Άγιος Οσιομάρτυς Μαλαχίας ο Λίνδιος
29 Σεπτεμβρίου 2012
Η μνήμη του εορτάζεται στις 29 Σεπτεμβρίου.
Ο Άγιος Μαλαχίας γεννήθηκε κατά το έτος 1500 μ.Χ. στην Λίνδο της Ρόδου από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Χριστίνα.
Στα 22 χρόνια ξενιτεύτηκε για την αγάπη του Χρίστου. Πήγε στις Κολοσσές της Φρυγίας, στην πατρίδα του Αγίου Τρύφωνα, την Λάμψακο, και από εκεί επισκεπτόμενος την Πελοπόννησο και διάφορα νησιά κατέληξε στην Φοινίκη. Από εκεί πήγε στην Αίγυπτο, την Λιβύη, το Όρος Σινά και τέλος έφθασε στα Ιεροσόλυμα οπού με πολύ πόθο και λαχτάρα προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, όπου ο Κύριος έζησε σωματικώς. Έμείνε αγωνιζόμενος με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές σε διάφορα άγια προσκυνήματα και διακόνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας και στον Ναό της Αναστάσεως Του.
Βλέποντας ο εχθρός κάθε…
καλού διάβολος την μεγάλη πρόοδο και προκοπή του Αγίου στα πνευματικά τον φθόνησε και τον πολέμησε με μανία χρησιμοποιώντας σαν όργανό του έναν φανατικό Αγαρηνό. Ό Αγαρηνός αυτός συνάντησε μία μέρα τον Όσιο στην αγορά και τον ράπισε στο πρόσωπο λέγοντας του ψέματα ότι βλασφήμησε τον Μωάμεθ. Στην συνέχεια τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα της πόλεως ο όποιος προσπάθησε με κολακείες να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπαστεί την θρησκεία του Μωάμεθ. «Δεν προσκυνώ εγώ» απάντησε με θάρρος ο Όσιος, «άνθρωπο διεφθαρμένο, ασελγή ακάθαρτο και νεκρό, ούτε αρνούμαι τον Χριστό και Θεό μου. Ποτέ να μην το δει αυτό, ούτε ο ήλιος, ούτε ή ημέρα. Δεν θα λατρέψω ποτέ τον διάβολο, ούτε υποτάσσομαι σε λόγια τυράννου και αποστάτη του Θεού. Είμαι δούλος του Χρίστου.» Λέγοντας αυτό έβγαλε το παπούτσι του και το έριξε στο πρόσωπο του ηγεμόνα.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία του Αγίου. Ό ηγεμόνας μη μπορώντας να συγκρατήσει την ντροπή και τον θυμό του, διέταξε να ξαπλώσουν στην γη τον Άγιο και να τον δέρνουν αλύπητα οι στρατιώτες. Ή γη κοκκίνισε από τα αίματα του Αγίου, ο όποιος προσευχόταν νοερά λέγοντας: «Κύριε μην με εγκαταλείψεις, αλλά ενίσχυσε με μέχρι τέλους κατά του τυράννου, για να γνωρίσουν όλοι ότι εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός».
Αφού τον έδειραν μέχρι εκεί πού μπορούσαν τον έριξαν στην φυλακή χωρίς να του προσφέρουν τίποτε από τροφή ή νερό μέχρι να σκεφθεί ο ηγεμόνας με ποιο πικρό θάνατο θα τον αποτελείωνε. Όλοι οι δέσμιοι πού εβρίσκοντο μαζί του στην φυλακή θαύμασαν βλέποντας τον σ’ αυτή την αθλία κατάσταση να μην υπολογίζει τους πόνους αλλά μόνο να προσεύχεται.
Μετά μερικές ημέρες διέταξε ο τύραννος και έφεραν μπροστά του ξανά τον Άγιο. «Θυσίασε στον Μωάμεθ, κακή κεφαλή πριν να πεθάνεις κακώς». Εσύ μάλλον πρέπει ασεβέστατε και καταραμένε να θυσιάσεις στον Χριστό μου και Θεό μου θυσία αινέσεως, για να μην κατακαίεσαι αιωνίως για την πλάνη του αντίθεου Μωάμεθ για τον όποιον ή Αγία Γραφή δεν αναφέρει τίποτε ούτε μας λέει να τον πιστεύουμε» απάντησε ο Άγιος. Ακούγοντας αυτά ο τύραννος διέταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους των ποδιών του, να τον δέσουν από εκεί με σχοινί πίσω από άγριο άλογο για να τον σέρνει σε όλη την πόλη. Τα παιδιά των Αγαρηνών και άλλοι αντίχριστοι πετούσαν επάνω στον Άγιο πέτρες και ξύλα και άλλοι τον κεντούσαν με μυτερά σουβλιά σε βαθμό πού διελύοντο οι σάρκες του.
Ό γενναίος αγωνιστής του Χρίστου Μαλαχίας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και καρτερία σαν να ήταν άλλος πού έπασχε και όχι ο ίδιος. Μετά από αυτό εδόθη διαταγή να τον παλουκώσουν έξω από την πόλη. Σηκώνοντας το ξύλο τής καταδίκης του στους ώμους του, όπως και ο Κύριος τον Σταυρό Του, ως πιστός μιμητής Του, έφθασε έξω από την πόλη όπου τον εσούβλησαν, εκείνος δε έχοντας όλη την σκέψη του στον Χριστό έλεγε: «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου».Έτσι παρέδωσε την μακαριά ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Την άλλη μέρα ευλαβείς Χριστιανοί πρόσφεραν στον φιλάργυρο ηγεμόνα αρκετά χρήματα, για να τους επιτρέψει να παραλάβουν το άγιο λείψανο του Οσιομάρτυρα, το όποιο με συνοδεία πλήθους Χριστιανών Ορθοδόξων και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Γερμανού και με λαμπάδες και θυμιάματα το έφεραν στον αγρό του κεραμέως πού ήταν για την ταφή των ξένων και αφού το ασπάσθηκαν όλοι μετά πόθου, το έθαψαν εκεί δοξάζοντας και ευλογώντας τον Θεό.
Ό χρόνος του μαρτυρίου του πρέπει να υπολογιστεί γύρω στα έτη 1537 έως 1579.
Με εντολή του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Γερμανού ορίσθηκε να εορτάζεται ή μνήμη του στον Ναό του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου στις 29 Σεπτεμβρίου κατά την ημέρα πού εδέχθη το μακάριο τέλος.