Γέννηση και διαμόρφωση του ελληνικού Καραγκιόζη
24 Σεπτεμβρίου 2012
Χατζηφώτης Ι. Μ.
Χρόνια τώρα, η άποψη (η θεωρία, πείτε την όπως θέλετε), που πρόβαλλαν διάφοροι είναι ότι ο Καραγκιόζης ήρθε στον Πειραιά από την Πόλη. Συνακόλουθη και η καλλιεργούμενη από μερικούς αντίληψη ότι το ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών προήλθε από το τούρκικο. Ποιό; Το θέατρο που αντιμάχεται, σε μόνιμη βάση, την Οθωμανική Αυτοκρατορία…
Χρειάζεται όμως να κάνουμε μίαν αναδρομή. Να πάμε στα Γιάννενα, στα χρόνια του Αλή Πασά. «Είναι την εποχή αυτή η πνευματική και ουσιαστική πολιτική πρωτεύουσα της κυρίως Ελλάδας. Είναι η καινούρια καρδιά του Ελληνισμού, απ ὅπου διοχετεύεται παντού ζωντανό το νέο αίμα, η πνευματική και κοινωνική ανάπλαση, η οικονομική και εμπορική ζωτικότητα, ο διαφωτισμός και η αφύπνιση, που θα οδηγούσαν στην ανάσταση του Γένους», όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο αείμνηστος φίλος και έξοχος φιλόλογος Λέανδρος Βρανούσης. Κι ο Φάνης Μιχαλόπουλος δεν υπερβάλλει, όταν τα χαρακτηρίζει ως «ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού μετά την Πόλη».
Ανάμεσα στη Βασιλεύουσα και την ηπειρωτική πρωτεύουσα υπήρχε μία αέναη κίνηση καραβανιών, μία ασταμάτητη επικοινωνία. Ο αξέχαστος ηπειρωτολόγος Αχ. Μαμμόπουλος έγραφε: «Ας χρωματίσουμε την περιώνυμη Εγνατία οδό και επάνω σ αὐτὴν τις πόλεις Θεσσαλονίκη, Βοδενά (Εδεσσα), Μοναστήρι (Βιτώλια), Αχρίδα, Ελβασάν και τα δύο λιμάνια, το Δυρράχιο επί της Αδριατικής και την Κωνσταντινούπολη στο Βόσπορο σαν κόμπους του εγκαρσίου μεσογειακού δρόμου, που διέσχιζε τη Βαλκανική, αυτή την Εγνατία που πέρασε ο Απόστολος Παύλος και «πεπλήρωκε» το Ευαγγέλιο.
Άλλη πάλι γραμμή άρχιζε από τα Γιάννινα με προορισμό Κοζάνη-Θεσσαλονίκη-Σέρρες-Κωνσταντινούπολη, με διακλάδωση προς βορράν Σόφια-Βουκουρέστι-Βελιγράδι-Βιέννη-Βουδαπέστη».
Τα καραβάνια καθώς φορτώνονταν και μετακινούνταν έκαναν φοβερό θόρυβο. Όπως γράφει ο Holland (μτφρ. Κ. Σιμόπουλου): «Φώναζαν οι κερατζήδες, καθώς φόρτωναν άλογα, μουλάρια και καμήλες, βροντούσαν τα κουδούνια, γενική αναστάτωση. Το καραβάνι (100 μουλάρια και άλογα, κάπου-κάπου και καμήλες) συνοδευόταν από οπλοφόρους. Κάποτε όμως τα υποζύγια ξεπερνούσαν και τα 1.000. Ταξίδευαν περίπου οκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο και τα βράδια στάθμευαν κοντά σε κάποια πόλη η χωριό.
«Ένας αγωγιάτης οδηγούσε συνήθως πέντε υποζύγια». Σύμφωνα με τον Cousinery (οπ. παρ.), «τα δέματα των φορτίων τοποθετούνταν κυκλικά και έτσι δημιουργούσαν διαμερίσματα για κάθε έμπορο». Όπως είναι γνωστό, «οι κερατζήδες ήταν κατά κανόνα Ηπειρώτες. Καθ ὁδὸν υπήρχαν τα χάνια. Ήταν τετράγωνα, με εσωτερική αυλή, αψιδωτή πύλη, πηγάδι στο κέντρο και στάβλο.
