Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος – Επιστολή
12 Νοεμβρίου 2012
Ελέω Θεού, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και μητροπολίτης Σκοπίων, προς την Εκκλησίαν εις την οποίαν από Θεού ετοποθετήθη ως Αρχιποιμήν Αυτής και προς πάσας τας ανά την οικουμένην Εκκλησίας συναγομένας εν ενί του Χριστού Σώματι και εν Πνεύματι Αγίω συνδεδεμένας, από τας φυλακάς της πόλεως των Σκοπίων, όπου έχει εγκλειστεί για έκτη φορά κατά τα δέκα τελευταία έτη εκπέμπει αυτήν την Δευτέραν, από φυλακάς, Εγκύκλιον επιστολήν,
Όταν αποκτήσωμεν την αγάπη του Χριστού και την αρετή, τότε αξίζει να υποστούμε ακόμη και διωγμούς ένεκεν Αυτού, αν χρειαστεί και εξορία να ανεχτούμε, αλλά και έτοιμοι να ακούσουμε γιά τους εαυτούς μας τις πιο απρεπείς συκοφαντίες, και ακόμη, να χαιρόμαστε για όλα αυτά, λέει ο άγιος Νικόλαος о Καβάσιλας. Όταν μέσα στον άνθρωπο ανάψει αυτή η αγάπη του Θεού και όταν οι αρετές λάμψουν μέσα του, τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος όχι μόνον να υποφέρει βάσανα, όχι μόνον να υπομένει φαύλα έργα εναντίον του και δεσμά εγκλεισμού, αλλά είναι ακόμη έτοιμος και να χαίρεται για όλα αυτά. Η χαρά όμως αυτή δεν διαδίδεται ανάλογα με το πόσο την αξίζει κάποιος, δεν αποτελεί επ΄ουδενί ανταμοιβή για τις ασκήσεις, αλλά είναι χάρις, υπέροχη και τέλεια δωρεά του ελέους του Θεού που Αυτός μόνος ο Πατήρ ευδοκεί, όπως εισέλθωμεν εις την χαράν του Κυρίου ημών (Ματθ. 25,21-23). Διότι, εκείνοι που εισήλθαν εις την χαράν του Πατρός, χαίρονται με την χαράν του Χριστού και έτσι, εκείνο το οποίον χαροποιεί τον Χριστόν, Αυτός κάνει να χαίρονται με αυτό και εκείνοι που είναι δικοί Του, ενώ ουσιαστικά ο Ίδιος χαίρεται εν Αυτώ. Επειδή Εσείς, οι οποίοι είσαστε εν τω Σώματι Αυτού και χαίρεστε με τη χαρά του Χριστού, εύκολα θα αναγνωρίσετε τη χαρά με την οποίαν χαρήκαμε εκ νέου εγκλωβισμένοι στα δεσμά ένεκεν Αυτού, σε Εσάς απευθύνομεν την Δευτέραν κατά σειράν αυτήν Εγκύκλιον επιστολήν, γεγραμμένην μέσα εις τας φυλακάς, διά να Σας παρακαλέσωμεν, όπως διατηρείτε εις την μνήμην Υμών τα δεσμά ημών και όπως μην αισχύνεσθε ένεκεν ημών, διότι και περαιτέρω υπ΄ αυτά παραμένομεν. Όταν ο θείος Παύλος ζητά από τον Τιμόθεο να μην εντραπεί για το μαρτύριόν του (Β΄Τιμοθ. 1,8), δεν το κάνει αυτό για να τον επικρίνει επειδή αισχυνόταν αυτός από τα δεσμά του Παύλου, αλλά το έκανε για να τον ενθαρρύνει, έτσι ώστε και ο ίδιος να δεχθεί να υποφέρει τα δικά του δεινά, εάν και εφ΄ όσον βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Εάν λοιπόν, έως κάποιου σημείου, θα ήταν επιτρεπτό στον Παύλο να έχει έστω και την ελάχιστην αμφιβολίαν και υποψίαν έναντι κάποιων οι οποίοι ακόμη δεν ήταν σταθεροί εις την πίστην, κι είχαν ανάγκη ακόμη όχι από στερεά τροφή αλλά από βρεφικό γάλα (Α΄Κορ. 3,2), δεδομένου του ότι στην πρώτη του απολογία στο δικαστήριο κανείς δεν του είχε συμπαρασταθεί αλλά όλοι τον είχαν εγκαταλείψει (Β΄Τιμοθ. 4,16), και γι΄ αυτό λέει στον Τιμόθεο ότι το Πνεύμα το οποίον ο Θεός μάς έδωσε δεν είναι πνεύμα φόβου αλλά πνεύμα δυνάμεως, αγάπης και σοφίας (Β΄Τιμοθ. 