100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Η πορεία του στρατού προς Θεσσαλονίκη (Οκτ. 1912)
8 Οκτωβρίου 2012
του Κωνσταντίνου Ν. Ζωρογιαννίδη, Αντιστρατήγου
18η Οκτωβρίου. Αναχώρησις τής Μεραρχίας εκ Αιμπανόβου τη 8η πρωινή ώρα, διά τής αμαξιτής όδοΰ τής άγούσης διά τής γεφύρας του ‘Αλιάκμονας (Νισέλι).
Μετά πορείαν τεσσάρων ωρών άφικόμεθα εις την εντεύθεν τής γεφύρας μεγάλην στάσιν, διαρκέσασαν περί τήν μίαν ώραν, μεθ΄ ήν έξακολουθήσαντες τήν πορείαν μας καί διαβάντες τήν γέφυραν, την όποίαν οι Τούρκοι, ύποχωροΰντες, ματαίως άπεπειράθησαν νά καταστρέψωσιν, άφικόμεθα εις τό χωρίον Κορυφήν, περί τήν 3ην μ.μ. ώραν.
Ό λόχος μου κατά τήν πορείαν ταύτην άπετέλεσε μέρος του κορμού τής εμπροσθοφυλακής. “Αμα δε τη έγκαταστάσει των προφυλακών εις Κορυφήν, άπετέλεσε τήν έφεδρείαν. Οί άνδρες έβάδισαν καλώς.
19η Οκτωβρίου. Ώς άνωτέρω διαλαμβάνω, εύρισκόμεθα εν Κορυφή εν καταυλισμώ με μέτρα άσφαλείας οπότε περί τήν11ην ώραν π.μ. συνεχείς πυροβολισμοί ήκούσθησαν άνωθι τών Γενιτσών μετά σφοδρών κανονιοβολισμών, καταστάντες συνεχέστεροι καί σφοδρότεροι περί τήν 12.30′ ώραν μ.μ. καί έξακολουθήσαντες μέχρις εσπέρας. Έγένετο ή μάχη τών Γενιτσών. Ή ήμετέρα Μεραρχία χωρίς, ώς ώφειλε, νά συνδράμη τον άγώνα εκείνον διά τής επί τόπου μεταβάσεώς της ή τουλάχιστον διά του πυροβολικου της, ήρκέσθη νά γίνη άπλοΰς θεατής έφ΄ ω καί τή άπεδόθη δικαίως ή κατηγορία τής άποτελματώσεώς της, του Διαδόχου δριμέως έπιτιμήσαντος τον Μέραρχον, ώς έγνώσθη, διά τοΰτο. Τό σκότος τής νυκτός έπήλθε καί ή μάχη διεκόπη, ίνα συνεχισθή τήν επαύριον. Παρέκβασις.
Οί κάτοικοι τής Κορυφής καί τών περιχώρων είσί γνησιώτατοι Ελληνες, άληθεΐς άπόγονοι του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου. Αί γυναίκες φέρουν ώς κάλυμμα επί τής κεφαλής των τήν περικεφαλαίαν, τύπω τής περικεφαλαίας του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου. Άφ΄ εσπέρας τής προηγουμένης ό έχθρός διά τριών ταγμάτων του διήλθε την γέφυραν Καρ-Άσμάκη (ποταμού) καί έγκατεστάθη διά προφυλακών περί τό χωρίον Πλατύ, παρά την σιδηροδρομικήν γραμμήν.
’Ήδη άπό βαθυτάτης πρωίας, ή διακοπεΐσα μάχη τών Γενιτσών έσυνεχίσθη. Τή 8η πρωινή ώρα ή Μεραρχία έτέθη εις κίνησιν εκ τής Κορυφής κατευθυνθεΐσα κατά του περί τό Πλατύ εύρισκομένου έχθροΰ.
Ό ύπ΄ εμέ λόχος ταχθείς επί κεφαλής του Συντάγματος καί τής όλης Μεραρχίας έν τάξει μάχης, ελαβεν ως άντικειμενικόν σκοπόν τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Πλατύ, ενθα έπρεπε νά στηρίξη τό άριστερόν του δεδομένου ότι τό άνεξάρτητον εύζωνικόν θά έστήριζεν έκεΐ τό δεξιόν του.
’Έβρεχε βροχήν θυελλωδεστάτην τό ψύχος άφόρητον, τό έδαφος ώργωμένον, τό πεδίον εντελώς άνοικτόν καί άκάλυπτον. ‘Υπό τοιαύτας συνθήκας ό λόχος μου προχωρών, έν αρχή ύπέκυψεν εις τά πυρά του άντιπάλου πυροβολικού άπό άποστάσεως 1200 περίπου μέτρων, κατά τών οποίων πυρών άντέταξε τον κατάλληλον σχηματισμόν προχωρών πάντοτε, χωρίς ν΄ άνοιξη προώρως πυρ.
