Ο Εμμανουήλ Ξάνθος και η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού, παράγοντες διερεύνησης της Επανάστασης του 1821
17 Σεπτεμβρίου 2012
Πάρε ένα κεράκι κι έλα κάτι να σε ειπώ”.
Μ’ αυτή τη χαρακτηριστική φράση καταγράφεται στην Πελοπόννησο τις παραμονές της επαναστατικής έκρηξης η ορμητική και απονενοημένη εξάπλωση της συνωμοτικής οργάνωσης που ξεκίνησε 7 χρόνια πριν, εκτός του Ελλαδικού χώρου. Ας επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε την πορεία προς αυτή την κατάληξη.
Η Πελοπόννησος είχε επιλεγεί ως μέρος στο οποίο έπρεπε να επικρατήσει ταχύτατα η Επανάσταση που επρόκειτο να εκραγεί σε πολλά μέρη της οθωμανικής επικράτειας. Μεγάλες δυσκολίες είχαν παρουσιαστεί στην τελική συναίνεση των προκρίτων (κοτζαμπάσηδων) και των Μανιατών (που αναλώνονταν και σε ενδομανιάτικες διενέξεις). Το 1820 υπήρξε έτος καταλύτης. Ο Αλ. Υψηλάντης αναλαμβάνει Γενικός Επίτροπος της Αρχής και η ταραχή στην Επαναστατική Εταιρία διευρύνεται, αφού εκδηλώνονται πολλές και σοβαρές διαφωνίες για το πρόσωπό του. Ο πολιτικός εγκλωβισμός της Ρωσίας επισημοποιείται στη σύνοδο του Troppau και η αβεβαιότητα στον Ελλαδικό χώρο εντείνεται, αφού απειλείται επισημοποίηση της διαρροής ότι η Ρωσία δεν θα κινηθεί με την έκρηξη της Επανάστασης. Οι Μανιάτες ζητούσαν συνεχώς χρήματα και εγγυήσεις σε επίπεδο Καποδίστρια ότι η Ρωσία θα επιτεθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κυριάκος Καμαρινός, απεσταλμένος του Πετρόμπεη στη Ρωσία δολοφονείται από τους Εταιριστές (1820) στο ταξίδι της επιστροφής του. Ο λόγος δεν επιβεβαιώνεται, όμως είναι σαφές ότι ο Μαυρομιχάλης θεωρεί και παραδέχεται ως ηγέτη της Εταιρίας μόνον τον Καποδίστρια και ο Καμαρινός φαίνεται να διαδίδει πριν την επιστροφή του ότι το ταξίδι του αποκάλυψε την απουσία σχέσης του Καποδίστρια με την Εταιρία. Η κατάσταση στους κοτζαμπάσηδες δεν ήταν ομοιόμορφη, ωστόσο κυριαρχούσε η επιφυλακτικότητα και η άρνηση προς την Εταιρία, κάτω και από τις μνήμες των ζοφερών συνεπειών που είχε για την Πελοπόννησο η αποτυχία της εξέγερσης του 1769 (Ορλωφικά). Οι εντολές του Υψηλάντη για επιτάχυνση των προετοιμασιών, σε συνδυασμό με τις παραπάνω δυστοκίες οδήγησαν σε μαζικές και χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις μυήσεις. Αν οι κεφαλές του γένους στην Πελοπόννησο δίσταζαν, έπρεπε να πιεστούν ή και να βρεθούν προ τετελεσμένων από τα κάτω. Το μυστικό που από χρόνια γνώριζε μια ελληνική ελίτ και η διεθνής διπλωματία είχε πια μαθευτεί και από μεγάλο μέρος του υπόδουλου έθνους. Το “κεράκι” ήταν το απαραίτητο συμβολικό στοιχείο του τελικού εταιρικού όρκου που έδενε τον μυούμενο με τον προσχεδιασμένο στόχο των Εταιριστών – Επαναστατών. Ποιοι σχεδίασαν το στόχο και ποιος ήταν αυτός;
Ο τίτλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη συχνά συμπυκνώνεται στην αόριστη ή παραπλανητική λέξη “αρχηγός”, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει την επιχειρησιακή ηγεσία ως “Επίτροπος” και στο όνομα της Εταιρικής “Αρχής”. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς ιδρύθηκε αυτή η οργάνωση που τελικά κατοχυρώθηκε στην τριάδα Σκουφά – Τσακάλωφ – Ξάνθου; Υπήρξε όντως κάποια “Αόρατος Αρχή” πέρα από τους πρωτεργάτες (άγνωστος και αφανής έπρεπε να είναι η Αρχή κατά τον Ξάνθο) όπως προφορικά επικαλούνταν οι μυητές ή επρόκειτο για ένα ωραίο και αποδοτικό ψέμα; Μήπως “Αρχή” της Εταιρίας ήταν απλώς η “Κινητική Αρχή” που θεσπίστηκε το 1817 στην Κων/πολη;
