Ορθόδοξη πίστηΠροσκυνήματα-Οδοιπορικά-Τουρισμός

Σχέσεις Μικράς Ασίας & Μονής Κύκκου, Ενατενίσει​ς T13

24 Σεπτεμβρίου 2012

Σχέσεις Μικράς Ασίας & Μονής Κύκκου, Ενατενίσει​ς T13

Του Κωστή Κοκκινόφτα
Ερευνητή Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου
 
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Μονή Κύκκου δημιούργησε ένα πολύ καλό οργανωμένο δίκτυο Μετοχίων, τόσο εντός, όσο και εκτός Κύπρου, που συνέτειναν στη θρησκευτική και πολιτιστική σύνδεσή της με πολλές περιοχές του Eλληνισμού, όπως την Kωνσταντινούπολη, την Aνατολική Ρωμυλία, την Aνατολική Θράκη, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.Η λειτουργία των εκτός Κύπρου Μετοχίων οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη φήμη της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Kυκκώτισσας, έργο κατά παράδοση του Ευαγγελιστή Λουκά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα οι Κυκκώτες μοναχοί να είναι ευπρόσδεκτοι στο εξωτερικό. Eιδικότερα στη Μικρά Ασία, η ύπαρξη Μετοχίων της Μονής στις πόλεις Σμύρνη, Προύσα και Αττάλεια[1] επαύξησε τη φήμη της, γι’ αυτό και πολλοί κάτοικοι της περιοχής συνδύαζαν το ταξίδι τους στους Αγίους Τόπους με επίσκεψη στην Κύπρο και στη Μονή Κύκκου, για να προσκυνήσουν την Αγία Εικόνα. Αρκετοί από αυτούς είχαν στα οικογενειακά τους προσκυνητάρια εικόνες της Παναγίας της Kυκκώτισσaς, που παράγγελλαν σε αγιογραγικά εργαστήρια με βάση ενσωματωμένα χαρακτικά στις εκδόσεις της ιστορίας της Μονής των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Ένα τέτοκο εικόνισμα, που χρονολογείται στον 18ο-19ο αιώνα, με την προ σθήκη του Αποστόλου Λουκά όρθιου στα δεξιά της Παναγίας να κρατά πινέλο, φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα[2]. Ακόμη, πολλοί επικαλούνταν την Παναγία του Κύκκου στις δοκιμασίες της ζωής τους, όπως μέλη της οικογένειας του Ιορδάνη Τσακμόσογλου, που στα τέλη του 19ου αιώνα προσέφεραν στη Μονή τουρκικά χαλιά από τη Σελεύκεια, μετά την αποθεραπεία τους από επιδημία ευλογιάς[3].