Τα δωμάτια ήταν γυμνά, καθώς με τα φορτία κουβαλούσαν μαζί τους στρωσίδια και μαγειρικά σκεύη. Αν χρειάζονταν όμως, τους διέθεταν ψάθες, για να ξαπλώσουν στους οντάδες. Στα χάνια έβρισκαν τρόφιμα και ποτά». Για το θέμα μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πληροφορία του Σιμόπουλου: «Δεν έλειπε και η ψυχαγωγία. Κάποιο όργανο, κανένα τραγούδι. Με τα καραβάνια αυτά ταξίδεψε κι ο Καραγκιόζης από την Πόλη στα Γιάννενα, μία πόλη που ζούσε έντονα τις Αποκριές και γνώριζε τις άλλες διασκεδάσεις».
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η παλαιότερη μαρτυρία (1809) για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο αναφέρεται στα Γιάννενα. Συγκεκριμένα, ένας ξένος περιηγητής, ο Χόμπχαους, είδε τότε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου παράσταση τούρκικου Καραγκιόζη, που παρακολούθησε μάλιστα κι ο Λόρδος Βύρων, που βρισκόταν εκεί. Από το πολύτιμο βιβλίο του αλησμόνητου φίλου Θαν. Φωτιάδη για τον «Καραγκιόζη πρόσφυγα» παίρνομε την περιγραφή του:
«Ήταν ένα θέαμα με ανδρείκελα, που το διηύθυνε ένας Εβραίος, ο οποίος επισκεπτόταν την πολιτεία στη διάρκεια του Ραμαζανιού με τις χαρτονένιες φιγούρες του. Το θέαμα, ένα είδος ombre chinoise (κινέζικης σκιας) στήθηκε στη γωνιά ενός πολύ ρυπαρού καφενείου, γεμάτου θεατές κυρίως νεαρά παιδιά. Η είσοδος ήταν 2 παράδες το φλιτζάνι ο καφές και 23 ακόμη τέτοια μικρονομίσματα, που τα ρίχναν στο δίσκο μετά την παράσταση».
Έτσι ο Καραγκιόζης πέρασε και στην αυλή του Αλή Πασά και βέβαια άρχισε να παίζεται πλέον ελληνικά, αφού αυτήν τη γλώσσα μιλούσαν εκεί. Χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος τρόπος παράστασης, με τις σκιές και τις φιγούρες, αλλά του δόθηκε άλλο περιεχόμενο, φυσικά ελληνικό, αντλημένο από τη σατιρική φιλολογική παράδοση του Ελληνισμού. Ο Κουλονάρος έχει παρατηρήσει:
«Οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες των Ιωαννίνων ησαν Ατσίγγανοι και Εβραίοι. Αυτοί έφεραν τον τούρκικο μπερντέ από την Πόλη. Για λόγους πρακτικούς όμως αναγκάστηκαν να μεταφράσουνε ελληνικά τις παραστάσεις, γιατί η μεγάλη πλειονότητα των Μουσουλμάνων δεν καταλάβαινε τα τουρκικά.
Κατά τους χρόνους του Αλή Πασά ο μπερντές ήταν γνωστός στα Γιάννενα και κατά τις νύχτες του Ραμαζανιού επαίζετο από σπίτι σε σπίτι ακόμη και στο ίδιο το Σαράγι, οπού ο Αλής αρέσκετο ν ἀκούει τον Καραγκιόζη και να διασκεδάζει με τις παραστάσεις του. Και μία που οι παραστάσεις του τούρκικου μπερντέ εδίδοντο ελληνικά στα Γιάννενα, δεν εχρειάσθη να περάσει πολύς καιρός, ώστε κοντά στους Τούρκους να ενδιαφέρονται οι ραγιάδες».
Εκείνη την πρώιμη περίοδο, ο ελληνικός Καραγκιόζης δεν ήταν βέβαια δυνατό να είχε, ως προς το περιεχόμενο, τη δομή και τη μορφή με την οποία έφτασε ως εμάς, δηλαδή την αντιπαράθεση της καθημαγμένης Ρωμιοσύνης με την κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία (παραγκασεράι). Αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Θαυμάσια η Νέλλη Παραστατίδου-Παπαμιχαηλ σημειώνει:
«Ο Πασάς, κι όταν ακόμη δεν παρουσιάζεται στη σκηνή, βαραίνει όλους με τη σκια του, αισθανόμαστε την παρουσία του, είναι η αόρατη απειλή, η προσωποποιημένη ανεξέλεγκτη εξουσία. Ο λόγος του είναι ζωή η θάνατος.