Τό έχθρικόν πυροβολικόν εβαλλε κεκαλυμμένον. Τό ήμέτερον πυροβολικόν άνταπεκρίθη. Ό λόχος μου έξηκολούθει προελαύνων καί έλισσόμενος, διά μέσου τών καλλιεργημένων άγρών, βουτημένων τών άνδρών μέχρι του γόνατος εις τήν λάσπην, βαλλόμενος σποραδικώς ύπό τών πυρών του τε εχθρικού πυροβολικού καί πεζικού, ύπό τάς δυσμενεστέρας άτμοσφαιρικάς συνθήκας, διά διαδοχικών άλμάτων, άνευ άπωλείας τής συνοχής τών τμημάτων του καί άνευ προώρου ένάρξεως του πυρός, μετά θάρρους άπαραδειγματίστου καί γενναιότητος άπαραμίλλου, άπάντων τών άποτελούντων αύτόν άνδρών.
Τοιουτοτρόπως προχωρών ό λόχος μου καί έφ΄ όσον έπλησίαζε πρός τήν έχθρικήν τοποθεσίαν, ώς ήτο επόμενον, ύπέκυπτε περισσότερον εις τά πυρά του έχθροΰ. (Μιας βολιδοθήκης έκραγείσης προ του μετώπου του λόχου, έδέχθην τό κέλυφος παρά τούς πόδας μου οπότε παρατυχών στρατιώτης μου μέ προσητένισεν εάν επαθόν τι καί εις άπάντησιν τω ειπον, «Δεν είναι, παιδί μου, γιά μας», τούθ όπερ τον ένεθουσίασε πολύ).
Φθάσαντες τέλος εις την άπόστασιν των 400 μέτρων άπο του σιδηροδρομικού σταθμού, δηλαδή τής εχθρικής τοποθεσίας, διεκρίναμεν άτάκτους κινήσεις πηγαινοερχομένων άτόμων, εμπροσθεν μιας σκηνής παρακειμένης τω κτιρίω τού σταθμού. Καί τούτους έξελάβομεν εν αρχή ως εύζώνους, λόγω τής συνεσκοτισμένης άτμοσφαίρας καί τής καταπιπτούσης βροχής καί σχηματισθείσης ομίχλης, καί μέχρι τοσαύτης πειθούς ώστε εις εν των τμημάτων μου, όπερ ειχον διατάξει νά ποιήση εναρξιν πυρών, έξηναγκάσθην ν΄ άρω την τοιαύτην μου διαταγήν καί νά διατάξω «μή».
‘Η βροχή δίοπτρα δεν έπέτρεπε. Παρομοίαν άντίληψιν ώς άνωτέρω εσχε καί ο Διοικητής τού τάγματος ταγματάρχης Γιαννόπουλος Δημ. Έν τούτοις έν τή προελάσει τού λόχου μου διηυκρινίσθη τό πραγμα καί διά πυρός άρξαμένου, τή διαταγή μου, προηγηθέντος ιού «έφ΄ όπλου λόγχη», ο λόχος μου μέ επί κεφαλής τον υποφαινόμενον ώρμησε κατά τού σταθμού, έξετόπισε τον κατέχοντα αύτόν εχθρόν, κατέλαβε τούτον καί κατεδίωξε τον φεύγοντα εχθρόν διά των πυρών του. Παρέλειψα νά είπω ενταύθα ότι ό εχθρός κατά την μάχην ταύτην έκαμε χρήσιν καί πολυβόλων. Είχε δε παραταχθή πρός μάχην ολόκληρος ή Μεραρχία πλήν τήν γραμμήν τού πυρός, ώς άνωτέρω διαλαμβάνω, άπετέλεσε μόνος ο λόχος μου, τού άνεξαρτήτου εύζωνικού τάγματος έπιτεθέντος κατά τού δεξιού πλευρού τού εχθρού.
Τή 10η άκριβώς πρωινή ώρα τής ημέρας εκείνης ό εχθρός ειχεν υποχωρήσει εκ Γενιτσών, παρακολουθούμενος υπό σφοδρού πυρός τού ήμετέρου πυροβολικού.
‘Άμα τή καταλήψει τού σταθμού ή ώρα ήτο ώσεί 11η πρωινή. Επειδή δέ ή άτμόσφαιρα ενεκα τής θυελλωδεστάτης βροχής ήτο λίαν πεπυκνωμένη καί συνεσκοτισμένη έκ τής ομίχλης, διά τούτο τά πυρά τού εχθρού έσχον έφ΄ ήμών τά ήσσονα άποτελέσματα.