Oι περισσότεροι από τους Μικρασιάτες προσκυνητές ήταν Tουρκόφωνοι και κατάγονταν από την Αλλαγιά και την Aττάλεια[4], γι’ αυτό και η Μονή Kύκκου μερίμνησε και εξέδωσε, τα έτη 1753, 1782 και 1816, για χάριν τους, την ιστορία της, στα καραμανλίδικα, δηλαδή στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες[5]. Oι εκδόσεις αυτές οφείλονταν στον Κυκκώτη Πρωτοσύγκελλο και μετέπειτα Μητροπολίτη Αγκύρας (1773-1779) Σεραφείμ Πισσίδειο, ο οποίος γεννήθηκε στην Aττάλεια γύρω στο 1720. Στη Μονή Κύκκου εντάχθηκε στις αρχές του 1751 και εργάστηκε για την καλλιέργεια και ανάπτυξη της εκκλησιαστικής μουσικής και υμνογραφίας, συμβάλλοντας επίσης στην ανάδειξή της σε παράγοντα εκδοτικής δραστηριότητας, με την εκτύπωση βιβλίων θρησκευτικού περιεχομένου. Το κύριο έργο του, όμως, ήταν η μετάφραση, επιμέλεια και έκδοση βιβλίων στα καραμανλίδικα, χάριν των Τουρκόφωνων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Για τον λόγο αυτό εγκαταστάθηκε διαδοχικά στη Βενετία και στη Λειψία, όπου κάτω από δύσκολες συνθήκες και με μεγάλες τεχνικές δυσκολίες επιμελήθηκε την έκδοση αρκετών βιβλίων, τα περισσότερa από τα οποία ήταν στα καραμανλίδικα[6].Αναφορά σε επισκέψεις Mικρασιατών προσκυνητών στη Μονή Κύκκου γίνεται σε πολλά κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως για πaράδειγμα στην αυτοβιογραφία του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Kύπρου (1865-1900) Σωφρονίου, ο οποίος, το 1845, συναντήθηκε με μία οικογένεια Τουρκόφωνων Ορθοδόξων από την Aττάλεια, που είχε επισκεφθεί αρχικά τους Αγίους Τόπους και στη συνέχεια τη Μονή Kύκκου[7]. Την παρουσία Mικρασιατών στη Μονή μνημονεύει επίσης ο Γάλλος αρχιτέκτονας Εντμόν Ντουτουά, κατά την εκεί επίσκεψή του μερικές ημέρες πριν από το Πάσχα του 1862[8], καθώς και ανώνυμος αρθρογράφος του ελληνικού περιοδικού της Λειψίaς «Έσπερος», το 1884[9].
Παρόμοιες αναφορές γίνονται από τον λόγιο πολιτευτή Γεώργιο Φραγκούδη το 1890, ο οποίος σημειώνει ότι οι περισσότεροι από τους Μικρασιάτες προσκυνητές κατάγονταν από την Αττάλεια[10], τον δικαστικό Aριστοτέλη Παλαιολόγο, που, το 1904, αναφέρει ότι συνδύαζαν το ταξίδι τους στους Αγίους Τόπους με επίσκεψη στη Μονή και προσκύνηση της Αγίας Εικόνας, έτσι ώστε το «χατζιλίκι τους να θεωρείται τέλειον»[11], τον Έλληνα συγγραφέα και βουλευτή Kωνσταντίνο Παπαμιχαλόπουλο, το 1906[12], και άλλους. Αναφορές σε Μικρασιάτες προσκυνητές γίνονται και από αρθρογράφους του κυπριακού τύπου των αρχών του 20ού ακώνα, όπως για παράδειγμα σε δημοσίευμα του 1913, όπου αναφέρεται ότι κατά την πανήγυρη της 8ης Σεπτεμβρίου, ένα εκ γενετής πεντάχρονο παιδί από την Aττάλεια ανέβλεψε, μετά που προσκύνησε την εικόνα της Θεοτόκου[13].


