Ο πάτερ Σπάρτας…
12 Οκτωβρίου 2012
Φώτης Κόντογλου
ΟΙ ΝΕΓΡΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡ ΣΠΑΡΤΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ είναι μια χώρα που τη λένε Ουγκάντα, κοντά στη λίμνη Βικτώρια Νυάντζα, κατοικημένη από κάμποσες φυλές. Οι πιο πολλοί ντόπιοι είνε οι λεγόμενοι Μπαγκάντα, άλλοι λέγουνται Μπουνιόροι, άλλοι Χαμίτες, όλοι νέγροι κατάμαυροι. Στα δασωμένα μέρη ζούνε πλήθος από κείνα τα ανθρωπάρια που τα λένε πυγμαίους και που είναι η παλιά και ντόπια φυλή, γιατί οι άλλοι πήγανε από τα άλλα μέρη της Αφρικής.
Από τα χρόνια του περιηγητή Στάνλεϋ, που πήγε να βρη τον Λίβιγκστον στα 1875, αρχίσανε να βαφτίζουνται λιγοστοί αραπάδες και να γίνουνται χριστιανοί. Στην αρχή πήγανε εγγλέζοι ιεραπόστολοι, υστερώτερα πήγανε και καθολικοί. Αλλά πριν από δαύτους είχε πάγει στην Ουγκάντα το Κοράνι, γιατί οι Άραβες έμποροι ταξιδεύανε από τα παλιά χρόνια σε τούτα τα μάκρυνα μέρη. Το Ισλάμ είτανε ριζωμένο γερά, κ’ οι χριστιανοί κάνανε μεγάλον αγώνα για να τραβήξουνε τον κόσμο στη θρησκεία του Χριστού και στο τέλος νικήσανε. Σήμερα, απάνω σε εκατό αραπάδες της Ουγκάντας, οι τριάντα είνε χριστιανοί, οι τέσσερις μωχαμετάνοι κ’ οι άλλοι είνε ειδωλολάτρες.
Προ χρόνια, πήγανε κάτι Εγγλέζοι ταξιδευτές στην Ουγκάντα, σ’ ένα μέρος που το λένε Ναγκόνα Κο ούμπι. Ένας αράπης αρχηγός είχε έναν γυιό και τον έδωσε στους Εγγλέζους για να μάθει εγγλέζικα. Και πράγματι, αυτό τα αραπόπουλο είχε μεγάλη κλίση στα γράμματα και τ’ αγαπήσανε οι Εγγλέζοι. Και σαν ήρθε ο καιρός να φύγουνε από την Ουγκάντα, αφήσανε στον μαθητή τους κάτι λίγα βιβλία που είχανε μαζί τους. Ανάμεσα σ’ αυτά τα βιβλία είτανε μια Παλαιά Διαθήκη, ένα Ευαγγέλιο και μια σύντομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδος. Τ’ αραπόπουλο σαν διάβασε τούτη την ιστορία, τόσο πολύ ενθουσιάσθηκε, προπάντων από την παλληκαριά κι’ από την απλή ζωή που είχανε οι Σπαρτιάτες, που μιλούσε ολοένα για τη Σπάρτη κι’ άλλαξε τ’ όνομά του και τόκανε Σπάρτα κ’ έτσι τον λένε ίσαμε σήμερα. Ρώτησε, λοιπόν, τι θρησκεία έχουνε οι σημερινοί Έλληνες και σαν έμαθε