μία σκάφη μέ
τήν οποίαν έπλενε τά ρούχα του στήν θάλασσα, μία κουβέρτα καί τό βιβλίο τού Αββά
Ισαάκ τού Σύρου. Ο γείτονάς του γερω-Γαβριήλ ο Καρουλιώτης μετά τήν
ανακομιδή φύλαγε τά λείψανά του μαζί μέ τά λείψανα τού Γέροντός του Σεραφείμ σέ
μία σπηλιά. Η κάρα του είναι κατακίτρινη.
Τήν ευχή του νά έχουμε. Αμήν.
Πηγή: agioritikovima.gr