Κλήσις τεσσάρων μαθητών (Λουκ 5, 1-11)
25 Σεπτεμβρίου 2012
Γιαννακόπουλος Ιωήλ (Αρχιμανδρίτης)
Λουκ. 5,1-11. Ματθ. 4,18-22. Μαρκ. 1,16-20
Οι 5 η 6 μαθηταί του Κυρίου, εκ των οποίων οι 3—4 ηκολούθησαν Αυτόν κατά σύστασιν του Προδρόμου, ως είδομεν, έμειναν μετά του Ιησού, εφ’ όσον ο Κύριος ήτο εις την Ιουδαίαν και Σαμάρειαν. Αναχωρούν δε ούτοι εκ του Κυρίου δια το αλιευτικόν των έργον, όταν ο Πρόδρομος παρεδόθη εις την φυλακήν και ο Κύριος ανεχώρησε δια την Γαλιλαίαν η ανεχώρησαν ούτοι δια το αλιευτικόν των έργον, όταν ο Κύριος περιώδευε την Γαλιλαίαν. Ήδη όμως, ότε ο Κύριος ήρξατο επισήμως του δημοσίου Αυτού έργου εν Καπερναούμ, καλεί 4 εξ αυτών όχι όπως την προηγουμένην φοράν προσωρινώς αλλά οριστικώς. Η πρώτη εκείνη κλήσις ήτο απλή γνωριμία του Κυρίου μετ’ αυτών. Η κλήσις αύτη έχει δύο φάσεις. Πρώτη είναι η πλουσία άγρα των ιχθύων, την οποίαν περιγράφει ο Λουκάς, η δε δευτέρα φάσις είναι η οριστική κλήσις αυτών, την οποίαν περιγράφουσιν οι Ευαγγελισταί Ματθαίος και Μάρκος. Κατ’ άλλους όμως τοποθετείται πρώτη η κλήσις και έπειτα η πλουσία άγρα. Ας ίδωμεν.
Η πλουσία άγρα των ιχθύων
Λουκά 5, 1-11
Αύτη έχει ως εξής: «Εγένετο εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ και ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ». Όταν δηλαδή ο όχλος επιθυμών να ακούση τον λόγον Του συνωστίζετο πέριξ Αυτού και εστενοχώρει Αυτόν, Αυτός δε ο Ιησούς ίστατο όρθιος και εκήρυττε τον λόγον του Θεού πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ, «είδεν πλοία δύο εστώτα παρά την λίμνην» ο Κύριος είδε δύο πλοία ιστάμενα παρά την λίμνην Γεννησαρέτ. Το εν εξ αυτών ήτο του αποστόλου Πέτρου. «Οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών έπλυνον τα δίκτυα». Οι αλιείς εξελθόντες εξ αυτών έπλυνον τα δίκτυά των. Ο Κύριος κουρασθείς εκ της ορθοστασίας και επιθυμών να έχη τους ακροατάς Του κατά μέτωπον «εμβάς εις εν των πλοίων, ο ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον», εισελθών εντός ενός εκ των πλοίων το του Σίμωνος παρεκάλεσε δηλαδή ο Κύριος τον Σίμωνα, τον Πέτρον, να σύρη το πλοίόν του ολίγον προς την θάλασσαν ίνα δυνηθή να ομιλή και να ακούεται ευχερέστερον υπό του κατά μήκος της παραλίας ευρισκομένου πλήθους. Ο Πέτρος υπακούει εις την παράκληοιν του Κυρίου. Ο δε Κύριος εισελθών εις το πλοίον «καθίσας, εκ του πλοίου εδίδασκε τους όχλους», καθίσας εδίδασκε τους όχλους εκ του πλοιαρίου.
Ποίον ήτο το θέμα της ομιλίας κατά την περίπτωσιν ταύτην, δεν μας αναφέρεται. Ο Λουκάς όμως μας αναφέρει, ότι ο Κύριος «ως επαύσατο λαλών» μετά το τέλος δηλαδή της ομιλίας Του απευθύνεται προς τους αλιείς, οι οποίοι αργότερον θα εγίνοντο μαθηταί Του, ίνα διδάξη αυτούς την Θείαν Του αυθεντίαν. Προς τούτο «είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν»· συνιστά ο Κύριος εις τον Πέτρον ως ιδιοκτήτην του πλοίου η ως πηδαλιούχον να τραβήξη εις τα ανοιχτά προς αλιείαν και εις το πλήρωμα αυτού να ρίψη τα δίκτυα στα ανοιχτά. «Αποκριθείς Σίμων είπεν· επιστάτα δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν, επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον» κύριε καθ’ όλην την νύκτα κοπιάσαντες δεν επιάσαμε τίποτα. Επειδή όμως μας το λέγεις Συ, θα ρίψω το δίκτυον. «Και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον». Εκτελέσαντες τούτο συνέλαβον εις τα δίκτυά των μέγα πλήθος ιχθύων. Τόσον πλουσία ήτο η άγρα των ιχθύων, ώστε εκινδύνευον κατά την ανέλκυσιν να σχισθούν τα δίκτυα.