πως είτανε χριστιανοί ορθόδοξοι, έγραψε απάνου σε ένα μεγάλο χαρτί που είχε: «Ορθόδοξη παροικία της Σπάρτης» και δεν ήθελε να βαφτισθεί από τους καθολικούς παπάδες ούτε από τους αγγλικανούς, αλλά περίμενε να πάει στην Ουγκάντα κάποιος δικός μας παπάς για να τον βαφτίσει αυτόν και κάμποσους άλλους, που τους είχε κάνει φιλέλληνες. Περίμενε χρόνια ολάκερα και ολοένα ρωτούσε τους λίγους Έλληνες που βρισκόντανε στην Ουγκάντα, πότε θα περάσει κανένας παπας ορθόδοξος. Αυτά μου τάπε ένας Έλληνας ιεραπόστολος που ταξίδεψε πολύν καιρό στην Αφρική και δέσαμε μεταξύ μας γνωριμία προ λίγα χρόνια επειδή έτυχε να διαβάσει κάποια βιβλία μου. Μούλεγε λοιπόν πως οι αραπάδες αγαπάνε πολύ την ορθόδοξη εκκλησία μας, και πως ενθουσιάζουνται με τη βυζαντινή την ψαλμωδία. Κ’ ενώ παντού βλέπανε εικόνες της Παναγίας της καθολικής εκκλησίας, δεν τους κάνανε εντύπωση, αλλά σαν βλέπανε μια βυζαντινή μελαχροινή Παναγία που είχε μαζί του τρέχανε να την προσκυνήσουνε και τη φιλούσανε με κατάνυξη· και πως σαν έβαζε τα άμφια του κ’ έπαιρνε στα χέρια του το ασημένιο Ευαγγέλιο, κάνανε σαν ζουρλοί από τον ενθουσιασμό τους- και πως συντελούσε πολύ σ’ αυτό, το ό’τι είχε γένεια και μαλλιά, γιατί αυτές οι φυλές είναι σπανές. Μούλεγε πως αν είχαμε ιεραποστόλους να στείλουμε στην Αφρική, θα μπορούσαμε να φέρουμε στην Ορθοδοξία τους πιο πολλούς αραπάδες. Κ’ επειδή έψελνα βυζαντινά μαζί του, μούλεγε να πάμε μαζί στην Αφρική, γιατί μοναχός του έψελνε και μοναχός του έκανε τη λειτουργία.
Αυτός λοιπόν ο ιεραπόστολος έφτασε μια φορά στην Ουγκάντα για να βαφτίσει τα παιδιά των Ελλήνων που είτανε εκειπέρα, κι’ αυτοί του είπανε την ιστορία του Σπάρτα. Πήγε λοιπόν στο μέρος που καθότανε. Ο Σπάρτας έκανε σαν ζουρλός από τη χαρά του. Τον βάφτισε λοιπόν μαζί με τους δικούς του μέσα σ’ ένα ποτάμι και τους έβγαλε ορθόδοξα ονόματα, Γιάννη, Νικόλα, Κωνσταντίνο, Γιώργη, Γληγόρη, Χρυσόστομο, Μαρία, Κατερίνα, Ελένη, Βαρβάρα κλπ. Ύστερα από ένα δυο χρόνια, ο Σπάρτας χειροτονήθηκε παπάς κ’ έκανε ο καϋμένος άμφια από ό,τι πανιά είχε κι αφοσιώθηκε στη θρησκεία και πάλευε για την Ορθοδοξία.