1,2), εις ημάς δεν είναι επιτρεπτή καμία αμφιβολία έναντι Υμών, διότι Εσείς μας υποστηρίξατε και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν, όσο και σε όλες κατά σειράν μέχρι και αυτήν την έκτην απολογίαν της πίστεως ημών, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων της ΠΓΔΜ. Ως εκ τούτου, αυτήν την επιστολήν δεν την αναγράφομεν διά να ενθαρύνωμεν την ανδρείαν Υμών εν τη πίστη, η οποία αποδείχθηκε ημίν μέσω των μαρτυριών Υμών και κατά τας προηγούμενας φοράς, καθ΄ ον χρόνον τελούσαμεν υπό κράτησιν, παρά, την αποστέλλομεν προς Υμάς, όπως μοιρασθώμεν μεθ΄ Υμών την χαράν με την οποίαν ο Κύριος μάς χαροποίησε, χαράν η οποία πηγάζει από τα δεσμά του Χριστού, και με την οποίαν χαίρεται καθείς, όστις και ο ίδιος υπομένει τοιαύτα με τον έναν ή τον άλλον τρόπον. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα αγαπήσουν τα δεσμά Αυτού έναντι κάθε είδους φυσικής ελευθερίας, θα καταλάβουν και την δική μας χαρά, χαράν με την οποίαν χαίρεται η καρδία ημών όταν φέρομεν εις την μνήμην μας Εσάς και την μέριμναν Υμών δι΄ ημάς. Διότι, κανείς άλλος εκτός από εκείνον που επλήγη από την τρελή αγάπη του Θεού δεν δύναται να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει αυτήν την χαράν, η οποία εκχέεται από τα πάθη, από τη λύπη, τις δυσκολίες, τις φυλακίσεις, τις διώξεις ή τις εξορίες. Εκείνος όμως, που άνοιξε την καρδιά του στο έλεος του Θεού και επέτρεψε να τον τραυματίσει αυτή η ανείπωτη αγάπη, όχι μόνον επιτρέπει αυτή να τον πληγώνει συχνά, αλλά τις πληγές που δέχεται από αυτήν την αγάπη τις εκτιμά περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο. Εκείνοι δε, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι πειρασμοί που υπομένει κανείς ένεκεν του Χριστού αυξάνουν το χάρισμα της χαράς, αυτοί ζηλεύουν τα δεσμά με τα οποία είμαστε δεμένοι στη φυλακή των Σκοπίων, μάλιστα όχι με αρρωστημένη ζήλεια αλλά με συναγωνιστικό καλό ζήλο και αυτός ο ζήλος δεν είναι ίδιος με εκείνων που με κάθε τρόπο προσπαθούν να μας αποτρέψουν από τον σκοπόν μας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ίδιαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οι μεν πρώτοι, ζηλεύουν άδολα, με ζήλεια που φαίνεται ότι είναι ζήλος προς τον Θεόν, οι δε άλλοι, ζηλεύουν ημάς με κακεντρέχεια και απροκάλυπτη επιθυμία να κάνουν κακό, υποτιμώντας ακό
μη και τα δεινά του Χριστού, μόνον και μόνον επειδή σε αυτήν την στιγμή αυτά έγιναν και δικά μας πάθη. Τι λοιπόν; Ένα είναι το ζητούμενον, λέει ο απόστολος: «πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται» (Φιλ.1,18). Όποιος μπορεί να καταλάβει, θα καταλάβει και εκείνο που ακολουθεί: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1, 21). Μπορεί να εκληφθεί ο θάνατος ως κέρδος μόνον εάν προηγουμένως με χαρά αποδεχθεί κάποιος και τις δυσβάσταχτες ταπεινώσεις, τους λοιδωρισμούς, τις βλασφημίες και συκοφαντίες, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις διά Χριστόν (Α΄Κορ. 4,9-13). Και αυτό, εάν και εφ΄όσον, στην αδικία που υπομένει δεν απαντάει εκδικητικά, με οργή, με μίσος, πεπεισμένος για της αρετές του. Διότι, κάθε είδος αρετής ξευτίζει όταν έρθει σε επαφή με το μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο απόστολος προτρέπει τους Κορινθίους στους λοιδωρισμούς να απαντούν με ευλογία, στους διωγμούς με ανοχή και στις βλασφημίες με λόγους φιλικούς. Όπλον στον πνευματικόν αγώνα αποτελεί η αδυναμία του σταυρού· όπλο για το οποίο οι περισσότεροι σε αυτόν τον κόσμο δεν πιστεύουν ότι είναι νικηφόρο. Στην ουσία όμως, όταν όλα δείχνουν ότι απωλέσαμε όλη μας τη δύναμη, τότε είμαστε αληθινά δυνατοί (Β΄Κορ.12,10). Γι΄ αυτό εμάς, που επιλέξαμε αυτόν τον αγώνα, μας θεωρούν μωρούς, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα χρόνια των αποστόλων (Α΄Κορ.1,23-24). Ποιος, όμως, υπέφερε περισσότερα δεινά από τον ίδιο τον θείον Παύλο; Φυλακισμένος πολλές φορές, ραβδισμένος με ασύλληπτη αυστηρότητα, πολλάκις εν κινδύνοις ακόμη και εις θάνατον. Διήλθε όλων των ειδών τους πειρασμούς, εν ξηρά, εν ερήμω, εν θαλάσση (Β΄Κορ.11,23-29). Όμως δεν προκάλεσαν όλ΄ αυτά, το να χαραχθεί βαθιά μέσα του η πεποίθησις, ότι οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα και ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει (Ρωμ.5,3-5). Μπορεί, άραγε, να βρεθεί κανείς κακοπροαίρετος που θα πει ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν μακράν του Θεού και ότι η οργή του Θεού στράφηκε εναντίον του, και ότι γι΄αυτό του συνέβησαν όλα τα παραπάνω; Αντιθέτως, όλα αυτά εκείνος τα υπομένει με χαρά, λόγω ακριβώς της ζωντανής και φανερής παρουσίας του Θεού σ’ Αυτόν. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου», του λέει, διότι «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄Κορ.12,9). Μακάριος ο υπομένων τους πειρασμούς με ελπίδα. Διότι, εάν τους υπομείνει με αταλάντευτη την πίστη εις τα επαγγελλόμενα, «λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Ιακωβ.1,12). Κανένας όμως πειρασμός δεν είναι επάνω από τα όρια αντοχής αυτού που δοκιμάζεται. Ο Θεός, που είναι καρδιογνώστης και ετάζων τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που γνωρίζει τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του καθενός ξεχωριστά, δεν επιτρέπει στους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε να υπερβαίνουν τα όρια της ανθεκτικότητος ημών. Εκείνος που πιστεύει, σε κάθε δοκιμασία που του δίδεται να αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα λαμβάνει και την δύναμιν να την υπερβεί (Α΄Κορ.10,13). Αυτή η υπέρβασις, εντούτοις, δεν είναι πάντοτε ορατή στην αρχή της δοκιμασίας. Είναι κεκρυμμένη μέσα σε ένα πλέγμα υπομονής και ελπίδος, και αποκαλύπτεται μόνον όταν φανούμε υπομονετικοί ως προς τα ελπιζόμενα (Ιακωβ.1,4). Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ο Θεός εκείνος ο Οποίος μας θέτει εις πειρασμόν. Εις πειρασμόν οδηγούμεθα υπό της προς λάθος κατεύθυνση στραμμένης ιδίας επιθυμίας (Ιακωβ.1,13-14). Αλλά, σε πειρασμούς, και χωρίς την συμμετοχή της θελήσεώς μας, δύνανται να μας οδηγήσουν και εκείνοι οι οποίοι μας ζηλεύουν, που μας μισούν ή έχουν για σκοπό τους να αφαιρέσουν από εμάς την περιουσία μας. Κάποιες φορές λοιπόν, χωρίς αυτό να είναι θέλημα Θεού αλλά ούτε και εξαιτίας δικής μας υπαιτιότητος, υποφέρουμε διάφορους πειρασμούς· σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στέφανος που προορίζεται για εμάς θα είναι κατά πολύ ενδοξότερος από εκείνον που θα στεφώμασταν, εάν αντέχαμε κάποια δοκιμασία στην οποία υποπέσαμε εξαιτίας της εσφαλμένα παρασυρόμενης ημών βουλήσεως. Όταν οι άλλοι μας παρασύρουν στο πειρασμό, τότε αυτό μπορεί να ονομαστεί πάθος. Ο μισθός, δηλαδή, για τα υπομείναντα πάθη τα οποία ανεχθήκαμε με ευχαριστία και χωρίς γογγυσμούς, χωρίς να καταβληθούμε από μίσος προς εκείνους που μας έσπρωξαν στο ακούσιον πάθος και τα ανεπιθύμητα δεινά, θα είναι μεγαλύτερος και από εκείνον που χαρίζεται για την ενάρετη και στολισμένη με κάθε αγαθοεργία ζωή κάποιου. Παράδειγμα όλων αυτών είναι ο μακάριος Ιώβ. Πότε αυτός αποδείχθηκε περισσότερο άξιος για το στέφανο; όταν διέπρεψε με έργα αγαθά όπως η φιλοξενία, η συμπόνοια, οι ελεημοσύνες, οι φιλαν