Προ του πλήθους των συλληφθέντων ιχθύων και του φόβου των μήπως διαρραγούν τα δίκτυα «κατένευσαν τοις μετόχοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς» δια νευμάτων δηλαδή ειδοποίησαν την παρέα τους, η οποία ήτο εις το άλλο πλοίον, να έλθη και να τους βοηθήση. Οι συνέταιροι ήλθον, εβοήθησαν και τα ψάρια ερρίφθησαν και εις τα δύο πλοιάρια. Τα ψάρια ήσαν τόσον πολλά, ώστε «έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά» εγέμισαν και τα δύο πλοία, τα οποία εκινδύνευον να βυθισθούν εκ του μεγάλου φορτίου.
Ο Πέτρος ιδών το θαύμα τούτο και αισθανθείς αφ’ ενός μεν την ιδίαν αναξιότητα, αφ’ ετέρου δε ότι ο ενεργήσας το θαύμα αυτό Ιησούς ήτο τι το υπεράνθρωπον και φοβηθείς «προσέπεσε τοις γόνασι» έπεσεν εις τα γόνατα ενώπιον των ποδών του Ιησού λέγων, «έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε» έξελθε Κύριε εκ του πλοιαρίου μου και φύγε από κοντά μου, διότι είμαι αμαρτωλός άνθρωπος. Η έκπληξις αύτη δεν κατέλαβε μόνον τον Σίμωνα, τον απόστολον Πέτρον, αλλά και τους δύο αδελφούς Ιάκωβον και Ιωάννην, τους υιούς Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήσαν «κοινωνοί τω Σίμωνι» συνεταίροι δηλ. του αποστόλου Πέτρου εις το άλλο πλοίον. Δια τούτο ο Ευαγγελιστής σημειώνει· «Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων, η συνέλαβον», κατάπληξιν προυξένησε η πλουσία αύτη αλιεία εις αυτόν, «ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι», οι οποίοι ήσαν συνέταιροι του Σίμωνος.
Ο Κύριος στρέφεται προς τον φοβισμένον Σίμωνα και ενθαρρύνει αυτόν λέγων «μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» μη φοβείσαι, από εδώ και εις το εξής θα γίνης αλιεύς των ανθρώπων. Δια της λέξεως ζωγρών, η οποία σημαίνει συλλαμβάνω τινά ζωντανόν, ο Κύριος ήθελε να δηλώση, ότι ο πιστός ουδεμίαν βλάβην έχει να πάθη συλλαμβανόμενος εις τα δίκτυα των αποστόλων.
Μετά την προπαρασκευήν ταύτην ακολουθεί η οριστική κλήσις των 4 μαθητών Ανδρέου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιακώβου, την οποίαν λεπτομερώς περιγράφουσιν, όπως θα ίδωμεν κατωτέρω, ο Μάρκος και ο Ματθαίος. Ο Λουκάς εκ της κλήσεως ταύτης αναφέρει τούτο μόνον: Οι σύντροφοι ούτοι, «καταγαγόντες τα πλοία επί την γην» τραβήξαντες τα πλοία των εις την ξηράν «αφέντες πάντα» αφήσαντες μισθωτούς, πατέρα και δίκτυα «ηκολούθησαν τον Χριστόν».
Θέμα: Μακράν και πλησίον του Χριστού
Α’. Μακράν του Χριστού. Εκ του Ευαγγελίου: «Δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν», λέγει ο Πέτρος εις τον Ιησούν εις εντολήν Του, όπως ρίψωσι πάλιν τα δίκτυα. Επομένως μακράν του Χριστού είχον «νύκτα». Δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες «ουδέν ελάβομεν» επομένως είχε κόπον και ακαρπίαν. Ώστε νύκτα, κόπος, ακαρπία μακράν του Χριστού. Πράγματι!
Εκ της ζωής 1) Νύκτα. Δύο είναι τα μάτια μας, με τα οποία δεχόμεθα το ηλιακόν φως, δύο είναι τα σκοτάδια που κάνουν να έχη μεσάνυχτα η ψυχή μας: η απιστία, η αμαρτία. Συνεπώς παντοτεινοί ξενύχτες είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν πιστεύουν εις τον Χριστόν και εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν μεν, αλλά ζουν εν τη αμαρτία.