Ας σημειωθεί, ότι τη σχετική αναφορά του Αριστοτέλη Παλαιολόγου για επίσκεψη στη Μονή Κύκκου, έτσι ώστε το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους να είναι ολοκληρωμένο, διασώζει επίσης ο Ηγούμενος Κύκκου (1948-1979) Χρυσόστομος, ο οποίος εισήλθε στη Μονή ως δόκιμος το 1907 και είχε προσωπική αντίληψη των συχνών επισκέψεων σε αυτήν, τόσο των Mικρασιατών, όσο και άλλων Ελλήνων από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως για παράδειγμα των Aιγυπτιωτών[14].
Σύμφωνα με σχετική μαρτυρία, οι Μικρασιάτες προσκυνητές ταξίδευαν για τους Αγίους Τόπους μέσω Κύπρου, διότι έτσυ απέφευγαν το δρομολόγιο μέσω Συρίας και τους ληστές, που δρούσαν στα βουνά του Λιβάνου. Αναχωρούσαν συνήθως από τη Μερσίνα με καράβι και έφθαναν στο λιμάνι της Kερύνειας, από όπου μετέβαιναν αρχικά στις Μονές του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου[15], του Αγίου Μάμα στη Μόρφου και του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη[16], και ακολούθως στη Μονή Kύκκου. Στη συνέχεια αναχωρούσαν με καράβι από τη Λεμεσό ή τη Λάρνακα για την Ιόππη της Παλαιστίνης και τα Πανάγια Προσκυνήματα.
Σχετική με τις επισκέψεις αυτές είναι η ακόλουθη αφήγηση Mικρασιάτισσας προσκυνήτριας σε κείμενο που αναφέρεται σε κληροδότημα 20 γροσίων από κάτοχο της Σινασού για τη Μονή Κύκκου, το 1788: «Δεν πηγαίναμε [από τη στεριά στα Ιεροσόλυμα], γιατί στη Συρία και τον Λίβανο ήταν όλοι Μουσουλμάνοι. Στον δρόμο συχνά ελήστευαν τα καραβάνια. Ενώ στην Κύπρο, όχι μόνο ταξιδεύαμε ήσυχοι αλλά  οι προσκυνηταί που περνούσανε για τους Αγίους Τόπους, εύρισκαν φιλόξενη στέγη στα μοναστήρια. Έμεναν όσες μέρες ήθελαν, τους φιλοξενούσαν σαν αδέλφια, ξεκουράζονταν, εφοδιάζονταν με τρόφιμα και πάλι συνέχιζαν τον δρόμο τους με καΐκι απ’ την Κύπρο στην Παλαιστίνη»[17].
Πολλές φορές οι Μικρασιάτες προσέφεραν στη Μονή Κύκκου ποικίλα αφιερώματα, όπως χρήματα, εκκλησιαστικά σκεύη και άλλα. Για παράδειγμα, όπως πληροφορούμαστε από καταγραφές στον λεγόμενο «Κώδικα κύκκου», προσκυνητές από την Αττάλεια το 1743 και το 1744 έταξαν να δίνουν στη Μονή ετησίως ποσότητα κεριού και το 1755 αφιέρωσαν κανδήλι. Επίσης προσκυνητές από την Προύσα, την Αλάγια, την Αττάλεια και τη Σμύρνη, το 1753, το 1754 και το 1777 υποσχέθηκαν να δίνουν ετήσια εισφορά[18]. Ακόμη, μερικοί από αυτούς άφηναν κληροδοτήματα στη Μονή Κύκκου, όπως ο προαναφερθείς προσκυνητής το 1788 και άλλοι δύο κάτοικοι της Σινασού, στα μέσα του 19ου αιώνα[19].
Την ίδια περίοδο, είτε μέσω των προσκυνητών, είτε μέσω των ιερατικώς προϊσταμένων των Μετοχίων, που είχε η Μονή Κύκκου στη Μικρά Ασία, μεταφέρθηκαν στη Μονή πολλά εκκλησιαστικά και άλλα αντικείμενα[20]. Για παράδειγμα, το 1783 δύο γυναίκες από την Αξό της Καππαδοκίας αφιέρωσαν στη Μονή Κύκκου αργυρεπίχρυση πόρπη, όπως το ίδιο έπραξε και το 1816 άλλη γυναίκα από την Καισάρεια[21]. Αμφότερες διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας στο σκευοφυλάκιο της Μονής, όπου επίσης διαφυλάχθηκαν δύο λειψανοθήκες των ετών 1801 και 1864, που προέρχονται από τη Σμύρνη και την Καππαδοκία, αντιστοίχως[22].
