Άγ. Λουκάς Συμφερουπόλεως & Κριμαίας ο ιατρόςΟρθόδοξη πίστη

Τάμα στον Άγιο Λουκά – 2ο‏

20 Σεπτεμβρίου 2012

Τάμα στον Άγιο Λουκά – 2ο‏

Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη

Κριμαία

«Σ’ αυτήν την εποχή(ομηρική), η θάλασσα ήταν εχθρική προς τους ναυτικούς και ονομαζόταν «Άξενος», εξαιτίας της βιαιότητας των καταιγίδων τον χειμώνα και της αγριότητας των φυλών που ζούσαν στα παράλιά της, ιδιαίτερα των Σκύθων, οι οποίοι θυσίαζαν ξένους. Όμως, αργότερα ονομάστηκε «Εύξεινος», όταν οι Ίωνες ίδρυσαν πόλεις στα παράλιά της.»

Αυτά αναφέρει ο Στράβων στη «Γεωγραφία» του. Διαχρονικά, όποιος κατείχε τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της, είχε πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα. 

Η Χερσόνησος της Κριμαίας που βρέχεται από τη Μαύρη αλλά και την Αζοφική θάλασσα, με έκταση 26,100 τετρ. χλμ., έχει συνολικά 16 πόλεις που θυμίζουν το πέρασμα των Ελλήνων από αυτά τα μέρη. Βασικές πόλεις,  πέρα από την πρωτεύουσα Συμφερούπολη, είναι η Θεοδοσία, το Κερτς, η Σεβαστούπολη, το Σουντάκ, η Γιάλτα, η Χερσώνα, η Ευπατόρια, η Αλούστα, η Μαριούπολη, την οποία ίδρυσαν Έλληνες το 1780 στην Αζοφική Θάλασσα, κ.α.

 

Ο πληθυσμός της Κριμαίας, που είναι μια ημιαυτόνομη περιοχή στο νότιο τμήμα της Ουκρανίας, φτάνει τα 2,5 εκ. κατοίκους. Έχει δικό της πρωθυπουργό και κυβέρνηση, αλλά οι γενικές αποφάσεις λαμβάνονται από την κεντρική κυβέρνηση της Ουκρανίας. Εκκλησιαστικά διοικείται από την Αρχιεπισκοπή Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, της οποίας ο σημερινός Μητροπολίτης λέγεται Λάζαρος και υπάγεται στην Αρχιεπισκοπή Κιέβου.

 

Ιστορικά η Κριμαία ανήκε από τον 7ο π.Χ. αιώνα στη Σκυθία, ενώ οι Έλληνες άρχισαν να ιδρύουν αποικίες τους επόμενους δύο αιώνες, τον 6ο και 5ο π.Χ.. Η Χερσόνησος της Κριμαίας ήταν η αρχαία Ταυρίδα που ξέρουμε από την τραγωδία «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Πέρασε από τη Ρωμαική Αυτοκρατορία, καταλήφθηκε από τον Ρώσο ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο που βαπτίστηκε χριστιανός, την εκχριστιάνισε ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, και πριν καταλήξει στη Ρωσική Αυτοκρατορία, με την Αικατερίνη τη Μεγάλη, καταλήφθηκε από τους Ταταρο-μογγόλους, τον 12ο αιώνα, και τους Τούρκους τον 15ον αιώνα. Οι Τάταροι την μετονόμασαν από Ταυρίδα σε Κριμαία που σημαίνει φρούριο των Τατάρων.

Στη συνέχεια, το 1921 ανακηρύχθηκε σε αυτόνομη σοβιετική δημοκρατία, απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς το 1945, ενώ ο Χρουστσόφ την παραχώρησε στην Ουκρανία. Από το 1991 με την κατάρρευση του αθεϊστικού καθεστώτος, μετά από δημοψήφισμα ανακηρύχτηκε Ανεξάρτητη Δημοκρατία. Η Κριμαία υπήρξε μήλο της έριδος μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας που κατέληξε στον Κριμαικό Πόλεμο, (1853-1856) με ήττα της Ρωσίας.

Η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας πληθυσμιακά αποτελείται κατά 80% από Ρώσους, γι’ αυτό μιλούν ρωσικά και αγαπούν οτιδήποτε ρωσικό. Αντίθετα, διαδηλώνουν σθεναρά εναντίον κάθε φιλοδυτικού. Νόμισμα της Κριμαίας είναι η γρίβνα. Δέκα γρίβνα ισοδυναμούν με ένα ευρώ.