Θέλετε αποδείξεις; Λάβετε το προχριστιανικόν παρελθόν δια το πρώτον, ότε η ανθρωπότης επάλαιε να εύρη την αλήθειαν και δεν ηδύνατο. Οι σοφώτατοι Έλληνες ακόμη εκυλίοντο εις την πολυθεΐαν και ο σοφώτατος πάντων Σωκράτης ωμολόγει την άγνοιάν του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Θέλετε αποδείξεις του δευτέρου; Κυττάξετε το παρόν, το εντός και εκτός ημών, ένθα βασιλεύουν τα πάθη. Κυττάξετε τα πάθη σας και τα πάθη των άλλων. Σκότος! Η φιλαργυρία, η χαιρεκακία, η ζηλοτυπία, ο φθόνος, το μίσος, ο εγωισμός, κ.λ.π. ένα κοινόν σημείον έχουν, που τα ενώνει. Το σκότος ! Επομένως οι άπιστοι και αμαρτωλοί, οι παντοτεινοί αυτοί ξενύχτες ζώντες εν τω σκότει δεν γνωρίζουν πόθεν έρχονται και που υπάγουν. Πλανώνται !
Αλλά έχουν και 2) κόπον. Η νύκτα η εκ της απουσίας του υλικού φωτός προκαλουμένη χρησιμεύει προς ανάπαυσιν και ανάκτησιν των σωματικών και ψυχικών δυνάμεών μας. Η εκ της απιστίας και αμαρτίας όμως ψυχική νύκτα δεν έχει ανάπαυσιν ουδέ ανάκτησιν σωματικών και ψυχικών δυνάμεων. Τουναντίον έχει καταπόνησιν. Ο πραγματικός φιλόσοφος άπιστος όχι μόνον ευρίσκεται εν τω σκότει και δεν δύναται να εύρη την ηρεμούσαν την καρδίαν του αλήθειαν, αλλά ούτε δύναται να μη ζητά. Γνωρίζει, ότι του κάκου κοπιάζει, του το λέγει η φιλοσοφία, η οποία είναι η ιστορία των πλανών. Και όμως είναι ανίκανος να μη ζητά. Αδυνατεί να αποθάνη, πνευματικώς ώστε να μη ζητά. Ούτω και ο αμαρτωλός. Έχει νύκτα και κόπον. Ολίγον κόπον και ανησυχίαν έχουν οι φιλάργυροι, φιλύποπτοι, χαιρέκακοι, ζηλότυποι, κακοί, εγωϊσταί;
Αλλά όχι μόνον νύκτα και κόπον έχουσιν οι άπιστοι και αμαρτωλοί αλλά και 3) ακαρπίαν. Τι κατώρθωσαν να μας δώσουν η απιστία με την φιλοσοφίαν; Ουδέν. Και αυτοί ακόμη οι Αρχαίοι με την φιλοσοφίαν, τας τέχνας και τα γράμματα ύμνησαν τους θεούς του Ολύμπου και τας απαγωγάς των θεαινών. Τα δε πάθη τίνα καρπόν έχουσι; Και συγκεκριμένως η φιλαργυρία. Επί κατοχής συνέβη οικογένειά τις πλουτίσασα εκ του αίματος του Ελληνικού λαού να ευρεθή έχουσα ράβδους χρυσού και να δολοφονηθή ! Ποίος ο καρπός του εγωισμού μεγάλων τινών κρατών; Αισχύνη και ταπείνωσις. Ποίος ο καρπός της φιλοπλουτίας; Η κραυγή του κόσμου η κατάρα και το χειρότερον η γέννησις του κομμουνισμού!
Ώστε μακράν του Χριστιανισμού έχομεν ανησυχίαν και ουδεμίαν ωφέλειαν.
Β’. Πλησίον του Χριστού. Εκ του Ευαγγελίου. Με την ανατολήν του ηλίου ενεφανίσθη και ο νοητός ήλιος ο Χριστός. Τη εντολή Αυτού ρίπτονται και πάλιν τα δίκτυα, επαναλαμβάνεται η εργασία των και το αποτέλεσμα είναι η πλουσία άγρα των ιχθύων. Οι Απόστολοι πλησίον του Χριστού είχον όχι μόνον πλήθος ιχθύων και συναίσθησιν ταπεινότητος έναντι του Κυρίου αλλά συνέλαβον πλήθος ανθρώπων, τους οποίους εφώτισαν. Επομένως πλησίον του Χριστού υπάρχει το φως, ο κόπος η ευκαρπία.