‘Ώστε εκ των άνδρών του λόχου μου έτέθησαν έκτος μάχης μόνον δύο. ‘Άμα τη ύποχωρήσει του ό εχθρός κατηυθύνθη πρός την γέφυραν Καρ-Άσμάκη έγκατασταθείς έπί τής αντίπεραν ταύτης άριστερας όχθης του ομωνύμου ποταμού, εντός ορυγμάτων, άτινα είχε προπαρασκευάσει άφ΄ ου διαβάς την σιδηράν έκείνην γέφυραν άπεπειράθη ματαίως νά την άνατινάξη διά δυναμίτιδος.
Εις τον σταθμόν συνεκέντρωσα καί άνασυνέταξα τον λόχον μου, ένθα,
μετά την άφιξιν των ήμετέρων άνταρτών υπό τόν λοχαγόν του
πυροβολικοΰ Μαζαράκην
καί τό σχετικόν παρ΄ αύτών ψείρισμα
των φονευμένων Τούρκων καί την προχώρησιν εϊτα τούτων πρός την γέφυραν, άφίκετο
ό ταγματάρχης Γιαννόπουλος Δημ., Διοικητής του τάγματος μετά των λοιπών λόχων
αύτοΰ.
Τότε ολόκληρον τό τάγμα, ήγουμένου του λόχου μου μέ έπί κεφαλής
τόν ταγματάρχην, έλαβε την πρός την γέφυραν άγουσαν, διά τής σιδηροδρομικής
γραμμής.
Έν τή τοιαύτη προελάσει καί προ τής άφίξεώς μας εις την γέφυραν,
ιδού ο άνθυπίατρος του τάγματος Μηναΐος έπιφαίνεται έφιππος καί έκτελών χρέη
διαγγελέως του συντάγματος καί άποτεινόμενος πρός τόν ταγματάρχην λέγει έπί
λέξει:
«Κύριε ταγματάρχα, ο κ. Συνταγματάρχης διέταξε νά καταλάβητε την
έξωτερικήν παρυφήν του χωρίου πρός την γέφυραν καί νά άναμένητε νεωτέρας
διαταγάς».
Τότε, διαταγή του ταγματάρχου, έξέκλινε τό τάγμα τής
κατευθύνσεως τής πορείας του, λαβόν την πρός τό χωρίον Πλατύ άγουσαν, μετά την
διερεύνησιν του οποίου διεπεραιώθη εις την παρά την γέφυραν παρυφήν πρός
προσωρινήν έγκατάστασιν καί αναμονήν.
Μόλις άφίκετο εκεί προσεβλήθη ύπό
σφοδρού πυρός του εχθρικού πυροβολικοΰ, όπερ έβαλλε συνεχώς καί άκαταπαύστως
κατά τε τής σιδηροδρομικής γραμμής καί τών εξόδων του χωρίου Πλατύ, τουτέστι τών
προσβάσεων τής γεφύρας.
Αί οβίδες έπιπτον εις άπόστασιν 15 περίπου μέτρων
άφ΄ ημών μη έκρηγνυόμεναι.
Τότε, πρός έξαφάνισιν του στόχου, ο λόχος μου
έχρησιμοποίησεν άμέσως τά φυσικά του εδάφους προκαλύμματα, πεσών πρηνής έντός
αύτών τοΰθ όπερ έπραξαν καί οί επόμενοι του λόχου μου λόχοι του τάγματος.
Ή βροχή έξηκολούθει θυελλώδης, τό ψύχος άφόρητον.
Καί εν ώ εύρισκόμεθα εις τήν πρός τήν γέφυραν παρυφήν του
χωρίου καί άπείχομεν αύτής μόλις 800 μέτρα, έβλέπομεν τούς άντάρτας άσυνήθως
πηγαινοερχομένους τήν γέφυραν καί άλληλοτυφεκιζομένους μετά τών πέραν τής
γεφύρας ώχυρωμένων Τούρκων.
Μετ’ ολίγον, ιδού τό ανεξάρτητον
Εύζωνικόν προελαυνον κατά τής γεφύρας μετά του τάγματος Καραγιαννοπούλου του
21ου Συντάγματος.
Τό ήμέτερον τάγμα παρέμενε καθηλωμένον επί τών θέσεών του
άναμένον, ώς άνωτέρω διαλαμβάνω, διαταγάς. Έν ταύτώ μετά τινα συμπλοκήν τών
προελασάντων ή γέφυρα εμεινεν έλευθέρα, του εχθρού έπιβιβασθέντος μετά του
πυροβολικοΰ του του σιδηροδρόμου, έγκαταλιπόντος πρότερον —εννοείται— τά
όχυρώματά του καί λαβόντος τήν πρός Θεσσαλονίκην άγουσαν.
Ότε τά τοιαΰτα
χώραν έλάμβανον, ιδού διαταγή έκ μέρους του συνταγματάρχου πρός τον ταγματάρχην,
άποσταλεΐσα δι΄ επίτηδες άγγελιαφόρου καί διαλαμβάνουσα νά διέλθη τό τάγμα τήν γέφυραν.
