Η Αιρετική Χριστολογία των Αντβεντιστών της Ζ’ ημέρας
5 Νοεμβρίου 2012
Του Πρωτ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Λέκτoρος Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Οι Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας είναι αιρετική κίνηση εσχατολογικού – χιλιαστικού χαρακτήρα, βασικές διδασκαλίες της οποίας, είναι απολύτως ασυμβίβαστες όχι μόνο με την ορθόδοξη πίστη μας, αλλά και με κλάδους και αυτού του ιστορικού Προτεσταντισμού, όπως των Λουθηρανών και των Μεταρρυθμισμένων.
Ο καλβινιστής δογματικός A. Hoekema στο κλασικό για τις αιρέσεις έργο του πολλάκις επισημαίνει την εκ μέρους των Αντβεντιστών απόρριψη διδασκαλιών όχι μόνο του ιστορικού χριστιανισμού, αλλά και αυτών των παραδοσιακών προτεσταντικών κλάδων[1].
Μεταξύ των άλλων κακοδοξιών της η κίνηση εκφράζει και μία αιρετική Χριστολογία. Βεβαίως επίσημα δεν αρνούνται οι Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας τη Θεότητα του Χριστού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι φρονούν όλοι ορθώς για το πρόσωπο του Κυρίου.
Έτσι βλέπουμε ορισμένους Αντβεντιστές θεολόγους, όχι όλους, να ταυτίζουν το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού πριν την Ενανθρώπησή Του με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί εν προκειμένω ο Αντβεντιστής θεολόγος Arthur E. Lickey, καθώς ισχυρίζεται, διαστρεβλώνοντας τα χωρία (Α’ Θες. 4, 16. Ιωάν. 5, 25. Αποκ. 12, 7), ότι τα εν λόγω χωρία «αποκαλύπτουν ότι ο Μιχαήλ είναι ο Χριστός»[2].
Είναι εμφανές το κακόδοξο της ταύτισης, αλλά και το βλάσφημο του ισχυρισμού, να ταυτίζεται το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος μ’ ένα κτίσμα, όπως είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Ο Θεός Λόγος δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα κτιστό δημιούργημα. Πολύ περισσότερο δεν ταυτίζεται με κανένα άγγελο ή αρχάγγελο. Επ’ αυτού η Αγία Γραφή είναι σαφέστατη (Εβρ, 1, 4-14). Ταυτοχρόνως είναι πρόσωπο, που το λατρεύουν οι άγγελοι χωρίς να συναριθμείται η ταυτίζεται με κάποιο αγγελικό κτιστό δημιούργημα (Δευτ. 32, 43. Ψαλμ. 96, 7. Πρβλ. Εβρ. 1, 6. Δαν. 7, 13-14. Ιωάν. 5, 23. Φιλ. 2, 10-11. Αποκ. 5, 12-13).
Πόσο αυθαίρετος είναι ο ισχυρισμός των Αντβεντιστών μαρτυρείται και από το γεγονός ότι επικαλούνται και το Ιωάν. 5, 25, όπου σαφώς εκεί αναφέρεται ως «Υιός του Θεού». Ουδέποτε άγγελος στην Αγία Γραφή ονομάστηκε έτσι. ο Κύριος είναι ο Υιός του Θεού ο Μονογενής (Ιωάν. 1, 14. 18. 3, 16. Α’ Ιωάν. 4’ 9. Εβρ. 1, 1), ενώ ο Μιχαήλ είναι κτίσμα δημιουργημένο από τον Χριστό (Κολ. 1, 16).
Επίσης στο Ιούδα 9 παρατηρούμε τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να λέει στο διάβολο «επιτιμήσαι σοι Κύριος» (Πρβλ. Ζαχ. 3, 2-3). Βλέπουμε όμως ότι ο Κύριος, που επιτιμά το διάβολο και τον οποίο σαφώς διακρίνει και αναφέρει ο αρχάγγελος Μιχαήλ, είναι ο Χριστός (Μαρκ. 3, 11-12. Μαρκ 1, 25). [Ο κακόδοξος αυτός ισχυρισμός ότι ο Χριστός είναι ο Μιχαήλ αποτελεί και διδασκαλία των «Μαρτύρων του Ιεχωβά»].
Στις κακοδοξίες των Αντβεντιστών της Ζ’ Ημέρας σχετικά με το πρόσωπο του Θεανθρώπου ανήκουν και οι επίσημες δογματικές θέσεις που διατυπώνει η κίνηση σχετικά με το μυστήριο της Ενσάρκου θείας Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού.
Σύμφωνα με την αίρεση: Ι) ο Χριστός προσέλαβε αμαρτωλή ανθρώπινη φύση, ΙΙ) είχε τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει ασχέτως από το ότι δεν αμάρτησε, και ΙΙΙ) πειράστηκε όπως όλοι οι άνθρωποι. Αναφέρουν χαρακτηριστικά τα εξής κακόδοξα:
Ι) «Ο Χριστός έλαβε την ανθρώπινη φύση φορτωμένη με τις συνέπειες της αμαρτίας»[3]. «Έλαβε τη φύση του ανθρώπου στην αμαρτωλή κατάστασή της»[4]. ΙΙ) «Ο πειρασμός και το ενδεχόμενο να αμαρτήσει ήταν πραγματικά στον Χριστό. Εάν δεν μπορούσε να αμαρτήσει δεν θα ήταν και ανθρώπινο παράδειγμα για μας»[5].
«Αν ο Χριστός ήταν προικισμένος από την αρχή με το απόλυτα άμεμπτο ή με το αδύνατο να αμαρτήσει δεν θα μπορούσε να είναι αληθινός άνθρωπος και ούτε τύπος για μίμηση»[6].