Πράγματι! Εκ της ζωής. Φωτεινή είναι η εργασία του πιστού, διότι δεν έχει νύκτα αλλά ημέραν και γνωρίζει τι κάμνει. Το κάθε τι έχει την θέσιν του. Όλα έχουν την σειράν των, την συνάρτησίν των. Όπως μια καλή νοικοκυρά γνωρίζει που τοποθετεί τα πράγματά της, ούτω και ο πιστός έχει μέσα του ντουλάπα και με τάξιν έχει τοποθετήσει εις διάφορα ράφια τον εσωτερικόν του κόσμον. Και τα πλέον μυστικά του αντέχουν όχι μόνον εις το φως της δημοσιότητος αλλά και εις το Θείον φως. Τα καθαρά τα κάμνει το φως καθαρότερα. Ο πιστός εργάζεται, κοπιάζει καρποφόρως. Έχει συναίσθησιν του εαυτού του, όπως και ο Απόστολος Πέτρος βλέπων τον Χριστόν. Εάν είναι ευφυής, βλέπει ένα ανθάκι του αγρού και ταπεινοφρονεί. Εάν είναι ενάρετος, βλέπει την αγιότητα του Χριστού, τον οποίον έχει εμπρός του και ταπεινώνεται. Εάν είναι δυνατός, βλέπει την παντοδυναμίαν του Χριστού και τα έργα Του και δεν επαίρεται. Ο λόγος του είναι «άλατι ηρτυμένος» έχει λόγια αλατισμένα. Φροντίζει, όπως λόγος σαπρός εκ του στόματος αυτού να μη εξέρχεται, αλλά αγαθός προς οικοδομήν της χρείας. Ενώ είναι γενναιόδωρος, φροντίζει όμως κατά την διάθεσιν των αγαθών του να μη σπαταλά, αλλά να οικονομή, όπως και ο Κύριος κατά τον πολλαπλασιασμόν των άρτων και να συλλέγη τα αποκόμματα «ίνα μη τι απόληται» κατά την εντολήν του Κυρίου. Μεγάλος κόπος αυτός!
Η εργασία του είναι αποδοτικωτάτη. Συναισθανόμενος ο πιστός τον εαυτόν του τας αδυναμίας του και τακτοποιών το εσωτερικόν του δια του φωτός του Χριστού είναι αποδοτικώτατος. Βλέπει τι έχει και δοξάζει τον Θεόν. Βλέπει τι του λείπει και ταπεινοφρονεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπον προοδεύει. Ο Χριστιανός έχει μεγάλην αποδοτικότητα, διότι ο κόσμος είναι γεμάτος από έργα Χριστιανικού πολιτισμού. Αλλά ο οικονομών τα λόγια του, τα πράγματά του, τας σκέψεις του πιστός έχει μεγάλην καρποφορίαν μεγάλην επίδρασιν εις τους άλλους ανθρώπους.
Διδακτικώτατον και τραγικώτατον ταυτοχρόνως παράδειγμα σκότους, κόπου και ακαρπίας, των μακράν του Χριστού είναι η αυτοκτονία του άνευ Χριστού ποιητού μας Λαπαθιώτου, ο οποίος ηυτοκτόνησεν κατά τα έτη της κατοχής. Ούτος πριν αυτοκτονήση έγραψε τα εξής:
Έπειτα από αμαρτίας
«Το καλοκαίρι πέρασε σαν ρίγος,
και ο χειμώνας μου φαίνεται βαρύς,
τι σύντομα που πέρασε και ο τρύγος,
δεν πρόκαμες καρδιά μου να χαρής».
Ιδού ο κόπος και η ακαρπία του μακράν του Χριστού! Αλλά υπάρχει το σκότος επίσης τρομερόν. Γράφει λοιπόν ο ίδιος.
Προ της αυτοκτονίας
«Και το μαύρο το σκοτάδι
που θαρθή να με τυλίξη,
θα γιατρέψη μια για πάντα
την αγιάτρευτή μου πλήξι.
Μια για πάντα θα γιατρέψη
και την πλήξι και την τύψη,
το μεγάλο το σκοτάδι,
που θαρθή να με τυλίξη».
Ιδού σκότος, κόπος, ακαρπία των μακράν του Χριστού!
Ιδού ο μακράν και ο εγγύς του Χριστού. Ιδού το σκότος ο κόπος, η ακαρπία του πρώτου· ιδού η φωτεινότης, ο κόπος και η ευκαρπία του δευτέρου. Τι δέον γενέσθαι; Ας πλησιάσωμεν τον Χριστόν, το φως, την ηρεμίαν, την αφθονίαν, εάν θέλωμεν ν’ αποφύγωμεν το σκότος, την ανησυχίαν, το άγονον και την αγωνίαν. Γένοιτο!