Πράγματι άμα τή λήψει της διαταγής ταύτης, ό ταγματάρχης διέταξεν
αμέσως τήν κίνησιν του τάγματος πρός τήν γέφυραν με επί κεφαλής τον ύπ΄ εμέ
λόχον.
Έκεΐ φθάσαντες έδέησε νά σταματήσωμεν ενθεν τής γεφύρας καί νά
άναμείνωμεν οΰτω τήν διέλευσιν τής ούρας του ήγηθέντος τάγματος Καραγιαννοπούλου
επί δέκα λεπτά τής ώρας, μεθ΄ ο διέβημεν καί ημείς τήν γέφυραν.
Μόλις δε τοΰτο έγένετο, ιδού ό λοχαγός Μαζαράκης, ώς έκτελών χρέη επιτελούς τής Μεραρχίας, όστις ώρισε τήν θέσιν του τάγματος έν αναμονή πέραν τής γεφύρας περί τά δύο χιλιόμετρα καί επί τής σιδηροδρομικής γραμμής.
Τό τάγμα χωρήσαν κατέλαβε τήν όρισθεισαν αύτώ θέσιν, παραμεΐναν περί τήν ώραν έν αυτή, οπότε έδέησε νά διαταχθή ή προέλασίς του πρός τό χωρίον Κερτζιλάρ παρά τον ομώνυμον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ενθα συναφίκετο μετά του υπολοίπου συντάγματος περί τήν δύσιν του ήλίου. Οί άνδρες ολόβρεκτοι καί νήστεις καί κατακεκμηκότες έπρομηθεύθησαν ξύλα έκ του στάθμου καί άνάψαντες πυράν έθερμαίνοντο καί έστέγνωναν καθ’ όλην τήν νύκτα, δεδομένου δτι ή βροχή είχε κοπάσει. Τό έδαφος όλόβρεκτον. Εις τον σταθμόν ύπήρχεν έγκαταλελειμμένη άρκετή ποσότης άρτου καί όρύζης. Έκ τούτων έπρομηθεύθησαν οί άνδρες καί εφαγον τό εσπέρας εκείνο, έφοδιασθέντες καί διά τήν έπομένην, διόαι τά μεταγωγικά τών τροφών καί ή άγέλη τών σφαγίων παρέμειναν όπίσω μακράν καί δεν ήδυνήθησαν νά ελθωσιν εκείνην τήν νύκτα άρωγά.
Ένθυμοΰμαι καλώς ότι ό συνταγματάρχης άποτεινόμενος πρός τον ταγματάρχην, σχετικώς με αήν διάβασιν τής γεφύρας εΐπεν αύτώ επί λέξει: «Έγώ ένόμιζα ότι εις τήν διάβασιν τής γεφύρας θά έπέρνατε τά πρωτεία». Όπότε ό ταγματάρχης τώ άπήντησεν επί λέξει: «Τό τοιοΰτον θά συνέβαινεν εάν δεν μας έδεσμεύατε, Κύριε Συνταγματάρχα, με τήν διαταγήν τής αναμονής νεωτέρων διαταγών εντεύθεν τής γεφύρας».
Τή επομένη, 21η ’Οκτώβριου, ή Μεραρχία έξέδωκε διαταγήν δι΄ ής έξέφραζε τήν εύαρέσκειάν της εις πάντα, ά σώματα, τά λαβόντα μέρος εις τήν μάχην, «διά τήν άκάθεκτον ορμήν μεθ’ ής ώρμησαν καί έξετόπισαν τον εχθρόν τών θέσεών του». Τό άπόσπασμα του έχθροΰ μεθ΄ ού συνεπλάκη ή Μεραρχία, σκοπόν είχε τήν έξασφάλισιν τής ύποχωρήσεως τής κυρίας εχθρικής φάλαγγος έν Γενιτσοις, τοΰθ όπερ καί επέτυχε.
ΑΝΑΤΙΝΑΞΙΣ ΓΕΦΤΡΑΣ ΑΞΙΟΥ
21η Οκτώβριον. Τή 7.30′ π.μ. ώρα ήκούσθησαν δύο μεγάλοι υπόκωφοι κανονιοβολισμοί πρός τήν γέφυραν τοΰ Άξιοΰ. Οί Τοΰρκοι άνετίναξαν τήν γέφυραν, άμα τή υποχωρήσει των έκεΐθεν τής γεφύρας. Τό τοιοΰτον βεβαίως δεν θά τό έπετύγχανον, αν ήμέτερον άπόσπασμα προύχώρει εγκαίρως πρός τά εκεί καί ή μπόδιζε τήν άνατίναξιν όπότε τά ήμέτερα στρατεύματα ήθελον διαβή άμέσως τήν γέφυραν, τοΰθ όπερ θά συνεπήγετο τήν ταχυτέραν κατάληψιν τής Θεσσαλονίκης.