Στα 1942 το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας έστειλε τον μητροπολίτη Αξώμης Νικόλαον σε περιοδεία στην Ανατολική Αφρική. Σαν έφτασε στην Καμπάλα, που είνε πρωτεύουσα της Ουγκάντας, τον υποδέχτηκε ο πάτερ Σπάρτας μαζί με έναν άλλο παπά και με τη συνοδεία του. Γονατιστοί φιλήσανε το χέρι του και πήρανε την ευλογία του. Χαρά μεγάλη είχανε που βλέπανε έναν δεσπότη της ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον περιμένανε τόσα χρόνια αυτά τα αθώα πρόβατα. Τον πήγανε στο Ναγκόνα Κοσούμπι, στην άκρη της Καμπάλας. Αντί για καμπάνες χτυπούσανε τούμπανα. Η μικρή εκκλησιά τους, είτανε μια μακρουλή καλύβα από λάσπη, σαν και κείνες που τις λένε τεκούλ. Απομέσα είχανε χωρισμένο το άγιο Βήμα όπως στις εκκλησιές μας κι αυτό το εικονοστάσι είτανε καμωμένο με καλάμια. Μέσα στο ιερό είχανε κάνει την αγία Τράπεζα και την Πρόθεση. Όλα είτανε φτωχά και απλά, όπως είνε στα δικά μας ερημοκκλήσια. Στο ιερό είτανε βαλμένα δυο τρία εικονίσματα με ελληνικά γράμματα. Παραταχθήκανε τα παιδιά σε δυο σειρές, για να περάσει ανάμεσα ο δεσπότης να πάει στην εκκλησία. Γύρω στην εκκλησία είτανε μαζεμένος πολύς κόσμος. Ενώ τα νταούλια βαρούσανε ολοένα, ο δεσπότης με τον Σπάρτα και με τη συνοδεία του προχωρήσανε με πομπή για να μπούνε στην εκκλησιά, ενώ οι αναγνώστες κ’ οι κατηχούμενοι ψέλνανε τους Ψαλμούς του Δαυίδ 120 και 135 που λένε:
«Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη, όθεν ήξει η βοήθεια μου. Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην. Ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη την νύκτα. Κύριος φυλάξει την είσοδόν σου και την έξοδόν σου, από του νυν και έως του αιώνος. Ότι εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Θεώ του ουρανού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».
Πόσο ανεξιχνίαστα και μεγάλα είνε τα μυστήρια του Θεού ! Ως την Ουγκάντα πήγε η ευωδία του Χριστού, ως τη γη τη διψασμένη από το νερό της ζωής ξεχύθηκε ο ποταμός ο μεγάλος, ο Δαυΐδ λέγω ο Προφητάνακτας, και δρόσισε με το γλυκύτατο νερό του ψυχές διψασμένες, μαύρα χείλια, μαύρα στόματα. Κύριε, ποιος δεν ξεδίψασε από το δικό σου «το ύδωρ το ζων, το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» ; Μαύρες γλώσσες Σε ψέλνουνε με χαρά στη Νυάντζα, στο Τόρο, στο Αγκόλε, στην Κένυα, και λένε «Ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού». Και σε τούτη την καινούργια κληρονομιά σου, χαίρεται και σκιρτά άλλο Ερμών κι άλλο Θαβώρ κι’ άλλος Λίβανος, το βουνό Ρουβεντζόρι, το Μφιμπούρο και το Έλγκον που πετά φωτιά από την κορφή του.
Στη μέση της εκκλησίας είτανε στημένο ένα ξύλινο θρονί κ’ εκεί κάθισε ο δεσπότης Νικόλαος, έχοντας δεξιά του κι αριστερά του τους δυο εφημέριους, τον πάτερ Σπάρτα κ’ έναν άλλον. Και σαν έπαψε η ψαλμωδία, στάθηκε ο Σπάρτα μπροστά στον δεσπότη και τον χαιρέτησε με κάποια λόγια γεμάτα πίστη και φλογερή αγάπη στην ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Τον χαιρέτησε από μέρος του τιμίου πρεσβυτερίου της Ουγκάντας, των ιερέων, των διακόνων και των αναγνωστών, των ιεροσπουδαστών, των επιτρόπων και