Ο πυρήνας των ιστορικών πηγών για την Εταιρία
Πληροφορίες για την Εταιρία μας δίνει ο Εμμανουήλ Ξάνθος σε τρία, βασικά κείμενά του. Ο Σκουφάς πέθανε ξαφνικά, το 1818. Δεν σώζεται κανένα κείμενό του σχετικό με την Εταιρία. Ο Τσακάλωφ πέθανε το 1851 (ένα χρόνο πριν τον Ξάνθο) αφήνοντας μηδενικές πληροφορίες, επιπλέον δε, αρνούμενος να μιλήσει, όταν τον κάλεσε ο Αναγνωστόπουλος. Ο Ξάνθος είναι ο μόνος από τη γνωστή τριάδα που μίλησε, και υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι δυο άλλοι: ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ο Ιωάννης Φιλήμων. Ο δεύτερος, γραμματέας του Δημ. Υψηλάντη, εξέδωσε την πρώτη ιστορία της Φιλικής Εταιρίας το 1834 (Δοκίμιον Ιστορικόν). Βασικός του πληροφοριοδότης υπήρξε ο πρώτος, ένα σημαίνον πρόσωπο της Εταιρίας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Φιλήμονα, τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρίας ήταν οι Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος, ενώ ο Ξάνθος, που εμφανίζεται να προσχωρεί στην Εταιρία το 1817, περιγράφεται επιπλέον (προφανέστατα από τις πληροφορίες του Αναγνωστόπουλου) ως ανυπόληπτος, δειλός και καταχραστής των χρημάτων της. Ο Ξάνθος πληροφορείται τα καθέκαστα και σπεύδει να υπερασπιστεί την υπόληψή του και τον κεντρικό ρόλο του στην Εταιρία. Η διαδικασία αυτή θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Το 1835 γράφει στη Βλαχία όπου έμενε, το “Ιστορικόν Υπόμνημα περί της συστάσεως της Εταιρίας των Φιλικών”, ενώ το 1837 έχει μάθει για το έργο του Φιλήμονα και έχει μετακομίσει στην Αθήνα, όπου γράφει την “Απολογία” συνοδευμένη από διάφορα έγγραφα. Στο έργο αυτό ο Ξάνθος αντικρούει το Δοκίμιο του Φιλήμονα ως προς τον ίδιο, κατηγορώντας τον Αναγνωστόπουλο.
Ο Φιλήμων λαμβάνει γνώση και το 1839 δηλώνει με άρθρο στην εφημερίδα “Αιών” που ο ίδιος εξέδιδε, ότι λόγω άγνοιας αδίκησε τον Ξάνθο. Τονίζει μάλιστα το γεγονός ότι ο Ξάνθος ζει σε συνθήκες έσχατης πενίας και κατακρίνει την Πολιτεία γι αυτό. Ο Αναγνωστόπουλος αντιδρά: δίνει απάντηση με συνοδευτικά γράμματα στον Φιλήμονα, αλλά ο τελευταίος δεν τη δημοσιεύει. Η συνέχεια είναι περισσότερο απροσδόκητη, καθώς το 1843 ο Ξάνθος διεκδικώντας οικονομική βοήθεια, υποβάλλει στην Εθνοσυνέλευση μιαν αναφορά στην οποία μιλά για τέσσερις πρωτεργάτες της Εταιρίας: Σκουφά, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλο και Ξάνθο. Από την άλλη πλευρά, ο Αναγνωστόπουλος θα παραδεχθεί ότι κατηχήθηκε στην Εταιρία το 1816, επιμένει όμως ότι ο Ξάνθος δεν ανήκει στους πρωτεργάτες.
Το 1845 ο Αναγνωστόπουλος καλεί τον Τσακάλωφ που τότε ζούσε στη Μόσχα, να διαψεύσει τον Ξάνθο, όμως ο Τσακάλωφ εξακολουθεί τη σιωπή του ζωντανού-νεκρού που έχει υιοθετήσει μετά τη δολοφονία του εταιριστή Γαλάτη (1819) και τη δολοφονία του Καποδίστρια, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα και το στοιχείο της εχεμύθειας που του απέδιδαν όσοι τον γνώριζαν. Την ίδια χρονιά ο Ξάνθος εκδίδει τα “Απομνημονεύματα” του συνοδευμένα με αρκετά γραπτά ντοκουμέντα. Η αντίδραση του Φιλήμονα είναι άμεση και -κυρίως- αρνητική. Δηλώνει απογοητευμένος από τον προσωπικό και ελλειμματικό χαρακτήρα τους. Το περιεχόμενο των Απομνημονευμάτων είναι παραπλήσιο με την “Απολογία”.