Ουτω ή Μεραρχία παρέμεινεν έν άπραξία. εις Κερτζιλάρ δύο ολοκλήρους ημέρας, δηλαδή τήν 21 ην καί 22 αν Οκτώβριου.
23η Οκτώβριου. Ή Μεραρχία έξεκίνησεν εκ Κερτζιλάρ τη 8.30′ π.μ. ώρα καί μετά πορείαν τριών τετάρτων τής ώρας άφίκετο εις χωρίον Καϊλί, ενθα κατηυλίσθη καί παρέμεινε μέχρι τής πρωίας τής επομένης. Κατά το διάστημα τούτο άνεπαύθη καί έφωδιάσθη διά πυρομαχικών.
Κατά το αύτό δέ διάστημα το Μηχανικόν τής Μεραρχίας ήτοίμασε την ζευξιν γεφύρας έπί του Άξιου, παρά το χωρίον Κουλακιά προς διάβασιν αυτής.
24η Οκτωβρίου. Τή 5η πρωινή ώρα ή Μεραρχία όλόκληρος έξεκίνησεν έκ Καϊλί λαβουσα την πρός την ζευχθεΐσαν ήδη γέφυραν έπί του Άξιου, διά του χωρίου Κουλακιά, ένθα άφίκετο τή 12η ώρα περίπου καί ένθα μετά μικράν στάσιν έπλησίασε την γέφυραν καί ήρξατο διαβαίνουσα ταύτην τμηματικώς. Ό άπαιτηθείς χρόνος προς την τοιαύτην διάβασιν έχρησίμευσεν ώς μεγάλη στάσις. Μετά την ολοσχερή διάβασιν τής γεφύρας, ή Μεραρχία έξηκολούθησε την πορείαν της καί άφίκετο περί την 5ην μ.μ. ώραν εις το χωρίον Κιολί, ένθα κατηυλίσθη, λαβουσα τά προφυλακτικά τής άσφαλείας μέτρα.
25η Οκτωβρίου. Απραξία, βροχή θυελλώδης. Περί την 7.30′ μ.μ. ώραν ήκούσθη συριγμός τραίνου παρά το χωρίον Τεκελή, όπόθεν διήρχετο ή σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης.
‘Όταν το τραίνο άφίκετο εις τον σιδηροδρομικον σταθμόν Τεκελή, έσταμάτησεν ο δέ παρατυχών έκεΐ άξιωματικός τών προφυλακών μας έδέχθη τον Επιτελάρχην του Τουρκικοΰ Στρατού μετά τών προξένων τών Δυνάμεων, ζητούντων τον Διάδοχον, ίνα διαπραγματευθώσι περί τής παραδόσεως τής πόλεως.
Οί έπίσημοι ούτοι παρέμειναν εις τον σταθμόν, το δέ τραΐνον άνεχώρησε προς μετάβασιν καί συνάντησιν του Διαδόχου, προς τον ώς είρηται σκοπόν. Καί πράγματι, μετά την συνάντησιν του, έπιβάς ούτος του τραίνου, μετά μίαν ώραν άφίκετο μετά του Επιτελείου του είς Τεκελή, ενθα συνηντήθη μετά του Τούρκου Επιτελάρχου καί τών Προξένων καί ήρξαντο τάς διαπραγματεύσεις.
‘Όμως, ως έγνώσθη, εις ούδέν αποτέλεσμα κατέληξαν αυται, διότι οί μέν Τούρκοι έπρότειναν να παραδώσωσι την πόλιν μέν, άλλα ο στρατός ν΄ άφεθή ελεύθερος ν΄ άναχωρήση έκεΐθεν, ό δέ Διάδοχος έπρότεινε νά παραδοθή ή πόλις μετά του στρατού, άνευ όρων.
Διαφωνήσαντες όθεν εκατέρωθεν, έπανήλθον έκαστος είς τά ΐδια.
Τότε ό διάδοχος έξέδωκεν έν βαθεία νυκτί τήν έντονον διαταγήν όπως την έπομένην 26 ην ’Οκτωβρίου γίνη ή γενική έπίθεσις κατά τής Θεσσαλονίκης.
Καί πρός τοΰτο κατανείμας τήν μερικήν ενέργειαν έκάστης Μεραρχίας έν τή όλη άποστολή, είς τήν VII Μεραρχίαν άνέθηκε τήν κατά μέτωπον έπίθεσιν του κατέχοντος τά ΒΑ τής Θεσσαλονίκης υψώματα έχθροΰ.
26η Οκτώβριου. Εορτή του ‘Αγίου Δημητρίου.