πάσης της εν Ουγκάντα ορθοδόξου κοινότητος. Με πόνο εξιστόρησε τις θλίψεις, τους αγώνες, την πνευματική ορφάνια τους κ’ είπε πως περιμένανε δεκαπέντε χρόνια να δούνε τον πνευματικό ποιμένα τους και πως τον παρακαλούνε να τους ξεκουράσει από τα δεινά, να τους ανοίξει τη θύρα με το κλειδί της σωτηρίας και να τους βάλει μέσα στην αγία ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία. «Έργο σου είνε, είπε, να φέρεις στη μάντρα το απολωλός πρόβατο και να το παρουσιάσεις θυσία καθαρή ενώπιον του Θεού. Κανένα δώρο δεν είνε τόσο ευάρεστο στον Θεό, όσο είνε μια σωσμένη ψυχή. Όλος ο κόσμος, είπε ο πάτερ Σπάρτας, δεν αξίζει όσο αξίζει μια ψυχή. Εμείς είμαστε χαμένες ψυχές. Διψούμε τη σωτηρία μας… Ο Θεός να ευλογήσει την αποστολή σου και να ανοίξει τη θύρα για να ενωθούμε με την αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον θρόνο του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου» ([1]). Ο δεσπότης Νικόλαος τον ευχαρίστησε και τον βεβαίωσε πως θα γίνει η ποθητή ένωση με τη βοήθεια του Θεού. Άμα τελείωσε τον λόγο του, όλο το πλήθος πέρασε και φίλησε το χέρι του, γονατιστοί και κάνοντας τον σταυρό τους. Ύστερα πήγανε να δούνε τα σχολεία. Το αρρεναγωγείο είχε 160 μαθητές, που μαθαίνουνε τη ντόπια γλώσσα Λουγκάντα και την εγγλέζικη. Κατόπιν ανεβήκανε σ’ ένα χαμηλό βουναλάκι, απάνω στο οποίο είχε πόθο ο Σπάρτας να χτίσει μια μεγάλη εκκλησία.
Την άλλη μέρα έφυγε ο δεσπότης και τον αποχαιρέτησε συγκινημένος ο πάτερ Σπάρτας με δυο διάκους. Μα ύστερα από λίγον καιρό ξαναπήγε ο δεσπότης Νικόλαος στην Καμπάλα για να βρεθεί στη στέψη του καινούριου βασιλιά Καμπάκα. Τούτη τη φορά τον πήγανε στο Μπουλεμέζι, λίγα μίλια μακρυά από την Καμπάλα. Εκεί είτανε άλλη ορθόδοξη ενορία και μια ιερατική Σχολή. Τους υποδέχτηκε ο εφημέριος Ομδιά Μπεζαζακιτάλο, που είτανε και διευθυντής στη Σχολή. Περίμενε τον δεσπότη ο κόσμος κι οι μαθητές της Σχολής, καμμιά τριανταριά. Μαζί τους είτανε οι αναγνώστες και ψέλνανε. Μπήκανε στην εκκλησιά και έγινε ό,τι είχε γίνει και στο Κοσούμπι. Η Σχολή είνε στο όνομα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Οι σπουδαστές μαθαίνουνε την Κατήχηση και την Ιστορία της Εκκλησίας. Στον γυρισμό, τους υποδεχόντανε οι ορθόδοξοι χριστιανοί στα διάφορα χωριά μ’ έναν διάκο που φορούσε μαύρο ράσο κ’ ένα κομποσχοίνι στον λαιμό του με σταυρό σαν τα αγιονορίτικα.
Ο Σπάρτας ολοένα παρακαλούσε τον δεσπότη να τους αναγνωρίσει το Πατριαρχείο για να ησυχάσουνε.
«Το να αξιωθούμε το φως της αληθινής Εκκλησίας, είπε ο καϋμένος ο Σπάρτας, το θεωρούμε ανώτερο από κάθε άλλη ευεργεσία».
Έδωσε στον δεσπότη μια έκθεση για να την υποβάλει στον Πατριάρχη. Εκεί μέσα είτανε γραμμένη η ιστορία της ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουγκάντας, που είνε η πιο καινούρια, μονάχα 20 χρονών. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι είνε απάνω από 10.000 ψυχές. Μονάχοι κι απροστάτευτοι, δεν σαλεύουνε από την πίστη τους.
«Σαν λαός ευσεβής, είμαστε έτοιμοι να περάσουμε με υπομονή κάθε πειρασμό. Πρέπει να τραβούμε κουπί στις πιρόγες μας με χαρά και με προθυμία».