Ξάνθος ή Αναγνωστόπουλος;
Αν και η σύγκρουση των δυο φιλικών ταλάνισε την διερεύνηση της Ιστορίας, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, το συμπέρασμα που βγαίνει, είναι ότι η σύγκρουση αυτή βοήθησε πολύ στο μερικό ξεκαθάρισμα του πιο αδιερεύνητου τμήματος της Ιστορίας του 1821. Αμφότεροι επιβεβαίωσαν μέσω των γραπτών τους τα στοιχεία του χαρακτήρα τους, αμφότεροι περιέπεσαν σε αντιφάσεις, φανερώνοντας ότι ο καθένας είπε κάποια ψέματα. Ο Αναγνωστόπουλος δεν ανήκε στους πρωτεργάτες της Εταιρίας. Εισήλθε λίγο αργότερα και η μεγάλη του κινητικότητα καταγράφεται με καθαρότητα. Φαίνεται αρκετά πιθανόν ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν ενήργησε κακόβουλα στο θέμα των ιδρυτών, όμως αυτό σχετίζεται με το ξεκαθάρισμα του ποιοι ήταν οι ιδρυτές και ποιοι οι πρωτεργάτες μέσα στην Εταιρία, αφού δεν ήταν υποχρεωτικό αυτοί να συμπίπτουν (θα το εξετάσουμε στη συνέχεια). Ο Ξάνθος από την άλλη πλευρά, ουδέποτε μπόρεσε να δικαιολογήσει πειστικά τη συμμετοχή του στην ιδρυτική ομάδα, αν και η εκδοχή του αποτελεί (στο μεγαλύτερο τμήμα της) την κυριαρχούσα σήμερα άποψη για την Εταιρία.
Όχι μόνον δεν έδωσε κάποιο γραπτό ντοκουμέντο της περιόδου 1814-16, αλλά επιβεβαίωσε έμμεσα τις δυο φάσεις της Εταιρίας: μια, σχετικά γνωστή από πολλές πηγές (1817-21) και την πολύ σκοτεινή (1814-16). Η δική του, πολύ γνωστή δραστηριότητα μετά το 1817, δίνει τροφή στον ισχυρισμό του Αναγνωστόπουλου ότι τη χρονιά εκείνη κατήχησε ο Σκουφάς τον Ξάνθο στην Κων/πολη. Η επιβεβαίωση της γνωριμίας του Ξάνθου με τους Σκουφά και Τσακάλωφ, ήδη το 1813 τον κατέταξε τελικά στους ιδρυτές της Εταιρίας, μιας Εταιρίας όμως που μόνον ο ίδιος καταγράφει. Και η καταγραφή του περιέχει σημαντικά κενά, πολλές γενικολογίες και αρκετές καίριες αντιφάσεις, κάτι που γεννά ερωτηματικά και για τους άλλους δυο ιδρυτές της Εταιρίας.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως η δεινή του θέση το 1843 θα τον αναγκάσει να πει ένα χαζό ψέμα: τοποθετεί μεταξύ των ιδρυτών τον Αναγνωστόπουλο, ενώ ο Αναγνωστόπουλος παραδέχεται το οφθαλμοφανές από τα υπάρχοντα στοιχεία: η δραστηριότητά του ξεκινά το 1816. Κανένα γραπτό ντοκουμέντο δεν προσκομίζει ο Ξάνθος για την πρώτη περίοδο, ούτε βέβαια και ο Αναγνωστόπουλος, τον οποίο ευχαριστεί στα κείμενά του ο Φιλήμων γιατί “από μνήμης” τον βοήθησε πολύ (σαφώς εννοούσε ότι συνάντησε απροθυμία και τείχος σιωπής από άλλους). Ούτε ένα γράμμα, ούτε -πολύ περισσότερο- την ιδρυτική πράξη ή κάποιο σχετικό έγγραφο προσκομίζει ο Ξάνθος, που ισχυρίζεται ότι η ίδρυση της Εταιρίας ήταν δική του ιδέα.