Τοΰ 19ου Συντάγματος άποτελέσαντος τό κέντρον τής επιθετικής ένεργείας τής Μεραρχίας, ό ύπ΄ εμέ λόχος έτέθη έπί κεφαλής καί έξεκίνησεν εκ Κιολί την 8.30′ π.μ. ώραν έν τάξει μάχης καί διά τοΰ χωρίου Τεκελή διελθών ειτα τον Έχέδωρον ποταμόν πεζή διά μέσου τοΰ ρεύματος αύτοΰ, ύπό τάς όψεις τοΰ είς τά ΒΑ υψώματα τής Θεσσαλονίκης έχθροΰ, μετά καταπληκτικής άπορίας έβλεπε τό έχθρικόν πυροβολικόν σιγών καί τούς Τούρκους προ τών χαρακωμάτων των περιφερομένους άδιαφόρως.
Είς τό παράδοξον τοΰτο θέαμα, τό ύποπεσόν είς την γενικήν άντίληψιν, διαταγή τής Μεραρχίας, έσταματήσαμεν πάντες.
Μετ’ ολίγον έπαναληφθείσης τής προελάσεως έσταματήσαμεν εκ νέου όπότε καί ήκούσθη τραΐνον έκ Θεσσαλονίκης προερχόμενον με άναπεπταμένας λεύκάς σημαίας πρός συνάντησιν τοΰ Διαδόχου. Τη στιγμή εκείνη ό Διοικητής του Συντάγματος μου εύρίσκετο επί της σιδηροδρομικής γραμμής.
Και ήτο ή ώρα ώσεί 3.30′ μ.μ. οπότε, σταματήσαντος του τραίνου, κήρυξ κατελθών έδήλου τήν πρόθεσιν καί συγκατάθεσιν του Τούρκου Αρχιστρατήγου, περί παραδόσεως τής πόλεως καί του ύπερασπιζομένου ταύτην Τουρκικοΰ στρατού συμφώνως ταΐς άπαιτήσεσι του Διαδόχου.
Πάραυτα τότε ειδοποιηθείς ό Μέραρχος περί τούτου, άνέστειλε πασαν επί τά πρόσω κίνησιν τής Μεραρχίας καί συνώδευσε δι’ άξιωματικοΰ του Επιτελείου του τον κήρυκα πρός τον Διάδοχον.
Μετ΄ ολίγον, διαταγή του Διαδόχου, ολόκληρος ή Μεραρχία έβάδισεν έν τάξει πορείας πρός τήν Θεσσαλονίκην, ενθα άφικομένη καί προ τής εισόδου, περί τήν 6.30′ μ.μ. ώραν, κατηυλίσθη.
Ούτως ή Θεσσαλονίκη, ό πρώτος άντικειμενικός σκοπός τής έκστρατείας έκείνης, παρεδόθη άνευ όρων μετά του ύπερασπιζομένου ταύτην Τουρκικου στρατού, άριθμοΰντος υπέρ τάς τριάκοντα χιλιάδας.
Μία πλάτη άρνίου σφαγέντος τη παραμονή τής παραδόσεως τής Θεσσαλονίκης (25 Οκτωβρίου) έδήλωσε διά του ύποδεκανέως Θεοδοσοπούλου τά κάτωθι, είς τήν παράδοσιν άφορώντα.
Ό ύποδεκανεύς του ύπ΄ έμέ λόχου Θεοδοσόπουλος Κων. προσελθών ένώπιόν μου με τήν πλάτην άνά χεΐρας περί τήν χαραυγήν τής 26ης 9Οκτωβρίου, μοί εΐπεν αύτολεξεί,
«Κύριε Λοχαγέ, βλέπεις αύτήν τήν πλάτην; Λέει ότι θά πάρωμεν τήν Θεσσαλονίκην χωρίς άλλο αίμα», προβάς είς τάς δεούσας εξηγήσεις επί τών σημείων τής πλάτης, τάς όποίας έχω σημειώσει έπ΄ αυτής όπως μοί τάς εϊπε. Έπηλήθευσε κατά κεραίαν. Ό έν λόγω ύποδεκανεύς έφονεύθη ήρωϊκώς μαχόμενος είς τήν μάχην του Πρέντελ-Χάνι, τήν 17 ην Ιουλίου. Μακαρία ή μνήμη του τοιούτου παλληκαριοΰ, τό όποιον, ίνα ένθουσια τούς συναδέλφους του κατά τήν μάχην εκείνην, έμάχετο ορθιον. Εύτυχώς τήν πλάτην ταύτην έχω διαφυλάξει καί τηρώ ώς κειμήλιον.
27η Οκτωβρίου. Περί την 6ην πρωινήν ώραν ολόκληρος ή Μεραρχία είσήρχετο καί κατελάμβανε την Θεσσαλονίκην ύπό τον έξαλλον ενθουσιασμόν τών κατοίκων καί τούς ραντισμούς δι΄ άνθέων εκ τών παραθύρων καί τών εξωστών τών οικιών. Οι Εβραίοι στα μαΰρα, κατηφεΐς.