 

«Σε όλη την Κριμαία ζουν περίπου 4,000 ελληνικές οικογένειες και σ’ όλη την Ουκρανία 300,000 που κρατούν τη γλώσσα και τις παραδόσεις. Πολλοί από αυτούς κατά την εποχή του Στάλιν μετακινήθηκαν βιαίως από τη γενέτειρά τους στα Ουράλια Όρη και αλλού. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος επέστρεψαν στον τόπο τους με πολύ μεγάλη αγάπη».

Οι διώξεις των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησαν το 1937 και τερματίστηκαν το 1949, με τη μαζική και βίαιη μεταφορά των ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου στις άγονες στέπες της Κεντρικής Ασίας, κοντά στα σινο-σοβιετικά σύνορα. Βεβαίως, από το 1942 εκτοπίστηκαν πολλοί Έλληνες στη Σιβηρία, αλλά οι μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών, με το πρόσχημα της συνεργασίας τους με τους κατακτητές, κορυφώθηκαν μετά την απελευθέρωσή της από τους Ναζί το 1944, παρόλο που οι Έλληνες συμμετείχαν στο αντιφασιστικό κίνημα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Anatoli Pristavkin: «Ποιος ξέρει για τα βάσανα των Ελλήνων της Κριμαίας, οι οποίοι εφοδίαζαν την πολιορκημένη Σεβαστούπολη με νερό και μεταξύ των οποίων δεν υπήρξαν προδότες; Αυτούς εξόρισαν στο Καζακστάν και στη Σιβηρία».

 

Όμως, το 1949, με το διαφαινόμενο αποτέλεσμα του ελληνικού εμφύλιου, οι Έλληνες θεωρήθηκαν ύποπτοι. Ανήκαν, σύμφωνα με τη θεωρία του Στάλιν, στους επιθετικούς λαούς. Γι’ αυτό και εκτοπίστηκαν. Οι εκτοπισμένοι Έλληνες έβλεπαν τους νέους εποίκους να καταφθάνουν με τραγούδια και κόκκινες σημαίες. Μάλιστα, τα σπίτια τους, όπως αναφέρει μια έκθεση του σοβιετικού Υπουργείου Εσωτερικών, «είχαν αξιολογηθεί σε πολύ χαμηλές τιμές και είχαν αποκτηθεί για προσωπική χρήση από κομματικά και σοβιετικά στελέχη». Κάποιοι Έλληνες κομματικοί κατέλαβαν σπίτια εξορισμένων, και αυτοί, λίγα χρόνια αργότερα, εξαιρέθηκαν από την εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού.

Οι Έλληνες που ήταν οι πρώτοι που εκτοπίστηκαν μαζικά, χαρακτηρίζονταν από τους σταλινικούς «απάτριδες κοσμοπολίτες», γι’ αυτό έπρεπε να φύγουν για να δημιουργηθεί ένας «έμπιστος συνοριακός πληθυσμός». Οι επιχειρήσεις αυτές προετοιμάζονταν με βάση την αρχή του αιφνιδιασμού. Ειδικές δυνάμεις της Κρατικής Ασφάλειας περικύκλωναν τη νύκτα τα ποντιακά χωριά και υποχρέωναν με τα όπλα τους χωρικούς να ετοιμαστούν μέσα σε λίγες ώρες. Τους έδιναν διορία 40 λεπτών και τους ανέβαζαν σε στρατιωτικά φορτηγά. Μετά με κλειστά τρένα τους έστελλαν στην Κεντρική Ασία. Το ταξίδι της εξορίας διαρκούσε περίπου δεκαπέντε μέρες και κατά τη διάρκειά του εκατοντάδες άτομα έχασαν τη ζωή τους. Υπολογίζεται ότι πέθαναν περίπου 40-50,000 άτομα, ένα ποσοστό 20-25%.

 

Οι συνθήκες της ζωής τους ήταν αφόρητες στους νέους τόπους εξορίας.