Η κρίση του αλάθητη. Το παλάτι του, το σαράι με τους ατέλειωτους τρούλους του, δεξιά στη σκηνή, αντιστικτικά στημένο με την παράγκα του Καραγκιόζη, είναι η έκφραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τη μία μεριά η καμπύλη των τρούλων, και καμπύλη σημαίνει πλούτος, αφθονία, και από την άλλη μεριά ένα σχήμα που σ ἀγκυλώνει το άγγισμά του. Προεξέχουν τα κεραμίδια της παράγκας, χάσκουν οι σανίδες, είναι ξεχαρβαλωμένα τα πορτοπαράθυρα. Από τη μία μεριά η Ελλάδα ρημαγμένη, από την άλλη η Τουρκία πελώρια, πλούσια, πανίσχυρη.
Εν τούτοις οι ρίζες είναι πολύ παλαιότερες, χάνονται στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο. Ανατρέχοντας κανείς στα πτωχοπροδρομικά ποιήματα του 12ου αι. μ.Χ. βλέπει να περιγράφεται έτσι ακριβώς η παράγκα του Πτωχοπρόδρομου:
Τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη,
οι τοίχοι καταπίπτουσιν, εξεχερσώθη ο κήπος,
κοσμήτης ουκ απέμεινεν, ου γύψος, ουδέ σπείλον,
αι θύραι συνεστράφησαν εξ ολοκλήρου πάσαι,
κάγκελλα εξηλώθησαν απ ἄκρας έως άκραν,
θύραν ουκ ήλλαξας ποτέ, σανίδιν ουκ ενψύχει,
ποτέ ουκ εξεκεράμωσαι, ουδέ ανερράγη τοίχον,
ούτε καρφίν ηγόρασας, να εμπήξης εις σανίδιν.
Η οικογένεια του Πτωχοπρόδρομου συμπεριφέρεται ακριβώς όπως του Καραγκιόζη. Στερείται ακόμη και το ψωμί. Η πείνα είναι τόση, που μη βρίσκοντας ένα ξεροκόμματο να φάνε, γυναίκα η παιδιά ορμούν πάνω του και τον ξυλοφορτώνουν:
Έδραμον ουν οι παίδες μου μηδέν μεμαθηκότες
απήραν ξύλα παρευθύς και ράβδους τε και λίθους
την σκάλαν με εκατέβασαν μετά πολλού του τάχους.
Αυτό πρέπει να ήταν και το περιεχόμενο του πρώιμου Καραγκιόζη. Η κλεφτουριά και τ ἁρματολίκια σαφώς προστέθηκαν στην κατοπινή ελεύθερη διαμόρφωσή του. Πέρασαν, όμως, σ αὐτὸν πολλές επιδράσεις από τη ζωή στα Γιάννενα στα χρόνια του Αλή Πασά, όπως το σαράι στο σκηνικό του μπερντέ, κι ακόμη οι τύποι «του βεζύρη, που δεν είναι άλλος από τον Αλή Πασά, των Τουρκαλβανών, καθώς και του Βεληγκέκα, τύπων που απαντούν στο ελληνικό θέατρο σκιών μονίμως σ ὅλες τις παραστάσεις και πολλές φορές αποτελούν αναχρονισμό στις παραστάσεις του, εν αντιθέσει προς τον τουρκικό μπερντέ, οπού δεν υπάρχουν καθόλου ούτε σαράγι ούτε αυτοί οι τύποι που υπενθυμίζουν Γιάννενα και Ήπειρο» (Κουλονάρος).
Ο Αλή Πασάς ανήκε στην αίρεση των μπεκτασήδων. Ποιοί ήταν αυτοί μας λέγει ο Ευάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαριου: «Αυτοί είχαν για κέντρο τους την Ήπειρο και τη Νότιο Αλβανία και διατηρούσαν στη λατρεία τους σοβαρά κατάλοιπα ντόπιων παραδόσεων χριστιανικών και προχριστιανικών.