Μετά την είσοδόν της ή Μεραρχία κατηυλίσθη παρά τον σιδηροδρομικδν σταθμόν Κωνσταντινουπόλεως, ένθα έν τέλει παρέμεινεν εκεί μόνον τό 19ον Σύνταγμα, τών άλλων σχηματισμών καί συνταγμάτων έπισταθμευσάντων εις δημόσια καί ιδιωτικά καταστήματα.
Αί άλλαι Μεραρχίαι εύρίσκοντο είσέτι έν πορεία.
(Παρατηρήσεις. Χαρακτηριστικόν της πάντοτε πλημμελούς ένεργείας τής VII Μεραρχίας, καί δη του Διοικητοΰ αυτής Συνταγματάρχου Κλεομένους, είναι καί τό εξής, σχετικόν πρός την ενέργειαν τής Μεραρχίας πρός άλωσιν τής Θεσσαλονίκης.
Ώς έγνώσθη, ώς ώρα τής γενικής έπιθέσεως διά την 26 ην Οκτωβρίου ειχεν ορισθή ύπό του Διαδόχου ή 10η πρωϊνή. Πάντοτε όμως μέ την λογικήν ύπόθεσιν ότι αί άλλαι Μεραρχίαι μέχρις έκείνης τής ώρας θά εύρίσκοντο εις τάς όρισθείσας αύταΐς όρμητηρίους των θέσεις, αίτινες γνωσταί έτύγχανον τω Κλεομένους διά τής διαταγής του Διαδόχου καί άφ΄ ών θέσεων έδει νά όρμηθώσιν.
Ηλθεν ή ώρα 10 καί ούδεμία είδησις, ούδεμία άναγγελία, ούδεμία πληροφορία, περί άφίξεως τών άλλων Μεραρχιών εις τάς όρμητηρίους των θέσεις, έφάνη.
Έκτος δέ τούτου, πασαι έφαίνονται διά του τηλεσκοπίου πορευόμεναι πρός τάς όρμητηρίους των θέσεις καί άπέχουσαι τούτων έπί πολύ.
Μ’όλα ταΰτα ό Κλεομένους, ενεργών όχι πλέον ώς Μέραρχος έν πολέμω, άλλ΄ ώς διδάσκαλος έν σχολείω, ήδιαφόρησε πρός τά πράγματα καί διέταξε την προέλασιν τής Μεραρχίας του την όρισθεΐσαν ώραν.
Εύτυχώς όμως ό ‘Άγιος Δημήτριος έπρόλαβε τό κακό, στραβώσας τούς Τούρκους.
Διότι αν οί Τούρκοι άπεφάσιζον ν΄ άντιστοΰν, άπό τών οχυρών θέσεων ας κατεΐχον, θά έξωλόθρευον ασφαλώς: πρώτον ολόκληρον την VII Μεραρχίαν καί εϊτα διαδοχικώς πάσας τάς άλλας οπότε άντί τών Ελληνικών στρατευμάτων θά είσήρχοντο καί θά κατελάμβανον τήν Θεσσαλονίκην τά Βουλγαρικά.
Δεν δύναμαι επί τοΰ προκειμένου νά δώσω άλλην έξήγησιν, είμή ότι επειδή ό Μέραρχος έψέχθη παρά τοΰ Διαδόχου διά τήν έν Γενιτσοΐς άδράνειάν του, έφοβήθη μήπως καί είς τήν παροΰσαν περίστασιν πάθη τό ΐδιον καί εσπευσεν.
Ένώ ή μία περίστασις ήτο όλως διάφορος τής άλλης διότι έν μέν τη πρώτη περιπτώσει έχρειάζετο πρωτοβουλίας άνάπτυξις, έν δε τη δευτέρα περιεσκεμμένη έκτέλεσις τών διαταχθέντων έν τη καταλλήλω στιγμή).
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΛΗΤΙΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
28η Οκτωβρίου. Τή 6η πρωινή ώρα, διαταγή τοΰ Διαδόχου έπέτασσε τήν άμεσον εξοδον τής Μεραρχίας εξω τής πόλεως, πρός τήν άμαξιτήν Μπάλτσα-Θεσσαλονίκης πρός παρεμπόδισιν, τοΰ έκεΐθεν προερχομένου Βουλγαρικοΰ στρατοΰ, ίνα είσέλθη είς τήν πόλιν.