Γράφοντας, (πάντα σε τρίτο πρόσωπο) ο Ξάνθος αναφέρει σε αδρές γραμμές τις προσπάθειες μύησης που έκαναν ο Σκουφάς με τον Τσακάλωφ στην Μόσχα, αμέσως μετά την ίδρυση της Εταιρίας, γράφει για τον κεντρικό ρόλο του Σκουφά στην κατάρτιση των εταιρικών κανόνων, δεν έχει όμως τίποτα συγκεκριμένο να πει για τη δική του δραστηριότητα στην αντίστοιχη περίοδο (“ενεργήσας πολλά προς ευδοκίμησιν της εταιρίας”). Επί πλέον, ακόμα και στο τυπικό επίπεδο της ιεραρχίας, παραδέχεται την κατοχή της θέσης που ο ίδιος διεκδικεί (στην πρώτη περίοδο) από τον Νικόλαο Γαλάτη. Όσο για την “Κινητική Αρχή” που συγκροτείται το 1817, αυτή προβλέπει και θέση για τον Καποδίστρια. Στη σφραγίδα περιλαμβάνεται και το αρχικό γράμμα του δικού του ονόματος. Για ποιον Καποδίστρια όμως; Πρόκειται όντως για τον “αναζητούμενο αρχηγό”, όπως λέει ο Ξάνθος, ή για τον “ήδη αρχηγό”;
Είναι πιθανή μια άλλη εκδοχή;
Αυτά είναι λίγα μόνον από τα εκατοντάδες ερωτήματα που αντιμετωπίζει όποιος ψάξει να βρει τα ίχνη της Εταιρίας. Κάποια απαντιούνται σχετικά εύκολα, κάποια όμως παραμένουν αναπάντητα. Σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η ελληνική και ξένη ιστοριογραφία δυσκολεύεται πολύ στο θέμα “Εταιρία” (ακόμα και το όνομά της είναι άγνωστο σε πολλούς). Όσο για την ιδρυτική ομάδα, ο Αναγνωστόπουλος εμφανίζεται συχνότερα του Ξάνθου, δεν λείπουν όμως και άλλες εκδοχές με περισσότερα ή λιγότερα από τρία, ονόματα. Σχεδόν καθολική, αλλά και πειστική φαίνεται η αποδοχή και η πρωτοκαθεδρία του Σκουφά. Ο Τσακάλωφ φαίνεται “ισόβαθμος” αλλά με διαφορετική αρμοδιότητα: περισσότερα ταξίδια από τον Σκουφά που εμφανίζει έντονη δράση στη Μόσχα. Στον 20ο αιώνα τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Η απλοϊκότητα με την οποία παρουσιάζεται στην κοινή ιστορία η Φιλική Εταιρία, είναι εντυπωσιακά αντιφατική με τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί.
Η ιστορία της Εταιρίας εμφανίζεται ιδιαίτερα υποτιμημένη από τους ιστορικούς, μέχρι και σήμερα. Ακόμα και η κρίση που πέρασε η Εταιρία ως το 1817, ακόμα και οι μεγάλες ταραχές που εμφανίστηκαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες στη συνέχεια, ακόμα και η αντιπαλότητα του κύκλου της Πίζας έναντι του Αλ. Υψηλάντη δεν έχει τονιστεί, ιδιαίτερα μάλιστα δεν έχουν αξιοποιηθεί συνδυαστικά οι πληροφορίες που σώζονται και αφορούν σε εταιρικά πρόσωπα που εμφανίζονται μετά την έκρηξη της Επανάστασης σε σημαίνοντες ρόλους (π.χ. ο Νέγρης και ο Δικαίος). Εντύπωση προκαλεί και η απουσία σύνδεσης των εσωτερικών συγκρούσεων που εκδηλώνονται μόλις πατά το πόδι του στην Πελοπόννησο ο Δ. Υψηλάντης με τους εμφύλιους που θα ακολουθήσουν. Γενικότερα, η Φιλική Εταιρία εμφανίζεται ως ένας παράπλευρος υποβοηθητικός μηχανισμός, και όχι ως ιδεολογικός πυρήνας. Η παραμέριση της Εταιρίας εμφανίζεται ιδιαίτερα στη νεωτερική ιστορική σχολή και δείχνει αντίστοιχη της δράσης του Αλ. Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, του Δ. Υψηλάντη στον Ελλαδικό χώρο, της δράσης του Δικαίου στην Πελοπόννησο, του Ιωάννη Ζαμπέλιου στα Επτάνησα, του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, του Ιωάννη Βλασσόπουλου, του κύκλου της Πίζας, της Φιλόμουσου Εταιρίας του Καποδίστρια. Η μαρξιστική σχολή με τη σειρά της στηρίζεται στις ιδιότητες των Σκουφά, Τσακάλωφ, Ξάνθου, για να προβάλει τη θέση της ταξικής επανάστασης. Τα ερωτήματα όμως ως προς τα γεγονότα δεν μπορούν να έχουν προκατάληψη. Καίρια ερωτήματα έχουν ήδη εντοπίσει οι μελετητές των κειμένων του Ξάνθου.