Σ’ όλη την Ουγκάντα βρίσκουνται 58 ορθόδοξες εκκλησιές, 20 σχολειά με 985 μαθητές και μια ιερατική Σχολή. Ζητούνε δασκάλους να τους μάθουνε Ελληνικά για να διαβάζουνε τα βιβλία της θρησκείας, ζητούνε ένα τυπογραφείο, ζητούνε άγια άμφια και σκεύη ή καν δείγματα για να τα κάνουνε οι ίδιοι. Ζητούνε Επίσκοπο και παπάδες: «Ο αγρός του Κυρίου είνε ευρύς, δύο δε μόνον ιερείς δεν επαρκούν εις το έργον. Πάσα η κτίσις αινεσάτω τον Κύριον, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».
Άλλη έκθεση έδωσε στον δεσπότη ο πάτερ Γκαθούμα, από την Κένυα και ζητά Επίσκοπο, ορθόδοξα βιβλία, άγιο Μύρο, και να σπουδάζουνε θεολόγοι στην Αλεξάνδρεια. Λέγει πως στην Κένυα είνε 53 ορθόδοξες εκκλησίες με 15.000 χριστιανούς.
Πριν φύγει από την Ουγκάντα ο δεσπότης, έγινε λειτουργία στην εκκλησιά του Κοσούμπι και λειτούργησε ο Σπάρτας με έναν άλλον παπά κ’ έναν διάκο. Το άγιον Ποτήριον είτανε ένα συνηθισμένο ποτήρι και τα καλύμματα από μπαμπακερό πανί. Το πρόσφορο είτανε μακρύ σαν φραντζόλα.
Όλη η ακολουθία του Όρθρου και η λειτουργία ετελέσθησαν εις την εγχώριον γλώσσαν. Ανεγνώσθη ο Εξάψαλμος, η Ενάτη Ώρα, οι Αίνοι και η Δοξολογία. Περιορίζεται ο Όρθρος εις αυτά δι’ έλλειψιν μεταφράσεως των λοιπών λειτουργικών βιβλίων. Τους ψαλμούς ψάλλει το εκκλησίασμα εν κοινή ψαλμωδία. Ακούεται το «Κύριε ελέησον», «Παράσχου Κύριε», «Σοι Κύριε» εις βαρύν ήχον. Την προσκομιδήν ηυτρέπισεν ο λειτουργών τακτικώτατα, με τας μερίδας της Θεοτόκου, των ουρανίων Ταγμάτων και των λοιπών αγίων, επιλέγων εις πάσαν μερίδα τα ανάλογα. Εις το «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» οι πλείστοι του εκκλησιάσματος προχωρήσαντες προς το ιερόν εκοινώνησαν γονυπετείς. Περί το τέλος της λειτουργίας αντελήφθην ότι έψαλλον το «Άξιον εστίν».
Ο πάτερ Σπάρτας ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και πήρε την ευλογία του Πατριάρχη και τον τίτλο του «Πατριαρχικού Επιτρόπου εν Ουγκάνδα, Κένυα και Ταγκανίκα». Στην Αίγυπτο στείλανε δυο υποτρόφους από την Ουγκάντα και τελειώσανε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Σαν γυρίσανε στην πατρίδα τους, τους έβαλε ο Σπάρτας και μεταφράσανε στη γλώσσα τους λίγα γράμματα από τα βιβλία της Εκκλησίας.
Μακάρι να τα φέρει δεξιά ο Θεός να πάγω στην Ουγκάντα να ζωγραφίσω την εκκλησία που θα χτίσουνε στη Ναγκόνα Κοσούμπι και να γράψω στην κτιτορική επιγραφή: «Ανηγέρθη εκ βάθρων γης και ανιστορήθη ο παρών ιερός ναός εφημερεύοντος του ευσεβεστάτου Σπάρτα, πατριαρχικού επιτρόπου της Ορθοδόξου Ανατολικής Αφρικανικής Εκκλησίας».
Φώτης Κόντογλου
[1] Ο Απόστολος Μάρκος είνε ο ιδρυτής του πατριαρχικού θρόνου της Αλεξανδρείας.Πηγή: impantokratoros.gr