Και ο Αλή Πασάς ήταν Μπεκτασής ο ίδιος και πολλά μέλη της αυλής του, χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Σ αὐτὲς τις παραδόσεις πρέπει να ψάξουμε για το αρχέτυπό του Μεγαλέξανδρου και του κατηραμένου όφι, κλασσικού έργου του Καραγκιόζη, που κατά τα λεγόμενα των παλαιών καλλιτεχνών του Θεάτρου Σκιών φτιάχτηκε από έναν Καραγκιοζοπαίχτη της αυλής του Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Και το βρίσκουμε σ ἕνα μπεκτασίδικο συναξάρι της Κρόιας. Ένας μπεκτασής άγιος σκοτώνοντας το δράκο της Κρόιας ήρθε να εγκαταστήσει σ αὐτὴ την πόλη τη μπεκτασίδικη λατρεία, μεταμφιέζοντας με μουσουλμανικό μανδύα τη λατρεία και την ανάμνηση του θρυλικού Γεωργίου Καστριώτη, του ηγέτη της Ηπείρου και της Αλβανίας που οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι τον θεωρούσαν σαν το Νέο Μεγαλέξανδρο και τον ονόμασαν Σκεντέρ μπέη, κυρ Αλέξανδρο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λόγια μεταβυζαντινή παράδοση πέρασε με σημαντικά στοιχεία της στο νεοελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών. Ήταν φυσικό οι Έλληνες Καραγκιοζοπαίχτες να επηρεαστούν κι από την ψευδοκαλλισθένεια φυλλάδα με το βίο του Μεγαλέξανδρου, που ήταν λαϊκό ανάγνωσμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την Επανάσταση. Στα Γιάννενα, λοιπόν, άρχισε η διαμόρφωση του Καραγκιόζη μας, που, κατεβαίνοντας στη Ρούμελη κι από εκεί στην Πάτρα (Αχαΐα) αποκτάει γνωστότατους και δημοφιλέστατους ήρωές του, όπως ο Ρουμελιώτης Μπαρμπαγιώργος κι ακόμη ο Πίπης ο Κερκυραίος, ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης κι ο Νιόνιος ο Ζακυνθινός, φιγούρες που προστέθηκαν εδώ λόγω της γειτνίασης με τα Επτάνησα.
Έτσι, μετά τα Γιάννενα, η Πάτρα, η πατρίδα του Μίμαρου, έρχεται να ολοκληρώσει τη μορφή του ελληνικού λαϊκού θεάτρου σκιών, όπου οι ήρωες της Ρωμιοσύνης προσλαμβάνουν πια πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και η θεματογραφία της κλεφτουριάς. Ποιός λησμονεί ότι στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της αχαϊκής πρωτεύουσας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τη σημαία του Ιερού Αγώνα, παρουσία των οπλαρχηγών που συνέρρευσαν εκεί από την Αχαΐα και τη Ρούμελη.
Στον ίδιο το Μίμαρο, τη θρυλική αυτήν προσωπικότητα που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτήν, αποδίδεται και η δημιουργία του τύπου του Μπαρμπαγιώργου, για τον οποίο λέγανε ότι ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά ενός Αγραφιώτη, που με τη βαριά προφορά του διασκέδαζαν οι συγχωριανοί του.
Άλλοι αποδίδουν το Ρουμελιώτη ήρωα του λαϊκού θεάτρου σκιών στον Ρούλια. Γεγονός είναι ότι στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, ο Καραγκιόζης είναι πέρα ως πέρα Ρωμιός και γίνεται θέαμα προσφιλέστατο και αγαπητό όχι μόνο για τους Πατρινούς, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή και τα αντικρινά Επτάνησα. Η πόλη καθίσταται γενέτειρα των πιο φημισμένων καραγκιοζοπαιχτών, που η φήμη τους απλώνεται στο Πανελλήνιο.
Ο Καραγκιόζης έφθασε ως εμάς ως ένα ακέραιο κεφάλαιο ήθους, ήρωες όπως ο Σταύρακας, οι Εβραίοι έμποροι, οι ληστές, οι κομπογιαννίτες γιατροί, οι καραβοκύρηδες κι οι καραβοκυραίοι κινούνται στο περιθώριο, γίνονται στοιχεία δευτερεύοντα, ο Καραγκιόζης μας έχει βαθύτατα ηθοπλαστικό χαρακτήρα, οι πονηράδες του είναι αθώες, επισημαίνουν τον τρόπο επιβίωσης των Ρωμιών κάτω από τον αλλόπιστο δυνάστη, ο,τι τον προσδιορίζει είναι μία μεγάλη καρδιά και μία ψυχική λεβεντιά, αυτή του υπέροχου λαού μας, που μέσα σε φοβερές αντιξοότητες και σκληρές δοκιμασίες, διατηρεί την ευγενική του φυσιογνωμία.
Πηγή: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=57477249525544344764