Ο Ξάνθος αντιφάσκει ως προς τις ημερομηνίες. Μιλάει με ασάφεια για τη χρονολογία ίδρυσης της Εταιρίας, αλλά και με χαρακτήρα πρωθύστερου, αφού συνδέει την ανάγκη ίδρυσης μιας Εταιρίας καθαρά Ελληνικής με την αδιαφορία όσων λαμβάνουν μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης έναντι του ελληνικού προβλήματος. Κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται, αφού οι όποιες αποφάσεις του Συνεδρίου έπονται του Σεπτεμβρίου ή του Νοεμβρίου 1814 που αναφέρει ως ιδρυτική ημερομηνία ο Ξάνθος. Υπάρχουν όμως δυο ακόμα αξιοπρόσεκτα στοιχεία: Α) ο χαρακτήρας του Ξάνθου ουδόλως επιβεβαιώνει το επίπεδο του προβληματισμού που ο ίδιος θέτει περί της κήρυξης μιας Επανάστασης που θα λαμβάνει υπόψιν τη διεθνή πολιτική σκηνή. Β) Έχει επικρατήσει σε τμήμα της Ιστορίας να αναφέρεται ως ημερομηνία ίδρυσης της Εταιρίας η 14η Σεπτεμβρίου 1814. Η άκρως συμβολική αυτή ημερομηνία, τοποθετεί εκ των προτέρων την Επανάσταση στη μια από τις δυο, γνωστές, αντιμαχόμενες πλευρές: την “παραδοσιακή” που συγκρούεται με την “νεωτερική”.
Η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού παραπέμπει στην επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ο συμβολισμός αυτός ολοκάθαρα υπονοεί την επανάσταση των Ρωμαίων, δηλαδή των Χριστιανών με στόχο την ίδρυση / ανασύσταση ενός πολυεθνικού Χριστιανικού Κράτους με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Η θέση αυτή αποτελεί τον αντίποδα της τάσης και της πλευράς που τελικά επικράτησε. [Μετά τις εσωτερικές συγκρούσεις της Επανάστασης προέκυψε ένα εθνικό κράτος στα πρότυπα των δυτικών κρατών, όπου η ηγεσία της χριστιανικής εκκλησίας ανήκε στον μονάρχη]. Η ίδια η Φιλική Εταιρία μας εμφανίζει μέσω (και) του Ξάνθου την περίφημη σύγκρουση προσδιορισμού της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Τα κείμενα και τα σύμβολα μόνον που θα χρησιμοποιήσουν οι Υψηλάντες αρκούν για να επιβεβαιώσουν πλήρως μια διεθνική Επανάσταση, την Επανάσταση των Ρωμαίων. Η κρατική ιστορία (που σήμερα αλλάζει περαιτέρω) έχει καταγράψει μια εθνική Επανάσταση. Την επανάσταση των Ελλήνων που μπορούν να είναι χριστιανοί μόνον μέσα σε όρια κρατικά. Η τακτική του ελληνικού κράτους και οι ευρύτερες συνθήκες, οδήγησαν τελικά στην αντίστροφη χρήση των όρων, που με τη σειρά τους οφείλονται στους διαφορετικούς ορισμούς του “Έθνους”. Αυτοί που σήμερα υπερασπίζονται την εθνική ιστορία, το εθνικό κράτος, είναι σε μεγάλο βαθμό, συνειδητά ή όχι, οι υποστηρικτές της διεθνικής Επανάστασης του 1821. Αντίστοιχα, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι σήμερα ως διεθνιστές, υποστηρίζουν συνειδητά ή όχι, την πλήρη υπαγωγή των εθνών στην πολιτική διοίκηση ενός αεθνικού κράτους. Η διαμάχη περί της πορείας του ελληνικού κράτους δεν έχει παύσει από τη στιγμή της γέννησής του και η ιστορία της πορείας προς την Επανάσταση, ίσως να επιβεβαιώνει την ίδια διαμάχη. Στο ερώτημα αν υπάρχει άλλη, τελείως διαφορετική εκδοχή για την Εταιρία που οργάνωσε την Επανάσταση του 1821, η απάντηση είναι “ναι” και έχει ακουστεί πολλάκις. Μια πρώιμη, συνοπτική καταγραφή της περιλαμβάνεται στην Ιστορία του κληρικού Αμβρόσιου Φραντζή. Την παραθέτουμε ασχολίαστη προς το παρόν, επιφυλασσόμενοι για μια μελλοντική διαπραγμάτευση. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει, είναι: Γιατί δεν αντέκρουσε ο Ξάνθος αυτή την άποψη; Την έκρινε τόσο “τρελή” ώστε να μην αξίζει ούτε μνείας;
Φραντζής – Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Τ.1, σελ.70-77
(Μόλον ότι το Δοκίμιον του Ιω. Φιλήμονος ορίζει ρητώς τας αρχάς και τα πρόσωπα της φιλικής εταιρίας, ημείς ερευνήσαντες διεξοδικώτερον τα περί αυτής, εκρίνομεν αναγκαίον να τα εκθέσωμεν ενταύθα, ως τα παρελάβομεν από απαθή και ευσυνείδητα υποκείμενα, καλώς ειδότα άπαντα εις το αντικείμενον τούτο διατρέξαντα).