Ακόμη, κατά τις πρώτες δεκαετίας του 19ου αιώνα, εισήχθησαν στη Μονή από τα Μετόχια της Μικράς Ασίας αρκετά παρόμοια αντικείμενα[23], καθώς και ακατέργαστο μετάξι από την Προύσα, που ήταν φημισμένη για τα υφάσματα και τα μεταξωτά της[24]. Επίσης, σε Κώδικα του Αρχείου της Μονής μαρτυρείται ότι μερικές φορές η αδελφότητα παράγγελλε σε εργαστήρια πόλεων της Μικράς Ασίας αντικείμενα που δεν κατασκευάζονταν στην Κύπρο, όπως το 1880, που ο Ηγούμενος Σωφρόνιος ζήτησε από κάτοικο της Σμύρνης να μεριμνήσει για την κατασκευή μοναστηριακής σφραγίδας[25].
Ας σημειωθεί, ότι αναφορές για μεταφορά διαφόρων αντικειμένων από τη Μικρά Ασία στη Μονή γίνονται και στον «Κώδικα Κύκκου», κατά τα μέσα του 18ου αιώνα. Φαίνεται ότι τότε η Μονή αντιμετώπισε έντονο πρόβλημα οικονομικής επιβίωσης, οπότε αρκετοί μοναχοί της συνέβαλαν στη στήριξή της με τους εράνους, που διεξήγαγαν ανάμεσα στους κατοίκους της Μικράς Ασίας. Τέτοιοι έρανοι πραγματοποιήθηκαν από τον Ιερομόναχο Λεόντιο στην Προύσα, ο οποίος παρέδωσε στη Μονή μετρητά, κανδήλι, ωρολόγιο και υφάσματα, τους πνευματικούς Ιωαννίκιο και Νικόδημο και τον Ιερομόναχο Μακάριο στην Αττάλεια, που επέστρεψαν στη Μονή με μετρητά και διάφορα εκλησιαστικά αντικείμενα και άμφια, τον Πρωτοσύγκελλο Γαβριήλ στην Καισάρεια, τη Νεοκαισάρεια, την Άγκυρα και το Ικόνιο, καθώς και από άλλους Κυκκώτες μοναχούς[26].
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι στη Σμύρνη, το 1898, ιδρύθηκε «Αδελφότητα» από την εκεί κυπριακή παροικία, που είχε ως στόχο την αλληλοστήριξη των μελών της και την παροχή βοήθειας στους κατοίκους του νησιού, που, εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών συνθηκών, αναζητούσαν καλύτερη τύχη στη Μικρά Ασία. Η «Αδελφότητα» είχε προστάτιδά της την Παναγία την Κυκκώτισσα και σφραγίδα στο μέσο της οποίας υπήρχε η Παναγία δεξιοκρατούσα με την επιγραφή «Η Ελεούσα του Κύκκου», ένδειξη της αγάπης και του σεβασμού των μελών της προς την Αγία Εικόνα. Γιόρταζε δε με μεγαλοπρέπεια την 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα που πανηγυρίζει η Μονή, όπως έπραττε και η «Κυπριακή Αδελφότητα των εν Αιγύπτω Κυπρίων», που είχε ιδρυθεί το 1873 και η οποία είχε επίσης προστάτιδα την Παναγία του Κύκκου[27].
Οι σχέσεις αυτές της Μονής Κύκκου με τη Μικρά Ασία διακόπηκαν κατά τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, το 1922, οπότε ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής εκδιώχθηκε από τις πατρογονικές του εστίες.
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
1. Για την ιστορία των Μετοχίων αυτών βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, «Τα Μετόχια της Μονής Κύκκου στη Μικρά Ασία και στον Πόντο», Ενατενίσεις 12 (2010) 98-103.
2. Άννας Μπαλιάν, Θησαυροί από τις ελληνικές κοινότητες της Mικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης. Συλλογές Mουσείου Mπενάκη, Αθήνα 1992, σ. 61.