Βέβαια, προηγουμένως, επειδή κατέγραφαν όσες ελληνικές οικογένειες δεν είχαν σοβιετική υπηκοότητα, υπήρχε φήμη ότι θα τους εκτοπίσουν στην Ελλάδα. Αυτή η φήμη γινόταν πιστευτή, γιατί η επιθυμία μετανάστευσης στην Ελλάδα ήταν πολύ έντονη σε όσους είχαν μεταναστεύσει πρόσφατα από τον Πόντο. Σε περιπτώσεις μικτών γάμων εξόριζαν μόνο τον Έλληνα ή την Ελληνίδα, και διέλυαν την οικογένεια. 

Λόγω δε των μαζικών εκτοπίσεων των λαών της Κριμαίας, από την οποία εκτοπίστηκαν όλες οι εθνότητες εκτός από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, η πυκνότητα του πληθυσμού της Κριμαίας μέχρι το 1975 ήταν μικρότερη από την πυκνότητα πολλών άλλων δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης.

 

 Πέραν τούτου, οι σταλινικές αρχές άλλαξαν με μυστικό διάταγμα όλα τα τοπωνύμια που είχαν ελληνική, γερμανική ή ταταρική καταγωγή. Κάτι ανάλογο που έχουν κάνει οι Τούρκοι στην κατεχόμενη Κύπρο μας. Προσπαθούν να παραχαράξουν την ιστορία, να αλλοιώσουν την ταυτότητα του τόπου που φωνάζει την ελληνικότητά του.

 

Γνωρίζουμε, ακόμη, ότι οι Έλληνες κατοικούσαν σε 83 χωριά και πόλεις της Κριμαίας ως το 1778, όταν η Μεγάλη Αικατερίνη τους ανάγκασε να μετοικήσουν στη Μαριούπολη. Κάποιοι μόνο επέστρεψαν στη Σεβαστούπολη.  

Θα ήθελα να αναφέρω επιπλέον ότι στην Κριμαία ζουν ακόμη 100,000 Τάταροι, αλλά, μετά τις φοβερές διώξεις τους από τον αιμοσταγή Στάλιν, δεν έχουν πατρίδα, και ζουν στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό.

Φημισμένο στην Κριμαία είναι και το μοναστήρι Ουσπένσκυ, αφιερωμένο στην Παναγία, που το επισκέπτονται κυρίως κάθε Αύγουστο χιλιάδες πιστοί.

 

 Είναι ένα από τα προσκυνήματα όλης της Ρωσίας. Σκαλισμένο μέσα στα βράχια, σε μια σπηλιά, ιδρύθηκε το 1475, κάηκε το 1923 και άρχισε να ξαναλειτουργεί το 1993. 

Κέντρο του Ελληνισμού της Κριμαίας, τα παλιά χρόνια ήταν σταυροπηγιακό και υπαγόταν στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το τοπίο μοιάζει με τα σπήλαια της Καππαδοκίας.

Ενδιαφέρον μού προξένησε η πληροφορία που διάβασα για τον ήρωα Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λειβαδιά της Βοιωτίας, ο οποίος κατετάγη στο ρωσικό ναυτικό και λόγω των ανδραγαθημάτων του τιμήθηκε από τη Μεγάλη Αικατερίνη. Αφού κατήγαγε μεγάλες επιτυχίες, τελικά, μετά την ήττα του στη ναυμαχία της Άνδρου, γύρισε στη Ρωσία, προβιβάστηκε στον βαθμό του χιλιάρχου και του απονεμήθηκε το παράσημο του Αγίου Γεωργίου. Είναι γνωστό το δίστιχο:

«Αν σου αρέσει Λάμπρο, ξαναπέρασε απ’ την Άνδρο».

Αυτό που είναι άγνωστο σε μας είναι ότι ο Λάμπρος Κατσώνης, τελικά, εγκαταστάθηκε κοντά στη Γιάλτα και ονόμασε την περιοχή του Λειβαδιά για να του θυμίζει την πόλη του.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο Ταυρικό Εθνικό Πανεπιστήμιο της Συμφερουπόλεως λειτουργεί έδρα ελληνικής φιλολογίας, με διευθυντή και πολλούς καθηγητές που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ιστορία. Σήμερα, την έδρα ελληνικής φιλολογίας παρακολουθούν γύρω στους εκατό φοιτητές, και κάθε χρόνο οι καλύτεροι έρχονται στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων, με τα οποία συνεργάζεται το Πανεπιστήμιό τους, για να βελτιώσουν τις γνώσεις τους στα Ελληνικά.