Αυτουργός, (ή μάλλον δεύτερος συνεργός) του έργου τούτου εφάνη ο εκ Βελεστίνου της Θετταλίας περίφημος Ρήγας ο Φερραίος, του οποίου τα μεν σχέδια προώδευσαν αρκετά, αλλ’ ο αείμνηστος εκείνος ανήρ προδοθείς, εφονεύθη.
Της εν έργω αποπερατωθείσης Φιλικής Εταιρίας ο σχεδιαστής εστάθη μετά ταύτα ο ηγεμών της Βλαχίας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (ο και φιραρής, δραπέτης) επωνομασθείς, όστις εγκαταλιπών τον θρόνον της ηγεμονίας του κατέφυγεν εις το Ρωσσικόν Κράτος (το 1784) διατελέσας ζων υπέργηρως μέχρι του 1817, ότε και ετελεύτησεν αφίσας μίαν μόνην θυγατέρα. Ο περί ου ο λόγος Αλ. Μαυροκορδάτος Φιραρής ανήρ ων πολυμαθής, έτι δε και εστολισμένος με ηθικάς αρετάς, αληθής φίλος του Έθνους του, ευσεβής περί τα Ανατολικά ορθόδοξα δόγματα, σεβόμενος παρά πάντων δι’ όλα αυτά, απεστρέφετο με άσπονδον μίσος εσωτερικώς την Οθωμανικής καταδυναστείαν· έχων δε πολυπειρίαν και γνώσεις πολλάς του κόσμου, ως εκ της πολυμαθείας και της φυσικής του αγχινοίας, διαμένων δε και εις Κράτος ορθόδοξον, και ενασχολούμενος περί την φιλολογίαν, και την των θείων γραφών μελέτην (ούτος εξέδωκε το τρίγλωσσον λεξικόν εις Ελληνικήν, Γαλλικήν και Ιταλικήν διάλεκτον), λαβών δε και πολλάς μυήσεις διαφόρων Εταιριών, συνέταξεν οργανισμόν της Ελληνικής Εταιρίας, χωρίς να γνωρίση ουδείς άλλος τα περί του οργανισμού τούτου.
Ότε δε ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης (πατήρ του Αλ. Υψηλάντου Ηγεμών ων της Βλαχίας) εδραπέτευσε πανοικί το 1806 και προσέφυγεν εις το Ρωσσικόν Κράτος, τότε και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος Φιραρής λαβών έντευξιν μετ’ αυτού, και επιτυχών ομόφρονά του τον Κωνσταντίνον Υψηλάντην, αφ’ ου πρώτον εγνώρισε την κατά της Οθωμανικής εξουσίας αποστροφήν του, ορκίσας αυτόν προηγουμένως τω ενεπιστεύθη, και τω διεκοίνωσε τον σχεδιασθέντα παρ’ αυτού οργανισμόν της Φιλικής Εταιρίας. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης αναγνούς τον οργανισμόν, εγνωμοδότησεν ευθύς, ότι να μείνη εις μεγίστην εχεμύθειαν, ως έργον υψηλόν και χρήζον πολλών γνώσεων και βοηθειών, και τότε μεν έμεινε το έργον εις σιωπήν.
Αλλ’ ότε ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας (το 1812) απελθών εις την Ρωσσίαν, απέκτησε, δια τας υψηλάς γνώσεις και την απέραντον πολιτικήν του, την παρά του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου εγνωσμένην προς το υποκειμενόν του υπόληψιν, τότε και ο Αλ. Φιραρής εκοίνωσε τον οργανισμόν της Φιλικής Εταιρίας εις τον Καποδίστριαν, εξαιτήσας την περί τούτου γνωμοδότησίν του. Ο δε Ι. Καποδίστριας με πολλάς και διαφόρους προσθαφαιρέσεις υπεστήριξε μεν ως βάσιν τον, περί ου ο λόγος οργανισμόν, τρέφων εν εαυτώ και ούτος την περί τούτου υπεράσπισιν και την πραγματικήν ενέργειαν, αλλ’ εζήτει αρμοδίαν ευκαιρίαν και περίστασιν (έχων προηγουμένως ως βάσιν την εις το Ελληνικόν ομογενές έθνος του διάδοσιν των εκ της παιδείας φώτων), δια να επιτύχη του σκοπού, και δια τινός άλλης βοηθητικής δυνάμεως ή μέσου να θέση εις την απαιτουμένην ενέργειαν το σπουδαίον αυτό πράγμα.