3. Ευφροσύνης Ριζοπουλου – Ηγουμενίδου, «Σχέσεις Κύπρου και Mικράς Ασίας σε τομείς της λαϊκής τέχνης», Mικρασιατικά Χρονικά 21(1998)129.

4. «Πλείστοι Μικρασιάται Ελληνορθόδοξοι, Τουρκόφωνοι όμως, κυρίως Αλλαγιώται και Ατταλιώται, μετά το προσκύνημα του Αγίου Τάφου, διήρχοντο διά της Κύπρου και παρέμενον πολλάς ημέρας εν τη Μονη, πλείστα δώρα και κοσμήματα αφιερούντες προ της σεβασμιας Εικόνος». Βλ. Α. Σωτηρίου[= Ιερόθεου Κυκκώτη], «Η Μονή Κύκκου ως ιερόν προσκύνημα», Απόστολος Βαρνάβας, 13.11.1930 (τόμος 2ος, σ. 736) [= Κωστη Κοκκινόφτα, Η Ιερά Μονή Κύκκου στον κυπριακό τύπο (1921-1930), Λευκωσία 2006, σ. 623-624].

5. Για τις τρεις αυτές εκδόσεις βλ. S. Salaville – Ε. Dalleggio, Karamanlidika. Bibliographie analytique d’ ouvrages en lanque imprimes en caracteres grecs, v. A’, 1584-1850, Athenes 1958, σ. 19-21, 59-62,173-174∙ Κώστα Κωνσταντινίδη, Η διήγησις της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου Ελεούσας του Κύκκου, Λευκωσία 2002, σ. 58.

6. Για τον Σεραφείμ τον Πισσίδειο βλ. Κωστή Κοκκινόφτα, «Σεραφείμ Πισσίδειος. Πρωτοσύγκελλος της Μονής Κύκκου και φωτιστής των Καραμανλήδων», Ενατενίσεις 2(2007)26-27· Ιωάννη Θεοχαρίδη, Οι περιγραφές της Ιεράς Mονής Κύκκου (1751,1782,1817,1819), Λευκωσία 2010, σ. 33-52.

7. Θεόδωρου Παπαδόπουλλου, «Εθναρχικός ρόλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί 35(1971)116-117.

8. Ρίτας Σεβέρη – Lucie Bonato, Στο ωραιότερο μονοπάτι του κόσμου. Ο Edmond Duthoit και η Κύπρος, Λευκωσία 1999, σ. 94.

9. Ανωνύμου, «Η Mονή Κίτιον* εν Κύπρω», Έσπερος, 15/27.5.1884 (έτος 4ο, τεύχος 74ο, σ. 18) [= Κωστή Κοκκινόφτα, Η Ιερά Mονή Κύκκου στον κυπριακό τύπο (1878-1899), Λευκωσία 1999, σ. 313].* Η Mονή αναφέρεται λανθασμένα στο άρθρο με την ονομασία Κίτιον, αντί Κύκκου.

10.  «Ωσαύτως και ξένοι έρχονται ενταυθα ούκ ολίγοι, κομίζοντες πολύτιμα δώρα… και ανατολίται πολλοί και ιδία εξ Ατταλείας προσέρχονται εις το θείον προσκύνημα». Βλ. Γεώργιου Φραγκούδη, Κύπρος Αθήνα 1890, σ. 502.

11. Αριστοτέλη Παλαιολόγου, «Η εν Κύπρω Ιερά Mονή Κύκκου», στον τόμο: Κωνσταντίνου Σκόκου, Εθνικόν Ημερολόγιον. Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν του έτους 1904, τ. 19ος, Αθήνα 1904, σ. 360 [= Κωστή Κοκκινόφτα, Η Ιερά Mονή Κύκκου στον κυπριακό τύπο (1900-1911), Λευκωσία 2002, σ. 327].

12. Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου, «Αι τρεις εικόνες της Παναγίας υπό του Αποστόλου Λουκά», Σάλπιγξ, 12.5.1906 [= Κωστή Κοκκινόφτα, Η Mονή Κύκκου (1900-1911), ο.π., σ.389].

13. Βλ. Ελευθερία, 14/27.9.1913∙ Εφημερίς του Λαού, 13/27.9.1913 [= Κωστή Κοκκινόφτα, Η Ιερά Mονή Κύκκου στον κυπριακό τύπο (1912-1920), Λευκωσία 2004, σ. 248249].

14. Ηγουμένου Κύκκου Χρυσοστόμου, Η Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Mονή του Κύκκου, Κύπρος 1969, σ. 14. Για τη ζωή του βλ. σχετικό αυτοβιογραφικό σημείωμα, που προτάσσεται στο τόμο, σε σελίδα χωρίς αρίθμηση.