Πράγματι τη 6.30’ώρα π.μ. ολόκληρος ή Μεραρχία, ηγουμένου τοΰ 19ου Συντάγματος, έξήλθε τής πόλεως, ενθα παρά τούς Τουρκικούς στρατώνας εύρέθη άντιμέτωπος ενός Βουλγαρικοΰ Συντάγματος. ’Έβρεχε φοβερά. Είς τήν τοιαύτην συνάντησιν έσταμάτησαν άντιμετώπως άμφότερα τά στρατεύματα άλλήλοις καί είς άπόστασιν 50 περίπου μέτρων.
Έκεΐ προσελθόντων τών άρχηγών τών δύο στρατευμάτων, μετά μικράν συνεννόησιν, έξαπεστάλη έπίτηδες αξιωματικός τοΰ Επιτελείου τής Μεραρχίας τώ Διαδόχω, ίνα λάβη τάς έπί τοΰ πρακτέου διαταγάς του.
Σημειωτέον ένταΰθα ότι τήν ώραν έκείνην έγίνετο ή δοξολογία είς τήν Μητρόπολιν έπί τή άλώσει τής πόλεως, είς ήν παρευρίσκετο καί ό Διάδοχος.
Μετά τήν δοξολογίαν δέ έπανέκαμψεν ό άπεσταλμένος μεθ΄ ο μετά τοΰ ’Αρχιστρατήγου τών Βουλγαρικών στρατευμάτων Σαβώφ έπανήλθε παρά τώ Διαδόχω έπ΄ αύτοκινήτου.
Ητο ή ώρα ώσεί δωδεκάτη. Έβρεχεν άκαταπαύστως, έμουσκέψαμε μέχρι τής γλώσσης.
Ηλθεν ή ώρα 3-3.30′ μ.μ., ή βροχή έξηκολούθει ραγδαία, έβρεχόμεθα καί έμουσκεύαμεν άλύπητα. Τέλος, τή 3.30′ μ.μ. ώρα έδέησε νά διαταχθή ή έπάνοδος τής Μεραρχίας είς τάς θέσεις της.
Οΰτω έμείναμεν υπό ραγδαιοτάτην βροχήν άπό τής 6.30′ π.μ. ώρας μέχρι τής 4ης μ.μ. περίπου. Άλλ΄ έπανελθόντες είς τον καταυλισμόν τί εΰρομεν εκεί; Τό έδαφος του καταυλισμοΰ πλημμυρισμένον. Πώς έξενυκτήσαμεν εκείνην τήν νύκτα άδυνατώ νά περιγράφω. Λέγω μόνον τοΰτο, ότι οί μέν άνδρες του λόχου μου έξενύκτησαν ορθιοι υπό υπόστεγά τινα, ό δέ υποφαινόμενος επάνω είς κάτι σάκκους. Είς τούς αξιωματικούς μου εδωκα τήν άδειαν νά κοιμηθούν είς τό ξενοδοχεΐον. Έγώ άτομικώς δεν ήθέλησα νά χωρίσω τήν τύχην μου άπό τήν τών άνδρών μου.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ Μετά τήν επάνοδον τής Μεραρχίας είς τήν πόλιν, είσήλθε καί ό Βουλγαρικός στρατός έν αύτή, έγκρίσει του Διαδόχου, υπό τό πρόσχημα επειδή ήτο βρεγμένος νά στεγνώση καί ν΄ άναπαυθή τό εσπέρας, ίνα τήν έπομένην άναχωρήση. ’Αλλά άνεχώρησεν; ’Όχι. Έμαζεύθη τήν έπομένην, 40.000, καί διεξεδίκει τήν κατοχήν τής Θεσσαλονίκης. Κατέλαβε δέ πρός έπιστάθμευσιν τά καλύτερα δημόσια καί ιδιωτικά καταστήματα, ώς καί τάς Εκκλησίας καί πήγαινε νά τον βγάλης ΰστερα. Ήμεΐς είχαμε στραβωμάρα νά τά προκαταλάβωμεν καί νά μήν πουντιάσωμεν κυλιόμενοι μέσα σταΐς λάσπες σάν τά γουρούνια. Έν τέλει ό λόχος μου έπεστάθμευσεν είς εν Σχολεΐον άρρένων. Άπό τής εισόδου μας είς Θεσσαλονίκην μέχρι τής 12ης Νοεμβρίου παρεμείναμεν έν Θεσσαλονίκη υπό τάς δυσμενεστέρας συνθήκας, έν τή άκαταστασία ιδία έκείνη τών πρώτων ημερών, διεξήλθε δέ ό λόχος μου δι’ όλων τών εκτάκτων υπηρεσιών φρουράς, τελωνείου, αιχμαλώτων, τάξεως πόλεως κλπ. Καθ’ όλον τό διάστημα τής εκστρατείας ταύτης ό λόχος μου δεν έπείνασε σχεδόν καί οχι μόνον τούτο, άλλα ουτε καί ο καφφές καί το σαλέπι του έλειψαν.
Πηγή: http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/10/100-1912.html