Κατά δε το 1814 συγκροτηθέντος εν Βιέννη Συμβουλίου των Βασιλέων της Ευρώπης, αφού πρώτον απεπερατώθησαν τα κατά τον Ναπολέοντα, τα αφορώντα την ιεράν Συμμαχίαν, κτλ., γνωρίσας ο Ι. Καποδίστριας, ότι ήτον αρμοδία η περίστασις, δια να κεντήση την περί των Ελλήνων χορδήν, προλαβών ωμίλησεν ιδιαιτέρως περί του αντικειμένου τούτου μετά του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, δια να λάβη η Α. Μ. πρόνοιαν και περί του κατατυραννουμένου τούτου έθνους, προσθείς, ότι άλλον μετά Θεόν προστάτην δεν έχει, ει μη το ομόθρησκον Ρωσσικόν Κράτος, αλλ’ ο Αυτοκράτων τω απεκρίθη, «δος συ την αιτίαν εις μίαν των συνεδριάσεών μας, και εγώ αναλαμβάνω το βάρος». Επί τω λόγω τούτω του Αυτοκράτορος ο Ι. Καποδίστριας εν μια των Συνεδριάσεων ενώπιον των Βασιλέων και αντιπροσωπευόντων αυτούς, είπε· «νομίζω χρέος των Υ.Υ.Μ.Μ. το να λάβετε οποίαν δήποτε εγκρίνετε πρόνοιαν και δια το παρά της Οθωμανικής εξουσίας καταδυναστευόμενον Ελληνικόν έθνος, το οποίον υποφέρει τόσους αιώνας τον τυραννικόν Οθωμανικόν ζυγόν, και το οποίον διακινδυνεύει να πέση εις την τελευταίαν εξόντωσιν και τον μηδενισμόν· όθεν δεν μοι φαίνεται δίκαιον το να αδιαφορήσωσιν αι Υ.Υ.Μ.Μ.».
Επί τη προτάσει του Ι. Καποδιστρίου υπολαβών ο Μέττερνιχ απήντησε· «Κύριε Κόμη! η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνας, γνωρίζει Κράτος Οθωμανικόν, υπό το οποίον είναι υπεξούσιοι οι κατοικούτνες εις την Ελλάδα Έλληνες. Επ’ αυτώ τούτω, φαίνεται Κύριε Κόμη, δυϊσχυρίσθης τόσον, και άφισες έξω τον σύνδεσμον της ιεράς Συμμαχίας το απέραντον Οθωμανικόν Κράτος· αλλά δεν επιτυγχάνεις των περί τούτων ελπίδων σου». Ο Αυτοκράτων Αλέξανδρος αναλαβών την ομιλίαν του Μέττερνιχ είπεν· «Οι Έλληνες δια της θείας Προνοίας και της Ευρωπαϊκής αιχμής θέλουν ελευθερωθή εγκαίρως, και κατά τα αρχαία πατρογονικά των δίκαια θέλουν μείνει ελεύθεροι, αυτόνομοι, και ανεξάρτητοι». Επί τούτω ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας έπαυσε την περί του αντικειμένου τούτου ομιλίαν του.