15. Για τις επισκέψεις των Mικρασιατών στη Mονή του Αγίου Παντελεήμονα βλ. Γεώργιου Γεωργίου, «Η ένδοξος και ιστορική εν Mύρτου πανήγυρις του Αγίου και Ιαματικού Παντελεήμονος και η εις αυτήν αθρόα προσέλευσις Mικρασιατών Ελλήνων κατά το παρελθόν», Mόρφωσις 217-218(1963)13-14· Αθανάσιου Παπαδόπουλου, Το Mοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα της Mύρτου, Mύρτου 1973, σ. 9-11 (πολυγραφημένη έκδοση).

16.  Mοναδικές μαρτυρίες για τη διέλευσή τους από τις Mονές του Αγίου Mάμα και του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή είναι σχετικές επιγραφές, κυρίως στα καραμανλίδικα, που διασώθηκαν στους τοίχους των εκκλησιών τους. Βλ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου, Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Mάμαντος στη Mόρφου, Λευκωσία 2010, σ. 100-101∙ Mητροπολίτη Mόρφου Νεοφύτου, «Ιερά Mονή Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή», στο βιβλίο: Ιεράς Mητροπόλεως Mόρφου, Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, Αθήνα 2003, σ. 50-52, αντιστοίχως.

17. Κούλλας Ξηραδάκη, «Ένας Σινασίτης κληροδοτεί το 1788 είκοσι γρόσια στην Παναγία του Κύκκου», Κυπριακός Λόγος 37(1975)25-28.

17. Θεόδωρου Παπαδόπουλλου, Κώδιξ Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2008, σ. 28,31,33,175.

18. Χρήστου Χατζηϊωσήφ, Σινασός. Ιστορία ενός τόπου χωρίς ιστορία, Ηράκλειο 2005, σ. 56-57.

18. Ευφροσύνης Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, «Σχέσεις Κύπρου και Μικράς Ασίας», ο.π., σ. 130· Στυλιανού Περδίκη, Οδηγός επισκεπτών Μουσείου Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 1997, σ. 18,20.

19. Βλ. Στυλιανού Περδίκη, «Ενεπίγραφα αργυρεπίχρυσα αφιερώματα από την Καππαδοκία στην Ιερά Μονή Κύκκου», στον τόμο: Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης – Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Σπουδών, Ψηφίδες. Μελέτες ιστορίας, αρχαιολογίας και τέχνης στη μνήμη της Στέλλας Παπαδάκη – Oekland, Ηράκλειο 2009, σ. 310-315, όπου και περιγραφή τους.

20. Στυλιανού Περδίκη, «Μουσείον Ιεράς Μονής Κύκκου», στον τόμο: Πολιτιστικού Ιδρύματος Ιεράς Μονής Κύκκου, Ιερά Μονή Κύκκου εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, σ. 305, 446. Ειδικότερα, για τη λειψανοθήκη του έτους 1864 βλ. Του ιδίου, «Ενεπίγραφα αργυρεπίχρυσα αφιερώματα», ο.π., σ. 305-310, όπου και σχετική περιγραφή.

21. Ευφροσύνης Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, «Σχέσεις Κύπρου και Μικράς Ασίας», ο.π., σ. 128.

22. Μιχάλη Μιχαήλ, Ο κώδικας 54 της Ιεράς Μονής Κύκκου και οι οικονομικές δραστηριότητές της (1813-1819), Λευκωσία 2001, σ. 64-65.

23. Ιωάννη Θεοχαρίδη, Ο Κώδικας 53 της Ιεράς Μονής Κύκκου. Οι πολύπλευρες δραστηριότητες της Μονής κατά την περίοδο 1843-1897, Λευκωσία 2004, σ. 226-227.

24. Για τις περιπτώσεις αυτές βλ. Θεόδωρου Παπαδόπουλλου, Κώδιξ, ο.π., σ. 7,11-14,20-25,62,178.

25. Κωστή Κοκκινόφτα, Η Μονή Κύκκου (1878-1899), ο.π., σ. 86-87,305-306, όπου αναδημοσιεύονται σχετικά κείμενα από τις εφημερίδες Σάλπιγξ, 10.4.1899 και Ευαγόρας, 17.4.1899.
Πηγή: «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 13ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2011