ΙΙΙ) «Αυτός ήταν όπως εμείς, που πειράστηκε όπως ακριβώς και ‘μείς, απέδειξε πως όσοι εξαρτώνται από την δύναμη του Θεού, μπορούν ν’ απαλλαγούν από τα γρανάζια της αμαρτίας»[7].
«Έζησε στη γη αντιμετωπίζοντας τις ίδιες με μας δοκιμασίες, τους ίδιους πειρασμούς»[8].
Αντιθέτως όμως προς τις πλάνες των Αντβεντιστών, σταθερό δίδαγμα της Αγίας Γραφής και των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, είναι ότι ο Θεός Λόγος κατά την Ενσάρκωσή Του προσέλαβε ανθρώπινη φύση, καθαρή και αμόλυντη από κάθε ίχνος αμαρτίας, όπως ήταν η ανθρώπινη φύση πριν την είσοδο της αμαρτίας στη ζωή των γεναρχών.
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε ο Θεάνθρωπος να χαρακτηρίζεται «άγιος και δίκαιος» (Πράξ. 3, 14), «άμωμος και άσπιλος» (Α’ Πετρ. 1, 19), «αγνός» (Α’ Ιωάν. 3, 3), «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών» (Εβρ. 7, 26). Προπτωτική δηλαδή ανθρώπινη φύση είχε ο Κύριος και όχι μεταπτωτική στην αμαρτωλή κατάστασή της, όπως κακόδοξα διδάσκουν οι Αντβεντιστές. Τούτο τονίζεται με σαφήνεια και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας, που αναφέρει ότι ο Χριστός είναι ο «πάσης επέκεινα καθαρότητας» (Στιχηρό Αίνων Θεοφανείων).
Κακόδοξη είναι επίσης η άποψη των Αντβεντιστών ότι ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, ότι πειράστηκε όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά αγωνίστηκε και δεν αμάρτησε, ώστε να αποτελεί ηθικό πρότυπο για μας. Οι απόψεις αυτές των Αντβεντιστών σχετικά με το πρόσωπο του Θεανθρώπου είναι ουσιαστικώς υιοθέτηση και επανάληψη κακόδοξων αντιλήψεων, που είχαν διατυπωθεί από τους αιρετικούς Θεόδωρο Μοψουεστίας και τον Νεστόριο.
Αντιθέτως, ο Χριστός ήταν αδύνατον να αμαρτήσει. Δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ να επιλέξει το καλό ή το κακό (Ησαΐας 7, 15-16). Ο Χριστός δεν θα μπορούσε να αμαρτήσει καθόλου, γιατί δεν ενοχλούνταν από πάθη αμαρτωλά και δεν κινούνταν από κάποια εσωτερική αμαρτητική ροπή.
Η αναμαρτησία του είναι απόλυτη, οντολογική. Θεμέλιο δηλαδή της απόλυτης αναμαρτησίας του Κυρίου, είναι η υποστατική ένωση των δύο φύσεών Του. επιπλέον δεν μπορούσε να αμαρτήσει, γιατί η ανθρώπινη θέλησή Του, που είχε και αυτή θεωθεί εξ άκρας συλλήψεως, όπως όλη η ανθρώπινη φύση Του, υποτάσσονταν ελεύθερα και αρμονικά στη θεία θέληση.
Τον απόλυτο χαρακτήρα της αναμαρτησίας του Κυρίου, βλέπουμε να το βεβαιώνει πολλαπλώς η Αγ. Γραφή. Μοναδικό παραμένει το ερώτημα του Κυρίου «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας» (Ιωάν. 8, 46). Αλλά και για το διάβολο ο Κύριος διακήρυξε ότι «εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. 14, 30).
Με την ίδια έμφαση διακηρύττει και ο Απ. Παύλος «άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17. Πρβλ. Β’ Κορ. 5, 21). Το ίδιο μας διαβεβαιώνει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγοντας για τον Χριστό «και αμαρτία εν αυτώ ουκ έστι» (Α’ Ιωάν. 3, 5) όπως επίσης και ο Απ. Πέτρος «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πετρ. 2, 22).
Θα ολοκληρώσουμε την αναφορά μας υπενθυμίζοντας τα όσα αναφέρει σχετικά, με την χαρακτηριστική του ακρίβεια, ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Γι’ αυτό αναφάνηκε νέος Αδάμ ο Χριστός, ο οποίος κατά τον Ησαΐα δεν διέπραξε αμαρτία ούτε διανοήθηκε, πολύ περισσότερο ούτε ελάλησε· διότι δεν ευρέθηκε δόλος στο στόμα του. Δεν είπε εκ του στόματος, αλλά εν τω στόματι, ώστε και το άψογο των λογισμών να υποσημάνη, (…) κι αναδείχθηκε πραγματικά αγαθός και ποιητής αγαθών έργων, αφού έγινε ένας άνθρωπος αναμάρτητος και αναφάνηκε στο Χριστό η καθαρότητα που εγκαινίασε αυτός στην ανθρώπινη φύση»[9].
Ορθόδοξος Τύπος, Αριθμός φύλλου 1948, 2 Νοεμβρίου 2012
[1] Βλ. Anthony Hoekena, The Four Major Cults, 1963, σσ. 142-143. [2] Βλ. A. E. Lickey, Μηνύματα εις τον Σύγχρονον Άνθρωπον, 1960, σ. 104. [3] Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 53. [4] Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 56. [5] Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 54. [6] Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 55. [7] Βλ. 27 Βασικά Πιστεύω, σ. 42. [8] Βλ. E. White, Βήματα προς το Χριστό, 19896, σ. 58. [9] Βλ. Ομιλία 16, 12. ΕΠΕ 9,439.
Πηγή: impantokratoros.gr