Μετ’ ου πολύ δε συντάξας και μορφώσας σχέδιον περί μιας φιλομούσου Ελληνικής Εταιρίας αφορώσης την περί την παιδείαν και τα φώτα προόδου του Ελληνικού έθνους, παρέδωκεν αυτό εις τον διδάσκαλον Άνθιμον Γαζήν (διατρίβοντα αυτόσε), τον οποίον και καθοδηγήσας ως έδει, επαρουσίασεν εις τον Βασιλέα της Πρωσίας, και εις τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρον, οίτινες συνεισέφερον κατά πρώτον ανά 1000 φλωρία Ολλανδικά έκαστος, κατά συνέπειαν των οποίων συνεισέφερον και άλλοι πολλοί των επισήμων διαφόρους χρηματικάς ποσότητας, ώστε εκ του έργου της φιλομούσου αυτής Εταιρίας, και εκ των χρηματικών αυτών συνεισφορών εσυστήθησαν διάφοροι Ελληνόπαιδες εις τα σχολεία της Ευρώπης, η περαιτέρω δε φροντίς έμενε να ενεργηθή προϊόντος του χρόνου· και ούτως η φιλόμουσος αύτη Εταιρία επροχώρει βαθμηδόν, ήτις συνηνωμένη με την πρόοδον της παιδείας και των φώτων, απεκατέστη ενός ολίγου ζύμη της Φιλικής Ελληνικής Εταιρίας. Επανελθών δε ο Ι. Καποδίστριας εις τα της υπηρεσίας του χρέη, εκοίνωσεν άπαντα τα διατρέξαντα προς τους Α. Μαυροκορδάτον Φιραρήν και Κωνσταντίνον Υψηλάντην, προσθείς, ότι είναι αναγκαίον πολλά να διακοινωθή το έργον τούτο της φιλομούσου Εταιρίας, και να ενεργήται (ει δυνατόν) πανταχόθεν, του οποίου η κατ’ επιφάνειαν μεν ενέργεια να ήναι τοιαύτη· «πρόοδος των φώτων και της παιδείας», υποκεκρυμμένως δε και μετά πολλής εχεμυθείας, «ελευθερία των Ελλήνων» τότε δε να ανακαλυφθή το δεύτερον, ότε τα φώτα της παιδείας διαδοθώσι, και εν ταυτώ ότε φανή κατάλληλος εποχή. Και ταύτα μεν τα παρά του Ιωάννου Καποδιστρίου μέχρι τούδε επί τούτω πραχθέντα (πολλά και άλλα επράχθησαν κατά συνέπειαν τούτων παρά του Ι. Καποδιστρίου, τα οποία παραλείπομεν, ως μη ειδότες αυτά διακεκριμένως).
Ο δε Κωνσταντίνος Υψηλάντης ακολούθως εκοίνωσε τον σκοπόν και το πνεύμα της Φιλικής Εταιρίας εις τον υιόν του Αλεξ. Υψηλάντην, ούτος δε πολύν ζήλον υπέρ ελευθερίας, και με ψυχήν στρατιωτικήν γενναίαν επερίμενε πότε να ίδη την έναρξιν της κατά του τυράννου Ελληνικής αποστασίας. Έχων δε εμπιστοσύνην εις τον Σκουφάν, δια να διαδοθή ταχύτερον, έδωκεν εις αυτόν τον οργανισμόν της Φιλικής Εταιρίας (το 1815), παραγγείλας αυτώ να διαδοθή μεν, αλλ’ εις επισήμους κατά πρώτον και νουνεχείς, και προ πάντων να διατηρηθή όσον τον δυνατόν η εχεμύθεια κτλ. Ο δε Σκουφάς έχων πάλιν σχέσιν με τον Τζακάλοφ, και ο Τζακάλοφ με τον Ξάνθην, ο δε Ξάνθης με τον Αναγνωστόπουλον, διεκοίνωσαν και μεταξύ των, και εις άλλους πολλούς όσους εγνώριζον οικειοτέρους και πιστότερους, το μυστήριον της Φιλικής Εταιρίας, έχοντες κέντρον αρχής τον Αλ. Υψηλάντην και τους λοιπούς· και ούτω διαδοθείσα προώδευεν εξηπλουμένη η Φιλική Εταιρία. Ο δε Αλέ. Υψηλάντης τοις υπέσχετο, ως δηλούται από τας προκηρύξεις του, ότι θέλει είναι Σύμμαχος και η Ρωσσία (ίσως ήθελεν είσθαι, αλλ’ όχι με τοιούτους καπνούς μυελών), και ως εκ τούτων οι προρρηθέντες τέσσαρες ο Σκουφάς, ο Τζακάλοφ, ο Ξάνθης και ο Αναγνωστόπουλος ήρξαντο να διαδίδωσι το μυστήριον της Φιλικής Εταιρίας από το 1816, μυήσαντες κατά πρώτον εις πολλούς και διαφόρους επιτηδείους μεν, αλλ’ ασημάντους Έλληνας, επιθυμούντες την όσον τάχιον καταστροφήν της Οθωμανικής καταδυναστείας δια της ενάρξεως της αποστασίας.
Το καραβάκι της Ιστορίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ Κ., Εμμανουήλ Ξάνθος ο Φιλικός, Καστανιώτης, 2005
- ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ., Φιλικά Κείμενα – Ξάνθου Απολογία – Αναγνωστόπουλου Παρατηρήσεις, Περιοδικό Μνημοσύνη, Τόμος 7ος, 1978-79
- ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ Ι., Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, 1834
- ΦΡΑΝΤΖΗ Α., Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Τόμος 1ος, 1839
- ΞΑΝΘΟΥ ΕΜ., Ιστορικόν Υπόμνημα περί της συστάσεων της Εταιρίας των Φιλικών, 1835
- ΞΑΝΘΟΥ ΕΜ., Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρίας, 1845